“Καλές” και “κακές” καταλήψεις
Εδώ και χρόνια λοιπόν, “κακές” οι καταλήψεις των αμφιθεάτρων, “καλές” και αθέατες οι καταλήψεις των πεζοδρομίων. Πώς να μη μοιάζουν όλα, “μέσα στις στροφές αυτού του νόστου”.
Σαν σκηνές από παλιά επίκαιρα ή από «ταινία προσεχώς»* εξελίσσονται οι σημερινές καταλήψεις πανεπιστημιακών αιθουσών από φοιτητές προς υποστήριξη του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Το μεταπολιτευτικό αυτό φαινόμενο έχει πια ιστορικό βάθος πενήντα χρόνων. Με αρχέτυπα τις απαράμιλλες σε ηρωισμό καταλήψεις του 1973 στη Νομική και στο Πολυτεχνείο και με χαρακτηριστικά σύγκρουσης γενεών.
Από τη μια πλευρά πολλοί γονείς και λιγότεροι φοιτητές, που συλλογίζονται με αγωνία το ενδεχόμενο για χαμένα εξάμηνα. Από την άλλη – αντίστροφα, πολλοί φοιτητές και λιγότεροι γονείς που αποβλέπουν στο μέλλον της δημόσιας παιδείας. Οι πρυτάνεις συνήθως βρίσκονται στριμωγμένοι στη μέση. Τί πιο φυσικό από βιολογική άποψη, μεσήλικες γονείς να προτάσσουν το παρόν, ενώ οι νέοι και οι νέες με τη ζωή μπροστά τους να οραματίζονται το μέλλον..
Η σύγκρουση έχει λοιπόν βάθος, πάθος, παρενέργειες. Καταρχάς, ομνύω πίστιν! Κάθε κατάληψη δημόσιου ή ιδιωτικού χώρου γεννά σοβαρά προβλήματα. Σε μικρή και σε μεγάλη κλίμακα, όχι μόνο κοινωνικά και οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Παγκόσμιος ολοκληρωτισμός μπορεί κάπως στο μέλλον να υπάρξει, αλλά παγκόσμια δημοκρατία χωρίς κοινότητα και χώρο άσκησης λαϊκής κυριαρχίας, λογοδοσίας και κοινωνικών συναναστροφών είναι αδιανόητη. Ιδίως λοιπόν η κατάληψη δημόσιων χώρων τρίζει θεμέλια.
Δεν γράφω όμως για να υποστηρίξω κάποιες καλές καταλήψεις, που σε εξαιρέσεις όντως υπάρχουν ή στο παρελθόν υπήρξαν, έγραψαν ιστορία και αξίζουν τη θέση τους στη συλλογική μνήμη. Γι΄ αυτό άλλωστε στον τίτλο οι δυο λέξεις, «καλές» και «κακές», βρίσκονται σε εισαγωγικά, επειδή το ειδικό θέμα στο παρόν κείμενο είναι ο διαχωρισμός τους από την διαμεσολαβούμενη κοινή γνώμη σε κατηγορίες. Συγκεκριμένα, δυο δεδομένα χρειάζονται οπωσδήποτε προσοχή.
Πρώτο, το ευρύτερα αποδεκτό, ότι οι δημόσιοι χώροι διαρκώς συρρικνώνονται – κάποτε μέχρις εξαφάνισης. Δημόσια σχολεία, πάρκα με πράσινο, παιδικές χαρές και γενικά κοινοτικοί χώροι, αργά αλλά σταθερά δίνουν τη θέση τους στο τσιμέντο και στις ιδιωτικές εκμεταλλεύσεις. Φεύγει ο πολίτης, έρχεται ο πελάτης. Το μισό σύμπαν (οξύμωρο, ως συνήθως αξιόπιστο) της αμερικάνικης φιλοσοφίας του δικαίου, οι κοινοτιστές (communitarians), τεκμηριώνουν το βάρος και τους κινδύνους** αυτής της εξέλιξης.
Δεύτερο, το επικοινωνιακά αθέατο γεγονός, ότι κάποιες από τις πιο ενοχλητικές καταλήψεις δημόσιων χώρων μένουν πάντα στο απυρόβλητο. Τα «πεζοδρόμια της ανομίας»*** εμποδίζουν το διάβα των πεζών με τραπεζάκια, ζαρντινιέρες, σταθμευμένες μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα. Στον ένα που διαμαρτύρεται αντιστοιχούν εκατοντάδες που καταπίνουν τη γλώσσα τους θυμωμένοι.
Πάλι καλά που τα πεζοδρόμια δεν έχουν εξαφανιστεί, ποιος θυμάται το παλιό ειρωνικό γκράφιτι «δρόμους με ένα πεζοδρόμιο!». Πολλά από τα εμπόδια έχουν άλλωστε φουσκωτούς προστάτες και πολλοί τοίχοι έχουν smart αυτιά. Η δυσκολία για ανέμελο περπάτημα είναι το λιγότερο, η αδυναμία γονιών με καροτσάκια μωρών και ΑΜΕΑ να κυκλοφορήσουν καταργεί την ελευθερία κίνησης.
Εδώ και χρόνια λοιπόν, «κακές» οι καταλήψεις των αμφιθεάτρων, «καλές» και αθέατες οι καταλήψεις των πεζοδρομίων. Πώς να μη μοιάζουν όλα, «μέσα στις στροφές αυτού του νόστου»*.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Από τους στίχους του αξέχαστου Μανόλη Ρασούλη στις Νταλίκες.
** Βλ. πχ M. Sandel, Δικαιοσύνη. Τί είναι το σωστό, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολή, Πόλις (2011) ιδίως σελ. 374.
***Από πρωτοσέλιδο άρθρο της Καθημερινής, 24/1/2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου