Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016

Περί αρχαίων ελληνικών

Σχολικά βιβλία ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ
Τώρα που καταλάγιασε ο θόρυβος για τις δηλώσεις Φίλη περί αρχαίων ελληνικών –όχι πως βγήκε κάποιο συμπέρασμα· απλώς βρήκαμε άλλα για να μαλλιοτραβηχτούμε– θα μπορούσαμε να ξαναδούμε το θέμα λίγο πιο ψύχραιμα και επίσης να αναζητήσουμε το γιατί οι αντιδικίες γύρω από τη γλώσσα μας και κατ’ επέκταση την ελληνικότητα γίνονται πάντα σε υψηλούς τόνους, στα όρια της υστερίας.
Υπάρχει μια σχολή σκέψης η οποία λέει ότι οι διχογνωμίες και γενικά τα λάθη οφείλονται στην αδυναμία ή την άρνηση να μιλήσουμε αναλυτικά και με σαφήνεια, προσδιορίζοντας επακριβώς τη σημασία των όρων που χρησιμοποιούμε. Μολονότι η άποψη αυτή, όταν αναφέρεται σε θεμελιακές αντιθέσεις, όπως π.χ. στην επιλογή αξιακών προταγμάτων ή την πολιτική, αποδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, ρηχή και μάλλον αφελής, μερικές φορές μας βοηθάει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο καβγάς για το αν τα αρχαία ελληνικά είναι νεκρή ή ζωντανή γλώσσα. Σε πρώτη ματιά, η στάση των δύο αντιδίκων εμφανίζεται ως διάγνωση η οποία εντοπίζει στη γλώσσα μια συγκεκριμένη κατάσταση. Δηλαδή εξετάζουμε τα αρχαία ελληνικά για να αποφανθούμε αν έχουν παραδώσει το πνεύμα ή ζουν ακόμα. Στην πραγματικότητα όμως, εκείνο που κρίνει το ζήτημα είναι το πώς εμείς ορίζουμε τις έννοιες «ζωντανή» και «νεκρή» γλώσσα.
Οι επιλογές είναι δύο: για πολλούς νεκρή είναι όποια γλώσσα έχει πάψει να ομιλείται. Για άλλους, μια γλώσσα παραμένει ζωντανή εφόσον απέκτησε απογόνους, μέσω των οποίων εξακολουθεί να ζει.
Αυτή είναι η αρχική, η μόνη διαφωνία και συνεπώς η μόνη επιλογή. Κατά τα άλλα, και οι μεν και οι δε ομοφωνούν. Διότι όσοι θεωρούν τα αρχαία ελληνικά νεκρή γλώσσα αναγνωρίζουν ότι η νεοελληνική αποτελεί εξέλιξή της και όσοι τη θεωρούν ζωντανή παραδέχονται ότι κανείς σήμερα δεν τη μιλάει.
Θέλω να πω ότι και οι δύο εκδοχές δεν είναι ούτε σωστές ούτε λανθασμένες. Θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε αυθαίρετες, όχι με την κακή έννοια, αλλά επειδή λειτουργούν ως αρχικές και ισότιμες υποθέσεις που μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή τα αρχαία ελληνικά, μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Προς τι τότε το μένος, οι ιερεμιάδες για αφελληνισμό των σχολείων και οι μομφές περί εθνικής μειοδοσίας; Προφανής η απάντηση: Η θέση ότι τα αρχαία ελληνικά είναι γλώσσα νεκρή εκλαμβάνεται ως απειλή θανάσιμη για τον ιδρυτικό μύθο της νεότερης Ελλάδας.
Εννοώ την περιβόητη «συνέχεια του ελληνισμού». Και για να προστατευτεί αυτός ο μύθος, η άποψη ότι μια γλώσσα που ζει μέσα από τους απογόνους της παραμένει ζωντανή από αρχική υπόθεση μετατρέπεται σε αντικειμενική πραγματικότητα και απόλυτη αλήθεια, η οποία μάλιστα ισχύει μόνο για τα ελληνικά.
Ας δούμε τι λέει ο Σεφέρης, ο ταγός που διατύπωσε με απαράμιλλη γλαφυρότητα τις κοινοτοπίες του νεοελληνικού εθνοκεντρισμού.
Ο Σεφέρης δεν επικαλείται την άποψη των γλωσσολόγων, οι οποίοι, μιλώντας γενικά, χαρακτηρίζουν ζωντανή μια γλώσσα επειδή επέζησε μέσα από τους απογόνους της, αλλά ισχυρίζεται ότι αυτή η επιβίωση αποτελεί ιδιότητα που χαρακτηρίζει αποκλειστικά την (περιούσια;) ελληνική γλώσσα. Και το κάνει τσιτάροντας τη γνώμη Γάλλου ιστορικού (όχι γλωσσολόγου) ότι αυτό δεν ισχύει για τα λατινικά: «Τα λατινικά και τα ιταλικά είναι δύο γλώσσες ξεχωριστές, ενώ τα “νεοελληνικά” εξακολουθούν να είναι ελληνικά».
Η θεωρία του Σεφέρη για το αναλλοίωτο της ελληνικής γλώσσας προϋποθέτει τον εξής ισχυρισμό, τον οποίο είτε δεν αντιλαμβάνεται είτε αρνείται να διατυπώσει: ενώ οι «γλώσσες απόγονοι» (τα νέα ελληνικά και τα ιταλικά) απομακρύνονται από τη «μητέρα» τους, (τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά) φτάνουν σε ένα σημείο το οποίο –για να χρησιμοποιήσουμε τη σημερινή ορολογία– είναι η κόκκινη γραμμή.
Αν το περάσουν, όπως λέει ο Σεφέρης ότι έκαναν τα ιταλικά, γίνονται μια γλώσσα ξεχωριστή· αν δεν το περάσουν, και αυτό συνέβη με τα νέα ελληνικά κατά τον Σεφέρη, παραμένουν κατ’ ουσία οι ίδιες.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Πού τοποθετείται ακριβώς το εν λόγω όριο, ποιος το καθορίζει, με ποια κριτήρια και γιατί; Προφανώς δεν το κάνουν οι ίδιες οι γλώσσες. Εμείς το κάνουμε όταν μιλάμε γι’ αυτές.
Η στάση του Σεφέρη δεν είναι ούτε αντικειμενική ούτε αποστασιοποιημένη. Το ζητούμενο για τον ίδιο, αλλά και για τους νεοέλληνες γενικότερα, είναι να κατοχυρωθεί η αδιάσπαστη συνέχεια με τους ευκλεείς ημών προγόνους.
Νομίζω λοιπόν ότι το ερώτημα αν τα αρχαία είναι νεκρή ή ζωντανή γλώσσα προκαλεί έντονες αντιδράσεις επειδή αγγίζει το πιο ευαίσθητο -και συνεπώς πιο επώδυνο- νεύρο της νεοελληνικής ιδεολογίας: Από τη μια παραδεχόμαστε -πώς θα μπορούσαμε να το αρνηθούμε άλλωστε;- ότι από την εποχή του Περικλή έχουν αλλάξει πολλά.
Ταυτόχρονα όμως ισχυριζόμαστε έμμεσα ότι όλες αυτές οι αλλαγές δεν συνιστούν αλλοίωση. Να πώς το διατυπώνει ο Σεφέρης: «από την εποχή που μίλησε ο Ομηρος ώς τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα».
Αυτή η θέση συνοψίζει τη μείζονα πρόταση της νεοελληνικής ιδεολογίας: ότι στη δική μας περίπτωση οι αλλαγές δεν επιφέρουν αλλοιώσεις. Είναι κάτι που πιστεύουμε, όχι γιατί μπορούμε να το εξηγήσουμε, πόσο μάλλον να το τεκμηριώσουμε, αλλά επειδή το επιτάσσει η νεοελληνική ιδεολογία.
Η οποία, αντί για απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα, ανακαλύπτει ακλόνητες διαχρονικές αλήθειες. Η εθνική ιδεολογία δεν δίνει λανθασμένες απαντήσεις – απλώς καταργεί τις ερωτήσεις.

*.:BiblioNet : Γιαννουλόπουλος, Γιώργος, 1942-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...