(Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1889)
Έκπληξιν μεγάλην έξέφρασεν ή γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ. ιδοϋσα τη ήμερα των
Χριστουγέννων τοΰ 187... την θειά-Άχτί τσα φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και
τον Γέρο και τήν Πατρώνα μέ καθαρά ϋποκαμισάκια και μέ. νέα πέδιλα.
Τοϋτο δε διότι ήτο γνωστότατον ότι η θειά-Άχτίτσα είχε ιδεί τήν προίκα τής κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος κα\ χήρα, και διότι ανέτρεφε τά δύο ορφανά έγγονά της μετερ-χομένη ποικίλα επαγγέλματα. Ητον (ας ήτο μοναχή της !) άπ εκείνας που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Ή γειτόνισσα. τό Ζερμπινιώ. ώκτειρε τάς στερήσεις τής γραίας και τών δυο ορφανών αλλά μήπως ήτο και αυτή πλούσια, δια νά ελθη αυτοϊς αρωγός και παρήγορος ; Ευτυχής ό μακαρίτης, ό μπάρμπα-Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον τής συμβίας Άχτίτσας, χωρίς νά ίδη τά δεινά τά επικείμενα αυτή μετά τον θάνατον του. Ητο καλής ψυχής, —ας είχε ζωή !— ο συχωρεμένος. Τά δύο παιδία «τά άδιαφό-ρετα», ο Γεώργης καΐ ο Βασίλης, έπνίγησαν βυθισθείσης τής βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 186... Ή βρατσέρα εκείνη άπωλέσθη αύτανδρος,—τί φρίκη ! τί καϋμός ! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής νά μήν τής μέλλη. Ό τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, έξε-νητεύθη καΐ εύρίσκετο, έλεγαν, είς τήν Άμερικήν. Πέτρα ερρι-ξε πίσω του. Μήπως τον είδε ; Μήπως τον ήκουσεν ; Αλλοι πάλιν πατριώταις είπαν ότι ένυμφεύθη είς εκείνα τά χώματα, κ' επήρε, λέει, μιά φράγκα, μιά 'γγλεζοποϋλα, ένα ξωθικό, ποΰ δέν ήξευρε νά μιλήση ρωμέϊκα. Μή χειρότερα ! Τί νά πή κανείς ! Εΐμπορεΐ νά καταρασθή το παιδί του, τά σωθικά του, τά σπλάγχνα του ;
******************************
Ή
κόρη της άπέθανεν είς τον δεύτερον τοκετόν, άφεΐσα αύτη τά δύο ορφανά
κληρονομίαν. Ό πατεριασμένος τους, έζοϋσε ακόμα (ποϋ νά φτάσουν τά
μαντάτα του ώρα-τήν-ώρα !), μά τί νοικοκύρης! Το πρόκοψε, αλήθεια!
Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και μέ άλλας άρετάς ακόμη. Είπαν πώς ξαναπαντρεύτηκε
αλλού, διά νά πάρη και άλλον κόσμον εις τον λαιμόν του, ο ασυνείδητος !
Τέτοιοι άντρες ! "Εκαμε δά κι' αυτή ένα γαμπρό, μά γαμπρό (το λαμπρό τ' νά
βγή!)
Τί νά κάμη, έβαλε τά δυνατά της, κ' επροσπαθοΰσε όπως - ό πως νά ζήση τά δΰο
ορφανά. Τί αξιολύπητα, τά καϋμένα! Κατά τάς διαφόρους ώρας τοϋ έτους
έβοτανιζεν, αργολογοϋσε, έμάζω-νε έληαίς, έξενοδούλευε. Έμάζωνε κούμαρα και
τά έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα άπ' εδώ, κάμποσα βότσια αραβοσίτου άπ' εκεί,
όλα τά εχρησιμοποίει. Είτα, κατά Όκτωβριον, άμα ήνοιγαν τά ελαιοτριβεία,
έπαιρνεν Ινα είδος πήχυν, Εν πενηντάρι έκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν,
κ' έγύριζεν εις τά ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αί ύποστάθμαι τοϋ ελαίου, κ'
έμάζωνε τήν μούργα. Διά της μεθόδου ταύτης ώκονόμει δλον το ένιαύσιον
έλαιον -τοϋ λυχναρίου της.λλα το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Άχτίτσας
προήρχε-το έκ τοϋ
σταχομαζώματος. Τον Ίούνιον, κατ' έτος, έπεβιβάζε-το εις πλοΐον, έπλεεν
υπερπόντιος καΐ διεπεραιοΰτο εις Εϋβοιαν. Περιεφρόνησε το όνειδιστικόν
έπίθετον της «καραβωμένης», όπερ έσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ' αυτής, διότι
όνειδος ακόμη εθεωρείτο το νά πλέη γυνή εις τά πελάγη. Έκεΐ, μετ' άλλων
πτωχών γυναικών, ήσχολεϊτο συλλέγουσα τους άστάχεις, τους πίπτοντας από
τών δραγμάτων τών θεριστών, από τών φορτωμάτων καΐ κάρρων. Κατ' έτος οι
χωρικοί τής Ευβοίας και τά χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το
σκώμμα : «Νά! ή φ'στάναις! μας ήρθαν πάλι ή φ'στάναις !>. Άλλ' αΰτη
έκυπτεν ύπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τά ψυχία εκείνα της πλούσιας
συγκομιδής τοϋ τόπου, άπήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, όλόκληρον ένιαυσίαν
έσοδείαν δι' έαυτήν καΐ διά τά δύο ορφανά, τά όποια εΐχεν έμπιστευθή έν τφ
μεταξύ εις τάς -φροντίδας τής Ζερμπινιως, καΐ αποπλέουσα έπέστρεφεν εις το
παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλην εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, άφορία είχε μαστίσει τήν Εΰβοιαν. Άφορία είς τον ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώ-κει ή θειά-Άχτίτσα. Άφορία είς τάς αμπέλους καΐ είς τους αραβοσίτους, άφορία σχεδόν και είς αυτά τά κούμαρα, άφορία πανταχού. Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ένέσκηψεν είς τά βορειότερα εκείνα μέρη. Άπό τοϋ Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν νά πνεύση νότος και νά πέση βροχή, ήρ-χιζε νά χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχιζεν άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφιγγών έτι μάλλον τά χιόνιια, τά. οποία δεν έλυωναν είς τά βουνά. «Έπερίμεναν άλλα». Ή γραία μόλις είχε προλάβει νά μεταφέρη έπί τών ώμων της, άπό τών φαράγγων και δρυμών, άγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θά ήρκουν διά δυο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ό χειμών έπέπεσε. Περί τά μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου έπεφάνησαν, έπι-χρυσοϋσαι τάς ύψηλοτέρας στέγας. Ή θειά-Άχτίτσα έτρεξεν εις τά «ορμάνια», ίνα προλάβη καΐ είσκομίση καυσόξυλα τίνα. Την επαύριον ό χειμών κατέσκηψεν άγριώτερος. Μέχρι τών Χριστουγέννων, ουδεμία ήμερα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία άκτίς ηλίου. Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», έφύσα κατά. τάς παραμονάς της αγίας ημέρας. Αί στέγαι τών οίκιών ήσαν κατάφορτοι έκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τά συνήθη παίγνια τών οδών και τά χιονοβολήματα έπαυσαν. Ό χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Άπό τών κεράμων τών στεγών έκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαϊα κρύσταλλα, τά δποΐα οί μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν νά τρώγουν.
******************************
Την έσπέραν τής 23,
ο Γέρος είχεν έλθει άπό το σχολεϊον περιχαρής, διότι άπό τής αύριον έπαυον
τά μαθήματα. Πρίν ξε-κρεμάση τον «φύλακα» άπό τής μασχάλης του, ό Γέρος
πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, άλλ' ουδέ ψωμόν άρτου εύρεν έκεΐ. Ή γραία
εΐχεν εξέλθει, ίσως προς ζήτησιν άρτου. Ή ατυχής. Πατρώνα έκάθητο ζαρωμένη
πλησίον τής εστίας, άλλ' ή εστία, ήτο σβεστή. Έσκάλιζε τήν στάκτην,
νομίζουσα έν τη παιδική άφελεία της (ήτο μόλις τετραετές το πτωχόν
κοράσιον), ότι η εστία έχει πάντοτε τήν δυνατότητα νά θερμαίνη, καΐ ας μή
καίη. Άλλ' ή στάκτη ήτον υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ
χιόνος τακεί-σης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής άκτΐνος ηλίου, εΐχον
ρεύσει διά της καπνοδόχου. Ό Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να
κλαύση, διότι δέν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν τής πείνης του, ήνοιξε τό
μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ό οικίσκος όλος, χθαμαλός,
ήμιφάτνωτος, μέ είδος σοφά, εΐχεν ΰψος δύο ίσως όργυών άπό τοϋ εδάφους μέχρι
τής οροφής.
Ό Γέρος άνεβίβασε σκαμνίον τι επί τοϋ λιθίνου ερείσματος τοϋ παραθύρου, άνέβη επί τοϋ σκαμνιού, έστηρίχθη διά τής αριστεράς έπι τοϋ παραθυροφύλου, άνοικτοϋ, έστηλώθη μετά τόλμης προς τήν οροφήν, άνέτεινε τήν δεξιάν, καΐ άπέσπασεν έν κρύσταλλον έκ τών κοσμούντων τους «σταλασμους» τής στέγης. Ήρχισε νά το έκμυζά βραδέως καΐ ηδονικώς, και έδιδε καΐ είς την Πατρώναν νά φάγη. Έπείνων τά κακόμοιρα. Ή γραΐα-Άχτίτσα επανήλθε μετ' ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον είς τον κόλπον της. Ό Γέρος, όστις έγνώριζεν έκ τής παιδικής του πείρας ότι ποτέ άνευ αίτιας δεν έφούσκωναν οΐ κόλποι τής μάμμης του, άναπηδήσας έτρεξεν είς το στήθος της, ένέβαλε τήν χείρα, και άφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει» και τήν έσπέραν έκείνην ή καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά, μάμμη, τις εΐδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων! Και τί δέν ήθελεν ύποστή, προ ποίας θυσίας ήδύνατο νά: οπισθοδρόμηση, διά τήν άγάπην τών δύο τούτων παιδίων, τά όποια ήσαν δίς παιδία δι' αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα τοΰ τέκνου· της '.Εν τούτοις δέν ήθελε νά δεικνύη αύτοΐς μεγάλην άδυνα-μίαν καΐ «ήμερο μάτι δέν τους έδιδε». Έκάλει τον άρρενα «Γέ-ρον», διότι είχε το όνομα τοϋ άληθοϋς γέρου της, τοϋ μακαρί-του μπάρμπα-Μιχαλιοϋ, τοΰ όποιου τό όνομα τής έπόνει ν' ά-κούση ή νά προσφέρη. Το ταλαίπωρον το θήλυ το έκάλει Πατρώναν θωπευτικώς, καΐ ολίγον «σάν άρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μή άνεχομένη ν' άκούη το Άργυρώ, το όνομα τής κόρης της, όπερ εδόθη ώς κληρονομιά είς το ορφανόν, λεχοϋς θανού-οης εκείνης. Πλην τοϋ υποκορισμού τούτου, ούδεμίαν αλλην έ πιδεικτικήν τρυφερότητα άπένεμεν είς τά δυο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον πρακτικήν αγάπην καΐ προστασίαν. Ή ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τά δυο ορφανά, ίνα κοι-μηθώσιν, άνεκλίθη και αυτή πλησίον των, τοις είπε νά φυσή-σωσιν ύποκάτω τοΰ σκεπάσματος των διά νά ζεσταθούν, τοις ύπεσχέθη, ψευδομένη, άλλ' ελπίζουσα νά επαληθεύση, ότι αΰριον ο Χριστός θά φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τοΰ πυρός, και εμεινεν άϋπνος πέραν τοΰ μεσονυκτίου, αναλογιζομένη τήν πικράν τΰχην της.
******************************
Το πρωί, μετά τήν λειτουργίαν (ήτο παραμονή των Χριστουγέννων) ό
παπά-Δημήτρης ,ο ενορίτης της,έπαρουσιάσθη αίφνης είς τήν θΰραν τοΰ
πενιχρού οικίσκου.
—Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς τάδέχθη» αυτή ! Και από ποίον έπερίμενε τίποτε ; —Έλαβα ένα γράμμα διά σέ, Άχτίτσα, προσέθηκεν ο ιερεύς, τινάσσων τήν χιόνα άπό το ράσον και το σάλι του. —Όρίστε, δέσποτα ! Και μακάρι εχω τή φωτιά, έψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί νά τον φιλέψω ; Ό ιερεύς άνέβη τήν τετράβαθμον κλίμακα καί έλθών έκά-θισεν επί τοΰ σκαμνίου. Ήρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον μέ πολλάς και ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα. —Γράμμα, είπες, παπά, έπανέλαβεν ή Άχτίτσα, μόλις τότε άρχίσασα νά έννοή τί της ελεγεν ο ιερεύς. Ό φάκελλος, όν εΐχεν εξαγάγει άπό τοΰ κόλπου του, έφαί-νετο ανοικτός άπό τό έν μέρος. —Απόψε έφθασε τό βαπόρι, εϊπεν ό εφημέριος· εμένα μοΰ τό έφεραν τώρα, μόλις έβγαινα άπό τήν έκκλησίαν. Καί ένθείς τήν χείρα έσω τοΰ φακέλλου εξήγαγε διπλωμέ-νον χαρτίον. —Τό γράμμα είναι προς έμέ, προσέθηκεν, αλλά σέ άποβλέπει. —Έμενα ; έμενα ; έπανέλαβεν έκπληκτος ή γραία. Ό παπα-Δημήτρης έξεδίπλωσε τό χαρτίον. —Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σοΰ στέλλει μικράν βοή θείαν, εΐπεν ο αγαθός ιερεύς. Ό γυιός σου, σοΰ γράφει από την Άμερικήν. —Άπ' την Άμέρικα ; ό Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθη-κεν ; άνέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία. Καί είτα προσέθηκε :—Δόξα σοι ο Θεός ! Ό ιερεύς έβαλε τά γυαλιά του και έδοκίμασε ν' αναγνώση. —Είναι κακογραμμένα, κ' εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αύταίς της τζίφραις ποΰ έβγαλαν τώρα, αλλά θά προσπαθήσω-μεν να βγάλωμεν νόημα. Καί ήρχισε μετά δυσκολίας, καΐ σκον-τάπτων συχνά ν' άναγινώσκη : «Παπά-Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ διά τό αΐσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν εϊξεύρω αύτοϋ τι γίνονται, οΰτε αν ζουν ή άπέθαναν. Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν εχω καμμίαν συγ-κοινωνίαν με άλλους πατριώταις πού ευρίσκονται είς την Αμερικην. Προ τριών χρόνων έντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά καί αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς, καί δέν εΐ-ξευραν τί γίνεται είς το σπίτι μας. » Έάν ζη ο πατέρας ή ή μητέρα μου, ειπέ τους νά με συγχωρήσουν, διότι διά καλό πάντα πασχίζει ό άνθρωπος καί είς κακό πολλαίς φοραίς βγαίνει. 'Εγώ αρρώστησα δυο φοραΐς από κακαΐς ασθένειες τοΰ τόπου έδώ και έκαμα πολύν'καιρόν είς τά σπιτάλια. Τά ο,τι είχα καί δεν είχα επήγαν καί μόλις έγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα ύπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά τήν συνήθειαν τοΰ τόπου έδώ, αλλά τώρα είμαι άπόχηρος, καί άλλο καλλίτερον δέν ζητώ, παρά νά πιάσω ολίγα χρήματα νά έλθω είς τήν πατρίδα, άν προφθάσω τους γονείς μου νά μ' ευλογήσουν. Καί νά μήν έχουν παράπονο είς έμέ, διότι έτσι θέλει δ Θεός, καί δέν είμποροΰμε εμείς νά πάμε κόντρα. Καί νά μή βαρυγνωμοΰν, διότι, αν δέν είναι θέλημα Θεοΰ, δέν μπορεί άνθρωπος νά προκόψη...Σοΰ στέλλω έδώ έσωκλείστως ένα συνάλλαγμα έπ' ονόματι σου, νά ύπογράψης ή άγιωσύνη σου, καί νά φροντίσουν νά τδ εξαργυρώσουν ο πατέρας ή ή μητέρα, έάν ζουν. Καί άν, ό μή γένοιτο, είναι άποθαμμένοι, νά το εξαργύρωσης ή άγιωσύνη σου, νά δώσης είς κανέναν άδελφόν μου, έάν είναι αΰτοϋ, ή εις κανέν ανίψι μου καΐ είς άλλα πτωχά. Καΐ νά κρατήσης καΐ η αγιωσύνη σου, εάν οί γονείς μου είναι αποθαμμένοι, έν μέρος τοϋ ποσοΰ αυτού διά τα σαρανταλείτουργα...». Πολλά έλεγεν ή επιστολή αΰτη καΐ έν σπουδαϊον παρέλι-πε. Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι' όσα ήτο ή συναλλαγματική. Ό παπα-Δημήτρης, παρατηρήσας το πράγμα, εξέφερε τήν είκασίαν, ότι ό γράψας τήν έπιστολήν, λησμονήσαν, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν τών χρημάτων παραπάνω, ένό-μισε περιττόν νά το έπαναλάβη παρακατιών, διό καΐ έλεγε «τοΰ ποσοΰ αΰτοϋ». Έν τούτοις άφατος ήτο ή χαρά της Άχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί τοΰ υίοΰ της.. Ως ΰπό τέφραν κοι-μώμενος άπό τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής άνέ-θορεν έκ τών σπλάγχνων εις τό πρόσωπόν της καΐ ή γεροντική, ρικνή, καΐ έρρυτιδωμένη όψις της ήγλαΐσθη μέ ακτίνα νεότητος καΐ καλλονής. Τά δΰο παιδία, άν καΐ δέν ένόουν περί τίνος επρόκειτο, ι δόντα τήν χαράν τής μάμμης των, ήρχισαν νά χοροπηδώσιν.
******************************
Ό
κΰρ - Μαργαρίτης δεν ήτο ιδίως προεξοφλητής, ή τοκι-στής, ή έμπορος, ήτον
όλα αυτά ομοΰ. Ένα φόρον επιτηδεύματος έπλήρωνεν, άλλ' έκαμνε τρεις τέχνας.
Ή γραϊα-Άχτίτσα, είς φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλαβε το παρά τοΰ υίοΰ της άποσταλέν γραμμάτιον, έφ' οΰ έφαίνον-το γράμματα κόκκινα και μαΰρα, άλλα έντυπα καί άλλα χειρόγραφα, εξ ών δέν ένόει τίποτε οΰτε ο γηραιδς εφημέριος οΰτε αυτή, καϊ μετέβη είς τό μαγαζί τοΰ κΰρ-Μαργαρίτη. Ό κΰρ-Μαργαρίτης έρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, έτίνα-ξε τήν βράκαν του, έφ' ής έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατε-βίβασε μέχρι τών οφρύων τήν σκούφιαν του, έβαλε τά γυαλιά του, και ήρχισε νά έξετάζη διά μακρών τό γραμμάτιον. —Έρχεται άπ' τήν Άμέρικα ; είπε. Σ' έθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Είτα έπανέλαβεν :—Έχει τον άριθμόν 10, αλλά δέν ξέρουμε τί είδους μονέ δα νά είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιαις, δέκα κολοννάτα ή δέκα... Διεκόπη, παρ' ολίγον νά έλεγε «δέκα λίραις». —Νά φωνάξουμε το δάσκαλο, έμορμύρισεν ό κύρ-Μαρ-γαρίτης- ίσως εκείνος ξεύρει νά το διάβαση. Τί γλώσσα νά είναι τάχα ; Ό ελληνοδιδάσκαλος, όστις έκάθητο βλέπων τους παίζοντας το κιάμο είς παράπλευρον καφενεΐον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί τοϋ κύρ-Μαργαρίτη. Είσήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κύρ-Μαργαρίτην νά του δανείση τά γυαλιά του καΐ ήρχισε νά συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας. —Πρέπει νά είναι αγγλικά, είπεν, εκτός άν είναι γερμανικά. Από ποϋ έρχεται αύτό το δελτάριον ; —Άπ' τήν Άμερικήν ; τότε θά είναι άγγλικόν. Και ταϋτα λέγων προσεπάθει νά συλλαβίση τάς λέξεις : ten pounds sterling, άς έφερε χειρογράφους ή επιταγή. —sterling, είπε' sterlingθά σημαίνη τάλληλον, πιστεύω. Ή λέξις φαίνεται νά είναι της αυτής ετυμολογίας, απεφάνθη δογματικώς. Καί επέστρεψε το γραμμάτιον είς χείρας τοϋ κύρ-Μαργαρίτη.—Αύτό θά είναι, είπε, καΐ επειδή υπάρχει έπι της έπικε-φαλίδος ό άριθμός 10, θά είναι χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέ-κα τάλληρα. Τό κάτω-κάτω, οφείλω νά σας είπω ότι δέν γνωρίζω άπό χρηματιστικά. Είς άλλα ημεϊς ασχολούμεθα, οΐ άνθρωποι των γραμμάτων. Και τοϋτο ειπών, επειδή ήσθάνθη ψϋχος εις τό πλακόστρω-τον και κατάψυχρον μαγαζεΐον τοϋ κύρ-Μαργαρίτη, έπέστρε-ψεν είς τό καφενεΐον, ίνα θερμανθή. Ό κύρ-Μαργαρίτης εΐχεν αρχίσει νά τρίβη τάς χείρας και κάτι έφαίνετο σκεπτόμενος.--Τώρα, τί τά θέλεις, είπε στραφείς προς την γραΐαν. Οί καιροί είναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νά το πάρω, νά σοΰ το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ό παράς μου, ξέρω αν δέν είναι ψεύτικο ; Άπό κει κάτω, άπ' τον χαμένον κόσμον, περιμένεις αλήθεια! Όλαις ή ψευτιαίς, ή καλπαζουνιαίς, άπό κειμας έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οί σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δεν λέγω τδν γυιό σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί καΐ δεν νοιάζονται νά στείλουν έναν παρά, ένα σωστον παρά, μοναχά στέλνουν παληόχαρτα. Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε :—Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, νά σε χαρώ, είναι δέκα τάλλαρα. Νά είχα δέκα τάλλαρα έγώ, παντρευόμουνα. Είτα έξηκολούθησε :—Μα τί νά σοϋ πώ ; σε λυπούμαι ποϋ είσαι καλή γυναίκα, κ' έχεις και κείνα τά ορφανά. Νά κρατήσω έγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους πού τρέχω, και γιά τά οχτώμισυ πλειά... Κα! γιά νάμαστε σίγουροι, μή γυρεύεις κολονάτα, νά σοϋ δώσω· πεντόφραγκα, γιά ναμαστε μέσα... Όχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν ! Ά !... ξέχασα.... Τουναντίον , δεν είχε ξεχάσει· άπ' αρχής της συνεντεύξεως, αυτό έσκέπτετο. --Ό συχωρεμένος ό Μιχαλιός κάτι έκανε νά μοϋ δίνη, δεν θυμούμαι τώρα... Και έπέστρεψεν είς το λογιστήριόν του. —Μα κ' εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μοϋ έφαγε δύο τάλλαρα θαρρώ... Και ώπλίσθη με τό πελώριον κατάστιχόν του. —Είναι δίκηο νά τά κρατήσω... εσένα, όσα σοϋ δώσω θά σοϋ φανοΰν χάρισμα. Ήνοιξε τό κατάστιχόν. Αι κατάπυκνοι και μυροβολοΰσαι σελίδες τοϋ κατάστιχου τούτου ώμοίαζον με πίονας αγρούς, με γήν άγαθήν. "Ο,τι έσπειρε τις εν αύτώ, έκαρποφόρει πολλαπλασίως. Ήτο, ως νά έκοπτέ τις τά φύλλα τοϋ δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε έγίνετο έξόφλησις κονδυλίου τινός, άλλ' ή ρίζα εμενεν ύπό τήν γήν, μέλλουσα κα! πάλιν ν' άναβλαστήση. Ό κύρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς. —Έννηά και δεκαπέντε μοϋ χρεωστοϋσεν ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, καΐ δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα ταϋ γαμπρού σου γίνονται... Και λαβών κάλαμον να έκτελή τήν πρόσθεσιν πρώτον καΐ τήν άναγωγήν τών ταλληρων είς δραχμάς, είτα τήν άφαίρεσιν από τοϋ ποσοΰ τών δέκα γαλλικών ταλληρων. —-Κάνει να σοϋ δίνω... ήρχισε νά λέγη ό κΰρ - Μαργαρίτης. Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.
******************************
Ήτο έμπορος
Συριανός, παρεπιδημών δι' υποθέσεις είς τήν μικράν νήσον. Άμα είσελθών
διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας καΐ θάρρους εις το λογιστήριον, όπου
ίστατο ό κύρ-Μαργαρίτης.
—Τί έχουμε, κύρ-Μαργαρίτη ; Τ' εΐν' αυτό ; εΐπεν, ίδών πρόχειρον επί τοΰ λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας. Και λαβών τοΰτο είς χείρας : —Συναλλαγματική δια δέκα άγγλικάς λίρας άπό τήν Άμε-ρικήν, είπε καθαρά τή φωνή, ποϋ ευρέθη εδώ ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κΰρ-Μαργαρίτη; —Γιά δέκα λίραις! έπανέλαβεν αυθορμήτως ή Άχτίτσα, άκούσασα ευκρινώς τήν λέξιν. —Ναί, γιά δέκα άγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο Έρμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου; —Μάλιστα. Ή θεια Άχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναί, άλλα νΰν, ήπόρει καΐ αυτή πώς είπε μάλιστα και ποϋ εύρε τήν λέξιν ταύτην —Γιά δέκα ναπολεόνια θά είναι ίσως, είπε δάκνων τά χείλη ο κύρ-Μαργαρίτης —Σοϋ λέγω διά δέκα άγγλικάς λίρας, επανέλαβε καΐ αύθις δ Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια; Καί έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί τοϋ γραμματίου. —Είναι σίγουρος παράς, άρζάν-κοντάν. σοϋ λέγω. Θά το εξόφλησης, ή το εξοφλώ ἀμέσως; Και έκαμε κίνημα διά νά έξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του. —Μπορεί νά τό πάρη κανείς γιά εννέα λίραις.. γαλικαίς, είπε διστάζων ο κύρ-Μαργαρίτης. —Γαλλικαίς;... το παίρνω έγώ γιά έννηά άγγλικαίς. Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε τήν ύπο-γραφήν, ήν είχε βάλει ο αγαθός ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν μέ τό όνομα τό φερομενον έν τω κειμένφ, καί τήν εΰρε σύμφωνον καί, άνοίξας τό χρηματοφυλάκιον, έμέτρησεν εις τήν χείρα της θειά-Άχτίτσας καί προ τών εκθάμβων οφθοίλμών αυτής εννέα στιλπνότατος άγγλικάς λίρας. Καί ΐδοΰ διατί ή πτωχή γραία έφόρει τη ήμερα τών Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδηλαν, τά δέ δύο ορφανά εϊχον καθαρά ύποκαμισάκια διά τά ισχνά μέλη των καί θερμήν ύπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των. |
THE GLEANER (Title of the
original: Η Σταχομαζώχτρα)
By Alexandros Papadiamantis
Translated by Dr Elizabeth Key
Fowden
A CHRISTMAS STORY
HER NEIGHBOUR ZERBINIO was most surprised
that Christmas Day in 187_ when she saw Aunt Achtitsa wearing a new headscarf
and both Yeros and Patrona with clean shirts and new shoes. And rightly so, as
it was very well known that Aunt Achtitsa had witnessed the sale of her
daughter’s dowry at public auction in order to pay off the debts of her worthless
son-in-law, that she was destitute and widowed, and that she was rearing her
orphaned grandchildren by resorting to odd jobs. She was one of those people
who never get a lucky break. Her neighbour Zerbinio pitied the poverty of the
old woman and the two orphans. But it was hardly as if she herself had the
money to help them out and be their comforter. The late Barba-Michalios,
who had preceded his wife Achtitsa to the grave, was fortunate not to have seen
the hardships that loomed after his death. He was a good soul — if only he were
still alive, poor man. The two children, ‘our lost ones’, Yorgos and Vasilis,
went down with their schooner and were drowned in the
winter of 186_ . The schooner
was lost with all hands on board — what a tragedy, what a fate! I wouldn’t wish
such a dreadful thing on any good Christian woman. Her third son, the idler,
the good-for-nothing, went abroad and was living, they said, in America. He had
shaken the dust from his feet. Had anyone seen him, or heard from him? Some
fellow countrymen claimed that he had married in those parts and had taken, it
was said, a Frankish bride, an English-speaking girl, a stranger, who did not
know a word of Greek. What worse fate! But what can you do? Can you curse your
child, your own flesh and blood? Her daughter died giving birth to a second
child, leaving Achtitsa
to inherit two orphans. Their
poor excuse for a father was still alive (how far could his endless demands
go?), but, really, what a head of family, what a lazy good-for-nothing! A card-player,
a drunk, and with still other virtues to boot. Rumour had it that he remarried
elsewhere, in order to drag down yet another family, the scoundrel! Such men! .
. . She’d found a husband alright, but what a husband! (a curse on his head!).
. . What else could she do? She pushed herself as hard as she could, trying to
make a living for the orphans. How pitiable, the poor things! Depending on the
season, she collected herbs, pruned vines, picked olives, worked as a day
labourer. She gathered arbutus berries to make raki. Some scrapings from
the pressed grapes here, some maize husks there, everything was used. Then in
October, once the olive presses opened, she took a fifty-dram tin scoop and a
small jug and went around to the reservoirs where the dregs were deposited and
gathered the oil from the sediment. By this means she saved enough oil for her
lantern to last a year. But Aunt Achtista derived her primary income from
gleaning corn. Every year in June she took a boat, set sail and crossed over to
Euboea. She endured the scornful name ‘boat-woman’ which other women hurled at
her because it was still considered a disgrace for a woman to travel by sea.
There, along with the other poor women, she gathered the wheat that had fallen
from the sheaves of the harvesters, from the loading of the carts. Year after
year, the peasants of Euboea and their womenfolk mocked them to their faces:
‘Hey! Here come those skirts! The skirts are back again!’1
But she would bend down
patiently, quietly, pick up the fallen grains of Euboea’s rich harvest, fill
three or four bags, an entire year’s supply for herself and the two orphans,
whom she had entrusted in the meanwhile to the care of Zerbinio, and sail back
to her seaside village. Except that this year the crops had failed in Euboea.
The olives failed on the little island where Aunt Achtitsa lived. The vines
failed and the maize, even the arbutus berries nearly failed, all around the crops
had failed. Then, because troubles never come singly, a heavy winter set in over
those northern parts. Already from November, when the south wind had hardly
begun to blow or the rains to fall, the snows came. One snowfall would stop and
right away another would start up. Sometimes a dry north wind blew, packing
even harder the snow, which did not melt at all on the mountains. ‘More was
expected.’ The old woman had just managed to transport on her back a couple of
armfuls of dry wood from the ravines and woods — enough to last two or three
weeks — when the heavy winter descended.
Round about the middle of
December there was a short break in the weather, and a few timorous rays of sun
appeared, shining like gold on the higher rooftops. Aunt Achtitsa rushed out to
the forest in order to bring inside some firewood while she had
the chance. The next day the
winter pressed in on them more bitterly. Until Christmas there was not a single
fine day, no clear patch of sky to be seen, no ray of sun. A piercing north
wind, the ‘snow-bringer’, blew on Christmas Eve. The roofs of the houses were
loaded down with packed snow. The usual street games and snowball fights had
stopped. That winter was not for game-playing. Dwarf crystals hung from the
rooftiles like ripe fruit, but even the neighbourhood urchins no longer had the
appetite to eat them.
On the evening of the
twenty-third, Yeros had come home from school full of cheer since lessons were
finishing the next day. Even before taking his school satchel from under his
arm, he hungrily opened the cupboard, but found not even a crust. The old woman
had gone out, perhaps to find some bread. Miserable Patrona sat slumped over near
the hearth, but the hearth was cold. She poked around in the ashes, thinking in
her childish simplicity (she was only four, the poor girl) that the fireplace
meant warmth, even if it was not alight. But the ash was wet. Drops of water
from melting snow, thanks perhaps to some secret and transient sunbeam, had
leaked in through the chimney. Yeros, who was just seven, was on the verge of
tears not having found anything to sate his hunger. He opened the only window,
which was three spans wide. The entire house, with its low ceiling, half paneling
and loft of sorts, was only about two arms’ breadth in height from the floor to
the ceiling. Yeros lifted a stool onto the stone window sill, climbed up onto the
stool, supported himself with his left hand on the open shutter and, reaching
up daringly toward the eaves, he stretched out his right hand and broke off an
icicle from the ‘stalagmites’ which adorned the roof. He began to suck it
slowly and with pleasure, and gave one also to Patrona to eat. The poor things
were starving.
A little while later, old
Achtitsa returned carrying something wrapped up in her bosom. Yeros,
recognizing from experience that his grandmother’s bosom was never puffed up
without reason, leapt up and ran to her breast, stuck in his hand and let out a
cry of joy. That evening the good, if a little strict, grandmother had ‘saved’
a piece of bread — who knows how much she’d had to beg and plead for it. But
what wouldn’t she do, what sacrifices wouldn’t she make for the love of those
two children who were hers twice over, her child’s children! Still, she did not
want to indulge them, to be too soft with them. She called the boy ‘Yeros’
because he bore the name of her real ‘yeros’, that is to say, ‘old man’, the
late Barba-Michalios, whose name it pained her to hear and to say aloud.
The hapless little girl she called by the flattering name Patrona, ‘as the
impoverished lady that she was’, since she could not endure hearing Argyro, her
daughter’s name which had been bequeathed to the orphan by her mother as she
lay dying after giving birth to the girl. Except for these little nicknames,
she bestowed no signs of tenderness on the two poor creatures, but provided for
their everyday needs and protected them as she could.
The long-suffering old woman
prepared a bed for the two orphans to sleep and lying down beside them herself
told them to breathe down under their blanket to keep warm. Uttering an
untruth, but wishing it might be true, she promised them that the next day
Christ would bring wood and bread and a kettle boiling on the fire. She lay
awake until past midnight, brooding over her bitter fortune.
In the morning, after the
liturgy (it was Christmas Eve), the parish priest, Papa-Dimitris,
suddenly appeared at the door of the humble dwelling:
‘Glad tidings!’ he addressed
her with a smile.
Glad tidings indeed. Who could
she expect glad tidings from?
‘I received a letter for you,
Achtitsa,’ said the old priest, brushing the snow from his cassock and shawl.
‘Come in, Master!’
‘If only I had a fire,’ she
whispered to herself, ‘or a sweet and raki to offer him.’
The priest climbed up the four
steps and went over to sit on the stool. He reached into his cassock and pulled
out a large envelope covered with a variety of official seals and postage
stamps.
‘A letter, you said, Father?’
Achtitsa repeated, just beginning to register what the priest had said.
The letter which he had pulled
out from his breast appeared to be open at one end.
‘The ship arrived this
morning,’ the priest resumed, ‘and they brought me this now, just as I was
leaving church.’
And putting his hand into the
envelope, he pulled out a folded paper.
‘The letter is addressed to me,’ he added,
‘but it concerns you.’
‘What, me? Me?’ repeated the
old woman with surprise.
Papa-Dimitris unfolded the letter.
‘God saw your suffering and has
sent you a little relief,’ said the good priest. ‘Your son has written to you
from America.’
‘From America? Yannis! Yannis
remembered me?’ the old woman cried for joy, making the sign of the cross and
then adding, ‘Glory be to God!’
The priest put on his glasses
and began trying to read:
‘It is poorly written,’ he
said, ‘and I have a hard time reading the characters they use these days, but I
will try to get the sense of it.’
And he started to read, with
difficulty and much stumbling:
‘Papa-Dimitris, I kiss
your hand. First of all, I trust that you are well, etc., etc. I’ve been away
for many years and I don’t know what has happened there, whether they are alive
or dead. I’m far away, deep in Panama, and have no contact with other Greeks
living in America. Three years ago I met (so and so) and (so and so), but they
too had been abroad for many
years and had no news of my family. ‘If my mother or father is alive, tell them
to forgive me, because even though we always struggle for the good, often
things go wrong. I twice fell seriously ill with one of the nasty infections
you catch here, and I spent a lot of time in hospital. I gave all my money to
the doctors and I only just escaped with my life. I was married ten years ago
according to the local custom, but am now a widower, and want nothing more than
to get together enough money to return home in time to receive my parents’
blessing. Tell them that they shouldn’t hold anything against me, for it is
God’s will and we can’t go against it. And they shouldn’t hold a grudge, since,
unless God desires it, man can’t get anywhere. ‘I am sending you the enclosed
bill of exchange written in your name, Father, for your Reverence to sign and
take care to cash for my father or mother, if they are still living. If, and I
dearly hope it is not so, they are dead and buried, would your Reverence be so kind
as to cash it and give the money to one of my siblings, if they are alive, or
to a nephew, or some other poor soul. And, Father, if
my parents are dead, please
reserve part of the money for the forty liturgies in their memory. . .’*
The letter had a lot to say,
but it also omitted one important thing. It did not refer to the amount of
money that he intended to be cashed. Noting the omission, Papa-Dimitris
guessed that the author of the letter had assumed through oversight that he had
already specified the amount of money earlier in the letter, and considered it
unnecessary to repeat it again below. For that reason he wrote simply, ‘this
amount’.
Achtitsa’s joy was ineffable,
receiving news of her son after so many years. As if it had been sleeping
beneath ashes for long years, the spark of maternal love rose up to her face
from deep within her and the aged, shrivelled and wrinkled visage was
transformed, shining forth youth and beauty. Even if they did not understand
what had transpired, the two children, seeing their grandmother’s joy, began to
skip and gambol about.
Kyr-Margaritis was not principally a money
changer, or lender or merchant, he was all these together.* He paid tax on one
trade, but practised three. Old Achtitsa, being in urgent need, took her son’s
promissory note, on which there appeared black and red characters, both typed and
hand-written, about which neither the parish priest nor she knew anything, and
went to the shop of Kyr-Margaritis. Kyr-Margaritis took a pinch
of snuff, dusted off his full breeches onto which some of it always fell,
lowered his cap down to his eyebrows, put on his glasses, and began to examine
the promissory note at length.
‘It comes from America?’ he
said. ‘Your son remembered you, I see. Bravo. I’m happy for you.’ Then he went
on: ‘It has the number 10, but I don’t know in
what currency, ten shillings,
ten rupees, ten crowns, or ten . . .’
He stopped before saying ‘ten
pounds’.
‘Let’s call the teacher,’
muttered Kyr-Margaritis, ‘perhaps he will know how to read it. What
language is it anyway?’
The schoolmaster, who was
sitting next door watching a game of chiamo, was summoned and walked
over to the shop of Kyr- Margaritis. Stiff and erect in his gait, he
entered and picked up the letter, asked Kyr-Margaritis to lend him his
glasses and began to sound out the Latin characters.
‘It must be English,’ he said,
‘unless it is German. Where does this document come from?’
‘America, Sir,’ answered Aunt
Achtitsa.
‘America? Then it is English.’
And saying this, he tried to
sound out the words ‘ten pounds sterling’, as it was written by hand on the
cheque.
‘Sterling,’ he said. ‘Sterling
would mean taler, I believe. The word appears to be of this derivation,’
he pronounced dogmatically. He returned the letter to the hands of Kyr-Margaritis.
‘That will be it, then,’ he
said, ‘and since the number ten is written at the top of the page, it must be a
promissory note for ten talers. But to tell you the truth, I’m not an
expert in financial matters. We men of letters occupy ourselves with other
things.’
And with that, since he was
feeling a chill in the flagstone-paved shop of Kyr-Margaritis, he
returned to the coffee house to warm up.
Kyr-Margaritis had started rubbing his hands
and appeared to be lost in thought.
‘Now then, what shall we do?’
he said turning to the old woman. ‘Times are hard. Business sluggish. Do I
accept it and cash it for you, do I know that my money is guaranteed, or
whether the bill is forged? Does one expect honesty from over there, from that lost
world? All the frauds, all the counterfeiters come from there. Those vagabonds
— I beg your pardon, I don’t include your son — roam around for so long there
in the land where the sun bakes the bread and they don’t bother to send home
real money, proper cash, they only send worthless scraps of paper.’
He took two turns around his
enormous accounting office and said: ‘And it is not a slight undertaking, I’ll
have you know.We are talking about ten talers! If I had ten talers,
I would get married.’
Then he went on: ‘But what can
I say? I feel sorry for you — a good woman with those orphans to look after.
I’ll keep a taler and a half for the risks I’m running and, as for the
eight and a half that remain. . . well, to be sure, so that you don’t go
looking for crowns, I’ll give you five francs to make it even between us. . .
So that makes eight and a half and five francs . . . Oh! and I forgot! . . .’
To the contrary, he had not
forgotten. He had been thinking about it from the start of their conversation.
‘Your late husband Michalios
owed me something, I don’t remember what it was just now . . .’
And he turned to his accounts
book: ‘Ah yes, and I believe your good-for-nothing son-in-law made off with two
talers from me.’ And armed with his gigantic accounts register, he
added, ‘It is right and proper, after all, for me to withhold this money . . .
however much you get, it will seem a gift from heaven to you.’ He opened the
register.
The densely annotated pages of
that register resembled fertile fields, rich earth. Whatever was sown therein
bore fruit many times over. It was like pruning the leaves of a sapling, each
time he made an outlay of money. But the root remained underground, preparing
to sprout forth again.
Straightaway Kyr-Margaritis
located the record of the two accounts. ‘Your late husband owed me nine and
fifteen,’ he said, ‘and two talers borrowed and not paid back by your
son-in-law, that makes. . .’ Taking up his pen he started to add up the amount
owed and the conversion from talers to drachmas, and then to subtract
the sum from ten French talers.
‘So it all comes out to my giving you . . . ,’
Kyr-Margaritis started to say.
Just then a new figure appeared
on the scene.
It was a merchant from Syros,
on their island briefly for business.
With an air of confidence and
self-assurance, he strode up to the desk where Kyr-Margaritis stood.
‘What do we have here, Kyr-Margaritis?.
. . What is this?’ he asked with a quick glance at the poor widow’s promissory
note that lay on the desk. And then, picking it up: ‘A bill of exchange for ten
English pounds from America,’ he said in a clear voice. ‘Where did this come
from? You do this sort of business too, Kyr-Margaritis?’
‘For ten pounds!’ Aunt Achtitsa
repeated spontaneously, having heard the word pronounced with no uncertainty.
‘Why, yes, for ten English
pounds,’ the businessman from Hermoupolis said again, this time turning to her.
‘Is it yours perhaps?’
‘Indeed.’
Usually, when Aunt Achtitsa
wanted to agree with something, she always said ‘yes’. But this time she
herself could not quite understand how it came to her to use the more formal
‘indeed’, or where she found this word.
‘Or is it maybe for ten
napoleons?’ Kyr-Margaritis murmured, biting his lip.
‘I tell you, it is for ten
English pounds,’ the man from Syros repeated. ‘Don’t you understand?’
He took another long look at
the promissory note: ‘It is guaranteed money, argent comptant, (In other
words, ‘as good as cash’).I tell you. Are you going to cash it, or shall I do
it here and now?’ he asked, starting to get out his purse.
‘Could somebody take it for
nine . . . French pounds,’ asked Kyr- Margaritis, hesitating.
‘French? I’ll take it for nine English.’
And turning the sheet of paper
over, he saw the good priest’s signature, checked it against the name that
appeared in the text, and found it to be identical.
Then, opening his purse, he
counted out into the hand of the widow Aunt Achtitsa, right before her
bedazzled eyes, nine shining English pounds.
This was how it came about that
on Christmas Day the poor widow was wearing a new white headscarf and the two
orphans had clean shirts on their thin frames and warm shoes on their frozen little
feet.
[1889]
1 The fabric of the skirts worn by the women of
Skiathos was more like that of
the Europeans, in contrast to the heavy
traditional weaves of the Euboean women.
Courtesy of Denise Harvey © (Publisher), 340 05 Limni,
Evia, Greece. VAT Reg. No. EL013143429.
dhp@dharveypublisher.gr - Tel./Fax (0030) 22270 31154
dhp@dharveypublisher.gr - Tel./Fax (0030) 22270 31154
Elizabeth
Fowden studied Classics,
specializing in late antique history and material culture in the Eastern
Mediterranean and Middle East. Her PhD thesis, supervised by Peter Brown at
Princeton University and later published as The Barbarian Plain: Saint
Sergius between Rome and Iran (Berkeley 1999), examines religious,
political and architectural crosspollination in late antique and early Islamic
Syria. The after-life of artistic forms and religious ideas freed from their
original contexts is a dominant theme throughout her teaching and research. In
her current book project, The Parthenon Mosque, Fowden applies her
interest in Islamic re-formulation of the Classical and Christian inheritance
to the early modern conjunction of Greek, European and Ottoman views of Athens’
most celebrated building.
Key Publications
‘Schreine und Banner : Paläomuslime und ihr materielles
Erbe’, in A. Neuwirth, N. Schmidt and N. K. Schmid, Denkraum
Spätantike. Szenarien der Reflexion von Antike im Umfeld des Koran
(Wiesbaden, forthcoming 2016)
‘Rural
converters among the Arabs’, in A. Papaconstantinou, N. McLynn and D.
Schwartz, (edd.), Conversion in late antiquity: Christianity, Islam and
beyond (Farnham 2015)
‘The lamp
and the wine flask: Early Muslim interest in Christian monasticism’, in A.
Akasoy, J.E. Montgomery and P. Pormann (edd.), Islamic
crosspollinations: Interactions in the Medieval Middle East (Cambridge
2007) 1-28
Studies
on Hellenism, Christianity and the Umayyads (with Garth Fowden), (Athens 2004)
The
Barbarian Plain: Saint Sergius between Rome and Iran (Berkeley, 1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου