Το πέναλτι
Δημήτρης Κωστόπουλος
Ένα αθλητικό διήγημα του Δημήτρη Κωστόπουλου με αφορμή το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας.
«Τα ματς συνεχίζονται στα αποδυτήρια του μυαλού μας και η μνήμη κτυπάει τα δικά της πέναλτι για πάντα».
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Εκεί όπου πατάει ο τερματοφύλακας χορτάρι δεν φυτρώνει, γράφει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. Αλλά στο ξερό γήπεδο του Ηφαίστου, έτσι κι’ αλλιώς χορτάρι δεν φύτρωνε παρά μόνον στις άκρες του γηπέδου. Κι’ αυτό κατά την άνοιξη. Δηλαδή όχι ακριβώς χορτάρι, κάτι χαμομήλια και χόρτα του βουνού. Πήδαγε τους τσιμεντόλιθους της αυλής της, σύρριζα στο γήπεδο και τα μάζευε η κυρία Φρόσω. Όταν δεν είχε παιχνίδι ή προπόνηση. Παρά τις φωνές του Πέτρου του άντρα της, που μόνιμος τσαμπατζής θεατής στο ταρατσάκι, έβλεπε προχτές στο παιχνίδι τον γεμάτο άγχος λάινσμαν, να φτύνει συνέχεια χάμω.
Μια Κυριακή ο Πέτρος δεν ανέβηκε στο ταρατσάκι. Χάθηκε στο δυστύχημα στα Ναυπηγεία. Τρεις σκότωσε η έκρηξη. Τον φέρανε μαύρο, καμένο, κομμάτια στο σπίτι. Δεν ξαναμάζεψε χόρτα η Φρόσω. Κυριακή απόγευμα, Πέτρου και Παύλου στην γιορτή του, ανέβηκε στο ταρατσάκι. Άδειο το γήπεδο, δεν βγήκαν οι ομάδες, δεν ήρθε κόσμος. Είχε τελειώσει το πρωτάθλημα. Μόνη της παραμιλούσε μαυροφορεμένη η Φρόσω. Άρχισαν να μαζεύονται σύννεφα. Άκαιρος καιρός. «Συννεφιασμένη Κυριακή» που λέει το τραγούδι και «Βουρκωμένη Δευτέρα» που λέει ένα άλλο. Όλες οι μέρες ίδιες, σουγιάδες μέσα της.
*
Ο Ήφαιστος γεννήθηκε στο τέλος του εμφυλίου, στα όρια της πόλης, δίπλα στο Κάρβουνο, το παλιό λιγνιτωρυχείο. Το οικόπεδο για το γήπεδο το χάρισε η εταιρεία ηλεκτρισμού Πάουερ. Στην αρχή τον λέγανε Νιούκαστλ, που ήταν η ομάδα των ανθρακωρύχων στην Αγγλία. Έδρα της είχε μια μικρή γειτονιά στο Περιστέρι, τα Αρμένικα. Σε μια παλιά μάλιστα κιτρινισμένη φωτογραφία στο «Στιλβωτήριον ο Πούλος», οι μισοί πρώτοι ποδοσφαιριστές της ομάδας, όπως τουλάχιστον φανέρωνε η θρυλική κατάληξη –αν, ήταν Αρμένηδες. Δίπλα της ο καραφλός κινηματογραφικός γόης της εποχής Γιούλ Μπρύνερ και γραμμένο με μολύβι στον τοίχο «Αν δεν γυαλίζουν έτσι δεν θέλω λεφτά».
Αυτή η Νιούκαστλ των λιγνιτωρυχείων που ξεκίνησε με αγγλική βοήθεια, γρήγορα έγινε Ήφαιστος, με νονούς μια παρέα σιδεράδων και σήμα έναν κατακόκκινο δαυλό. Γύρω από αυτό το πρώτο γήπεδο στη μέση του πουθενά, με μοναδική συντροφιά τα τσαντίρια των γύφτων, απλώθηκε σιγά σιγά και μια νέα γειτονιά, με τα περισσότερα σπίτια της κτισμένα λαθραία μέσα στη νύχτα.
Το 1956 το Κάρβουνο έκλεισε. Οι στοές προχωρούσαν βόρεια κάτω από τα σπίτια της Ανθούπολης. Καθιζήσεις, ρωγμές , εκρήξεις από τα φουρνέλα, ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι. Ένα βράδυ, τον Μάιο του 1956, άρχισαν να κτυπάνε οι καμπάνες. Μαζεύτηκε ο κόσμος, φέρανε μπιτόνια με πετρέλαιο και δυναμίτες, έφθασε η πορεία στις εγκαταστάσεις . Δεν έμεινε τίποτε όρθιο, τα κάψανε όλα . Κάλεσε ενισχύσεις η χωροφυλακή, ήρθε και το Σύνταγμα Μακρυγιάννη, μάχη κανονική. Το Κάρβουνο δεν άνοιξε ποτέ και έτσι έμεινε σκούρο τοπίο, τσαΐρι για κρυφούς έρωτες και διστακτικά αγκαλιάσματα. Ψάχνανε ανήσυχες οι μανάδες τα ρούχα των κοριτσιών τους τα βράδια, για τα αποτυπωμένα σημάδια του τοπίου πάνω τους. «Μωρή πάλι στο κάρβουνο πήγες χθες». Όλα σκούρα, το χώμα, ο νυκτερινός ουρανός και τα φιλιά σκοτάδι. Πιο πάνω το νεκροταφείο πρόσφερε λίγο λευκό στο τοπίο και έκλεινε τον κύκλο. Ζωή, έρωτας, θάνατος.
Η ομάδα όμως γρήγορα πρόκοψε, μπήκε σε κατηγορία, στο αθηναϊκό τοπικό πρωτάθλημα. Καρδιά της ήταν ένα καφενείο, αυτό του Μαμάη, και μυαλό της ένα μπακάλικο δίπλα στο γήπεδο, αυτό του προπονητή της του Αποστόλη του Κουρνιαχτού. Του κυρίου Απόστολου, όπως τον αποκαλούσαν με σεβασμό οι νεαροί ποδοσφαιριστές.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε η γειτονιά, μπήκε στο σχέδιο πόλης, σκάψανε τους δρόμους τα συνεργεία της Ούλεν, περάσανε σωλήνες. Έπαψε να περνάει από τους σκονισμένους δρόμους το κάρο του νερουλά. Ο Παντελιάς πούλησε τη φοράδα του. Με τα λεφτά αγόρασε ένα μηχανάκι Ζούνταπ ο γιος του.
Τον καιρό της χούντας όμως η γραφικότητα της ανάγκης άρχισε σιγά σιγά να κατεδαφίζεται. Πάει το κεραμίδι, πάνε και οι αυλές Οι γειτονιές άλλαζαν για να γίνουν όλες ίδιες. Οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις μεταμόρφωναν τις νύχτες και γέμιζαν τις άλλοτε πολύβουες τραπεζαρίες με σιωπή. Ο Άγνωστος Πόλεμος και ο Παράξενος Ταξιδιώτης. Είχαν βρει τον τρόπο και οι «συνταγματάρχες» αυτούς που ξήλωναν πεζοδρόμια στα Ιουλιανά να τους κάνουν εργολάβους.
Σκόνη και ιδρώτας παντού. Το ποδοσφαιρικό τοπίο της εποχής ήταν ξερό νταμάρι, συρματόπλεγμα και τσιμεντόλιθοι με αυτοσχέδιες κερκίδες τους τσιμεντένιους σκελετούς από τα γειτονικά πανωσηκώματα που γέμιζαν κόσμο τις Κυριακές. Εκείνη όμως την Κυριακή, η ιεροτελεστία του πρωινού αγώνα με το σάμαλι και τα φτηνά αναψυκτικά είχε μεταφερθεί το απόγευμα. Ντέρμπυ, ο Ήφαιστος υποδεχόταν, τον Παμπαιανικό. Γέμισαν οι στενοί δρόμοι της γειτονιάς με αγροτικά αυτοκίνητα από τα Μεσόγεια. Πρόσωπα στεγνά ηλιοκαμένα στην καρότσα, πού ψάχνανε με δωρικές συνομιλίες το δρόμο για το γήπεδο.
Έξω από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του γηπέδου είχαν αρχίσει να σχηματίζονται οι πρώτες ουρές. Πιτσιρικάδες παρακαλούσαν τους μεγάλους για ολιγόλεπτες υιοθεσίες που εξασφάλιζαν την είσοδο στο γήπεδο. Καμιά φορά και το αντίθετο. Αφού ο Μάκης ένα χοντρό αγόρι, ο γιος του κυρίου Στράτου που σήκωνε πολυκατοικίες, πάντα αγόραζε εισιτήριο και όλο και κάποιος γείτονας και γνωστός το αγκάλιαζε και στοργικά περνούσε την πόρτα μαζί του. Στην άλλη πλευρά του γηπέδου, μπροστά στην μικρή πόρτα των αποδυτηρίων, ο Κυριάκος, αφού για μια ακόμα Κυριακή δεν ήταν στην ενδεκάδα και αναπληρωματικοί τότε δεν υπήρχαν, ξεφόρτωνε το τελευταίο καφάσι πορτοκαλάδες της οικογενειακής επιχείρησης αναψυκτικών Τέρψις. Τέσσερις γκρι κούρσες με την ένδειξη «Αγροτικόν- Έδρα Παιανία» σταμάτησαν θριαμβευτικά η μια πίσω από την άλλη. Κατέβηκαν φρεσκοξυρισμένοι και φρεσκοσιδερωμένοι, ντυμένοι με τα ποδοσφαιρικά τους ρούχα, άσπρα με μια μεγάλη πράσινη λωρίδα, οι ποδοσφαιριστές του Παμπαιανικού. «Μάρκο τα δελτία», «Γιάγκο την τσάντα και την μπάλα.»
Μέσα στο γήπεδο ο κόσμος υποδέχθηκε την υδροφόρα του δήμου με χειροκροτήματα. Μαλάκωσε το σκληρό σαν ξερό ψωμί χώμα. Μερικοί βράχηκαν. Έβγαλε την τσατσάρα από την κωλότσεπη και έστρωσε τα μαλλιά του ο Μανωλάκης ο επιπλοποιός. Το pro-game, όπως θα λέγαμε σήμερα, ολοκληρώθηκε από τον ξυπόλητο φροντιστή με τα γυρισμένα παντελόνια και το ποτιστήρι με τον ασβέστη στο χέρι. Γιατί η διαφορά μεταξύ αλάνας και κανονικού γηπέδου τότε ήταν οι γραμμές του ασβέστη και τα ξύλινα δοκάρια.
Στις πέντε παρά δέκα ξεπρόβαλε από την καταπακτή το κεφάλι του αρχηγού της ομάδας. Ο Σωκράτης Αποστόλου ή Φακέττι (ποδοσφαιριστής της Ίντερ ήταν αυτός) που έμαθε μπάλα στις Συκιές, μια χωμάτινη αλάνα με δυο συκιές στη μέση. Συμμετείχαν και αυτές στο παιχνίδι. Πίσω του ο αίλουρος Μήτσος Στρατηγαρέας, ο επονομαζόμενος λόγω καταγωγής και Μανιάτης. Ακολούθησαν μέσα σε φοβερό θόρυβο από φωνές, ροκάνες και καραμούζες, ένας-ένας οι υπόλοιποι. Οι αδερφοί Μωραΐτη με τον Καραγιάννη στην άμυνα, ο γκολτζής της ομάδας ο Βίλλιας το «Κριάρι», δεξιά ο Ράπτης, αριστερά ο αδύνατος σαν καλάμι Δαβαρίας αλλά με ένα αριστερό πόδι κεραυνό και οι δύο χαφάρες. Ο Μάκης Βαμβακάρης, ο γιος του λαστιχά, και ο φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Βασίλης Δημόπουλος ή «Πέλεκας».
Στις πέντε ακριβώς ο ντυμένος στα μαύρα, όπως ήταν κανόνας τότε, διαιτητής έστειλε τους επίσης μαυροφορεμένους επόπτες στις πλάγιες γραμμές και σφύριξε την έναρξη. Αυτοί πλησίασαν κάνοντας τον σταυρό τους, μόλις μια ανάσα από τον κόσμο που τους υποδέχτηκε με φωνές, καλαμπούρια και απειλές. «παίξε καλά μαυροκόρακα» «ρε λάινσμαν πως είσαι έτσι» σαν «γεροπούστης συνταξιούχος Αμερικάνος με σορτσάκι ». Κάποιοι γέλασαν, καμάρωνε αυτός που το είπε.
Εκείνη την Κυριακή «το γήπεδο είχε κατηφόρα», «πέταγε στο ξερό», «διέλυσε τον πρωτοπόρο» «στο αμόνι», γράφανε οι εφημερίδες τη Δευτέρα, μία μάλιστα είχε και μια φωτογραφία, ασπρόμαυρη. Γκρο πλαν τα δίχτυα με μια τραγιάσκα μέσα σε αυτά. Ο φακός πίσω από το τέρμα, ένας τερματοφύλακας στο χώμα και ένας ποδοσφαιριστής που φρενάρει κοκαλωμένος με ένα συννεφάκι σκόνη απολιθωμένο στα πόδια του. Η εκτέλεση ενός πέναλτι. Η απουσία της μπάλας και η αγωνία στο πρόσωπο του ποδοσφαιριστή που σουτάρει ολοκληρώνουν το μυστήριο της εικόνας, μπήκε-δεν μπήκε;
Λίγο πριν από τη λήξη και ενώ το σπιτάκι των αποδυτηρίων έριχνε την πρώτη σκιά μέσα στον αγωνιστικό χώρο, ο Ήφαιστος κέρδιζε 3-0. Οι περισσότεροι οπαδοί του Παμπαιανικού είχαν φύγει. Με την απογοήτευση μιας χαμένης σοδειάς από μια ξαφνική καταιγίδα χαραγμένη στο πρόσωπο. Το γήπεδο άρχισε να γέρνει, σιγά σιγά ο κόσμος βάδιζε προς την έξοδο για να φύγει αμέσως μετά τη λήξη, πριν η μοναδική πόρτα φρακάρει. Η μπάλα με το στόμα της ξερό σαν πετσί κυλάει μέσα στην περιοχή του Ηφαίστου, μια στραβοκλωτσιά, κάποιος πέφτει κάτω, σφύριγμα, πέναλτι και χλιαρές διαμαρτυρίες. Οι βιαστικοί πληροφορήθηκαν το γεγονός στο δρόμο και τρέχοντας ξαναμπήκαν μέσα. Πίσω από το τέρμα του Μανιάτη, χαμός, στριμωξίδι, όλοι ήθελαν να δουν το πέναλτι, την τελευταία φάση.
Ψηλός, με τους κλασικούς στεγνούς μυς της οικοδομής, μαύρο μαλλί με τσουλούφι στο μέτωπο και ένα λεπτό μουστάκι σύρριζα πάνω από τα χείλη, ο Μανιάτης έβγαλε την τραγιάσκα την πέταξε σαν αγιασμό μέσα στα δίκτυα, έφτυσε τα χέρια του, λύγισε ελαφρά τα πόδια του και ατάραχος περίμενε. Κολλημένος στα σύρματα ο Μήτσος το Βουνό, οικοδόμος και ευκαιριακά τραγουδιστής, ούρλιαζε: «Ένα καφάσι μπύρες ότι το έπιασες Μανιάτη»
Ένας από τους αδερφούς Ντάβαρη (όπως γλιστράνε στην μνήμη οι εφημερίδες με τη σύνθεση του Παμπαιανικού, Ντάβαρης Ι, Ντάβαρης ΙΙ , Ντάβαρης ΙΙΙ,) στάμπα από χώμα στο σορτσάκι, γδαρμένο γόνατο πασαλειμμένο με ιώδιο, πήρε την παλιά κλασσική χωρίς χρώμα από τις πολλές κλωτσιές δερμάτινη μπάλα, καθάρισε το έδαφος από τα χαλικάκια, την έστησε στην άσπρη βούλα, πήρε λίγο φόρα και περίμενε.
Σφύριγμα, η μπάλα μέσα από ένα μικρό συννεφάκι σκόνης έφυγε με γδούπο και ο Μήτσος ο Μανιάτης με ένα από τα συνηθισμένα του ακροβατικά, αυτό με τα πόδια ψηλά, πετάχτηκε στην γωνία και την καπάκωσε. Χαμός! Σκονισμένος θριαμβευτής ο Μανιάτης σηκώθηκε όρθιος, έπιασε την μπάλα με το ένα του χέρι, τη σήκωσε ψηλά, σαν νικητής πυγμάχος, και την πέταξε έξω, παροτρύνοντας τους αντιπάλους να κτυπήσουν και κόρνερ. Νέος χαμός, επιφωνήματα επιδοκιμασίας, χειροκροτήματα αλλά και λίγες αντιρρήσεις από τους ψύχραιμους και σοβαρούς.
Εκείνο το κόρνερ δεν κτυπήθηκε ποτέ, κανένας παίκτης του Παμπαιανικού δεν είχε το κουράγιο να πάει μέχρι τη γωνία. Γιατί μέσα τους έκλαιγε το αύριο. Τη λύση την έδωσε ο διαιτητής που σφύριξε την λήξη ένα δυο λεπτά νωρίτερα, βλέποντας κάποιους να πηδάνε τα σύρματα και να τρέχουν να αγκαλιάσουν τον Μανιάτη. Χοροπηδούσε στο ταρατσάκι ο Μένιος, ο γιος του Πέτρου. Στην αυλή έπλεκε η Φρόσω. Άκουσε τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι, της έφυγε η θηλιά. Να ήταν εδώ ο Πέτρος της να χαρεί!
Εκείνη η μεγάλη ομάδα του Ηφαίστου γρήγορα διαλύθηκε. Τα μεγάλα ταλέντα της τα πήραν ομάδες της τότε Α’ Εθνικής. Ο Μάκης Βαμβακάρης και ο Γιώργος Δαβαρίας πήγαν στον Εθνικό Πειραιώς, ο Βασίλης Δημόπουλος στον Απόλλωνα Αθηνών. Όσο για τον Μήτσο το Μανιάτη, τον ήρωα εκείνης της Κυριακής, τον αγαπημένο των γυναικών, η ζωή κάνει κουμάντο, μπήκε στη φυλακή.
Ο τερματοφύλακας στη φυλακή. Η μοίρα είναι παράξενη. Φυλακισμένοι στα γκολπόστ, οι τερματοφύλακες δεν συμμετέχουν στις μεγάλες μάχες, τις τακτικές και τις στρατηγικές των γηπέδων, καταδικασμένοι να παίρνουν μέρος μόνο στις οδομαχίες της περιοχής τους. Έτσι που σιγά σιγά μαθαίνουν να ζουν με σπασμένη χολή.
Κανείς τελικά δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. Αναρχικό ταλέντο της αλάνας, ο Μάκης δεν άντεξε τα καλούπια των επαγγελματικών υποχρεώσεων, τα παράτησε και γύρισε στο βουλκανιζατέρ του πατέρα του. Ο Βασίλης, αυτός που ζωγράφιζε στο χώμα με την μπάλα τις Κυριακές, τα παράτησε για τα μάτια μιας μικρής Γαλλίδας. Από όλες τις μελαγχολίες, αυτή του έρωτα είναι που σε σκοτώνει τις νύχτες. Μόνο ο Γιώργος έπαιξε μπάλα στην μεγάλη κατηγορία, ας είναι καλά το αριστερό του πόδι. Μάλιστα έμεινε στην ιστορία για ένα γκολ με κατ’ ευθείαν κτύπημα κόρνερ.
Η χούντα έπεσε, τα χρόνια πέρασαν, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Φεστιβάλ της ΚΝΕ βάφτισε τους λίγους ευκαλύπτους γύρω από το Κάρβουνο σε Άλσος. Έτσι παραμένει γνωστό μέχρι σήμερα. Η γειτονιά γέμισε τσιμέντο και πολυκατοικίες, κανείς πια δεν ξέρει κανένα. Το γήπεδο του Ηφαίστου το πήρε η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Έχει κερκίδες και επιτέλους χόρτο, αλλά πλαστικό.
Τη θέση του Μανιάτη κάτω από τα δοκάρια πήρε ο τελευταίος Αρμένης που έπαιξε στην ομάδα, ο Γρηγόρης Κουγιουμτζιάν. Ο πατέρας του ο Στεπάν είχε φύγει από το Εντεμίσιο της Σμύρνης, πιτσιρίκι κρυμμένος στο φουστάνι μιας Τουρκάλας. Τον έβγαλε η θάλασσα, απέναντι στην Σάμο. Χωρίς κανένα στον κόσμο. Τα παίρνει τα γεγονότα ο καιρός. Μα μερικά επιμένουν. Θυμούνται οι παλιοί. Τα μαθαίνουν οι νέοι.
*
Κυριακή απόγευμα αργά, ψιχάλιζε στους δρόμους. Η αποπνικτική μελαγχολία ενός κελιού. Στο μικρό παράθυρο, ένα κομμάτι πένθος ο ουρανός, χαρακωμένος. Ξαπλωμένος ο Μανιάτης στο κρεβάτι με κλειστά τα μάτια, δίπλα ένας άλλος από την Κοκκινιά, έριχνε πασιέντζες. Βλαστήμησε, πάλι δεν του βγήκε. Στο στόμα φαρμάκι η νικοτίνη, έβγαινε στον ιδρώτα. Σεργιανούσανε σαν επιτάφιοι στα ερτζιανά, οι λεπτομέρειες από τα πτώματα των ποδοσφαιρικών αγώνων. Χαμένες ευκαιρίες και ηρωικές αποκρούσεις. Έλεγε το ράδιο και για ένα πέναλτι, ότι το έπιασε ο τερματοφύλακας του Άρη. Πως τον πήρε στα χέρια ο κόσμος. «Είχες πιάσει κανένα πέναλτι εσύ ρε Μανιάτη;» Γλίστρησε σαν ξυραφάκι στη μνήμη η στιγμή. Σηκώθηκε ο Μανιάτης να μην τον δει ο άλλος, το δάκρυ του. Κάτι μπήκε στο μάτι του, του είπε. Στο διπλανό κελί ένας άρχισε να τραγουδάει ένα παλιό λαϊκό, φάλτσα. «πάρε τα χνάρια που άφησαν….». Έξω η βροχή δυνάμωνε, το ραδιόφωνο έλεγε ειδήσεις.
* Από την συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς*
Aναδημοσίευση από : The booksjournal,
Τεύχος 44, Ιούνιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου