Η Αθήνα του 1900 (φωτογραφία από το λεύκωμα του John Stoddard) |
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ-ΚΟΥΛΟΥΜΑ
( ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ)
( ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ)
Ουδέποτε τόσος κόσμος επυκνώθη υπό τας ετοιμορρόπους των οψοπωλείων
(= καταστήματα τροφίμων και ιδίως ιχθύων) στέγας και τους λασπώδειςστενούς δρόμους.Οι συνήθως δι΄υπηρετών οψωνίζοντες το κρέας , τους γάλους , το κυνήγικαι τας οπώρας των ενόμισαν ότι ώφειλον αυτοπροσώπως να εκλέξουν τις πίνες, τις καλόγνωμες, το χταπόδι, το χαβιάρι
****
**
*

Η όψις των των θαλασσινών, μυριζόντων την παρθένον ευωδίαν των, τοις διδε μοναδικήν ελευθερίαν προχθές.[......]
****
**
*
Τα παντοπωλεία ήσαν αρειμανιώτατα περιβεβλημένα. Όλος ο Παρνασσόςτα είχε στεφανώσει. Ουδέποτε τόσαι δάφναι εκόσμησαν τα Φάρσαλα (Σημ. σ. : όπου το 48 π.Χ. έγινε η περίφημη μάχη μεταξύ του Καίσαρα και του Πομπηίου)
ή την Ωστερλίτσαν (Σημ. Geront. : εξελληνισμένη απόδοση της περιοχής Αούστερλιτς της Βιένης , όπου ο Ναπολέων κατετρόπωσε το 1805, τους Αυστριακούς).
Και μα το ναι, αι στεφανούμεναι εκεί ελαίαι
εκεί ταραμάς, ως ο σβέρκος του Βουλευτού Στεφανίδου ή Κώστα του Σκουπιδά.
ήξιζε την δάφνην πλειότερον όλων ομού των αξιωματικών του ελληνικού στρατού.
Δεν επρόφθαινον οι παντοπώλαι να ζυγίζουν, να δίδουν, να εκτιμούν,
να λογαριάζουν . Υφίστατο τακτική πολιορκία, δι΄ην εδέησε να προσκαλέσουν
και επικούρους δυνάμεις. Ήσαν όμως όλοι χαρά οι παντοπωλάρχαι. Ενώ οι κακόμοιροι κρεοπώλαι ούτε την ουράν των ετόλμων να δείξουν.[.........]
****
**
*
Αι παρέαι ενέσκηπτον μαζί συντεταγμέναι και ήκουες πλέον τα συμβούλιά των:
να πάρουμε και μύγδαλα΄όχι φθάνουν πορτοκάλια΄μωρέ η ρετσίνα ταραμά
σηκώνει και τίποτ΄άλλο!
Και οι αρτοπώλαι αυτοί, οι καθ΄όλας τας γαστρονομικάς ώρας διατηρούντες
μονοτονίαν ανεμομύλου, είχον προχθές την ποίησίν των. Επώλουν αφράτας , μαλακάς, ολίγον λιψάς (= λιποβαρείς) λαγάνας,
χαβαροέθιμο και αυτό της Καθαράς Δευτέρας.
Εν γένει τόσην ζωήν είχε η προχθεσινή Αγορά, ώστε ενόμιζέ τις ότι όλος αυτός
ο κόσμος, ο το πρωί της Δευτέρας ορμήσας εις τα οψοπωλεία, είχεν απελπισθεί
από την φοβεράν ακρίβειαν των απόκρεω, τας 19 δραχμάς του γάλου(= γαλοπούλας), τας τρεις του κρέατος και τας άλλας τρεις των ψαριών, και
εισέβαλε να εκδικηθεί την πείναν και το βαλάντιόν του, αγοράζων επιτέλους τρόφιμα φθηνά, κάρδαμα,

****
**
*
Αλλά
τι ημέρα η της προχθεσινής Δευτέρας. Εξημέρωσε δροσερά, χλιαρά, ως
υελωτόν τουρκικού λουτρού, προς την μεσημβρίαν μετεβλήθη εις βροχεράν,
κλαψιάραν, λασπώδη, ενώ ο ουρανός ενεδύετο τον μολυβδόχρουν αδιαπέραστον χιτώνα του, ειδικόν διά τους αυτοκτονούντας ή τους παραφρονούντας. Πολλοί απελπισθέντες όχι τόσον διά τον καιρόν, όσον διά τα ψούνια, τα έστρωνα κάτω, όπου ετύχαινε, καθ΄οδόν, προ του πρώτου τυχόντος παντοπωλείου κι έστηναν και τον χορόν, συγχρόνως δε ήρχιζαν καιτο τραγούδι [........]
****
**
*
Μόνον
το Σχιστό , η ρομαντικωτάτη αύτη παρά τον γέροντα Λυκαβητόν ραγάς ( =
σχισμή, χαράδρα), έβριθε κόσμου από πρωίας, ποιητικωτάτη κλιτύς (=
πλαγιά), γειτονικά έχουσα τα Πευκάκια και την Δεξαμενήν, δωρεάν προσφερομένη εξοχή εις τα πολυπληθή τμήματα Νεαπόλεως και Λυκαβητού. Και είχον εξέλθει σχεδόν λυσίκομοι (= με λυτά μαλλιά) και αργυρόπεζαι ( = με λευκά ή ωραία πόδια ) αι πέριξ οικοδέσποιναι μετά των όψων (= φαγητών) και των τέκνων των, και άλλαι ετερογενείς παρέαι και περιπατηταί κατ΄άτομα και εκυνηγούνταο και εκάθηντο και ήσθμαινον εκ του ανηφόρου και ευρίσκοντο ήδη εις την εκ του πλσίον απόλαυσιν των Κουλούμων, όταν έπιασε η βροχή και τότε ήρχισε το αληθές κυνηγητό με γεμάτο άλλαι το στόμα,
με τας παροψίδας (=πιάτα) εις χείρας, όπου φύγει φύγει, με γέλια με χάχλανα(= χάχανα) και ολίγα παράπονα κατά του καιρού που πήγε να βρέξει απάνω στο φαγί μας. [.....]
Σημ.Gerontakos: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του 19ου αι. "Μη Χάνεσαι",
τχ. Αρ. 253 (1882)
χωρίς όνομα συντάκτη.
[Για την αντιγραφή: Gerontakos]

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου