Ελισάβετ Κοτζιά : «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1954, στην περιοχή της πλατείας Αμερικής. Ανήκω στις ηλικίες που πέρασαν πολλές ώρες παίζοντας μήλα, κρυφτό και γκαζάκια σε δρόμους και οικόπεδα μιας πόλης που ανοικοδομούνταν ταχύτατα. Εκτός από τo παιχνίδι, διάβαζα πολύ. Με πατέρα συγγραφέα και δημοσιογράφο-κριτικό βιβλίου, είχα στα χέρια μου σε αφθονία όλα τα παιδικά της εποχής. Βυθιζόμουν στον Τρελαντώνη, στον Τομ Σόγιερ, στο Χωρίς οικογένεια και στους Αθλίους. Καθόμουν στη σκιά της πίσω βεράντας του σπιτιού μας, τσιμπώντας βερίκοκα, κεράσια ή σταφύλια, ανάλογα με την εποχή, και διάβαζα. Γύρω στα 10 ορκίστηκα στον εαυτό μου, με τον απόλυτο τρόπο που το κάνουν τα παιδιά, πως θα περάσω τη ζωή μου διαβάζοντας ιστορίες.
• Κι έπειτα το ξέχασα. Με τις πρώτες ερωτικές ανησυχίες έβαλα στην άκρη τα βιβλία, για να τα ξαναβρώ λίγα χρόνια αργότερα. Πέρασα στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής το 1972 και ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Μέσα στη χούντα άρχισα έτσι να διαβάζω βιβλία των εκδόσεων Θεμέλιο: Μαρξ, Λένιν, Ένγκελς, Μπακούνιν. Αλλά κι αυτό δεν ήταν παρά μια φάση. Με την πτώση της χούντας πήρε ο καθένας τον δρόμο του. Κατά τη γνώμη μου, είναι λάθος να μιλάμε για τη γενιά του Πολυτεχνείου όταν αναφερόμαστε στην περίοδο μετά το 1974, αν και αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
• Πώς ξανασυνάντησα τη λογοτεχνία; Στα είκοσι τρία μου είχα μια αναπάντεχη εμπειρία, για την οποία δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη. Εντελώς ξαφνικά, μια βραδιά –τη θυμάμαι πολύ καλά, σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα με μια μεγάλη παρέα συντρόφων από το ΚΚΕ εσωτερικού–, «δι’ ασήμαντον αφορμήν» κάποιος που με ενδιέφερε μου έριξε μια παγωμένη ματιά – γνώρισα την κατάθλιψη. Από τη μια στιγμή στην άλλη όλα μαύρισαν, έχασα τον μπούσουλα, δεν ήξερα πού βρίσκομαι και που πατώ, έχασα την ικανότητα επαφής με τους γύρω μου, σαν να άρχισαν ξαφνικά όλοι να μιλούν μια ξένη γλώσσα.
Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική πεζογραφία ανθεί. Βγαίνουν κάθε χρόνο αρκετά καλά μυθιστορήματα και διηγηματογραφικές συλλογές. Ο πολλαπλασιασμός των τίτλων των μυθιστορημάτων που σημειώθηκε στη Μεταπολίτευση δεν σήμανε βέβαια την απογείωση της ελληνικής πεζογραφίας. Διατήρησε όμως το ίδιο καλό επίπεδο που είχε τις προηγούμενες δεκαετίες, μετά τον πόλεμο.
• Κατόρθωσα να ξαναπιάσω το νήμα σιγά σιγά, με πολλούς τρόπους, και η λογοτεχνία στάθηκε ανεπανάληπτος βοηθός, ανοίγοντάς μου ξανά τις πόρτες προς τον κόσμο. Ο Μάνος Σιμωνίδης, ο πρίγκιπας Αντρέι, ο μικρός Πιπ, ο Μαρσέλ, η κυρία Ράμσεϊ, ο Ρατσινιάκ, ο Ζιλιέν Σορέλ, η Μπέτι Σαρπ, η Ίζαμπελ Άρτσερ, ο πρίγκιπας Μίσκιν, ο Αρκάντι Δολγορούκι, δηλαδή οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, ο Πόλεμος και Ειρήνη, οι Χαμένες Προσδοκίες, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το Στον φάρο, ο Μπαρμπα-Γκοριό, το Κόκκινο και το μαύρο, το Πανηγύρι της ματαιοδοξίας, το Πορτρέτο μιας κυρίας, ο Ηλίθιος, ο Έφηβος, με άλλα λόγια ο Στρατής Τσίρκας, ο Λέων Τολστόι, ο Ντίκενς, ο Μαρσέλ Προυστ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, ο Γουίλιαμ Θάκερεϊ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
• Ξανάρχισα έτσι να διαβάζω με πάθος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταλάβω τι ήταν αυτό που με τραβάει, τι είναι αυτό που μας ελκύει στη λογοτεχνία, να κατανοήσω τα κλειδιά της απόλαυσης. Γιατί η κριτική, μαζί με όλα τα άλλα, είναι μια ανεξάντλητη περιέργεια και η περιέργεια αυτή με έσωσε. Πώς το κείμενο παίρνει ζωή; Πώς πρόσωπα που είναι φτιαγμένα από λέξεις καταλήγουν να αποκτήσουν υπόσταση, να μετατραπούν σε ανθρώπους οι οποίοι μας διδάσκουν και συγχρόνως μάς κρατούν συντροφιά; Πώς γίνεται και ένα κείμενο κατορθώνει να αναπλάσει τον κόσμο που μας περιβάλλει και ένα άλλο αποτυγχάνει; Συνεπώς, κριτική είναι ταυτόχρονα κατανόηση, αξιολόγηση και ιεράρχηση της καλλιτεχνικής αξίας των κειμένων.
• Την κριτική δεν τη σπουδάζεις στο πανεπιστήμιο ούτε τη διδάσκεσαι σε κάποια ομάδα εργασίας, τη μαθαίνεις μόνος σου γράφοντας και διαβάζοντας. Ο κριτικός είναι στην πραγματικότητα αυτοδίδακτος, όπως είναι και ο μυθιστοριογράφος. Την κριτική τη μαθαίνεις αναλύοντας τα λογοτεχνικά έργα της εποχής σου, διαβάζοντας φιλολογικές μελέτες και κριτικά δοκίμια, μελετώντας λογοτεχνική θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας. Όλα αυτά μαζί σου είναι απαραίτητα προκειμένου να γίνεις κριτικός, υπό δύο βασικές προϋποθέσεις: η πρώτη είναι να διαβάζεις έργα μεγάλων κλασικών γιατί αυτά είναι που σου δίνουν ένα μέτρο για το πόσο μακριά και πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει η λογοτεχνία, τι μπορεί να πετύχει. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να επεξεργάζεσαι τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις που σου προξενούν τα έργα γιατί αυτά τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις είναι που σε καθοδηγούν για το πώς θα τα κρίνεις, θα τα αξιολογήσεις· πάνω τους στηρίζεσαι, είναι τα εργαλεία με τα οποία τα προσεγγίζεις ώστε να μπορέσεις να καταλήξεις σε συμπεράσματα για την αξία τους. Κάνεις σταθμίσεις, αντιπαραβολές, συγκρίσεις, διαβαθμίσεις εν μέσω ενθουσιασμών, εξάρσεων, παραφορών, ενοχλήσεων, απορρίψεων, επιφυλάξεων, αμφιταλαντεύσεων και ενδοιασμών. Αυτή θεωρώ πως είναι η εργασία της κριτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου