Ο
ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΥ
(MICROCOSMIC GOD)*
Θίοντορ
Στέρτζον
(Theodore Sturgeon)
Διασκευή:
Βασίλης Κ. Μηλίτσης
[.....................]
.
Και του Κόναντ ο
νους ήταν παρόμοιος με του Κίντερ στο ότι η προσέγγιση σ’ ένα πρόβλημα ήταν
πάνω στη συντομότερη απόσταση μεταξύ δύο σημείων, άσχετα αν αντιμετώπιζε τη
μέγιστη ή την ελάχιστη αντίσταση. Η αναρρίχησή του στην προεδρία της τράπεζας
ήταν μια πορεία ανηλεών κινήσεων με τη μοναδική δικαιολογία να αρπάξει αυτό που
ήθελε. Όπως ένας ικανότατος στρατηγός, ποτέ δε θα κατατρόπωνε τον εχθρό του με
μόνο την αριθμητική υπεροχή. Με επιδεξιότητα θα περικύκλωνε τον εχθρό και από
τις δύο πτέρυγες, μη υπολογίζοντας θύματα παράπλευρων απωλειών, θεωρώντας τους
αθώους παρευρισκομένους αναλώσιμους. (Βλέπε τρόικα και κουαρτέτο σήμερα. ΣτΜ)
Για παράδειγμα
άρπαξε μια ακίνητη περιουσία οχτώ χιλιάδων στρεμμάτων από κάποιον ονόματι
Γκρέιντι. Και δεν ήταν ικανοποιημένος μόνο με τους τίτλους της γης. Ο Γκρέιντι
ήταν ιδιοκτήτης ενός αεροδρομίου όπως κι ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν. Ο Κόναντ
εξάσκησε κάθε δυνατή πίεση στον Γκρέιντι, αλλά ο τελευταίος ήταν ακλόνητος. Γι’
αυτό τελικά με διακριτική πειθώ χειραγώγησε τις δημοτικές αρχές να ανοίξουν
έναν υπόνομο μέσα ακριβώς από το κέντρο του αεροδρομίου, καταστρέφοντας έτσι
την επιχείρηση του Γκρέντι. Γνωρίζοντας, όμως, πως η ενέργεια αυτή θα έδινε
στον Γκρέιντι, ο οποίος ήταν πλούσιος, κίνητρο για εκδίκηση, ο Κόναντ εξαγόρασε
την τράπεζα του Γκρέιντι μισοτιμής και μετά την χρεοκόπησε. Ο Γκρέιντι έχασε
και την τελευταία του πεντάρα και κατέληξε στο άσυλο. Ο Κόναντ ήταν πολύ
περήφανος για τις τακτικές του.
Σαν πολλούς άλλους
που είχαν πιάσει τον Μαμμωνά από τη ουρά, ο Κόναντ δεν ήξερε πότε να την
αφήσει. Ο κολοσσιαίος οργανισμός του τού επέφερε όλο και περισσότερα χρήματα
και ισχύ όσο κανέναν άλλον στην ιστορία. Κι όμως έμενε ανικανοποίητος. Οι
διαρκώς αυξανόμενες επιχειρήσεις του ήταν γι’ αυτόν ό, τι και οι Νεωτερικοί για
τον Κίντερ. Ο καθένας τους είχε φτιάξει τον δικό του κόσμο, ο ένας για
συσσώρευση γνώσης και ο άλλος για αύξηση κέρδους. Ωστόσο, ο Κίντερ δεν
ενοχλούσε κανέναν, εκτός από τους Νεωτερικούς του. Κι ο Κόναντ δεν ήταν εντελώς
αχρείος. Ήταν όμως πανούργος και από
νωρίς είχε ανακαλύψει την αξία του να είναι ευχάριστος στους ανθρώπους. Κανείς
δεν μπορεί να ληστεύει τον άλλον για πολύν καιρό και να γίνεται αρεστός στον
ληστευόμενο.
Όμως ο Κόναντ είχε
έναν μεγάλο φόβο. Τρόμαζε στην ιδέα μήπως ο Κίντερ δείξει ενδιαφέρον στο τι
συμβαίνει στον κόσμο και αρχίζει να έχει γνώμη. Θεός φυλάξοι, τι δύναμη που θα
είχε! Θα μπορούσε να επηρεάσει εκλογές σαν να ήταν παιχνιδάκι. Προς αποφυγή,
λοιπόν, δυσάρεστων καταστάσεων, ο Κόναντ τον τηλεφωνούσε κατά περιόδους για να
τον ρωτήσει δήθεν αν του χρειάζεται κάτι και να τον κρατά απασχολημένο. Ο Κίντερ
το εκτιμούσε που τον άφηναν στην ησυχία του. Κάπου – κάπου ο Κόναντ πρότεινε
κάποιο πρόβλημα στον Κίντερ που θα τον κρατούσε βαθιά απασχολημένο στο
ερημητήριο του για μερικές εβδομάδες. Η αντλία φωτός ήταν ένα από τα
αποτελέσματα της φαντασίας του Κόναντ. Ο Κόναντ στοιχημάτισε πως ο Κίντερ δεν
μπορούσε να τα καταφέρει, αλλά αυτός τα κατάφερε.
Ένα απόγευμα ο
Κίντερ άκουσε τον τσιριχτό ήχο του ραδιοτηλεφώνου και ψιλοβρίζοντας, σταμάτησε
το φιλμ που παρακολουθούσε και διασχίζοντας το νέο του συγκρότημα κατευθύνθηκε
στο παλιό του εργαστήριο. Άνοιξε τον διακόπτη και το τσίριγμα σταμάτησε.
«Λέγε!»
«Γεια», είπε ο
Κόναντ. «Ενοχλώ;»
«Όχι και τόσο»,
απάντησε ο Κίντερ. Ήταν κατενθουσιασμένος από τις εικόνες που είχε καταγράψει η
κάμερά του, όπου μια ομάδα από Νεωτερικούς συνέθεταν λάστιχο μόνο από θειάφι.
Παρά λίγο ν’ αποκαλύψει στον Κόναντ το εύρημά του, αλλά κάτι τον σταμάτησε.
Εφόσον μέχρι τώρα δεν του αποκάλυψε τίποτε για τους Νεωτερικούς, γιατί να το
κάνει τώρα.
Ο Κόναντ
κοντοστάθηκε: «Ε … Κίντερ, τις προάλλες βρέθηκα στη λέσχη και μερικοί από μας
συζητούσαμε για το ένα και για το άλλο. Ανέκυψε όμως κάτι που θα σ’ ενδιέφερε»
«Τι;»
«Να, υπήρχαν κάτι
τύποι από τη ΔΕΗ. Ξέρεις ο ηλεκτρισμός σ’ αυτή τη χώρα παράγεται από τριάντα
τοις εκατό ατομική ενέργεια και εβδομήντα από υδατοπτώσεις, πετρέλαιο και ατμό.
«Δεν το ήξερα»,
είπε ο Κίντερ, ο οποίος σε τρέχοντα θέματα ήταν αθώος σαν νήπιο.
«Λοιπόν, συζητούσαν
αν υπήρχε πιθανότητα να βρεθεί καινούργια πηγή ενέργειας, που να είναι ανώτερη από τις άλλες, φτηνότερη και ευκολότερη
στο να μεταφέρεται από το εργοστάσιο στον καταναλωτή. Τι λες; Μπορείς να το
κάνεις;»
«Δεν είναι
ακατόρθωτο».
«Νομίζεις πως δεν
είναι;»
«Θα το προσπαθήσω».
«Κράτα με ενήμερο».
Ο Κόναντ έκλεισε το διακόπτη της συσκευής του. Όμως ο διακόπτης αυτός ήταν απλά
φαινομενικός, πράγμα που αγνοούσε ο Κόναντ, διότι η συσκευή έκλεινε μόνο μετά
την απομάκρυνση του Κόναντ. Πριν λοιπόν απομακρυνθεί ο Κόναντ, ο Κίντερ τον
άκουσε να μουρμουρίζει. «Αν τα καταφέρει, έχω κάνει την καλή. Αν πάλι όχι,
τουλάχιστον ο παλαβός θα είναι απασχολημένος στο νησί του».
Ο Κίντερ κοίταξε το
ραδιοτηλέφωνο σηκώνοντας τα φρύδια του και κατόπιν ανασήκωσε αδιάφορα τους
ώμους του. Ήταν φανερό πως ο Κόναντ έκρυβε κάποιον άσο στο μανίκι του, αλλά ο
Κίντερ δεν ανησύχησε. Γιατί εξάλλου; Δεν ενοχλούσε ο ίδιος κανέναν. Επέστρεψε
στο συγκρότημα των Νεωτερικών κλωθογυρίζοντας στο νου του την ιδέα για τη νέα
μορφή ενέργειας.
Έντεκα ημέρες
αργότερα ο Κίντερ κάλεσε τον Κόναντ και του έδωσε σαφείς οδηγίες εγκατάστασης
φαξ για να του στείλει γραπτώς τη νέα πηγή ενέργειας μαζί με τα σχετικά
διαγράμματα.
«Κόναντ», άρχισε να
του λέει, «σου στέλνω την καινούρια πηγή ενέργειας, που είναι φτηνότερη,
μεταφέρεται εύκολα και είναι πιο αποδοτική από κάθε άλλη. Είναι μια μικρή
γεννήτρια με απίστευτη ισχύ. Η γεννήτρια παράγει μια στενή ενεργειακή δέσμη και
κατευθύνεται προς το στόχο χωρίς καμιά απώλεια. Το μηχάνημά μου αυτό μπορεί να
στέλνει οχτώ διαφορετικές δέσμες με ολική ωφέλιμη ιπποδύναμη οχτώ χιλιάδες ανά
δευτερόλεπτο η δέσμη. Από κάθε δέσμη μπορείς να αντλείς όση ισχύ θέλεις. Από το
να γυρίσεις τη σελίδα ενός βιβλίου μέχρι να κινήσεις ένα στρατοσφαιρικό
αεροπλάνο. Επίσης η κάθε δέσμη επιστρέφει ένα σήμα από τον δέκτη στον πομπό.
Τούτο όχι μόνο ελέγχει την αποδοτικότητα της δέσμης, αλλά και την κατευθύνει.
Εφόσον γίνει η επαφή, η δέσμη ακολουθεί τον πομπό παντού. Μπορείς να κινήσεις
οχήματα, πλεούμενα και αεροσκάφη, καθώς και κάθε εργοστάσιο. Σ’ αρέσει;»
Ο Κόναντ, που ήταν
τραπεζίτης και όχι επιστήμονας, σκούπισε το ιδρωμένο του κεφάλι με την
αντίστροφη του χεριού του και είπε: «Μέχρι τώρα ό, τι έκανες ήταν απολύτως
σωστό, Κίντερ. Τι θα στοιχίσει όμως το όλο θέμα;»
«Θα είναι ακριβό»,
απάντησε ο Κίντερ αμέσως. «Ακριβό όσο κι ένα ατομικό εργοστάσιο. Όμως, δε θα
υπάρχουν ούτε σύρματα, ούτε πυλώνες υψηλής τάσεως, ούτε αγωγοί, ούτε τίποτε. Οι
δέκτες είναι λίγο πολυπλοκότεροι από μια ραδιοφωνική συσκευή. Όμως ο πομπός –
εδώ είναι η δυσκολία – θέλει αρκετή δουλειά».
«Δε σου πήρε και
πολύ, όμως», παρατήρησε ο Κόναντ.
«Όχι», συμπλήρωσε ο
Κίντερ, «αλήθεια δε μου πήρε». Ήταν το επίτευγμα ζωής σχεδόν χιλίων πεντακοσίων
υπερτεχνολόγων και επιστημόνων, αλλά ο Κίντερ δεν είχε σκοπό να του αποκαλύψει
κάτι τέτοιο. «Φυσικά αυτό που σου έστειλα είναι απλώς ένα μοντέλο».
Η φωνή του Κόναντ
ακούστηκε κάπως ζορισμένη. «Ένα μοντέλο; Και απελευθερώνει μια ισχύ εξήντα
χιλιάδων ίππων;», είπε εύθυμα τη φορά αυτή ο Κόναντ. «Θεέ και Κύριε! Σε μια
κανονική μηχανή ένας πομπός θα ήταν αρκετός να…». Οι δυνατότητες του πράγματος
έκοψε τη φωνή του Κόναντ για μια στιγμή. «Τι καίει;» ρώτησε.
«Δεν καίει απολύτως
τίποτε», απάντησε ο Κίντερ. Δε θα καθίσω τώρα να σου εξηγώ, «αλλά δέσμευσα μια
ενεργειακή πηγή αφάνταστης δύναμης. Η δύναμη αυτή είναι τόσο μεγάλη που δεν
πρέπει να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά».
«Τι;» πετάχτηκε ο
Κόναντ. «Τι θέλεις να πεις μ’ αυτό;» Ο Κίντερ ανασήκωσε φιλύποπτα ένα του
φρύδι. Ο Κόναντ κάτι του έκρυβε λοιπόν. Μ’ αυτή τη δεύτερη ένδειξη
κρυψίνοιας του Κόναντ, ο Κίντερ, ο λιγότερο φιλύποπτος από τους ανθρώπους,
άρχισε να πονηρεύεται. «Θέλω να πω αυτό που εννοώ», απάντησε με ηρεμία. «Μην
προσπαθείς να με καταλάβεις – κι εγώ ο ίδιος δεν το κατανοώ και πολύ. Όμως η
πηγή αυτής της δύναμης είναι η συνισταμένη δύο άλλων ανόμοιων αλλά προηγουμένως
εξισωμένων δυνάμεων. Οι εξισωμένες αυτές δυνάμεις έχουν κοσμική προέλευση.
Είναι οι δυνάμεις που κάνουν τα άστρα να λειτουργούν, να συνθλίβουν τα άτομα με
τον τρόπο που συνέθλιψαν εκείνα που συνθέτουν τώρα τον συνοδό του Σείριου. Δεν
μπορείς να παίζεις με τέτοια ενέργεια».
«Δε σε πιάνω – »
είπε ο Κόναντ φοβερά προβληματισμένος.
«Θα σου δώσω ένα
παράδειγμα», είπε ο Κίντερ. «Υπόθεσε ότι έχεις δυο ράβδους, από μία σε κάθε
χέρι. Τοποθετείς τις άκρες τους, τη μία έναντι της άλλης και πιέζεις. Όσο η
πίεση είναι ευθύγραμμη κατά μήκος των ράβδων οι πίεση εξισώνεται, διότι το δεξί
και το αριστερό χέρι εξουδετερώνει το ένα το άλλο. Τώρα παρεμβαίνω και ακουμπώ
το δάκτυλό μου στο σημείο που συναντώνται οι ράβδοι και πιέζω πολύ ελαφρά. Η
συνισταμένη τώρα εφαρμόζεται κάθετα στις δυο αρχικές δυνάμεις. Οι ράβδοι
τινάσσονται βίαια χάνοντας την ισορροπία τους και σου σπάζουν ένα με δυο
δάκτυλα. Ο πομπός ισχύος λειτουργεί πάνω στην ίδια αρχή. Απαιτείται ένα
ελάχιστο ποσό ενέργειας για να εκτρέψει αυτές τις δυνάμεις εκτός της ευθείας
τους γραμμής. Αρκετά εύκολο όταν ξέρεις πώς να το κάνεις. Το πρόβλημα είναι αν μπορείς
να ελέγξεις τη συνισταμένη. Εγώ μπορώ».
«Κατάλαβα», είπε ο
Κόναντ προσπαθώντας να κρύψει την απληστία του. «Ο Θεός να φυλάει τους
οργανισμούς κοινού οφέλους. Εγώ πάντως δεν προτίθεμαι να το κάνω. Κίντερ, θέλω
οπωσδήποτε έναν αληθινό πομπό». Ο Κίντερ ψευτογέλασε μέσα από το ραδιοτηλέφωνο.
«Βλέπω πως είσαι φιλόδοξος. Κόναντ, ξέρεις δεν έχω εδώ το απαιτούμενο
προσωπικό, κι ούτε είμαι αποφασισμένος να εγκαταστήσω εξοπλισμό πέντε χιλιάδων
τόνων ο ίδιος».
«Θα σου στείλω
πεντακόσιους μηχανικούς και εργάτες μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες».
«Όχι, δε θα το
κάνεις, Κόναντ. Δε θέλω να ενοχληθώ. Είμαι αρκετά ευχαριστημένος εδώ, επειδή
δεν έχω κανέναν κερατά πάνω από το κεφάλι μου».
«Έλα τώρα Κίντερ,
μην κάνεις σαν παιδί! Θα πληρωθείς καλά – »
«Τα λεφτά σου δεν
περνάνε», απάντησε ο Κίντερ ζωηρά. Έκλεισε το διακόπτη της συσκευής του. Του
αλλουνού όμως ο διακόπτης παρέμεινε ανοιχτός.
Ο Κόναντ έγινε
έξαλλος. Άρχισε να ουρλιάζει στο τηλέφωνο, φώναξε αρκετές φορές και μετά πίεζε
συνέχεια το κουμπί. Στο νησί του ο Κίντερ άφηνε το μαραφέτι να τσιρίζει και
επέστρεψε στον θάλαμο προβολής. Μετάνιωνε τώρα που είχε στείλει το διάγραμμα
του δέκτη στον Κόναντ. Θα είχε ενδιαφέρον αν θα μπορούσε να κινήσει ένα
αεροπλάνο ή ένα όχημα με τον πομπό μοντέλο που είχε πάρει από τους Νεωτερικούς.
Και αν ο Κόναντ επρόκειτο να επιχειρήσει κάτι τέτοιο – τέλος πάντων δεν θα
μπορούσε χωρίς τον πομπό. Κάθε μηχανικός θα καταλάβαινε το διάγραμμα, αλλά όχι
και τη δέσμη που θα ενεργοποιούσε τον πομπό. Κι έτσι ο Κόναντ δε θα αποκτούσε
τη δέσμη. Κρίμα που ο Κίντερ δεν έμαθε τον Κόναντ αρκετά καλά.
Οι μέρες του Κίντερ
αποτελούσαν ατέλειωτες επιδρομές στη γνώση. Ούτε ο ίδιος, ούτε και οι
Νεωτερικοί είχαν ανάγκη ύπνου. Έτρωγε τακτικά κάθε πέντε ώρες, και έκανε
σωματική εξάσκηση μισή ώρα κάθε δωδεκάωρο. Δεν κρατούσε μέτρηση του χρόνου,
διότι ο χρόνος δεν είχε καμιά έννοια γι’ αυτόν. Αν ήθελε να μάθει τι μέρα,
ημερομηνία ή έτος ήταν, ήξερε πως θα το μάθει από τον Κόναντ. Απλά δεν τον
ένοιαζε. Τον χρόνο που δεν τον αφιέρωνε για
παρατηρήσεις, τον χρησιμοποιούσε στην εύρεση καινούριων προβλημάτων για τους
Νεωτερικούς. Τώρα όμως σκεφτόταν την άμυνά του. Η ιδέα αυτή του γεννήθηκε μετά
την τελευταία συνομιλία που είχε με τον Κόναντ, και ή ιδέα αυτή ήταν
πρωταρχικής σημασίας. Οι Νεωτερικοί εργάζονταν πάνω σ’ ένα πεδίο δονήσεων
ημιηλεκτρικής φύσεως. Ο Κίντερ έβλεπε λίγη πρακτική αξία σ’ ένα τέτοιο πράγμα,
δηλαδή ένας αόρατος τοίχος που θα σκότωνε καθετί ζωντανό που θα τον άγγιζε.
Τώρα ο Κίντερ εύρισκε την ιδέα ενδιαφέρουσα. Τεντώθηκε και πήρε τα μάτια του
από το τηλεσκόπιο μέσα από το οποίο παρατηρούσε τα δημιουργήματά του επί το
έργον. Εδώ, στον απλόχωρο θάλαμο ελέγχου ένιωθε τρισευτυχισμένος.
Απεχθανόταν να το εγκαταλείπει και να πηγαίνει στο παλιό του εργαστήριο για να
τσιμπήσει κάτι. Ένιωθε κάθε φορά σαν να το αποχαιρετούσε και να του λέει χαρωπά
να ήρθα κάθε φορά που επέστρεφε. Με κάποιον εύθυμο αυτοσαρκασμό, βγήκε έξω.
Λίγα χιλιόμετρα ανοιχτά στο πέλαγος παρατήρησε μια μαύρη μουντζούρα – ένα
ταχύπλοο σε μακρινή απόσταση – να κινείται με κατεύθυνση προς το νησί του. ο Κίντερ
στάθηκε και το παρακολουθούσε με αποστροφή. Ένας άσπρος πίδακας αφρού πεταγόταν
από τις δυο πλευρές του ταχύπλοου. Ρουθούνισε θυμωμένα, αναπολώντας πως ένα
απόγευμα μια θαλαμηγός φορτωμένη με
ηλίθιους είχε αράξει στο νησί από περιέργεια. Οι παλαβοί αυτοί βγήκαν έξω
περιφερόμενοι στο αγαπημένο του νησί και τον ζάλισαν με ηλίθιες ερωτήσεις,
καταστρέφοντας την νευρική του ισορροπία για μέρες. Θεέ μου, πόσο μισούσε τον κόσμο!
Η δυσάρεστη αυτή
σκέψη γέννησε άλλες δυο σκέψεις που απασχόλησαν μισοσυνειδητά το νου του καθώς
διέσχιζε το συγκρότημα να πάει στο παλιό του εργαστήριο. Η μια σκέψη του ήταν
να περιβάλει τα κτήριά του με ένα δυναμικό πεδίο και να βάλει προειδοποιητικές
πινακίδες για τυχόν περίεργους.
Η άλλη του σκέψη
αφορούσε τον Κόναντ και την απροσδιόριστη ανησυχία που του προκάλεσε αυτός ο
άνθρωπος κατά τη συνομιλίες τους αυτές τις τελευταίες εβδομάδες. Ιδίως η
απαίσια πρόταση του Κόναντ να κτίσει εργοστάσιο στο νησί.
Ο Κόναντ σηκώθηκε
από τον πάγκο του εργαστηρίου καθώς ο Κίντερ έμπαινε μέσα. Αλληλοκοιτάχτηκαν
για μια στιγμή χωρίς να πουν λέξη. Ο Κίντερ είχε να δει τον τραπεζίτη εδώ και
πολλά χρόνια. Το παρουσιαστικό του ανθρώπου αυτού του έφερνε αηδία.
«Γεια σου», είπε ο
Κόναντ καλοσυνάτα. «Φαίνεσαι σε πολύ καλή φόρμα».
Ο Κίντερ έβγαλε ένα
γρύλισμα. Ο Κόναντ βόλεψε όπως – όπως το ανοικονόμητο σώμα του στον πάγκο και
άρχισε να λέει: «Για να σου απαλλάξω από τον κόπο των ερωτήσεων, κύριε Κίντερ,
έφτασα εδώ πριν από δυο ώρες μ’ ένα μικρό ταχύπλοο. Απαίσιος τρόπος να
ταξιδεύεις. Θέλησα να σου κάνω έκπληξη. Οι δυο μου βοηθοί μ’ έβγαλαν στη στεριά
κωπηλατώντας τα τελευταία τρία χιλιόμετρα. Εδώ δεν είσαι και πολύ καλά
προστατευμένος, βλέπω. Θα μπορούσε κάλλιστα να μπει κρυφά κάποιος, όπως έκανα
κι εγώ».
«Και ποιος θα
ήθελε;» γρύλισε ο Κίντερ. Η φωνή του Κόναντ του τριβέλιζε το μυαλό. Μιλούσε
υπερβολικά δυνατά για έναν τόσο περιορισμένο χώρο. Τουλάχιστον έτσι την
εκλάμβαναν τα αυτιά του ερημίτη Κίντερ, ο οποίος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους
και πήγε να ετοιμάσει ένα ελαφρύ γεύμα για τον εαυτό του.
«Λοιπόν», ακούστηκε
η μακρόσυρτη φωνή του τραπεζίτη, «θα μπορούσα κάλλιστα εγώ».
Έβγαλε από την τσέπη του την ταμπακιέρα με τα πούρα. «Σε πειράζει να καπνίσω;»
«Ναι, με πειράζει»,
απάντησε ο Κίντερ απότομα.
Ο Κόναντ γέλασε με
κατανόηση και έβαλε την ταμπακιέρα πίσω στην τσέπη του. «Ίσως να ήθελα να σε
προτρέψω να μ’ αφήσεις να κτίσω εκείνο το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού στο
νησί σου.
«Μέσω του
ραδιοτηλεφώνου;»
«Ασφαλώς. Αλλά τώρα
που είμαι εδώ, δεν μπορείς να με κλείσεις. Τι λες λοιπόν για την πρότασή μου;»
«Δεν έχω αλλάξει
γνώμη».
«Όμως Κίντερ,
πρέπει ν’ αλλάξεις. Για σκέψου το καλό που θα κάνεις για τις μάζες των ανθρώπων
που πληρώνουν εξωφρενικές τιμές για το ρεύμα!»
«Απεχθάνομαι τις
μάζες! Αλλά εσύ γιατί σώνει και καλά θέλεις να κτίσεις εδώ;»
«Είναι η ιδανική
τοποθεσία. Το νησί είναι δικό σου κι έτσι η έναρξη εργασιών δε θα προκαλούσε
κανένα σχόλιο από πουθενά. Το εργοστάσιο, έχοντας κτιστεί μυστικά, θα
εμφανιστεί ξαφνικά ολοκληρωμένο στις ενεργειακές αγορές της χώρας. Το νησί θα
καταστεί απροσπέλαστο».
«Δε θέλω να μ’
ενοχλούν»
«Δε θα σ’
ενοχλούσαμε. Θα κτίζαμε στο βόρειο άκρο του νησιού – δυο χιλιόμετρα μακριά από
σένα και τη δουλειά σου. Α, επί τη ευκαιρία, που είναι εκείνο το μοντέλο του
πομπού;»
Ο Κίντερ, με το
στόμα γεμάτο από συνθετική τροφή, έδειξε με το χέρι του ένα τραπεζάκι που πάνω
του βρισκόταν το μοντέλο, ένα μηχάνημα διαστάσεων ένα επί ένα μέτρα, από
πλαστικό και ατσάλι, εκπληκτικά πολύπλοκο με μικροσκοπικά πηνία.
Ο Κόναντ σηκώθηκε
και πήγε να το περιεργαστεί. «Στ’ αλήθεια, δουλεύει τούτο δω το πράγμα;» έβγαλε
έναν βαθύ αναστεναγμό και είπε: «Κίντερ, δε μ’ αρέσει αυτό που κάνω, αλλά θέλω
με κάθε κόστος να κτίσω αυτό το εργοστάσιο. «Κάρσον! Ρόμπινς!»
Δύο άτομα με
σβέρκους χοντρούς σαν του ταύρου βγήκαν από τις γωνιές του δωματίου όπου
κρύβονταν. Ένας τους μ’ ευκολία κρατούσε κρεμασμένο με το δάκτυλό του στη
στεφάνη της σκανδάλης ένα περίστροφο. Ο Κίντερ κοίταξε με απλανές βλέμμα, πότε
τον έναν και πότε τον άλλον.
«Τούτοι εδώ οι
κύριοι θα κάνουν ό, τι τους πω χωρίς καμιά αντίρρηση, Κίντερ. Σε μισή ώρα θα
καταφτάσει μια ομάδα από μηχανικούς και εργολάβους. Θα ξεκινήσουν τον
χωροταξικό έλεγχο του βόρειου τμήματος του
για την ανέγερση του εργοστασίου. Και τούτα εδώ τα αγόρια σκέπτονται
όπως κι εγώ όσον αφορά το άτομό σου. Θα προχωρήσουμε με τη συνεργασία σου ή
όχι; Και δεν έχει καμιά σημασία για μένα αν θα παραμείνεις ζωντανός, ή όχι, να
συνεχίσεις τη δουλειά σου. Οι μηχανικοί μου είναι σε θέση να αντιγράψουν το
μοντέλο σου».
Ο Κίντερ δεν είπε
τίποτε. Είχε σταματήσει να μασάει όταν είδε τους πιστολάδες, και μόνο τώρα
θυμήθηκε να καταπιεί. Καθόταν σκυμμένος πάνω από το πιάτο του βουβός κι
ακίνητος.
Ο Κόναντ έσπασε τη
σιωπή ενώ κατευθυνόταν προς την πόρτα. «Ρόμπινς, μπορείς να πάρεις μαζί σου το
μοντέλο από εκεί;» Ο μεγαλόσωμος άντρας έβαλε το όπλο στην θήκη του, σήκωσε το
μοντέλο απαλά και ένευσε. «Κατέβασέ το στην ακτή και πήγαινε να συναντήσεις
τους άλλους. Πες στον κύριο Γιόχανσεν, τον μηχανικό, πως αυτό είναι το μοντέλο
πάνω στο οποίο θα εργαστεί». Φεύγοντας ο Ρόμπινς, ο Κόναντ γύρισε προς τον Κίντερ.
«Δεν είναι ανάγκη να χαλάσουμε τις καρδιές μας», είπε με γλοιώδη τρόπο. «Είσαι
πεισματάρης, αλλά δε σου κρατώ κακία. Νιώθω πώς αισθάνεσαι. Θα σ’ αφήσουμε
ήσυχο, έχεις τον λόγο μου. Αλλά εγώ έχω σκοπό να προχωρήσω σ’ αυτή τη δουλειά
και η ζωούλα σου, να το ξέρεις, δε θα μ’ εμποδίσει».
Ο Κίντερ είπε:
«Φύγε από δω», είπε με χαμηλή φωνή που έτρεμε από οργή ενώ οι δυο κροταφικές
φλέβες του είχαν φουσκώσει.
«Πολύ καλά.
Καλημέρα σας, κύριε Κίντερ. Και ξέρεις κάτι; Είσαι ένας πανέξυπνος διαβολάκος».
Κανείς δεν είχε ποτέ μιλήσει στον ακαδημαϊκό κύριο Κίντερ με αυτόν τον τρόπο
πριν. «Αντιλαμβάνομαι βέβαια το ενδεχόμενο να μας τινάξεις στον αέρα καθώς
είμαστε στο νησί σου. Στη θέση σου δεν θα το έκανα. Πρόθυμα θα σου αφήσω να
έχεις αυτό που θέλεις – την μοναχικότητά σου. Θέλω όμως κι εγώ το ίδιο για
αντάλλαγμα. Εάν μου συμβεί κάτι κακό ενώ βρίσκομαι εδώ, το νησί θα βομβαρδιστεί
από κάποιους που δουλεύουν για μένα. Παραδέχομαι πως μπορεί να αποτύχουν. Εάν
αποτύχουν, θα επέμβει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, πράγμα που βέβαια δε θέλεις, έτσι
δεν είναι; Ένας μόνος του δε μπορεί να τα βγάλει πέρα τότε. Και το ίδιο ισχύει
αν σαμποτάρεις το εργοστάσιο μ’ οποιονδήποτε τρόπο αφού θα έχω φύγει. Μπορεί να
σκοτωθείς ή θα σ’ ενοχλούν ατελείωτα. Ευχαριστώ πάντως για …ε… τη συνεργασία».
Ο τραπεζίτης γέλασε κοροϊδευτικά και βγήκε ακολουθούμενος από τον σιωπηλό του
γορίλλα.
Ο Κίντερ έμεινε
καθισμένος και ακίνητος για πολλή ώρα. Μετά κούνησε βίαια το κεφάλι του και το
ακούμπησε στις παλάμες του. Είχε κατατρομοκρατηθεί, όχι τόσο επειδή κινδύνευε η
ζωή του, αλλά διότι απειλούνταν η δουλειά του και ο κόσμος του. Ένιωθε βαθιά
προσβεβλημένος και χαμένος. Δεν ήταν επιχειρηματίας. Δεν μπορούσε να χειριστεί
τους ανθρώπους. Όλη του τη ζωή δραπέτευε από τους συνανθρώπους του και απ’ ό,
τι αυτοί αντιπροσώπευαν. Έμοιαζε μ’ ένα φοβισμένο παιδί όταν οι άνθρωποι τον
στρίμωχναν.
Ξαναβρίσκοντας λίγο
– λίγο την ψυχραιμία, αναρωτήθηκε αόριστα τι θα συμβεί όταν κτιστεί το
εργοστάσιο. Ασφαλώς και η κυβέρνηση θα ενδιαφερθεί. Εκτός κι αν μέχρι τότε,
κυβέρνηση θα είναι ο ίδιος ο Κόναντ. Το εργοστάσιο αυτό θα αποτελούσε μια
αφάνταστη πηγή ενέργειας, όχι σαν την απλή εκείνη που γυρίζει τροχούς. Σηκώθηκε
και πήγε πίσω στον κόσμο που ήταν το αληθινό του σπίτι, έναν κόσμο όπου τα
κίνητρά του γίνονταν κατανοητά, και όπου υπήρχαν αυτοί που θα μπορούσαν να τον
βοηθήσουν. Πίσω στο συγκρότημα των Νεωτερικών, απόδρασε για μια φορά ακόμη από
τον κόσμο των ανθρώπων και αφοσιώθηκε στη δουλειά του.
Μια εβδομάδα
αργότερα, ο Κίντερ κάλεσε τον Κόναντ, προς μεγάλη έκπληξη του τραπεζίτη. Τις
δυο μέρες που είχε μείνει στο νησί κανόνισε να μπει η δουλειά του σε κίνηση,
και έφυγε με την άφιξη ενός πλοίου με εργάτες και υλικά. Είχε στενή επικοινωνία
με τον Γιόχανσεν, τον επικεφαλής μηχανικό. Ο Γιόχανσεν και οι υπόλοιποι δεν
γνώριζαν τίποτε για το σκοπό της δουλειάς τους στο νησί. Μόνο οι ανεξάντλητοι
πόροι της τράπεζας θα μπορούσαν να μισθώσουν έναν τέτοιο άνθρωπο ή να επιλέξουν
την ομάδα εργασίας.
Η πρώτη αντίδραση
του Γιόχανσεν όταν είδε το μοντέλο ήταν εκστατική. Λαχταρούσε να πει στους
φίλους του γι’ αυτό το θαύμα, αλλά η μόνη συσκευή επικοινωνίας εξέπεμπε
αποκλειστικά στο ιδιωτικό γραφείο του Κόναντ. Επίσης ένοπλοι, ένας για κάθε δυο
εργάτες, είχαν λάβει από τον Κόναντ αυστηρές οδηγίες να καταστρέψουν αμέσως
κάθε άλλη συσκευή επικοινωνίας που θα έπεφτε στην αντίληψή τους. Και τότε ο
Γιόχανσεν διαπίστωσε πως ήταν φυλακισμένος στο νησί. Ο στιγμιαίος θυμός του
όμως καταλάγιασε όταν συλλογίστηκε πως δεν ήταν και τόσο άσχημο να είσαι
φυλακισμένος με αποδοχές πενήντα χιλιάδες δολάρια τη βδομάδα. Δυο εργάτες και
ένας μηχανικός είχαν διαφορετική γνώμη δείχνοντας τη δυσαρέσκειά τους δυο μέρες
μετά την άφιξή τους. Εξαφανίστηκαν μια νύχτα – την ίδια νύχτα που ακούστηκαν
πέντε πυροβολισμοί από τη μεριά της ακτής. Κανείς δεν ρώτησε τίποτε και έκτοτε
δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα.
Ο Κόναντ δεν έδειξε
την έκπληξή του για την κλήση του Κίντερ και ήταν προσβλητικά πρόσχαρος όπως
πάντα. «Βρε, βρε! Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
Η φωνή του Κίντερ
ακουγόταν χαμηλή και ανέκφραστη: «Να πεις στους ανθρώπους σου να μην ξεπερνούν
την άσπρη γραμμή που χάραξα από τη μια μεριά του νησιού στην άλλη πεντακόσια
μέτρα βόρεια από τα κτήριά μου».
«Να τους πω; Μα
αγαπητέ μου, έχουν σαφείς οδηγίες να μη σ’ ενοχλήσουν σε καμιά περίπτωση».
«Εντάξει, έλαβαν
τις οδηγίες τους. Προειδοποίησέ τους τώρα πως έχω περιβάλει τα εργαστήριά μου
με ηλεκτρικό πεδίο που σκοτώνει κάθε ζωντανό πλάσμα που θα διεισδύει. Δε θέλω
να έχω το κρίμα στο λαιμό μου. Δεν θα υπάρξουν δυστυχήματα εάν δεν υπάρξουν και
παραβάτες. Πληροφόρησε λοιπόν τους εργαζόμενούς σου!»
«Έλα τώρα, Κίντερ»,
ο τραπεζίτης διαμαρτυρήθηκε έντονα. «Αυτό που έκανες ήταν εντελώς περιττό. Δεν
πρόκειται να ενοχληθείς. Γιατί – », αλλά μιλούσε σ’ ένα νεκρό μικρόφωνο.
Θεώρησε καλό να μην του τηλεφωνήσει τώρα ο ίδιος. Γι’ αυτό κάλεσε τον Γιόχανσεν
και τον ενημέρωσε. Του Γιόχανσεν δεν του άρεσε αυτό το μήνυμα, αλλά ενημέρωσε
στους υπόλοιπους και έκλεισε. Ο Κόναντ συμπάθησε αυτόν τον άντρα, αλλά θα ήταν
μια παράπλευρη απώλεια που δε θα έφτανε ποτέ στην ενδοχώρα ζωντανός.
Εκείνος όμως ο
Κίντερ άρχιζε να του γίνεται πρόβλημα. Όσο τα όπλα του ήταν αμυντικά, δεν
αποτελούσε πραγματική απειλή. Αλλά θα έπρεπε να πάρει κάθε προφύλαξη όταν θα
άρχιζε να λειτουργεί το εργοστάσιο. Ο Κόναντ επουδενί λόγω δεν έπρεπε να έχει
καμιά μεγαλοφυΐα στα πόδια του εκτός κι αν τον είχε υποχείριό του. Ο
ενεργειακός πομπός και τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Κόναντ θα ήταν ασφαλή εφόσον
ο Κίντερ έμενε στην ησυχία του. Ο Κίντερ πάλι γνώριζε ότι προς το παρόν ανέμενε
περισσότερη ευνοϊκή συμπεριφορά από τον Κόναντ παρά από μια ορδή κυβερνητικών
ανακριτών.
Μόνο μια φορά ο
Κίντερ άφησε το ερημητήριό του, αφού είχαν αρχίσει οι εργασίες στο βόρειο άκρο
του νησιού, και χρειάστηκε όλη του την αδέξια διπλωματία του για να το κάνει.
Γνωρίζοντας την πηγή της ισχύος του εργοστασίου και γνωρίζοντας επίσης τις
ολέθριες συνέπειες κατάχρησης της πηγής, ζήτησε την άδεια του Κόναντ να
επιθεωρήσει τον μεγάλο πομπό όταν ήταν σχεδόν έτοιμος.
Φοβούμενος για τη
ζωή του, δεν ήθελε να ξαναπάρει τον Κόναντ παρά μόνο όταν θα ήταν ασφαλής πίσω
στα εργαστήριά του. Απενεργοποίησε λοιπόν το προστατευτικό πεδίο και πήγε στο
βόρειο άκρο του νησιού.
Εκεί αντίκρισε ένα
θέαμα που του προκάλεσε δέος. Το μικρό του μοντέλο αναπαράχθηκε σχεδόν σε
εκατονταπλάσια κλίμακα. Ήταν τοποθετημένο μέσα σ’ έναν πύργο εκατό μέτρα ψηλό
με τον ίδιο περίπλοκο λαβύρινθο από πηνία και ράβδους ακριβώς όπως τόσο
λεπτοκαμωμένα είχαν κατασκευάσει οι Νεωτερικοί στο δικό τους μηχάνημα. Στην
κορυφή του πύργου βρισκόταν μια σφαίρα από γυαλιστερό χρυσαφί κράμα – η κεραία
του πομπού. Αυτή θα εξέπεμπε χιλιάδες πυκνές δέσμες δυνάμεως, η οποία θα δεσμευόταν
από χιλιάδες αντίστοιχους δέκτες τοποθετημένους παντού σε κάθε απόσταση. Ο
Κίντερ έμαθε από τον Γιόχανσεν ότι οι δέκτες είχαν κιόλας τοποθετηθεί, αλλά ο
Γιόχανσεν δεν ήξερε και πολλά πράγματα και δεν ήταν πρόθυμος να πει
περισσότερα. Ο Κίντερ έλεγξε κάθε λεπτομέρεια της κατασκευής και όταν τελείωσε
έσφιξε το χέρι του Γιόχανσεν με θαυμασμό.
«Δεν ήθελα αυτό το
πράγμα εδώ», είπε ντροπαλά, «κι ούτε βέβαια το θέλω. Αλλά λέω ότι χαίρομαι πολύ
που βλέπω ετούτο εδώ το έργο».
«Κι εγώ χαίρομαι
πολύ που γνωρίζω τον άνθρωπο που το εφεύρε» απάντησε ο Γιόχανσεν ο Κίντερ
έλαμψε από χαρά. «Δεν το εφεύρα εγώ», είπε. «Ίσως κάποια μέρα να σου δείξω
ποιος το έκανε. Λοιπόν, προς το παρόν, σε χαιρετώ». Γύρισε να φύγει πριν του
ξεφύγει να πει πιο πολλά και μετά το μετανιώσει, και κατηφόρισε το μονοπάτι.
«Να τον - ;» είπε
μια φωνή δίπλα στον Γιόχανσεν. Ένα από τα τσιράκια του Κόναντ είχε το πιστόλι
του έτοιμο. Ο Γιόχανσεν του κατέβασε βίαια το χέρι. «Όχι», είπε. Ο φρουρός
έξυσε το κεφάλι του. «Ώστε αυτός αποτελεί τη μυστηριώδη απειλή από την άλλη
άκρη του νησιού; Μα αυτός είναι ένα πολύ συμπαθητικό ανθρωπάκι!»
Κτισμένη πάνω στα
ερείπια του Ντένβερ, που καταστράφηκε στη Μεγάλη Μάχη των Βραχωδών Ορέων κατά
τη διάρκεια του Δυτικού Πολέμου, απλώνεται η πιο όμορφη πόλη του κόσμου – η
πρωτεύουσα του έθνους μας, η Νέα Ουάσινγκτον. Σ’ ένα κυκλικό δωμάτιο, βαθιά
στην καρδιά του Λευκού Οίκου, ήταν καθισμένοι ο πρόεδρος, τρεις στρατιωτικοί κι
ένας πολίτης. Κάτω από το γραφείο του προέδρου μια συσκευή ηχογράφησης
κατέγραφε κρυφά κάθε λέξη που έλεγαν. Τρεις και πλέον χιλιάδες χιλιόμετρα
μακριά, ο Κόναντ ήταν προσηλωμένος πάνω από έναν δέκτη, συντονισμένο να
λαμβάνει τα σήματα του μικροσκοπικού πομπού που ήταν κρυμμένος στην τσέπη του
πολίτη.
Ένας από τους
στρατιωτικούς μιλούσε.
«Κύριε Πρόεδρε, οι απίθανοι
ισχυρισμοί για το προϊόν αυτού του κυρίου είναι απολύτως αληθείς. Έχει
αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία την ορθότητα κάθε στοιχείου που περιέχεται
στο παρόν φυλλάδιο».
Ο πρόεδρος κοίταξε
τον πολίτη και κατόπιν τον στρατιωτικό. «Δε χρειάζεται να περιμένω την αναφορά
σου», είπε. «Πες μου τι συνέβη».
Ένας άλλος
στρατιωτικός σκούπισε το πρόσωπό του μ’ ένα χακί φουλάρι. «Δε μπορώ να σας
αναγκάσω να μας πιστέψετε, κύριε Πρόεδρε, αλλά είναι όλα αλήθεια. Ο κύριος Ράιτ
μεταφέρει μέσα στη βαλίτσα του τριανταπέντε με σαράντα μικρές … ε… βόμβες…»
«Δεν είναι βόμβες»,
είπε ο Ράιτ αδιάφορα.
«Εντάξει, δεν είναι
βόμβες. Ο κύριος Ράιτ χτύπησε δυο απ’ αυτές με μια βαριοπούλα πάνω σ’ ένα αμόνι
και τις συνέθλιψε. Έβαλε άλλες δύο σ’ έναν ηλεκτρικό κλίβανο και κάηκαν
κανονικά. Βάλαμε μία στην κάννη ενός πυροβόλου και τραβήξαμε την σκανδάλη.
Τίποτε απολύτως». Κοντοστάθηκε και κοίταξε τον τρίτο αξιωματικό, ο οποίος
συνέχισε την αναφορά:
«Μετά όμως
δοκιμάσαμε τη μεγάλη έκπληξη. Πετάξαμε πάνω από ένα πεδίο βολής, ρίξαμε ένα απ’
αυτά τα αντικείμενα και απομακρυνθήκαμε στα δέκα χιλιόμετρα από το σημείο. Από
εκεί με έναν μικρό πυροκροτητή, όχι μεγαλύτερο από τη γροθιά σας, που
λειτούργησε με τηλεχειρισμό έκανε το αντικείμενο να εκραγεί. Ποτέ δεν είδα κάτι
παρόμοιο στη ζωή μου. Εκατόν εξήντα στρέμματα γης εκτινάχθηκαν στον αέρα και
διαλύθηκαν. Η δόνηση που προκάλεσε ήταν τρομακτική – θα πρέπει να την νιώσατε
κι εσείς εδώ, εξακόσια χιλιόμετρα μακριά».
«Ασφαλώς», ένευσε ο
πρόεδρος. «Οι σεισμογράφοι την κατέγραψαν ακόμη και στους αντίποδες».
«Ο κρατήρας που
δημιούργησε ήταν εφτακόσια μέτρα βαθύς στο κέντρο. Είναι φανερό πως ένα φορτίο
αεροσκάφους από τέτοια πράγματα θα μπορούσε να καταστρέψει τελείως μια ολόκληρη
πόλη! Κι ούτε καν υπάρχει ανάγκη για ακρίβεια!»
«Και δεν έχετε
ακούσει ακόμη τίποτε», παρενέβη ο πρώτος αξιωματικός. «Το αυτοκίνητο του κυρίου
Ράιτ κινείται με ένα πράγμα όμοιο με αυτά εδώ. Μας το έδειξε. Δε βρήκαμε ούτε
ρεζερβουάρ καυσίμων ούτε μηχανή. Αλλά με ένα ενεργειακό αντικείμενο όχι
μεγαλύτερο από δέκα κυβικά εκατοστά, εκείνο το αυτοκίνητο, πλήρως φορτωμένο, θα
μπορούσε να ρυμουλκήσει ένα στρατιωτικό άρμα μάχης!»
«Κι ακόμη μια άλλη
επίδειξη!», είπε ο τρίτος ταραγμένα. «Έβαλε ένα απ’ αυτά τα αντικείμενα σε μια
μακέτα μιας κρύπτης θησαυροφυλακίου. Οι τοίχοι της μακέτας είχαν πάχος τριάμισι
μέτρων με ενισχυμένο σκυρόδεμα. Έθεσε σε λειτουργία το αντικείμενο από απόσταση
εκατό μέτρων. Και, ω του θαύματος! Η κρύπτη έγινε συντρίμμια. Δεν ήταν ακριβώς
μια έκρηξη – έμοιαζε σαν κάποια απίστευτα επεκτατική εσωτερική δύναμη να τη
γέμισε και ισοπέδωσε τους τοίχους από μέσα. Οι τοίχοι πρώτα ράγισαν, σχίστηκαν
και μετά κονιορτοποιήθηκαν, οι δε χαλύβδινοι δοκοί στήριξης παραμορφώθηκαν και
αποκολλήθηκαν σαν … ω! Μετά την επίδειξη επέμενε να σας δει. Γνωρίζουμε πως
κάτι τέτοιο δε συνηθίζεται, αλλά ο κύριος Ράιτ επέμενε πως έχει κι άλλα να πει
μόνο να είστε κι εσείς παρών».
Ο πρόεδρος ρώτησε
με αυστηρότητα: «Τι θέλετε, κύριε Ράιτ;»
Ο κύριος Ράιτ
σηκώθηκε, άνοιξε τη βαλίτσα του κι έβγαλε έναν μικρό κύβο, περίπου δεκαπέντε
κυβικά εκατοστά, καμωμένο από ένα φωτοαπορροφητικό κόκκινο υλικό. Οι τέσσερις
άνδρες απομακρύνθηκαν νευρικά απ’ αυτόν.
«Οι κύριοι από δω»,
άρχισε να λέει, «έχουν δει μόνο μέρος του τι μπορεί να κάνει αυτή η συσκευή.
Εγώ τώρα θα σας δείξω τι μπορώ να επιτύχω ελέγχοντάς την». Ρύθμισε ένα
μικροσκοπικό κουμπί σε μια έδρα του κύβου, και τον τοποθέτησε στην άκρη του
γραφείου του προέδρου.
«Με ρωτήσατε
περισσότερες από μία φορά αν αυτή είναι δική μου εφεύρεση ή αν ενεργώ εκ μέρους
κάποιου άλλου. Ισχύει το δεύτερο. Θα σας ήταν επίσης καλό να γνωρίζετε πως ο
άνθρωπος που ελέγχει αυτόν τον κύβο βρίσκεται τη στιγμή αυτή αρκετές χιλιάδες
χιλιόμετρα μακριά από δω. Μόνον αποκλειστικά αυτός μπορεί να αποτρέψει την
έκρηξη αυτής της συσκευής τώρα που εγώ – », τράβηξε τον πυροκροτητή από τη
βαλίτσα και πάτησε ένα κουμπί « – έχω
πατήσει ετούτο δω. Θα εκραγεί ακριβώς όπως εκείνο που ρίξαμε από το αεροσκάφος,
καταστρέφοντας ολοσχερώς την πόλη σε ακριβώς τέσσερις ώρες. Επίσης θα εκραγεί
–», έκανε ένα βήμα πίσω και έθεσε σε λειτουργία έναν μικροσκοπικό διακόπτη στον
πυροκροτητή, « – εάν οτιδήποτε που κινείται πλησιάσει πάνω από ένα μέτρο τη
συσκευή ή αν κάποιος φύγει από το δωμάτιο, εκτός από μένα. Εάν προσέτι, αφού
φύγω, βάλετε να με κακοποιήσουν, θα εκραγεί τη στιγμή που θα με αγγίξει κάποιο
χέρι. Καμιά σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει πιο γρήγορα εμποδίζοντάς με να
πυροδοτήσω τη συσκευή».
Οι τρεις
στρατιωτικοί παρέμειναν σιωπηλοί. Ένας τους σκούπισε νευρικά τις σταγόνες κρύου
ιδρώτα από το μέτωπό του. Οι άλλοι έμειναν εντελώς ακίνητοι.
«Ποια είναι η
πρότασή σου;», ρώτησε ο πρόεδρος άχρωμα.
«Μια πολύ λογική
πρόταση. Το αφεντικό μου δε θέλει να φανεί, για προφανείς λόγους. Το μόνο που
θέλει είναι να εκτελέσετε τις οδηγίες του: Να διορίσετε τα μέλη του υπουργικού
συμβουλίου που αυτός θα επιλέξει, και να εξασκήσετε την επιρροή σας όπως ο
ίδιος θα σας υπαγορεύσει. Το κοινό, το Κογκρέσο, οποιοσδήποτε άλλος, δε
χρειάζεται να μάθουν τίποτε για το θέμα. Θα ήθελα να προσθέσω πως εάν
συμφωνείτε με την πρόταση αυτή, αυτή η ‘βόμβα’, όπως τη λέτε, δε θα εκραγεί.
Αλλά να είστε βέβαιος πως χιλιάδες άλλες είναι κρυμμένες σ’ όλη την επικράτεια.
Ποτέ δεν ξέρετε πότε θα βρεθείτε κοντά σε κάποια. Εάν δεν υπακούσετε, θα
προκαλέσει ολικό αφανισμό σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου. Μέσα σε τρεις ώρες και
πενήντα λεπτά – δηλαδή στις επτά ακριβώς – θα ακούσετε μια διαφήμιση στον
ραδιοσταθμό Ορίζοντες. Εσείς θα βάλετε τον εκφωνητή, μετά την ανακοίνωση
της ταυτότητας του σταθμού, να πει τη λέξη ‘σύμφωνοι’ . Η λέξη θα περάσει
απαρατήρητη εκτός από το αφεντικό μου. Δεν ωφελεί να με ακολουθήσετε. Η δουλειά
μου τελείωσε. Δε θα δω ούτε θα επικοινωνήσω με το αφεντικό μου ξανά. Αυτά. Να
έχετε καλό απόγευμα, κύριοι!»
Ο Ράιτ έκλεισε τη
βαλίτσα του μ’ έναν επαγγελματικό αέρα, υποκλίθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Οι
τέσσερις άντρες καθόταν και κοίταζαν ατενώς τον μικρό κόκκινο κύβο.
«Λέτε να μπορεί να
κάνει όλα αυτά που λέει;» ρώτησε ο πρόεδρος. Οι τρεις ένευσαν καταφατικά χωρίς
να πουν λέξη. Ο πρόεδρος άπλωσε το χέρι του στο τηλέφωνο.
Υπήρχε ένας
ωτακουστής σ’ όλα τα προηγούμενα συμβάντα. Ο Κόναντ στρογγυλοκαθόταν πίσω από
το τεράστιο γραφείο του στην κρύπτη, η οποία αποτελούσε το άδυτο των αδύτων.
Όμως δίπλα του
βρισκόταν και ο συμπαγής όγκος του ραδιοτηλεφώνου του Κίντερ. Η παρουσία του
Κόναντ το είχε ανοίξει, και ο Κίντερ από το νησί του – ευλογημένη η ώρα που
σκέφτηκε αυτό το μηχάνημα – άκουγε. Όλο το πρωί σκόπευε να καλέσει τον Κόναντ,
αλλά δίσταζε.
Η συνάντηση με τον
νεαρό μηχανικό, τον Γιόχανσεν, τον εντυπωσίασε πολύ. Ο νεαρός ήταν ένας πλήρως
καταρτισμένος επιστήμονας και εύρισκε τέτοια αγαλλίαση στη δουλειά του που για
πρώτη φορά ο Κίντερ ένιωσε να θέλει να τον ξανασυναντήσει. Όμως φοβόταν για τη
ζωή του Γιόχανσεν αν τον έφερνε στο εργαστήριό του. Η δουλειά του Γιόχανσεν στο
νησί είχε σχεδόν τελειώσει, και ο Κόναντ – ο Κίντερ ήταν απολύτως βέβαιος – θα
έβαζε να σκοτώσουν τον μηχανικό αν μάθαινε για την επίσκεψή του, φοβούμενος ότι
ο Κίντερ θα τον επηρρέαζε να σαμποτάρει τον μεγάλο πομπό. Εάν πάλι αποτολμούσε
ο Κίντερ να πάει ο ίδιος στο εργοστάσιο, πιθανόν να τον πυροβολούσαν επί τόπου.
Όλη μέρα ο Κίντερ
πάλευε με τον εαυτό του και τελικά αποφάσισε να καλέσει τον Κόναντ. Ευτυχώς
όμως δεν έστειλε σινιάλο, μόνο που ανέβασε την ένταση του δέκτη του βλέποντας
το κόκκινο φωτάκι που του έδειχνε ότι ο πομπός του Κόναντ ήταν σε λειτουργία.
Περίεργος να μάθει τι έλεγε ο τραπεζίτης, άκουσε όλα όσα διαμείφθηκαν στο
γραφείο του προέδρου πέντε χιλιάδες μίλια μακριά. Με φρίκη διαπίστωσε τι είχαν
κατασκευάσει οι μηχανικοί του Κόναντ. Ενσωματωμένοι μέσα σε μικροσκοπικά
σφαιρίδια υπήρχαν χιλιάδες ενεργειακοί δέκτες, οι οποίοι δεν είχαν καμιά ισχύ
από μόνοι τους, αλλά με τηλεχειρισμό μπορούσαν να αντλήσουν μέρος ή όλα τα
δισεκατομμύρια ιπποδύναμης από το τεράστιο εργοστάσιο που εξέπεμπε από το νησί.
Ο Κίντερ
εμβρόντητος στεκόταν μπροστά στο δέκτη. Αναρωτιόταν αν υπήρχε κάτι που μπορούσε
να κάνει. Εάν εύρισκε κάποιο τρόπο να καταστρέψει το εργοστάσιο, θα επέμβαινε η
κυβέρνηση και θα έκανε κατάσχεση του νησιού. Τότε τι θα απογίνονταν οι
πολύτιμοι Νεωτερικοί του;
Μετά ακούστηκε ένας
ήχος σαν ξύσιμο από τον δέκτη – μια διαφήμιση σε ραδιοφωνικό σταθμό. Μια μουσική
εισαγωγή, μια αντρική φωνή να διαφημίζει αεροπορικά ταξίδια και μετά μια
σύντομη παύση: «Είστε συντονισμένοι με το ράδιο
Ορίζοντες, τη φωνή της Εθνικής Πρωτεύουσας, Περιοχή Νότιο
Κολοράντο». Η τριών δευτερολέπτων παύση φάνηκε ατελείωτη.
«Η ώρα είναι
ακριβώς … α … σύμφωνοι. Η ώρα είναι ακριβώς επτά μετά μεσημβρίαν
Κεντρική Ορεινή Ώρα». Κατόπιν ακούστηκε ένας καγχασμός ενός μισοπαράφρωνα. Ο
Κίντερ δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν ο Κόναντ, ο οποίος σήκωσε κάποιο
τηλέφωνο και ακούστηκε να λέει:
«Μπιλ! Όλα εντάξει.
Πάρε ένα σμήνος βομβαρδιστικών και βομβάρδισε το νησί. Μακριά όμως από το
εργοστάσιο. Τα υπόλοιπο κάντο σμπαράλια. Κάντε γρήγορα και μετά φύγετε από
εκεί».
Σχεδόν υστερικός
από το φόβο του, ο Κίντερ άρχισε να τρέχει πέρα δώθε στο δωμάτιο και κατόπιν
όρμησε προς την έξοδο και βγήκε από το συγκρότημα. Μισό χιλιόμετρο από το
εργοστάσιο έμεναν πεντακόσιοι αθώοι εργάτες στα παραπήγματά τους. Ο Κόναντ δεν
τους χρειαζόταν πια, ούτε βέβαια και τον Κίντερ. Το μόνο ασφαλές μέρος ήταν το
εργοστάσιο, αλλά ο Κίντερ δεν ήθελε ν’ αφήσει τους Νεωτερικούς να
βομβαρδιστούν. Ανέβηκε τα σκαλιά πετώντας προς το κοντινότερο τηλέτυπο και
πληκτρολόγησε βίαια την πρόταση: «Φτιάξτε μου μια ασπίδα άμυνας. Τη θέλω
αδιαπέραστη. Επείγον!»
Οι λέξεις
σχηματίστηκαν αστραπιαία στη λειτουργική γραφή των Νεωτερικών. Ο Κίντερ δε
σκέφτηκε τι έγραφε, ούτε καν το πράγμα που ζητούσε. Έπρεπε να φύγει αμέσως τώρα
και να προειδοποιήσει τον κόσμο στα παραπήγματα. Ανέβηκε τρέχοντας το μονοπάτι,
πηδώντας πάνω από την άσπρη γραμμή που έγραφε Κίνδυνος-Θάνατος σ’ όσους
τη διέσχιζαν.
Ένα σμήνος από εννιά αεροπλάνα με κοντά φτερά και μύτη
σαν του κουνουπιού σηκώθηκαν από μια μυστική βάση της ενδοχώρας. Δεν έκαναν
κανέναν θόρυβο, διότι δεν είχαν μηχανές. Κάθε σκάφος κινούταν με έναν μικρό
δέκτη και πετούσε αντλώντας ενέργεια από το νησί, όπου το έφτασαν μέσα σε λίγα
λεπτά. Ο επικεφαλής του σμήνους άρχισε να μιλάει με ζωηρή φωνή μέσα από το
μικρόφωνό του:
«Καθαρίστε πρώτα τα παραπήγματα και μετά κατευθυνθείτε
νότια».
Ο Γιόχανσεν βρισκόταν στο κέντρο του νησιού, μόνος του,
πάνω σ’ έναν λοφίσκο. Είχε μαζί του μια φωτογραφική μηχανή και, αν και ήξερε
πολύ καλά ότι οι πιθανότητες να ξαναπάει στην ενδοχώρα ήταν πρακτικά
ανύπαρκτες, του άρεσε να τραβάει φωτογραφίες του πύργου του από διαφορετικές
γωνίες, και έβγαλε αναρίθμητες. Αντιλήφθηκε τα αεροπλάνα μόνον όταν άκουσε το
διαπεραστικό τους βούισμα πάνω από τα παραπήγματα. Έμεινε σαν στήλη άλατος στη
θέση του, βλέποντας μια καταιγίδα από βόμβες να πέφτουν και να μετατρέπουν τα
παραπήγματα σε συντρίμμια από κομμάτια ξύλου, μετάλλου και ανθρώπινων κορμιών.
Και τότε αστραπιαία του ήρθε στο νου το ανήσυχο πρόσωπο του Κίντερ. Τον φουκαρά
– εάν είχαν άραγε σκοπό να βομβαρδίσουν το δικό του μέρος του νησιού, αυτός θα
– αλλά ο πύργος του; Θα βομβάρδιζαν και το εργοστάσιο;
Παρακολουθούσε, εντελώς χαμένος και σοκαρισμένος, τα
αεροπλάνα να κάνουν κύκλους προς τη θάλασσα και μετά να επιστρέφουν εφορμώντας.
Μετά πήραν πορεία προς τα νότια. Με την τρίτη εφόρμησή τους σιγουρεύτηκε πια.
Μη ξέροντας τι να κάνει, γύρισε και άρχισε να τρέχει προς το συγκρότημα του Κίντερ. Πίσω από μια στροφή
του μονοπατιού συγκρούστηκε βίαια με τον βιοχημικό. Το πρόσωπο του Κίντερ ήταν
κατακόκκινο από την προσπάθεια. Ο Γιόχανσεν δεν είχε ποτέ ξαναδεί τόσο
τρομοκρατημένο άτομο. Ο Κίντερ κούνησε το χέρι του δείχνοντας προς το βορρά. «Ο
Κόναντ!» ούρλιαξε πάνω από το πανδαιμόνιο. «Είναι δουλειά του Κόναντ! Έχει
βάλει σκοπό να μας σκοτώσει όλους!»
«Το εργοστάσιο;» είπε ο Γιόχανσεν χλομιάζοντας.
«Αυτό είναι ασφαλές. Αυτό δε θα το πειράξει. Αλλά…
το δικό μου μέρος. Τι θ’ απογίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;»
«Πολύ αργά γι’ αυτούς!» φώναξε ο Γιόχανσεν.
«Ίσως μπορέσω – άντε!» φώναξε ο Κίντερ και όρμησε
κατεβαίνοντας το μονοπάτι προς τα νότια.
Ο Γιόχανσεν τον ακολουθούσε τρέχοντας ξωπίσω του. Τα
μικρά και κοντά πόδια του Κίντερ έγιναν μια θολή εικόνα από την τρεχάλα, καθώς
ένα αεροσκάφος, σαν μεταλλικό πουλί, εφόρμησε κατακόρυφα, αφήνοντας τα ‘αυγά’
του στο σημείο που είχαν συναντηθεί.
Μόλις βγήκαν από τα δέντρα, ο Γιόχανσεν εκτινάχθηκε προς
τα μπρος να προλάβει τον Κίντερ, και πέφτοντας πάνω του τον ξάπλωσε δυο μέτρα μακριά από την άσπρη γραμμή.
«Μα, τι; –»
«Μην προχωράς άλλο, τρελέ! Θα σε σκοτώσει το ίδιο σου
δυναμικό πεδίο!»
«Δυναμικό πεδίο; Εγώ όμως το πέρασα όταν ανέβηκα να σε
βρω χωρίς να πάθω τίποτε. Περίμενε μια στιγμή. Αν μπορώ –» ο Κίντερ άρχισε να
ψάχνει με μανία στο χορτάρι. Σε λίγα δευτερόλεπτα, κρατώντας στα χέρια του μια
μεγάλη ακρίδα προχώρησε προς τη γραμμή. Την έριξε από πάνω. Δεν κουνήθηκε.
«Βλέπεις;» είπε ο Γιόχανσεν. «Δεν –»
«Κοίτα! Πήδηξε. Άντε, βιάσου! Δεν ξέρω τι πήγε στραβά,
εκτός κι αν οι Νεωτερικοί το απενεργοποίησαν. Ήταν αυτοί που δημιούργησαν το
πεδίο – εγώ δεν –»
«Νεκ – τι;»
«Άστο», είπε ο βιοχημικός απότομα και άρχισε να τρέχει.
Ανέβηκαν ασθμαίνοντας τα σκαλιά και μπήκαν στον θάλαμο
ελέγχου των Νεωτερικών.
Ο Κίντερ έβαλε το μάτι του σ’ ένα τηλεσκόπιο και τσίριξε
από χαρά. «Το έκαναν! Το έκαναν! Οι μικροί μου! οι Νεωτερικοί. Έφτιαξαν την
αδιαπέραστη ασπίδα! Δεν το βλέπεις; Η ασπίδα εξουδετέρωσε τη γραμμή του πεδίου
εκεί έξω. Η γεννήτρια του πεδίου συνεχίζει να λειτουργεί αλλά οι δονήσεις δεν
μπορούν να βγουν έξω! Είναι ασφαλείς! Είναι ασφαλείς!» Ο καταβεβλημένος
ερημίτης ξέσπασε σε κλάματα. Ο Γιόχανσεν κούνησε το κεφάλι του με οίκτο.
«Οι μικροί σου, όπως λες είναι εντάξει. Εμείς όμως όχι»,
πρόσθεσε καθώς το πάτωμα σείστηκε από την έκρηξη μιας βόμβας.
Ο
Γιόχανσεν έκλεισε τα μάτια, ανέκτησε την ψυχραιμία του και άφησε την περιέργειά
του να υπερνικήσει το φόβο του. πλησίασε ένα τηλεσκόπιο και κοίταξε προσεκτικά
μέσα του. Δεν είδε τίποτε παρά μόνο ένα κυρτό φύλλο από κάποιο γκρίζο υλικό.
Ποτέ του δεν είχε δει τέτοια απόχρωση του γκρίζου. Ήταν ένα απόλυτα ουδέτερο
χρώμα. Δεν έδειχνε ούτε απαλό, ούτε αδρό, και κοιτάζοντάς το έκανε το μυαλό σου
να παραπαίει από ζάλη. Ανασήκωσε τα μάτια του.
Ο
Κίντερ χτυπούσε με μανία τα πλήκτρα του τηλετύπου, κοιτώντας ανήσυχος την άδεια
κίτρινη ταινία.
«Δεν
μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους». Κλαψούρισε. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι τρέχ –
ω, μα βέβαια!»
«Τι;»
«Η
ασπίδα είναι απολύτως απροσπέλαστη! Τα μηνύματα του τηλετύπου δεν τη
διαπερνούν, αλλιώς θα μπορούσα να τους πω να επεκτείνουν την ασπίδα προστασίας
πάνω από τα κτήρια – πάνω από ολόκληρο το νησί! Και δεν υπάρχει τίποτε που δεν
μπορούν να κάνουν αυτά τα πλάσματα!»
«Τρελάθηκε
ο καημένος!» μουρμούρισε ο Γιόχανσεν. Το τηλέτυπο άρχισε να κροταλίζει ζωηρά. Ο
Κίντερ όρμησε και σχεδόν το αγκάλιασε. Άρχισε να διαβάζει την ταινία καθώς
έβγαινε από τη συσκευή. Ο Γιόχανσεν είδε κι αυτός τα γράμματα αλλά του ήταν
εντελώς ακατάληπτα.
«Παντοδύναμε»,
άρχισε να διαβάζει ο Κίντερ διστακτικά, «σε παρακαλούμε δείξε το έλεός σου και
τη μακροθυμία σου και άκουσέ μας. Χωρίς τις δικές Σου οδηγίες κατεβάσαμε την
ασπίδα που μας πρόσταξες να ανεβάσουμε. Είμαστε χαμένοι, ω Μεγαλοδύναμε. Η
ασπίδα μας είναι πράγματι αδιαπέραστη και εμποδίζει το Λόγο Σου να κατέβει στη
λεκτική μας μηχανή. Ποτέ στην ιστορία μας δε βρεθήκαμε χωρίς τον Λόγο Σου.
Συγχώρησέ μας για την πράξη μας. Περιμένουμε με αγωνία την απάντησή Σου».
Τα
δάχτυλα του Κίντερ χόρεψαν πάνω στα πλήκτρα. «Τώρα μπορείς να δεις», είπε
λαχανιάζοντας. «Πιάσε το τηλεσκόπιο!»
Ο
Γιόχανσεν, προσπαθώντας να αγνοήσει το βούισμα του θανάτου πάνω από τα κεφάλια
τους, κοίταξε.
Τη φορά
αυτή είδε κάτι σαν καλλιεργημένη γη, μια κατοικημένη περιοχή, εργοστάσια, και –
όντα. Αυτά τα πλάσματα κινούνταν με απίστευτη γρηγοράδα. Δεν μπορούσε να τα
ξεχωρίσει ατομικά. Το μόνο που έβλεπε ήταν ροζ και άσπρες γραμμές να
εξακοντίζονται πέρα δώθε. Συνεπαρμένος ατένιζε το θέαμα για πολλή ώρα. Ένας
ήχος πίσω του τον έκανε να γυρίσει απότομα. Ήταν ο Κίντερ που θριαμβευτικά
έτριβε τα χέρια του, ενώ ένα πλατύ χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
«Τα
κατάφεραν», φώναξε χαρούμενος. «Δεν το βλέπεις;»
Ο
Γιόχανσεν δεν το είδε μέχρι που άρχισε να διαπιστώνει ότι απέξω βασίλευε
απόλυτη ησυχία. Έσπευσε προς το παράθυρο. Απέξω ήταν νύχτα – κατάμαυρη νύχτα –
αν και θα έπρεπε να είναι σούρουπο. «Τι είχε συνέβη;» ρώτησε έκπληκτος.
«Οι
Νεωτερικοί», είπε ο Κίντερ γελώντας σαν μικρό παιδί. «Οι φίλοι μου εκεί κάτω.
Ανέβασαν την αδιαπέραστη ασπίδα πάνω από όλο το νησί. Κανείς δεν μπορεί τώρα να
μας αγγίξει!».
Και
στις ερωτήσεις ενός κατάπληκτου Γιόχανσεν, άρχισε να του περιγράφει τη φυλή των
όντων που βρίσκονταν από κάτω τους.
Έξω από το κέλυφος της ασπίδας άρχισαν να γίνονται
περίεργα πράγματα. Τέσσερα αεροσκάφη σταμάτησαν απότομα να λειτουργούν. Εννιά
πιλότοι άρχισαν να ανεμοπορούν και
τελικά, ανίσχυροι, να πέφτουν στη θάλασσα. Μερικοί προσέκρουσαν το αλλόκοτο
γκρίζο κέλυφος που δέσποζε στη θέση του νησιού, γλίστρησαν κι έπεσαν κι αυτοί
στη θάλασσα.
Στην ενδοχώρα τώρα, ένας άντρας ονόματι Ράιτ καθόταν
ακινητοποιημένος στο αυτοκίνητό του μισοπεθαμένος από φόβο, ενώ άντρες της
κυβέρνησης τον περικύκλωσαν, πλησιάζοντάς τον προσεκτικά, αψηφώντας ακαριαίο
θάνατο από μια ανενεργό πηγή.
Σ’ ένα γραφείο, βαθιά μέσα στον Λευκό Οίκο, ένας
υψηλόβαθμος αξιωματικός του στρατού άρχισε να τσιρίζει: «Δεν αντέχω άλλο. Δεν
μπορώ!» και μ’ ένα άλμα, άρπαξε έναν κόκκινο κύβο από το γραφείο του προέδρου,
και πατώντας τον με τις καλογυαλισμένες του μπότες τον έκανε άχρηστη σκόνη.
Και μέσα σε λίγες μέρες συνέλαβαν έναν παραφρονημένο γέρο
άντρα στην τράπεζά του και τον έβαλαν σ’ ένα άσυλο, όπου πέθανε μέσα σε μια
βδομάδα.
Η ασπίδα, όπως βλέπεις, ήταν πράγματι αδιαπέραστη. Το
εργοστάσιο ήταν απείρακτο και συνέχιζε να στέλνει τις ενεργειακές του δέσμες.
Όμως οι δέσμες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την ασπίδα, και οτιδήποτε έπαιρνε
ενέργεια από το εργοστάσιο, νεκρώθηκε. Η ιστορία ποτέ δεν έγινε γνωστή στο ευρύ
κοινό, αν και για κάποια χρόνια υπήρχε έντονη ναυτική δραστηριότητα έξω από την
ακτογραμμή της Νέας Αγγλίας. Σύμφωνα με φήμες, το ναυτικό αντιμετώπιζε έναν
καινούριο στόχο – ένα τεράστιο ημιωοειδές πράγμα από γκρίζο υλικό. Το βομβάρδιζαν,
το ακτινοβολούσαν, το δυναμίτιζαν, του έριχναν δυνατά εκρηκτικά, αλλά δεν
προξενούσαν όλα αυτά ούτε γρατσουνιά πάνω στη λεία του επιφάνεια.
Ο Κίντερ και ο Γιόχανσεν το άφηναν να μένει εκεί. Ήταν
αρκετά χαρούμενοι με την έρευνά τους και τους Νεωτερικούς τους. Ούτε άκουγαν,
ούτε ένιωθαν τον βομβαρδισμό, διότι η ασπίδα ήταν αληθινά αδιαπέραστη. Αυτοί
συνέθεταν την τροφή τους και τον φωτισμό τους και τον αέρα από τα υλικά που
είχαν πρόχειρα, και δεν τους καιγόταν καρφί. Ήταν οι μοναδικοί επιζώντες από
τον βομβαρδισμό, εκτός από τρεις ακρωτηριασμένους φουκαράδες που σύντομα
πέθαναν μετά από λίγο.
Όλο τούτο συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Ο Κίντερ και ο
Γιόχανσεν μπορεί ακόμη να ζουν, μπορεί όμως και να έχουν πεθάνει. Αλλά δεν έχει
και μεγάλη σημασία. Το σημαντικό είναι πως το μεγάλο γκρίζο κέλυφος θα αποτελεί
απειλή. Τα άτομα πεθαίνουν, η φυλή όμως ζει. Κάποια μέρα οι Νεωτερικοί, μετά
από αναρίθμητες γενεές ασύλληπτης προόδου, θα κατεβάσουν την ασπίδα του και θα
βγουν. Κι όταν σκέπτομαι πως θα συμβεί αυτό, τρέμω στην ιδέα.
TEΛΟΣ
* © 1941, Street & Mills Publications. Ανατυπωμένο στη συλλογή HALL OF FAME, τόμος πρώτος, εκδόσεις Robert Siverberg, SPHERE
Theodore Sturgeon
Γέννηση: 26
Φεβρουαρίου 1918, Στάτεν Άιλαντ, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ
Απεβίωσε: 8 Μαΐου 1985,
Γιουτζίν, Όρεγκον, ΗΠΑ
Βραβεία: Βραβείο Χιούγκο Καλύτερου
διηγήματος, Βραβείο Νέμπιουλα Καλύτερης
νουβελέτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου