Η οικονομική θεωρία που αναστατώνει την Αμερική και οι συνέπειες για την Ευρώπη
Πηγή: avgi.grΤου Κωστή Παπαδημητρίου*
- Το 2016 ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s παραδέχτηκε ότι οι θετικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων είναι υπερτιμημένες. Πριν λίγους μήνες το Institute of International Finance, η διεθνής ένωση τραπεζών με 450 μέλη από 70 χώρες, δημοσίευσε μια σειρά από επιστημονικά άρθρα που συμπεραίνουν ότι η λιτότητα ήταν η λανθασμένη επιλογή. Σύμφωνα με τη σειρά, η λιτότητα περιόρισε την ευρωπαϊκή ανάπτυξη κατά 10% σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.
- Πώς, λοιπόν, μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά; Δεν υπάρχει παρά μόνον ένας τρόπος: μια σαρωτική επέλαση νέων ιδεών που θα κάμψουν τις αντιστάσεις. Και αυτή δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο από την Αμερική, όπως γινόταν τα τελευταία εκατό χρόνια. Αυτό το κύμα φαίνεται να παίρνει μορφή με το πολιτικό ενδιαφέρον που έχει αρχίσει να συγκεντρώνει η λεγόμενη «Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία».
«Οι ηγέτες της Ευρωζώνης μετέτρεψαν ένα ελληνικό πρόβλημα ρευστότητας ύψους 50 δισ. ευρώ σε μια υπαρξιακή κρίση 1000 δισ. ευρώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση», είχε εύστοχα παρατηρήσει ο Βρετανός πολιτικός David Miliband το 2011. Πράγματι, η Ευρώπη αντέδρασε με το χειρότερο τρόπο στην κρίση του 2008. Μετέτρεψε μια διεθνή χρηματοοικονομική κρίση σε δημοσιονομική κρίση του ευρωπαϊκού Νότου και τελικά ολόκληρης της Ευρώπης. Κυνήγησε φανταστικούς εχθρούς και παρέμεινε προσκολλημένη σε αμφίβολης αξίας οικονομικά δόγματα του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα είναι η ευρωπαϊκή οικονομία να έχει βαλτώσει και να έχει μείνει πίσω σε σχέση με την Αμερική. Όμως, σήμερα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δημιουργείται μια νέα δυναμική, καθώς μια «ετερόδοξη» οικονομική θεωρία εισβάλλει στο προσκήνιο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για τους συντηρητικούς οικονομολόγους η λιτότητα ήταν η απάντηση για κάθε πρόβλημα - μείωση του χρέους, των ελλειμμάτων και τελικά των δημοσιονομικών δαπανών, με αύξηση των φόρων στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα, αλλά όχι στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους ισχυρούς («διεύρυνση της φορολογικής βάσης» ήταν ο ευφημισμός που κατασκευάστηκε). Και παρόλο που οι ιδέες αυτές δημιουργήθηκαν κυρίως στην Αμερική, ήταν στην Ευρώπη που εφαρμόστηκαν περισσότερο, γιατί βρήκαν γόνιμο έδαφος στους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους, παρόλο που είχαν ήδη αρχίσει να απαξιώνονται στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Οι πολιτικές αυτές κτίστηκαν πάνω στο δόγμα της «επεκτατικής λιτότητας», της ιδέας ότι μπορεί η λιτότητα να λειτουργεί αναπτυξιακά, προσφέροντας «επενδυτική εμπιστοσύνη». Αυτό ήταν ένα πισωγύρισμα στη μακροοικονομική θεωρία, ισοδύναμο με το να επιστρέφαμε στην άποψη ότι ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη Γη. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Romer είχε πει το 2016 σε μια συγκλονιστική δημόσια ομιλία ότι «για περισσότερο από τρεις δεκαετίες η μακροοικονομική θεωρία κινήθηκε προς τα πίσω».
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η αντίδραση στη διεθνή κρίση του 2008 ήταν εντελώς διαφορετική από την Ευρώπη. Σε αυτό έπαιξε φυσικά ρόλο η εκλογή του Barak Obama, αλλά οπωσδήποτε και άλλοι παράγοντες. Χρησιμοποιήθηκε με αναπτυξιακό τρόπο τόσο η νομισματική όσο και η δημοσιονομική πολιτική, και η αμερικανική οικονομία κατάφερε να μην βαλτώσει. Τα πράγματα δεν έγιναν βεβαίως ιδανικά και οι ανισότητες παραμένουν υψηλές σε σχέση, για παράδειγμα, με τη δεκαετία του 1980. Οι πολίτες είναι εξουθενωμένοι και η αμερικανική πολιτική σκηνή ριζοσπαστικοποιημένη και προς τις δύο πλευρές, όπως έδειξε η εκλογή του Donald Trump και η επιτυχία του Bernie Sanders. Αλλά σε καμία περίπτωση η αμερικανική οικονομία δεν βάλτωσε όπως η ευρωπαϊκή.
Στα χρόνια που πέρασαν, οι ιδέες της λιτότητας απαξιώθηκαν σταδιακά ακόμη και στα οχυρά του συντηρητισμού. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) παραδέχτηκε πρώτα το 2012 ότι η λιτότητα πλήττει την ανάπτυξη (η τεχνική διατύπωση ήταν ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ήταν μεταξύ 0,9 και 1,7, δηλαδή ότι κάθε ευρώ λιτότητας περιόριζε την οικονομία κατά 0,9 έως 1,7 ευρώ) και στη συνέχεια το 2016 ότι οι ανισότητες είναι αρνητικές για την ανάπτυξη. Επίσης, το 2016 ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s παραδέχτηκε ότι οι θετικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων είναι υπερτιμημένες. Πριν λίγους μήνες το Institute of International Finance, η διεθνής ένωση τραπεζών με 450 μέλη από 70 χώρες, δημοσίευσε μια σειρά από επιστημονικά άρθρα που συμπεραίνουν ότι η λιτότητα ήταν η λανθασμένη επιλογή. Σύμφωνα με τη σειρά, η λιτότητα περιόρισε την ευρωπαϊκή ανάπτυξη κατά 10% σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ή κατά 5% σε όρους κατά κεφαλήν μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Ο διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής οικονομολόγος του IIF έγραψε στο αμερικανικό περιοδικό Business Insider ότι «η λιτότητα ήταν λάθος». Σύμφωνα με τον ίδιο, η τάση μεγέθυνσης που είχαν οι ΗΠΑ και η ζώνη του ευρώ πριν από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση ήταν ίδια, αλλά μετά απέκλιναν εξαιτίας της διαφορετικής οικονομικής πολιτικής που ακολούθησαν, ιδίως στη δημοσιονομική πλευρά.
Ωστόσο, η ζώνη του ευρώ έχει κτιστεί πάνω στις ιδέες της λιτότητας. Ένα πολύπλοκο σύστημα ευρωπαϊκής νομοθεσίας, σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίηση των συντηρητικών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό Βορρά, κάνουν σχεδόν αδύνατη την αναθεώρηση της λειτουργίας της ζώνης του ευρώ προς μια προοδευτική πλευρά. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά και οι πρόσφατες συμφωνίες που προκάλεσε η ευρωπαϊκή κρίση και που οδήγησαν στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), είναι στηριγμένες πάνω στο αφήγημα της λιτότητας.
Οι ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) απαγορεύουν να χρηματοδοτήσει τα εθνικά δημοσιονομικά ελλείμματα και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει όσο η κοινή γνώμη στο Βορρά, και ιδίως στη Γερμανία, ερμηνεύουν μια τέτοια πολιτική ως μεταβίβαση πόρων στον «αποτυχημένο», κατ’ αυτούς, Νότο. Η αρχή της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας προέρχεται από τη γερμανική παράδοση και ήταν το αντάλλαγμα από τους Γάλλους για τη δημιουργία του ευρώ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τη Γερμανία το ευρώ δεν ήταν ποτέ επιθυμητός στόχος, αλλά παραχώρηση προς τους Γάλλους για την οποία έπρεπε να πάρουν διασφαλίσεις και ανταλλάγματα. Τόσο η γαλλική όσο και η βρετανική παράδοση κεντρικής τραπεζικής έβλεπαν την κεντρική τράπεζα ως εργαλείο του υπουργείου Οικονομικών (που σημαίνει ότι ο κεντρικός τραπεζίτης έπρεπε να υπακούει στις εντολές της κυβέρνησης, η οποία είχε δικαίωμα να τον αλλάξει). Η Τράπεζα της Αγγλίας παρέμεινε έτσι σε όλη τη διακυβέρνηση από τη Margaret Thatcher και τον John Major. Η ειρωνεία είναι ότι δεν έγινε ανεξάρτητη παρά μόλις το 1998 από τον Εργατικό Tony Blair, προκειμένου να προετοιμαστεί για ενδεχόμενη ένταξη της Βρετανίας στη ζώνη του ευρώ (ο Blair είχε υποσχεθεί δημοψήφισμα για το ευρώ, αλλά τελικά τα πράγματα ακολούθησαν την αντίθετη διαδρομή).
Πώς, λοιπόν, μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά; Δεν υπάρχει παρά μόνον ένας τρόπος: μια σαρωτική επέλαση νέων ιδεών που θα κάμψουν τις αντιστάσεις. Και αυτή δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο από την Αμερική, όπως γινόταν τα τελευταία εκατό χρόνια. Αυτό το κύμα φαίνεται να παίρνει μορφή με το πολιτικό ενδιαφέρον που έχει αρχίσει να συγκεντρώνει η λεγόμενη «Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία» (Modern Monetary Theory, συχνότερα αναφερόμενη με τη συντομογραφία MMT). Δεν πρόκειται για μια καινούρια θεωρία. Στηρίζεται στα διδάγματα του Keynes, αλλά και του Hyman Minsky, του σημαντικότερου ίσως κεϋνσιανού μετά τον ίδιο τον Keynes. Αρκετές δεκαετίες γίνεται δουλειά στο πεδίο αυτό, και ορισμένοι θεωρούν ως ιδρυτή και ηγέτη της MMT τον οικονομολόγο και hedge fund manager Warren Mosler. Ίσως ο επιφανέστερος θεωρητικός της είναι ο καθηγητής Οικονομικών L. Randall Wray, που έχει δημοσιεύσει δεκάδες εργασίες πάνω στο θέμα. Ωστόσο, η MMT θεωρείται «ετερόδοξη» οικονομική θεωρία, δηλαδή δεν εντάσσεται στο κυρίαρχο πακέτο της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και, κατά συνέπεια, οι οπαδοί της βρίσκονται σχετικά στο περιθώριο. Προέρχονται κυρίως από δύο πανεπιστήμια, το University of Missouri - Kansas City και το Levy Institute του Bard College. Στον ίδιο κύκλο θα μπορούσε να ενταχθεί και ο James K. Galbraith. Άλλοι προοδευτικοί οικονομολόγοι όπως ο νομπελίστας Paul Krugman και ο καθηγητής του Χάρβαρντ Larry Summers (διετέλεσε υπουργός Οικονομικών του Bill Clinton) έχουν εκφραστεί ιδιαίτερα επιφυλακτικά έως έντονα αρνητικά για την ΜΜΤ, παρόλο που συμφωνούν ως προς το βασικό συμπέρασμα πολιτικής: η οικονομία πρέπει να χρηματοδοτηθεί με ελλειμματική δημοσιονομική πολιτική.
Η MMT εξετάζει τον τρόπο που λειτουργεί το χρήμα στην οικονομία και πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα κράτος που εκδίδει το δικό του νόμισμα (σε αντίθεση με την Ελλάδα), αλλά και πώς με αυτό τον τρόπο το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομία. Κεντρικός άξονας είναι η αντίληψη ότι το χρήμα δημιουργείται από το κράτος για τα τελευταία τουλάχιστον 4.000 χρόνια και ότι ακριβώς γι αυτό το λόγο το κράτος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με αυτό. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη νεοκλασική άποψη που διακρίνει ιστορικά το χρήμα στο μεταλλικό και το χάρτινο και που θεωρεί ότι είναι δημιούργημα της αγοράς. Επιπλέον, πρόκειται για την πιο συγκροτημένη ανασκευή του μονεταρισμού του Milton Friedman. Μια βασική κληρονομιά του μονεταρισμού στην κεντρική τραπεζική είναι η χρήση της ανεργίας προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθωρισμός. Πολιτικά δεν έχει ίσως τόση σημασία η θεωρητική θεμελίωση όσο τα συμπεράσματα. Και τα βασικά συμπεράσματα είναι τα αντίθετα από αυτά του μονεταρισμού και του νεοφιλελευθερισμού: οι αγορές έχουν περισσότερες δυσλειτουργίες από όσες υποθέτει το θεωρητικό μοντέλο του τέλειου ανταγωνισμού, συνεπώς το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει ενεργά στην οικονομία, τα κράτη που εκδίδουν νόμισμα έχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια δαπανών από όσο γενικά πιστεύεται, δεν απαιτείται να χρηματοδοτηθούν οι δαπάνες εξ ολοκλήρου με φόρους, και δεν υπάρχει κίνδυνος πτώχευσης καθώς μπορούν να τυπώσουν το χρήμα που χρειάζονται. Σε μια ακραία εκδοχή της συνοψίζεται στη φράση, που συχνά αποδίδεται ως «Νόμος του Mοsler», «δεν υπάρχει χρηματοοικονομική κρίση τόσο βαθιά ώστε να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί από μια επαρκή αύξηση των δημοσίων δαπανών». Η MMT δίνει έμφαση στην πλήρη απασχόληση παρά στο φόβο του πληθωρισμού, σε αντίθεση, όπως είδαμε, με τις κεντρικές τράπεζες που έχουν εργαλειοποιήσει την ανεργία για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Βεβαίως, οι θεωρητικοί της MMT φαίνεται να υποτιμούν εντελώς τον κίνδυνο υψηλού πληθωρισμού, ακόμη και υπερπληθωρισμού, θεωρώντας ότι αυτές οι καταστάσεις είναι διαχειρίσιμες. Δεν είναι πάντα, και οι πολιτικές συνέπειες μπορεί να είναι σημαντικές, όπως δείχνει η εμπειρία της Αργεντινής και της Βενεζουέλας αυτήν την εποχή. Δεν είναι, λοιπόν, κάτι ιδιαίτερα καινούριο ούτε η ίδια η θεωρία ούτε σε μεγάλο βαθμό και τα συμπεράσματά της.
Αυτό που είναι πραγματικά καινούριο είναι το έντονο πολιτικό ενδιαφέρον της νέας αμερικανικής Αριστεράς για μια θεωρία που τις τελευταίες δεκαετίες ήταν περίπου ταμπού. H καθηγήτρια Οικονομικών Stephanie Kelton, μια από τις σημαντικότερες οπαδούς της MMT, διετέλεσε σύμβουλος του Bernie Sanders, αλλά και η Alexandria Ocasio-Cortez, μια από τις σημαντικότερες νέες πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος, έχει υιοθετήσει πολιτικά τη θεωρία. Η MMT έχει γίνει πλέον βασικό θέμα της δημόσιας συζήτησης στην Αμερική με αποτέλεσμα να ασχολούνται με αυτήν μέσα ενημέρωσης όπως οι New York Times ή το Bloomberg. Ακόμη και ο Economist γράφει πλέον για την MMT, αμφιβάλλοντας για την θεωρητική αξία, αλλά παραδεχόμενος ότι έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει μια μεγάλη πολιτική δύναμη.
Με έναν περίεργο τρόπο ο Trump βοήθησε να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ΜΜΤ στην κοινή γνώμη. Γενιές Ρεπουμπλικανών μπλοκάριζαν την κοινωνική πολιτική πάνω στη λογική της δημοσιονομικής σύνεσης και είχαν υποχρεώσει τους Δημοκρατικούς να κινούνται σε ένα πολύ περιορισμένο πλαίσιο. Παράλληλα, είχαν επιβάλει στο πολιτικό πεδίο την άποψη ότι «οι μειώσεις των φόρων μπορούν να χρηματοδοτηθούν από μόνες τους, καθώς θα προκαλέσουν αύξηση των φορολογικών εσόδων» (επιστημονικά θεωρείται τόσο λανθασμένος ισχυρισμός, ώστε να χαρακτηρίζεται ως «οικονομικά βουντού»). Αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες στα δημόσια ελλείμματα από τις πολιτικές του (μείωση φορολογίας κερδών, αύξηση αμυντικών δαπανών, κατασκευή τείχους στα σύνορα), ο Trump έχει μεταφέρει το πεδίο της μάχης από τα μέσα στο σκοπό: δεν έχει σημασία πώς θα το κάνεις, σημασία έχει τι θα κάνεις. Αλλάζοντας τους όρους του παιχνιδιού για τη δική του πλευρά, την άλλαξε και για τους Δημοκρατικούς.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την Ευρώπη; Τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ταυτόχρονα χαρακτηριστικά ομοσπονδίας σε ορισμένες λειτουργίες της και απλού διεθνούς οργανισμού σε άλλες. Οι συνθήκες του ευρώ δεν αφήνουν περιθώρια άσκησης νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο και βεβαίως ούτε χρηματοδότησης της δημοσιονομικής πολιτικής με τον τρόπο που μπορεί να γίνει στην Αμερική. Οι λαοί και οι ελίτ των κρατών μελών διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την πίστη τους στην ευρωπαϊκή ιδέα, αλλά ταυτόχρονα μεταξύ τους είναι πιο δύσπιστοι ίσως από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Παραδόξως, η λιτότητα μέχρι τώρα λειτούργησε ενοποιητικά: διασφάλιζε ότι δεν θα πλήρωνε ένα έθνος για τις δαπάνες ενός άλλου, συνεπώς μπορούσαν να συνεργαστούν στη βάση της αμοιβαίας δυσπιστίας. Γι αυτό και η απάντηση της Ευρώπης στην κρίση ήταν περισσότερη λιτότητα, ενώ τώρα βρίσκεται ένα βήμα πριν την θεσμική δέσμευση για μηδενικά ελλείμματα.
Αλλά αυτή η δυναμική δοκιμάζει πια τα όριά της. Το «Brexit» είναι ένα σημάδι των καιρών, όσο και αν μπορεί να το προσπεράσει κανείς αποδίδοντάς το στην βρετανική ιδιαιτερότητα. Η άνοδος του AfD στη Γερμανία, που πλέον είναι ευρωσκεπτικιστικό κόμμα, και γενικότερα της λαϊκιστικής Δεξιάς, είναι ένα άλλο σημάδι που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα μια μεγάλη αναζωογόνηση στις οικονομικές ιδέες που διέπουν τις πολιτικές της. Το θεσμικό πλαίσιο έχει κτιστεί με τρόπο που δεν μπορεί να αλλάξει σιγά σιγά. Χρειάζεται μια σαρωτική ανανέωση των ιδεών που θα συμπαρασύρει μαζί της όλα τα άλλα. Θα γίνει αυτό με τη «Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία»; Φυσικά δεν μπορεί κανείς να το προβλέψει με ασφάλεια, αλλά μπορεί να περιμένει ότι η αλλαγή θα έρθει από την Αμερική, και αυτή τη στιγμή γίνεται εκεί κάτι σημαντικό στον τομέα των οικονομικών ιδεών. Είναι, λοιπόν, κάτι που πρέπει αν μη τι άλλο να το παρακολουθήσουμε προσεκτικά.
* Οικονομολόγος - δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου