Μακρόνησος.
Το φρικτό κολαστήριο των Αριστερών της εμφυλιακής περιόδου,
ο " Νέος Παρθενών" κατά τους μισαλλόδοξους νικητές τους...
«[....] Όταν πήγα στη Μακρόνησο, με ρώτησαν: ΄Τι δουλειά κάνεις;’, δεν είπα ΄Υδραυλικός΄, είπα: : ΄Μουσικός΄. ΄Και τι παίζεις;, ΄Μπουζούκι΄. Τότε το μπουζούκι ήταν… Μ΄έβαλε στην μπάντα, λοιπόν, ένας ανθυπολοχαγός της μουσικής…Ε… Είχαμε ένα ακορντεόν, κιθάρα ο Χρήστος, ο παπάς ο Αβραμίδης από τη Σαλονίκη, εγώ μπουζούκι, και φτιάξαμε μιαν ορχήστρα και παίζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών. Κι απέξω τα μεγάφωνα για το τάγμα που το αποτελούσαν 15.000 άνθρωποι! Όλη η Αθήνα εκεί! Ψυχαγωγούσαμε τους αξιωματικούς αλλά και τους φαντάρους απέξω. Μια μέρα, λοιπόν, μες στην ιστορία εκεί, κάναμε πρόβα και λέω εγώ στην ορχήστρα: ΄Φα΄. Και πετάγεται ένα παιδί ξαπλωμένο και λέει: ΄Ναι, στο φα ήταν καλύτερα΄. Βάσταγε κι ένα βιβλίο. ΄Εσύ , ρε φίλε΄, του λέω, ΄τι δουλειά κάνεις;΄. Μου λέει : ΄Μουσικός σπουδάζω΄. Το βιβλίο ήταν γεμάτο νότες! 1947 μιλάμε, 1948. Τότε, το μπαράκι το ήξερα του Μάριου, οδός Ίωνος και τα λοιπά. Πήγα κάτω και τους γνώρισα όλους. Και είχε και ράδιο στο Λαύριο και παίζαμε με την ορχήστρα. Και με άκουσε ο Βασιλειάδης. Ο Τσάντας.
Και είχα γράψει ένα ωραίο λαϊκό τραγούδι που είχε λόγια μάπα. Το δίνω, λοιπόν, στον Τσάντα και γράφει άλλα λόγια. ΄Το καντήλι τρεμοσβήνει΄. Ωραίο! Έτσι έγραψα το πρώτο μου λαϊκό τραγούδι.
Εξαιρετικά μορφωμένος και πολύγλωσσος διανοούμενος
καταγόμενος από την Πόλη , που έζησε στην Αθήνα δουλεύοντας
ως μεταφραστής . Παράλληλα διακρίθηκε ως στιχουργός
λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, πάνω στα οποία επένδυσαν τις
μελωδίες τους μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες. Το παρατσούκλι "Τσάντας"
το πήρε από την τσάντα που βαστούσε και η οποία περιείχε
εκατοντάδες στιχουργήματα, που πουλούσε έναντι ευτελούς
τιμήματος σε όποιον ρεμπέτη συνθέτη τον συναντούσε και του
ζητούσε καινούρια τραγούδια.
[………………….]
Εγώ θαυμάζω τον Βαμβακάρη από παιδί. Και ένα βράδυ, που ήρθε στο Περιστέρι με τον Χιώτη, ξεμυαλίστηκα ακούγοντάς τον και άργησα να γυρίσω στο σπίτι. Και έφαγα ξύλο! Έπαιζε και ο Χιώτης, μαζί και ο Στράτος. Στο κέντρο του Ηπιώτη, στον Άγιο Αντώνη. Και με δείρανε όλοι οι δικοί μου! Πάω, λοιπόν, και βρίσκω τον Μηλιόπουλο στην Κολούμπια και του λέω: ΄Το τραγούδι μου θελω να μου το πει ο Μάρκος!΄. ΄Να το πει΄, συμφωνεί ο Μηλιόπουλος. Το άκουσε ο Στέλιος ο Χρυσίνης, που τότε ήταν μαέστρος στην Κολούμπια κι έπαιζε κιθάρα και ακομπανιάριζε, του άρεσε- και μου τραγουδάει, που λες , ο Βαμβακάρης το πρώτο μου τραγούδι. Με τη Σούλα Καλφοπούλου. Χάλασε ο κόσμος!».
Μαρτυρία του Γρηγόρη Μπιθικώτση
στο δημοσιογράφο και στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Περιέχεται στο βιβλίο του δεύτερου «Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης»,
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 39-40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου