ΒΑΣΙΛΗΣ
ΝΑΣΤΟΣ
Μαξιμαλισμού το εγκώμιο
Πολλά ακούστηκαν, καθώς κάποιοι έσπευσαν να τη μηδενίσουν εξ αρχής, ενώ κάποιοι –λίγοι- να πανηγυρίσουν την «επιτυχία». Σε κάθε περίπτωση είναι καλό να διατηρείται η ψυχραιμία και ο πραγματισμός, για να διασφαλιστεί ο μικρότερος δυνατός υποκειμενισμός. Άλλωστε, ο μηδενισμός είναι ένα διαχρονικό όπλο όσων έχουν συνηθίσει να πορεύονται βάσει μιας -συνήθως ασυνειδήτως υιοθετημένης- ισοπεδωτικής νοοτροπίας, ενώ και η ξαφνική γιορτινή διάθεση θολώνει τη σκέψη, λειτουργώντας ως ξέσπασμα ενός περιορισμένου υποσυνειδήτου.
Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει, αν το επιβεβαιώσει φυσικά και η ίδια η καθημερινότητα, είναι η νίκη της λογικής του στρατηγικού μαξιμαλισμού. Είναι αλήθεια ότι τα νυν κυβερνώντα κόμματα προεκλογικά, αλλά στο άμεσο μετεκλογικό διάστημα, έταξαν πολλά. Προσπάθησαν να μιλήσουν στη λογική, το θυμικό και την καταπιεσμένη περηφάνια των πολιτών. Και το κατάφεραν. Και είναι επίσης αλήθεια ότι δημιούργησαν μετεκλογικά μια πλατιά λαϊκή βάση υποστήριξης, καθώς ο κόσμος πίστεψε ότι έχει πλέον μια κυβέρνηση που μάχεται για τα αυτονόητα δικαιώματά του. Και με αυτή τη βάση επιδόθηκε στη γνωστή διαπραγμάτευση. Ως μια κυβέρνηση που για πρώτη φορά ζητάει «πολλά» -όσο «πολύ» μπορεί να θεωρηθεί το δικαίωμα στην ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια- ενώ έχει και «πολλή» απήχηση στην ελληνική κοινωνία, αλλά σταδιακά και σε διεθνές επίπεδο. Έτσι πέτυχε το γνωστό αποτέλεσμα: λίγο -είναι η αλήθεια- σε σχέση με ό,τι είχε υποσχεθεί και προϊδεάσει.
Σε αυτό το «λίγο» όμως που πέτυχε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ πρέπει να προσμετρηθούν και κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες. Η εχθρική αντιμετώπιση των ταγών της οικονομικής ορθοδοξίας των αγορών που επιδόθηκαν σε λυσσαλέες επιθέσεις ενάντια σε ό,τι οι ίδιοι είχαν ξορκίσει. Η φοβισμένη στάση χωρών που κρυφίως ήλπιζαν να τα καταφέρει η ελληνική πλευρά, αλλά και που φοβόνταν να εκτεθούν, αφήνοντας την Ελλάδα να πειραματιστεί πρώτη, στο πλαίσιο μάλιστα μιας Ευρώπης εκφυλλισμένης, μιας Ευρώπης των τελεσιγράφων. Η δοτικότητα των προηγουμένων κυβερνήσεων που είχε δεσμεύσει τη χώρα σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση μέχρι και την ύστατη στιγμή. Αλλά και ο εντός των τειχών εχθρός, η Πέμπτη Φάλαγγα του κόμματος του κ. Σαμαρά, ο οποίος στο κύκνειο –λογικά- άσμα του ως προέδρου της ΝΔ ασέβησε για ακόμα μια φορά στην ιστορία του κόμματος στο οποίο προΐσταται. Το κείμενο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο φέρει και την υπογραφή του κ. Σαμαρά, θα αποτελεί ένα διαχρονικό μνημείο πολιτικής ποταπότητας και αμοραλισμού, μία στάμπα ανεξίτηλη δυστυχώς για το ιστορικό κόμμα της Ν.Δ.
Με αυτά τα δεδομένα πρέπει να δεχτούμε το εξής. Όντως η συγκυβέρνηση είχε τάξει 20 βήματα και «πήρε πίσω» τα 19 από αυτά (με τα νούμερα να έχουν συμβατικό περιεχόμενο σε κάθε περίπτωση). Όμως είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Και οι «εταίροι» ένα βήμα προς τα πίσω. Και είναι πρώτη φορά που το ζήτημα αντιμετωπίστηκε ως πολιτικό και όχι ως αμιγώς τεχνοκρατικό, οικονομολογικό.
Είναι λοιπόν μια πρώτη «νίκη» σε πολιτικό επίπεδο και μια πρώτη «ισοπαλία» στο επίπεδο της πραγματικότητας και της καθημερινότητας των πολιτών, με την έννοια ότι η συμφωνία που επετεύχθη δε μειώνει περαιτέρω το βιοτικό επίπεδο για πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια, αλλά δεν προσφέρει και άμεσα απτά σημάδια βελτίωσής του. Αποκαλύφτηκε επίσης ο «υπεύθυνος»: αναγνωρίστηκε και με τη σφραγίδα των «εταίρων» ότι η ανθρωπιστική κρίση είναι υπαρκτή στην Ελλάδα και μάλιστα με υπαιτιότητα του μέχρι πρότινος ευρισκομένου στο απυρόβλητο της κριτικής μνημονίου. Διαλύθηκε ο μύθος της Ελλάδας που συνέρχεται, που «αναπτύσσεται» και οι Ευρωπαίοι –τουλάχιστον οι πολίτες- αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες έχουν λόγο να γκρινιάζουν. Επίσης –και αυτό είναι σημαντικό- φάνηκε ότι στην όλη διαμάχη υπάρχει και αντίπαλος, καθώς η χώρα δεν πρωταγωνιστεί σε «μάχη σκιών». Ο αντίπαλος κατονομάστηκε με τον πλέον εμφατικό τρόπο: είναι ο οικονομικός «ορθολογισμός» των νεοφιλελεύθερων κέντρων, με κυρίως εκφραστή τη γερμανική πολιτική ηγεσία. Η θέση αυτή μάλιστα υιοθετήθηκε από πολλά έντυπα του εξωτερικού με απήχηση και ευρύτατη κυκλοφορία, αλλά και από οικονομολόγους διεθνούς κύρους, οι οποίοι για πρώτη φορά τάχθηκαν απέναντι στον παραλογισμό που συντελείται σε βάρος της χώρας και της Ευρώπης κατ’ επέκταση. Και αν η γνώμη τους δεν έχει άμεσο πολιτικό αντίκτυπο, διαμορφώνει σκέψεις και στάσεις έναντι του ελληνικού ζητήματος σε παγκόσμια εμβέλεια. Το ελληνικό ζήτημα, από ζήτημα χρέους και ρευστότητας, φανερώνει μια δυναμική να τραπεί σε αντικείμενο ιδεολογικών ζυμώσεων.
Πέτυχε λοιπόν κάτι λίγο η νέα διαπραγμάτευση και η νέα συμφωνία –που ορθώς δε βαπτίζεται μνημόνιο, καθώς δε φέρει τους σημασιολογικούς χρωματισμούς του μνημονίου. Πέτυχε κατ’ αρχάς να ζητήσει. Να μη φανεί υποχωρητική και πρόθυμη. Όπως είχε πει και ο Περικλής προς τους Αθηναίους, παρακινώντας τους να μην είναι παραχωρητικοί με τους Λακεδαιμονίους, «σε αυτούς αν υποχωρήσετε, θα διαταχθείτε να πράξετε και κάτι ακόμα βαρύτερο, επειδή θα προδικάσουν ότι από φόβο θα το δεχτείτε. Αν όμως με σαφήνεια αρνηθείτε, θα τους κάνετε να καταλάβουν ότι πλέον μιλάνε ως ίσοι προς ίσους» (Ιστορίες 1.140). Πέτυχε λοιπόν η ελληνική πλευρά να αντιμετωπιστεί αν όχι ως ισότιμη, τουλάχιστον όχι ως ενδοτική. Και με αυτήν τη βάση πρέπει να συνεχίσει. Να κάνει κάθε φορά βήματα μόνο προς τα εμπρός. Γιατί η κοινωνία δεν αντέχει άλλο βήμα προς τα πίσω. Γιατί αξίζει στην κοινωνία να πορεύεται προς τα εμπρός. Και δε θα συγχωρήσει όποιον και αν αποδειχτεί ότι την πλάνεψε.
-Αλήθεια, πόσο κρίμα, όταν αναφέρεσαι στη σχέση της χώρας με τους «εταίρους» να σου έρχονται στο μυαλό λόγια που εκφωνήθηκαν παραμονές ενός πολέμου;
Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου