Ανθούλα Δανιήλ*
«Ο Ελύτης και η Άνοιξη»
Πηγή:diastixo.gr
(Οδυσσέας Ελύτης, «Το εικόνισμα»)
«Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία». Με αυτή τη φράση αρχίζει τη Ζ’ ενότητα του κεφαλαίου «Πρώτα-Πρώτα…» του βιβλίου του Ανοιχτά Χαρτιά ο Οδυσσέας Ελύτης.
Και ενώ όλοι ξέρουμε την πρώτη αλήθεια, που είναι και η μόνη την οποία καμιά επιστημονική νέα γνώση δεν μπορεί να διαψεύσει, την παραμερίζουμε στα νιάτα μας, αλλά την επαναφέρουμε στο κέντρο μόλις περάσουν λίγο τα χρόνια. Και είναι στην ώρα που ο ήλιος παίρνει πλάγια κλίση και όλα της ζωής ολοκληρώνουν σιγά σιγά το σωστό νόημά τους.
Ο Ελύτης από πολύ νέος ακόμα άρχισε να κτυπά στη λύρα του τις αλήθειες του, με πρώτη την αλήθεια του θανάτου να ελλοχεύει στον ήλιο, στα νερά του γαρ και του άρα, στον άνεμο τον ανεμοκύκλιστο. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν ξενοιασιές και αμεριμνησίες, εκείνος έβλεπε την άλλη όχθη ολοκάθαρα. Αργότερα, στη Μαρία Νεφέλη, μας δίνει βιογραφικές συντεταγμένες· νησί και ημερομηνία:
Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα/ δύο του Νοέμβρη ξημερώματα
Για τα ξημερώματα του 1911 επρόκειτο, τότε που άνοιξε τα μάτια του στο φως. Ξόδεψε ογδόντα χρόνια άνεμο για να διανύσει το νήμα που του δόθηκε μέχρι να φτάσει στο «ακρότατο σημείο», στις 18 Μαρτίου του 1996, «στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί όπου ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται». Διέγραψε ογδόντα πέντε κύκλους πάνω σ’ αυτή τη γη και τραγούδησε με αγάπη τους μήνες, με χιούμορ αλλά και στοχαστική διάθεση. Έδωσε ελαφράδα στον ρυθμό και βαρύτητα στον στίχο:
Τον Μάρτη περικάλεσα/ και τον μικρό Νοέμβρη/… / κακό να μη μας εύρει.
(Τα Ρω του Έρωτα)
Στη γλώσσα του ο λαός τον θάνατο τον λέει «πίκρα» και «κακό». Είναι ένα ποιηματάκι απλό, από την ενότητα «Μικρές Κυκλάδες», με τίτλο «Τα Ελληνάκια». Και είναι κι ένα άλλο, που αποδείχτηκε σημαδιακό, από την ενότητα «Το θαλασσινό τριφύλλι» με τίτλο «Το Ερημονήσι», που φαίνεται σαν να το συμπληρώνει:
Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη/ και πικρή Σαρακοστή/ βάζω πλώρη και κατάρτι/ και γυρεύω ένα νησί/ που δεν βρίσκεται στο χάρτη.
Συγκρίνοντας τα αποσπάσματα βρίσκουμε τον γενέθλιο μήνα του ποιητή αλλά και τον άλλο, τον τελευταίο του, που του παίρνει την πρώτη αλήθεια του. Τον Μάρτη. Ο Ελύτης συνέθεσε Τα Ρω του Έρωτα για να τραγουδηθούν. Αλλά ο Έλληνας το ’χει συνήθειο να βάζει στο τραγούδι του γλεντιού του και τον καημό του θανάτου, όπως έχει επισημάνει και ο Άγγελος Τερζάκης. Έτσι, η «πικρή Σαρακοστή» και το νησί «που δεν βρίσκεται στο χάρτη» χωνεύονται ομαλά μέσα σ’ ένα ποίημα με τον ζωηρό ρυθμό, ρυθμό που υπακούει σε έναν αθέατο μετρονόμο, τικ-τακ, τικ-τακ, και μοιάζει χαρούμενο, ενώ μιλάει για θάνατο κι ας μην τον κατονομάζει. Αντίθετα, για ένα ταξίδι πρόκειται στο άγνωστο, με βάρκα βεβαίως, όπως το θέλει η ελληνική παράδοση, αφού πρέπει να περάσει την Αχερουσία και τον Αχέροντα ποταμό για να φτάσει στον Άδη.
Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν ξενοιασιές και αμεριμνησίες, εκείνος έβλεπε την άλλη όχθη ολοκάθαρα.Το ποίημα στην ανάπτυξή του θα μας δώσει τα χαρακτηριστικά αυτού του ανύπαρκτου στον χάρτη νησιού. Θα βρούμε ανέμους και πουλιά, δεν «γνωρίζεις εκεί πέρα ούτε κλέφτη ούτε φονιά», «τα λουλούδια μεγαλώνουν κάθε νύχτα τρεις οργιές» και τα δέντρα σκαρφαλώνουν σαν καβούρια στις πλαγιές, «μες στης ερημιάς τ’ αγέρι… Πιάνεις του Θεού το χέρι». Και τελειώνει:
Γεια σας έχτρες γεια σας μίση/ και γινάτι καθενός/ Άμα βρεις το ερημονήσι/ όλα τ’ άλλα είναι καπνός/ Μια φορά να το ’χεις ζήσει.
Έτσι, λοιπόν, τον πέτυχε τον μήνα και το ερημονήσι. Αν ξαναδιαβάσουμε το πρώτο ποίημα «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου», της συλλογής Τα ελεγεία της Οξώπετρας, που εκδόθηκαν το 1991, θα βρούμε πάλι μια πλάγια αναφορά στην ημερομηνία της γέννησής του. Οι τρεις μάρτυρες που μνημονεύονται στον τίτλο συνεορτάζουν (μαζί με τον Αφθόνιο και τον Πηγάσιο, που σκοπίμως παραλείπονται) στις 2 Νοεμβρίου, τότε που ο Ελύτης έχει τα 80στά του γενέθλια και υπολογίζει ότι ο καιρός πλησιάζει. Με τους τρεις μάρτυρες, καταθέτει την «αφοβιά» – Ακινδύνου, την ελπίδα –Ελπιδοφόρου και την ελευθερία – Ανεμποδίστου σαν προμετωπίδα στο ταξίδι του, το οποίο και πάλι με βάρκα θα γίνει:
Τώρα στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό ή Όξω Πέτρα …
Θ’ αρχίσει ν’ αναδύεται
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.
Τα ελεγεία της οξώπετρας (1991) - Οδυσσέας Ελύτης
Εν ολίγοις, και απομονώνοντας τους στίχους που μας χρειάζονται για την περίσταση, παρακολουθούμε το ταξίδι του Ελύτη που εκκινώντας από την «ιδιωτική οδό βγάζει σ’ ένα “παντού” που είναι των άλλων το “πουθενά”» (Ιδιωτική Οδός, Γ΄). «Σκεφτείτε», έλεγε ο Μπρετόν, «πως η λογοτεχνία είναι ο θλιβερότερος δρόμος που βγάζει στα πάντα». Μόνο που ο Ελύτης δεν βλέπει θλιβερό τον δρόμο, αλλά φωτεινό.
Η Μεγάλη Εβδομάδα, με τα δρώμενά της και τα άλλα τελετουργικά, καθώς και τα λόγια τα «παλαβάτα», που άκουγε στο σπίτι από την Κρητικιά μαγείρισσα, του έκαναν εντύπωση. Και όλα τον προετοίμαζαν για το θαύμα της ποίησης αλλά και το πιο «παλαβάτο» γεγονός, που είναι ο θάνατος. Ο «Μάρτης» και η «πικρή Σαρακοστή» είναι η προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα και τα Πάθη. Θάνατος και Ανάσταση, πόνος στο σώμα και στο μυαλό. Θραύση του αγγείου και διάλυση του είναι εις τα εξ ων συνετέθη. Γι’ αυτό λέει πως την Άνοιξη δεν τη βρήκε «τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ’ έναν Μποτιτσέλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη» (Ο μικρός ναυτίλος, IV), που σημαίνει στην Κυριακή των Βαΐων, εκείνην που θα την ακολουθήσει η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών.
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση στα Ερχόμενα
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.
(«Το Εικόνισμα»)
Με το φρεσκοβγαλμένο σκάφος του «Έχει ο Θεός», ο Οδυσσέας Ελύτης διέπλευσε τον Αχέροντα στις 18 του Μάρτη για τα Πέραν, τα Μέλλοντα και τα ουράνια τιμάριά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου