Η Αθήνα του 1900 (φωτογραφία από το λεύκωμα του John Stoddard) |
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ-ΚΟΥΛΟΥΜΑ
( ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ)
Ήτο θέαμα εκ των σπανιωτέρων η το πρωί τη Δευτέρας όψις της αγοράς.( ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ)
Ουδέποτε τόσος κόσμος επυκνώθη υπό τας ετοιμορρόπους των οψοπωλείων
(= καταστήματα τροφίμων και ιδίως ιχθύων) στέγας και τους λασπώδειςστενούς δρόμους.Οι συνήθως δι΄υπηρετών οψωνίζοντες το κρέας , τους γάλους , το κυνήγικαι τας οπώρας των ενόμισαν ότι ώφειλον αυτοπροσώπως να εκλέξουν τις πίνες, τις καλόγνωμες, το χταπόδι, το χαβιάρι και τις λαγάνες των.[.....]
****
**
*
Αι
φωναί δε των πωλούντων τα χάβαρα ( Σημ. Geront.: είδος οστράκων, Δες:
http://pilarinos.blogspot.com/2007/03/blog-post.html) αντηχούν από
μακράν ως ιαχαί ή ως ευοί! ευοί! στρατού μαχομένου.Η όψις των των θαλασσινών, μυριζόντων την παρθένον ευωδίαν των, τοις διδε μοναδικήν ελευθερίαν προχθές.[......]
****
**
*
Τα παντοπωλεία ήσαν αρειμανιώτατα περιβεβλημένα. Όλος ο Παρνασσόςτα είχε στεφανώσει. Ουδέποτε τόσαι δάφναι εκόσμησαν τα Φάρσαλα (Σημ. σ. : όπου το 48 π.Χ. έγινε η περίφημη μάχη μεταξύ του Καίσαρα και του Πομπηίου)
ή την Ωστερλίτσαν (Σημ. Geront. : εξελληνισμένη απόδοση της περιοχής Αούστερλιτς της Βιένης , όπου ο Ναπολέων κατετρόπωσε το 1805, τους Αυστριακούς).
Και μα το ναι, αι στεφανούμεναι εκεί ελαίαι τας οποίας τόσον απλήστως έτρωγεν ο Βύρων επί της ράχη του Υμηττού, ενέκρυπτον μεγαλυτέραν ποίησιν από πολλά ισχνά των συγχρόνων μας στιχάρια και ο κατακόκκινος
εκεί ταραμάς, ως ο σβέρκος του Βουλευτού Στεφανίδου ή Κώστα του Σκουπιδά.
ήξιζε την δάφνην πλειότερον όλων ομού των αξιωματικών του ελληνικού στρατού.
Δεν επρόφθαινον οι παντοπώλαι να ζυγίζουν, να δίδουν, να εκτιμούν,
να λογαριάζουν . Υφίστατο τακτική πολιορκία, δι΄ην εδέησε να προσκαλέσουν
και επικούρους δυνάμεις. Ήσαν όμως όλοι χαρά οι παντοπωλάρχαι. Ενώ οι κακόμοιροι κρεοπώλαι ούτε την ουράν των ετόλμων να δείξουν.[.........]
****
**
*
Αι παρέαι ενέσκηπτον μαζί συντεταγμέναι και ήκουες πλέον τα συμβούλιά των:
να πάρουμε και μύγδαλα΄όχι φθάνουν πορτοκάλια΄μωρέ η ρετσίνα ταραμά
σηκώνει και τίποτ΄άλλο!
Και οι αρτοπώλαι αυτοί, οι καθ΄όλας τας γαστρονομικάς ώρας διατηρούντες
μονοτονίαν ανεμομύλου, είχον προχθές την ποίησίν των. Επώλουν αφράτας , μαλακάς, ολίγον λιψάς (= λιποβαρείς) λαγάνας, ήτοι, κυρίαι μου, πίτες ,
χαβαροέθιμο και αυτό της Καθαράς Δευτέρας.
Εν γένει τόσην ζωήν είχε η προχθεσινή Αγορά, ώστε ενόμιζέ τις ότι όλος αυτός
ο κόσμος, ο το πρωί της Δευτέρας ορμήσας εις τα οψοπωλεία, είχεν απελπισθεί
από την φοβεράν ακρίβειαν των απόκρεω, τας 19 δραχμάς του γάλου(= γαλοπούλας), τας τρεις του κρέατος και τας άλλας τρεις των ψαριών, και
εισέβαλε να εκδικηθεί την πείναν και το βαλάντιόν του, αγοράζων επιτέλους τρόφιμα φθηνά, κάρδαμα, κρόμμυα, ρόκαν και καλόγνωμες, (Σημ. Geront.: τα ευγεστότατα μαλακόστρακα άρκες) τας αθιγγανίδας αυτάς της αριστοκρατικής φυλής των στρειδίων της Προποντίδος και του Κέκρωπος του Αθηναϊκού στρειδοσυνοικισμού Λούκα του Χανδοκονδύλη.
****
**
*
Αλλά
τι ημέρα η της προχθεσινής Δευτέρας. Εξημέρωσε δροσερά, χλιαρά, ως
υελωτόν τουρκικού λουτρού, προς την μεσημβρίαν μετεβλήθη εις βροχεράν,
κλαψιάραν, λασπώδη, ενώ ο ουρανός ενεδύετο τον μολυβδόχρουν αδιαπέραστον χιτώνα του, ειδικόν διά τους αυτοκτονούντας ή τους παραφρονούντας. Πολλοί απελπισθέντες όχι τόσον διά τον καιρόν, όσον διά τα ψούνια, τα έστρωνα κάτω, όπου ετύχαινε, καθ΄οδόν, προ του πρώτου τυχόντος παντοπωλείου κι έστηναν και τον χορόν, συγχρόνως δε ήρχιζαν καιτο τραγούδι [........]
****
**
*
Μόνον
το Σχιστό , η ρομαντικωτάτη αύτη παρά τον γέροντα Λυκαβητόν ραγάς ( =
σχισμή, χαράδρα), έβριθε κόσμου από πρωίας, ποιητικωτάτη κλιτύς (=
πλαγιά), γειτονικά έχουσα τα Πευκάκια και την Δεξαμενήν, δωρεάν προσφερομένη εξοχή εις τα πολυπληθή τμήματα Νεαπόλεως και Λυκαβητού. Και είχον εξέλθει σχεδόν λυσίκομοι (= με λυτά μαλλιά) και αργυρόπεζαι ( = με λευκά ή ωραία πόδια ) αι πέριξ οικοδέσποιναι μετά των όψων (= φαγητών) και των τέκνων των, και άλλαι ετερογενείς παρέαι και περιπατηταί κατ΄άτομα και εκυνηγούνταο και εκάθηντο και ήσθμαινον εκ του ανηφόρου και ευρίσκοντο ήδη εις την εκ του πλσίον απόλαυσιν των Κουλούμων, όταν έπιασε η βροχή και τότε ήρχισε το αληθές κυνηγητό με γεμάτο άλλαι το στόμα,
με τας παροψίδας (=πιάτα) εις χείρας, όπου φύγει φύγει, με γέλια με χάχλανα(= χάχανα) και ολίγα παράπονα κατά του καιρού που πήγε να βρέξει απάνω στο φαγί μας. [.....]
Σημ.Gerontakos: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του 19ου αι. "Μη Χάνεσαι",
τχ. Αρ. 253 (1882)
χωρίς όνομα συντάκτη.
[Για την αντιγραφή: Gerontakos]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου