βιβλίο
Ρίκα Μπενβενίστε : Το ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης
Συνέντευξη στην Έλενα Χουζούρη
Πηγή: ο αναγνώστης, στις 7 Φεβρουαρίου, 2015
To Ολοκαύτωμα των 45.000 [!] ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης –πόλης που είχε ονομαστεί «Δεύτερη Ιερουσαλήμ»-θεωρείται από τα υψηλότερα σε ποσοστό στην Ευρώπη, μετά από αυτό της Πολωνίας. Παρ’ όλα για πολλές δεκαετίες το τραγικό και αποτρόπαιο αυτό γεγονός ήταν πλήρως αποσιωπημένο τόσο από την επίσημη πολιτεία όσο και από την ιστοριογραφία. Η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη πορευόταν σαν να μην υπήρξε ποτέ η μεσογειακή και βαλκανική πόλη με το ισχυρότερο εβραϊκό στοιχείο για πέντε συνεχείς αιώνες, για να μην αναφερθούμε στις αρχαίες εβραϊκές κοινότητες στις οποίες άλλωστε απευθύνονται και οι γνωστές επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Δεν χρειάζεται μάλλον να επισημάνω ότι οι τραγικές αυτές σελίδες που αναμφισβήτητα εντάσσονται στο σώμα της νεώτερης ελληνικής Ιστορίας απουσίαζαν και απουσιάζουν εκκωφαντικά από τα σχολικά εγχειρίδια και την διδασκαλία τους. Ευτυχώς, από το 2000 και εντεύθεν νεώτεροι ιστορικοί μας έχουν αρχίσει θαρραλέα και υπεύθυνα να φωτίζουν αυτές τις έως σήμερα σκοτεινές, και σκοπίμως ίσως, αποσιωπημένες πλευρές της μαζικής εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ορισμένοι/ες μάλιστα από αυτούς/ες ανήκουν στις μετέπειτα γενιές των ελάχιστων επιζώντων της πόλης, όπως λόγου χάριν η Ρένα Μόλχο, ο Ιακώβ Σιμπή και η Ρίκα Μπενβενίστε. Η μελέτη μάλιστα της τελευταίας, με τίτλο «Αυτοί που επέζησαν- Αντίσταση, Εκτόπιση, Επιστροφή-Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940» [εκδ. ΠΟΛΙΣ,] αποτελεί μια ιδιαίτερης σημασίας κατάθεση στη σπουδή τόσο του Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης όσο και γενικότερα των πολυσύνθετων συνθηκών που επικράτησαν στην πόλη τόσο πριν το Ολοκαύτωμα όσο και μετά την επιστροφή των ολίγιστων επιζώντων. Με αφορμή αυτό το βιβλίο της η Ρίκα Μπενβενίστε παραχώρησε στην Έλενα Χουζούρη την παρακάτω συνέντευξη:
Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι λόγοι που στην Ελλάδα καθυστέρησε τόσο πολύ – αποσιωπήθηκε θα ήταν ορθότερο- η ανάδειξη και μελέτη του Ολοκαυτώματος των Ελλήνων Εβραίων;
Στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μετά τον πόλεμο οι επιζώντες μιλούσαν για το Ολοκαύτωμα μονάχα αναμεταξύ τους. Δεν μιλούσαν στους άλλους διότι, όπως έχει δείξει για την Ελλάδα -ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990- η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, δεν υπήρχαν αυτιά πρόθυμα να τους ακούσουν. Το πρώτο βιβλίο που εξιστορεί την εξόντωση (το «In memoriam» των θεσσαλονικιών Μ. Μόλχο και Ζ. Νεχαμά) δημοσιεύεται νωρίς -το 1949- αλλά στα γαλλικά και διαβάζεται μονάχα από τους Εβραίους. Σε καμιά χώρα της Ευρώπης –αλλά ούτε και στην Αμερική- ήθελαν να ακούσουν τις ιστορίες της εξόντωσης των Εβραίων. Βέβαια, όχι πάντα για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Για παράδειγμα: στη Γαλλία βάραινε η ενοχή της συνεργασίας του καθεστώτος του Βισσύ στην εκτόπιση, στην Πολωνία ο αμείωτος ακόμη και μετά τον πόλεμο αντισημιτισμός. Στην Ελλάδα, η αποσιώπηση σχετίζεται με το γεγονός ότι στους νικητές του Εμφυλίου συγκαταλέγονταν πολλοί συνεργάτες στην εκτόπιση των Εβραίων ή και άνθρωποι που επωφελήθηκαν από την εξόντωσή τους. Κάποια στιγμή όμως οι επιζώντες σε ολόκληρο τον κόσμο αρχίζουν να γράφουν και μιλούν για την εμπειρία της Shoah διότι θέλουν να μεταφέρουν αυτή την ιστορία στα παιδιά τους, διότι θέλουν να απαντήσουν στους αναθεωρητές της ιστορίας που αρνούνται το Ολοκαύτωμα, διότι η αφήγηση γίνεται ένας τρόπος να αντιμετωπίσουν το τραύμα μιας πληγής που δεν κλείνει. Bρισκόμαστε πλέον στη δεκαετία του 1980 και αυτή η «έκρηξη της μνήμης» θα συναντήσει πιο πρόθυμους ακροατές. Ανάμεσά τους και νεότεροι ιστορικοί, διότι βέβαια η πρώτη γενιά των ιστορικών του Ολοκαυτώματος ήταν και οι ίδιοι επιζώντες. Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για τη μελέτη του Ολοκαυτώματος ξεκινά με λίγα χρόνια καθυστέρηση, σε σχέση με άλλες χώρες, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σε τι πιστεύετε ότι διαφέρει η περίπτωση των Θεσσαλονικέων Εβραίων από τους Εβραίους άλλων περιοχών της Ελλάδας;
Ο πυρήνας των θεσσαλονικιών Εβραίων αποτελούνταν από απογόνους των εκδιωχθέντων από την Ισπανία το 1492 και εκείνων που έφτασαν στην πόλη κατά κύματα μετανάστευσης από την Ισπανία και την Πορτογαλία κατά τον 16ο αιώνα. Στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους οι Εβραίοι οργανώθηκαν σε «κοινότητες» γύρω από συναγωγές που συνήθως έφεραν όνομα που παρέπεμπε στον τόπο καταγωγής τους στην Ιβηρική ή στην Ιταλία. Δημιούργησαν δομές αυτοδιοίκησης, μέριμνας για τους ενδεείς, δικαστήρια και σχολεία για τη μελέτη της Τορά. Συνέχονταν από τη θρησκεία ασφαλώς, αλλά και από την ισπανο-εβραϊκή γλώσσα και τον ισπανο-εβραϊκό πολιτισμό που έφερναν μαζί τους. Το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, οι Εβραίοι της πόλης έχουν πια πίσω τους ένα μακραίωνο παρελθόν, με εποχές πνευματικής και οικονομικής λάμψης αλλά και άλλες λιγότερο λαμπερές. Και βέβαια είναι πολυπληθείς και ταξικά διαιρεμένοι: Η κοινωνία τους περιλαμβάνει μια ελίτ από πλούσιους εμπόρους και επιχειρηματίες αλλά και χιλιάδες προλετάριους που θα αποτελέσουν αργότερα τον πυρήνα του εργατικού κινήματος. Ακολουθούν αποκλίνοντα ιδεολογικά ρεύματα («αφομοιωτικοί», σιωνιστές κλπ), αλλά συνέχονται πάντα από την ισπανο-εβραϊκή γλώσσα και πολιτισμό. Θα έλεγα ότι Εβραίοι των άλλων πόλεων της Ελλάδας, ακόμη κι όταν έχουν μια επίσης μακραίωνη ιστορία, δεν χαρακτηρίζονται από την «ηγεμονική αίσθηση» που χαρίζει στους Θεσσαλονικείς το μεγάλο πλήθος, μέσα από το οποίο αναδείχθηκαν τόσο η έντονη οικονομική δραστηριότητα όσο και η ζωντάνια των ιδεών που στήριξαν τη λόγια αλλά και τη λαϊκή σεφαραδίτικη παράδοση (νομίζω πως αυτό είναι ένα σημείο που αναδεικνύεται ωραία στις μελέτες της Ρένας Μόλχο).
Στην μελέτη και γνώση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων τι ρόλο παίζουν οι πολιτισμικές, κοινωνικές και γλωσσικές κάποτε [βλέπε Ρωμανιώτες-Σεφαραδίτες] διαφοροποιήσεις τους; Μπορούμε να μιλήσουμε για μια ενιαία Κοινότητα;
Όπως προκύπτει νομίζω και από όσα έλεγα παραπάνω οι διαφοροποιήσεις (μέγεθος της κοινότητας, ρόλος των ελίτ, γλώσσα κλπ) παίζουν καθοριστικό ρόλο και ασφαλώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια ενιαία κοινότητα. Θα προσέθετα μάλιστα ότι και η ίδια η έννοια της «κοινότητας» μπορεί να είναι παραπλανητική, δηλαδή να μας εμποδίζει να δούμε αφενός ότι οι Εβραίοι μιας πόλης είναι σεφαραδίτες ή ρωμανιώτες, πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και γυναίκες κ.ο.κ, και αφετέρου ότι τα σύνορα με τον κόσμο εκτός της κοινότητας είναι διαπερατά, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, αλλά με ενδιαφέροντες πάντα τρόπους.
Πόσο καθιστούν και με ποιους όρους διαφορετική την περίπτωση του ελληνικού εβραικού Ολοκαυτώματος αυτές οι διαφοροποιήσεις;
Οπωσδήποτε οι διαφοροποιήσεις που διαπιστώνουμε μας προκαλούν να τις συμπεριλάβουμε στην ανάλυσή μας. Ανάλυση στην οποία θα πρέπει βέβαια να προσθέσουμε κι άλλες παραμέτρους, ανάμεσά τους την εξέλιξη της πορείας του πολέμου, και τη χρονική στιγμή των εκτοπίσεων (που στην περίπτωση της Ελλάδας συνδέεται με την ύπαρξη μιας ιταλικής ζώνης κατοχής). Αλλά ας μην ξεχνάμε, ότι η εκτόπιση και η εξόντωση ήταν αποτέλεσμα της ειλημμένης απόφασης για την «τελική λύση». Μονάχα η ανάδειξη της έντασης ανάμεσα σε «ειδικές» και «γενικές» συνθήκες μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στην ανάλυσή μας.
Να μείνουμε στην περίπτωση του ολοσχερούς σχεδόν Ολοκαυτώματος των Θεσσαλονικέων Εβραίων γύρω από το οποίο –και δικαίως- περιστρέφεται η νέα ιστοριογραφία. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα σκοτεινά σημεία στην τρομερή αυτή σελίδα της ιστορίας της πόλης και γενικότερα της ανθρώπινης ιστορίας;
Θα σταθώ σε κάτι που νομίζω ότι συνειδητοποίησα γράφοντας το βιβλίο μου. Αυτό που αποκαλώ «ανώμαλη κανονικότητα», δηλαδή τη δυνατότητα προσαρμογής σε συνθήκες βίας, τρόμου και στέρησης στα χρόνια της Κατοχής. Και δεν εννοώ μονάχα την εμπειρία των Εβραίων, και δεν εννοώ μονάχα τα στρατόπεδα. Μια «προσαρμογή» που επιτρέπει την επιβίωση, αλλά με τρομάζει διότι κάποιες φορές συνεπάγεται την αδιαφορία για τον διπλανό.
Έχουν ακουστεί διάφορες απόψεις για το πώς χάθηκαν κυριολεκτικά μέσα σ ένα μήνα 45.000 άνθρωποι. Οι περισσότερες έχουν ως στόχο τους τον τότε Αρχιραβίνο Τσβι Κόρετς, ο οποίος ήταν Ασκενάζυ –Αυστριακός Εβραίος- και όχι Σεφαραδίτης. Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στη Δίκη, μετά την Απελευθέρωση, το 1945, επιζώντων μελών του διορισμένου από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής Συμβουλίου της Εβραϊκής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης και του Κόρετς –ο οποίος δεν είχε επιζήσει- ως συνεργούντων με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στην εξόντωση των συμπατριωτών τους. Η ερώτηση είναι πόσο, βλέποντας από την εβδομηντάχρονη πια απόσταση τα γεγονότα, πιστεύετε ότι τόσο ο Κόρετς όσοι και τα άλλα μέλη του Συμβουλίου είχαν ευθύνες; Θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό και δεν το έκαναν; Και τι θα μπορούσε να ήταν αυτό; [....................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΕΔΩ
Ρίκα Μπενβενίστε (συνέντευξη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου