Νίκος Μολυβιάτης
Οι Αμαζόνες και η ροχάλα του κυρίου*
Οι Αμαζόνες, ο Ταξίαρχος και εμείς (ΙΙ μήνας) Ιούλης μήνας στο Κέντρο Ναυτικής Εκπαίδευσης Μπαλάσκα - κοντά στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά - κι ο τζίτζιρας να σκάει. Πάνω από σαράντα μέρες κλεισμένοι χωρίς την παραμικρή επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Τέλη δεκαετίας του εβδομήντα με Υπουργό Αμυνας το μακαρίτη τον Αβέρωφ, που εισέπραξε τις βρισιές της ζωής του από χίλιους πεντακόσιους ταλαίπωρους «εγκλωβισμένους», επειδή η συμμετοχή του σε μια νατοϊκή σύσκεψη του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες καθυστέρησε την ορκωμοσία για μια εβδομάδα. Κι επειδή η εκπαίδευση είχε κλείσει - ο θεός να την κάνει εκπαίδευση, αφού ούτε μια τουφεκιά πολλοί από μας δεν είχαν ρίξει, έτσι για την ιστορία - οι προπαιδευτές περιορίζονταν να εμπεδώσουμε πώς να συλλέγουμε γόπες στα γήπεδα. Είχαμε βέβαια για παρηγοριά το θερινό σινεμαδάκι με παλιές ταινίες γουέστερν και ασπρόμαυρες πολεμικές για να μας φτιάχνουν το ηθικό! Ενα απογευματάκι μας τσίμπησε ένας παλιός για αγγαρεία στο κτίριο με τις ναυτίνες. Καμιά δωδεκαριά κοριτσόπουλα που την είδαν Ράμπο και κατετάγησαν στα ελληνικά στρατά. Η επαφή μαζί τους ήταν απαγορευμένη για λόγους ευνόητους. Εκτός από κάτι μονιμάδες που σαλιάριζαν μαζί τους στην καντίνα από το πρωί μέχρι το βράδυ και τους κερνούσαν φραπεδιές και πιροσκί. Κι αυτές ανάμεσα σε δυο χιλιάδες μόνιμους και προπαιδευόμενους αισθανόντουσαν κάτι σαν Μπο Ντέρεκ και βάλε. Και με το δίκιο τους. Η αγγαρεία που χρέωσαν στην αφεντιά μου κι ένα σύντροφο από τους τοπικούς συλλόγους ήταν να καθαρίσουμε όλα τα τζάμια της βίλας των Αμαζόνων, όπως την είχαμε βαφτίσει. Αφού μας προμήθευσαν με τα σχετικά: κουβάδες, σφουγγαρόπανα, απορρυπαντικά και προηγουμένως μας είχαν πάρει τις μεταλλικές ταυτότητες - ξέρετε σαν αυτές που κρεμάνε στους σκύλους οι φιλόζωοι για να μη χάνονται - μας έδωσαν δυο ώρες προθεσμία για το επιτελικό μας έργο. Βέβαια αγγαρεία στο ναυτικό, όταν δε μιλάμε για τα πλοία, σημαίνει κοροϊδία. Κανείς δεν ελέγχει κανέναν και για τίποτα. Η εφαρμογή της θεωρίας του χάους σ' όλο της το μεγαλείο. Εκτός κι αν γίνει κάποια «κόμπλα», οπότε όλοι τρέχουν όλους μέχρι να λήξει το συμβάν κι όλα συνεχίζουν στο ρυθμό τους ή μάλλον την αρρυθμία τους. Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία. που κάποτε πρέπει να μελετήσουν οι ειδικοί του χάους. Εγώ κι ο σύντροφός μου την αράξαμε κανονικά κι αρχίσαμε τη συζήτηση για την πολιτική κατάσταση, το μαρξισμό και την Επανάσταση. Πάνω στο πιο κρίσιμο σημείο αν η επανάσταση θα ξεκινήσει από το κέντρο ή την περιφέρεια, ήταν βλέπετε της μόδας τότε οι απόψεις του Αμίν, του Καρντόσο, του Εμμανουήλ και του Ανδρέα, έφτασε στη μύτη μας μια θεϊκή μυρωδιά από τηγανητές πατάτες. Παραλύσαμε λες και μας χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Υστερα από τα άθλια κοτόπουλα που μας τάιζαν και τα μαμουνιασμένα ζυμαρικά που τα σνομπάριζαν ακόμα και τα ποντίκια που κυκλοφορούσαν στις αποθήκες τροφίμων, ο ύμνος για τις τηγανητές πατάτες του Πάμπλο Νερούδα έβρισκε δικαίωση. Αρκεί να τις γευόμαστε και να μη μέναμε στις μυρωδιές. Ως γνήσιοι επαναστάτες και άνθρωποι της δράσης στα γρήγορα καταστρώσαμε ένα σχέδιο κάθετης εφόρμησης στην κουζίνα των Αμαζόνων. Εντοπίσαμε ότι μόνο μια Αμαζόνα ασχολιόταν - πολύ χαλαρά - με τη μαγειρική. Οι άλλες ήταν αραχτές στην τηλεόραση. Συμφωνήσαμε να απασχολήσω εγώ την Αμαζόνα, γυρεύοντάς της ένα απορρυπαντικό, φροντίζοντας να εξαφανίσουμε αυτό που μας είχε δώσει ο μονιμάς κι ο Ηλίας να βουτούσε έναν ικανοποιητικό αριθμό από τις τηγανητές πατάτες. Η Αμαζόνα μισοκατάλαβε ότι κάτι τρέχει, αλλά για να με ξεφορτωθεί με οδήγησε σε μια αποθηκούλα για να παραλάβω το απαραίτητο υλικό. Το σχέδιο ξεκίνησε καλά. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε. Μόνο που δεν είχαμε εναλλακτικό σενάριο για το τι θα γινόταν αν έμπαινε κάποιος ή κάποια άλλη στην κουζίνα. Για κακή μας τύχη ένας ανθύπας με λαδωμένο μαλλί ανοιχτό πουκάμισο για να φαίνονται οι χρυσές αλυσίδες του, που το έπαιζε μέγα καμάκι, εμφανίστηκε στην πιο κρίσιμη στιγμή για να δει δήθεν αν καθαρίζουμε καλά. Πιάνει το δικό μου μπουκωμένο με πατάτες και την ώρα που έβαζε σ' ένα χαρτομάντιλο το μερδικό μου. Εγινε ο χαμός. Μέχρι στον αξιωματικό υπηρεσίας μας πήγε συνοδεία των υστερικών κραυγών των Αμαζόνων. Ευτυχώς βάρδια είχε ένα εξηγημένο παλικάρι, υποπλοίαρχος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, και τη σκαπουλάραμε μ' ένα απλό σιχτίρισμα. Φεύγοντας μας έκλεισε το μάτι για να καταλάβουμε ότι το σόου έγινε για τη δικαίωση του ανθυπασπιστή κι ότι δεν έτρεχε τίποτα. Και μεν του Ηλία οι πατάτες του κάθισαν στο στομάχι, εγώ όμως έμεινα με τη μυρωδιά. Οι μέρες πέρασαν κι επιτέλους έγινε η ορκωμοσία. Ακολούθησαν οι μεταθέσεις. Ενας Γολγοθάς δυο χρόνων βρισκόταν μπροστά μας. Ο καθένας τράβηξε για την υπηρεσία του. Θα είχε περάσει ένας χρόνος, ίσως και περισσότερο, όταν συναντηθήκαμε τυχαία απέναντι από την πύλη του Πενταγώνου με τον Ηλία. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και θυμηθήκαμε την ιστορία με τον ανθύπα και τις πατάτες. Ομως η ευθυμία μας τέλειωσε γρήγορα, γιατί φτάνοντας στην είσοδο μες την καλή χαρά έρχεται και μας πιάνει το «Μικτό». «Τι έγινε, ρε παιδιά; Πέρασε ένα αυτοκίνητο, ενός ταξίαρχου των καταδρομών και δεν τον χαιρετίσατε. Πηγαίνετε να αναφερθείτε. Σας περιμένει». Σίγουρα δεν ήταν πλάκα γιατί τους είδαμε ανήσυχους. Πράγματι λίγα μέτρα παρακάτω ήταν σταματημένο ένα τζιπάκι κι ένας κοντοστούπης καραβανάς με παράσημα κι ένα φασιστικό μουστακάκι, αλά Παπαδόπουλου, έκοβε νευρικά βόλτες. Μέχρι να φτάσουμε μας είχε καρφώσει με το παγερό βλέμμα του, που λες κι έσταζε φαρμάκι. Χαιρετίσαμε όσο καλύτερα γινόταν και του είπαμε το σχετικό τροπάρι. Ονομα, ειδικότητα και μονάδα που υπηρετούσαμε περιμένοντας την αντίδρασή του. «Γιατί δε χαιρετίσατε, ρε τσογλάνια;». Κάτι πήγε να ψελλίσει ο Ηλίας, ότι δεν τον είδαμε που ήταν και η αλήθεια, αλλά πριν προλάβει να αποτελειώσει τη φράση του ο δικός μας είχε σηκώσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση. «Σκάστε. Εσείς του ναυτικού μάς έχετε γραμμένους στα από τέτοια σας. Ομως θα σας τακτοποιήσω. Εχω στείλει κι άλλους σαν και του λόγου σας για ματσακόνι». Ελεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε. Για τη μαμά πατρίδα, που θρέφει εμάς τους χαραμοφάηδες, για τους φαντάρους στα σύνορα, που είναι οι πραγματικοί άνδρες, τους παλιότουρκους και τους κομμουνιστές που έχουν βάλει στο μάτι τη χώρα μας, γιατί εμείς τους δώσαμε τα φώτα και δε λένε να το καταλάβουν. Σωστό παραλήρημα. Οταν επιτέλους αποφάσισε να τελειώσει, πριν ρίξει την καμπανιά, ρώτησε τι δουλειά κάνουμε. «Πολιτικός μηχανικός», απαντά ο Ηλίας. «Βοηθός στο πανεπιστήμιο» ψέλλισε η αφεντιά μου. Τότε ήταν που του την έδωσε περισσότερο. «Ωστε είστε και μορφωμένοι, ε;. Γι' αυτό μας σνομπάρετε. Φτου σας». Με το «φτου», μια ροχάλα εκτοξεύεται και προσγειώνεται κάτω από το μάτι μου. Ευτυχώς φορούσα και γυαλιά. Γεμάτος θυμό φεύγει, ξεχνώντας να ανακοινώσει την ταρίφα. Με τη ροχάλα στο πρόσωπο και τον Ηλία συντροφιά την κοπανάμε για το ΓΕΝ. Ηπιαμε ένα καφεδάκι για να συνέλθουμε από το σοκ και να που και έπρεπε να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να βγούμε από την πύλη, αφού ο τζόρας ταξίαρχος θα θυμόταν την παράλειψή του και θα έδινε τις σχετικές οδηγίες στο «Μικτό». Κι αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Ειδικά αν οι καμπάνες αφορούσαν ναύτες την καταέβρισκαν, μια και μας θεωρούσαν «μοδίστρες», ενώ αυτοί; Οι αρχαίοι είχαν στις τραγωδίες τους τον από μηχανής θεό που έδινε πάντα τη λύση στα δύσκολα. Στην περίπτωσή μας ήταν ένα ασθενοφόρο του Ναυτικού Νοσοκομείου. Εκεί υπηρετούσε ο Ηλίας. Την πληροφορία μας έδωσε ένας καψιμιτζής, τονίζοντάς μας ότι ήρθε να πάρει κάποιο ναύτη με κρίση σκωληκοειδίτιδας και θα έφευγε σε λίγα λεπτά. Εύκολα έψησε τον οδηγό να μας φιλοξενήσει υπτίως για την αντιηρωική μας (και μετά ροχάλας) έξοδο. Κάτω από το κρεβάτι του ασθενή ο ένας, που ο δύσμοιρος σφάδαζε από τους πόνους, παραδίπλα ο άλλος και με τη σειρήνα να σφυρίζει διαβολεμένα βρεθήκαμε στο ΝΝΑ στο άψε σβήσε. Ο Ηλίας πήγε στο γραφείο του κι εγώ κατηφόρισα με τα πόδια για την υπηρεσία μου. Δεύτερο σπάσιμο εκεί, όταν υποχρεώθηκα να εξηγήσω στο διευθυντή μου γιατί δεν είχα παραδώσει την επιστολή που μου είχε δώσει στο αντίστοιχο γραφείο. Μετά τα σχετικά γέλια μού έριξε δυο στερήσεις προς γνώση και συμμόρφωση. Τον παλιό μου σύντροφο και κληρούχο δεν τον ξαναείδα από τότε. Είμαι όμως σίγουρος ότι τα επεισόδια με τις αμαζονούχες πατάτες και τη ροχάλα του ταξίαρχου δε θα τα ξεχάσει ποτέ. Ούτε κι εγώ. Οσο για τον ταξίαρχο, που μπορεί να έγινε και στρατηγός, συνταξιούχος πια, ίσως να εξακολουθεί να ονειρεύεται ότι όλοι συνωμοτούν σε βάρος της πατρίδας μας, να βρίζει το ναυτικό και να παρακολουθεί ταινίες «Ράμπο» στην τηλεόραση, αναπολώντας περασμένα μεγαλεία. Μπορεί βέβαια να είναι και εγκλωβισμένος στο χρηματιστήριο ή να ανήκει σε κάποια κλαδική των δυο μονομάχων και να πολιτεύεται για να σώσει το έθνος. Ποιος να ξέρει; |
*Νίκος Μολυβιάτης, «Στην ταράτσα του Ιγνάτιου», Διηγήματα
Πηγή: mathisis.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου