Σκίτσο του Φραντς Κάφκα, από το κληροδότημα του Μαξ Μπροντ που εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο του Ισραήλ. Φωτογραφία: Ardon Bar Hama.
Ο Κάφκα και ο σοσιαλισμός
Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να αναγάγουμε το έργο του Κάφκα σε μια, οποιαδήποτε, πολιτική θεωρία. Ο Κάφκα δεν παράγει λόγους, δημιουργεί πρόσωπα και καταστάσεις και εκφράζει στο έργο του αισθήματα, στάσεις, μια πνευματική κατάσταση. Το γεγονός αυτό δεν μας εμποδίζει ωστόσο να διερευνήσουμε τις διελεύσεις, τις γέφυρες, τις υπόγειες συνδέσεις ανάμεσα στο αντιαυταρχικό πνεύμα, στην ελευθεριακή ευαισθησία, στις σοσιαλιστικές συμπάθειές του, αφενός, και στα σημαντικότερα κείμενά του, από την άλλη. Διότι αποτελούν κατεξοχήν οδούς πρόσβασης στο εσωτερικό τοπίο του, όπως θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε.
Πολλές μαρτυρίες συγχρόνων του αναφέρονται στη συμπάθεια που έτρεφε για τους Τσέχους ελευθεριακούς σοσιαλιστές και για τη συμμετοχή του σε ορισμένες δράσεις τους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Μαξ Μπροντ συγκεντρώνει σχετικές πληροφορίες, συνομιλώντας με έναν από τους ιδρυτές του τσέχικου αναρχικού κινήματος, τον Μιχάλ Κάτσα. Αφορούν την παρουσία του Κάφκα στις συνεδριάσεις του Ομίλου των Νέων (Klub Mladych), μια ελευθεριακή, αντιμιλιταριστική και αντικληρικαλιστική οργάνωση, στην οποία έδιναν συχνά το παρών πολλοί τσέχοι συγγραφείς.
Μια άλλη μαρτυρία προέρχεται από τον αναρχικό συγγραφέα Μιχάλ Μάρες, ο οποίος είχε γνωρίσει τον Κάφκα στον δρόμο (ήταν γείτονες). Κατά τον Μάρες, ο Κάφκα είχε συμμετάσχει, κατόπιν δικής του πρόσκλησης, σε μια διαδήλωση ενάντια στην εκτέλεση του Φρανσίσκο Φερέρ, του ισπανού ελευθεριακού εκπαιδευτικού, τον Οκτώβριο του 1909. Στο διάστημα 1910-12, είχε παρευρεθεί, όπως φαίνεται, σε αναρχικές διαλέξεις για τον ελεύθερο έρωτα, την Κομμούνα του Παρισιού, την ειρήνη και ενάντια στην εκτέλεση του Παριζιάνου ελευθεριακού αγωνιστή Ζαν-Ζακ Λιαμπέφ.
Ακόρεστη δίψα για ελευθερία
Στόχος μας δεν είναι σε καμία περίπτωση να αποδείξουμε μια υποθετική «επίδραση» των αναρχικών της Πράγας στα κείμενα του Κάφκα. Αλλά αντιθέτως να δείξουμε ότι ο ίδιος επέλεξε, με βάση τις δικές του εμπειρίες και την αντιαυταρχική του ευαισθησία, να μετέχει, για κάποια χρόνια, στις δράσεις αυτών των κύκλων (και να διαβάζει ορισμένα κείμενά τους). Αυτή την ευαισθησία την όρισε ο ίδιος, με μια άτεγκτη σκληρότητα και ανελέητη ειλικρίνεια, σε μια επιστολή του στη μνηστή του Φελίτσε Μπάουερ (19 Οκτωβρίου 1916): «… εγώ, που πολύ συχνά δεν ήμουν ανεξάρτητος, έχω μια ακόρεστη δίψα για αυτονομία, για ανεξαρτησία, ελευθερία σε όλα τα επίπεδα (…). Κάθε δεσμός τον οποίο δεν δημιουργώ εγώ ο ίδιος, ακόμη και ενάντια σε κάποιες πτυχές του εγώ μου, δεν έχει καμία αξία, με εμποδίζει να βαδίσω, τον μισώ ή είμαι στα πρόθυρα του να τον μισήσω». Μια ακόρεστη δίψα για ελευθερία σε όλα τα επίπεδα: είναι η ακριβέστερη δυνατή περιγραφή της κατευθυντήριας γραμμής που διέπει τόσο τη ζωή όσο και το έργο του Κάφκα –ειδικά το έργο του μετά το 1912– και τους προσδίδει μια εξαιρετική συνεκτικότητα, παρά τον τραγικό ανολοκλήρωτο χαρακτήρα τους.
Πράγματι, ένας ελευθεριακής έμπνευσης αντιαυταρχισμός διέπει το μυθιστορηματικό έργο του Κάφκα στο σύνολό του, σε μια προοπτική εντεινόμενης «αποπροσωποποίησης» και πραγμοποίησης από την πατρική και την προσωπική στη διοικητική και ανώνυμη εξουσία. Δεν πρόκειται για κάποια πολιτική θεωρία, αλλά για μια πνευματική κατάσταση και μια κριτική ευαισθησία – το σημαντικότερο όπλο των οποίων είναι η ειρωνεία, αυτό το μαύρο χιούμορ που αποτελεί «μια ανώτερη εξέγερση του πνεύματος» (Αντρέ Μπρετόν).
Το άδικο και δολοφονικό πρόσωπο της εξουσίας
Τα πρώτα διηγήματα του Κάφκα –«Η ετυμηγορία» και «Η μεταμόρφωση»– που τοποθετούνται χρονικά στα 1912, πραγματεύονται την πατρική εξουσία, ή, για να αναφέρουμε ένα σχόλιο του Μίλαν Κούντερα για το συγκεκριμένο ζήτημα, τον «οικογενειακό ολοκληρωτισμό». Η μεγάλη στροφή προς την κριτική των ανώνυμων «μηχανισμών» του θανάτου συντελείται με το διήγημα «Η σωφρονιστική αποικία», το 1914. Είναι λιγοστά τα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας στα οποία η εξουσία εμφανίζεται με τόσο άδικο και δολοφονικό πρόσωπο. Δεν έχουμε να κάνουμε με την εξουσία ενός ατόμου –οι διοικητές (ο παλιός και ο νέος) της αποικίας δεν διαδραματίζουν παρά δευτερεύοντα ρόλο στην αφήγηση– αλλά ενός απρόσωπου μηχανισμού.
Το πλαίσιο της αφήγησης είναι η γαλλική (!) αποικιοκρατία. Οι αξιωματικοί και οι διοικητές της σωφρονιστικής αποικίας είναι Γάλλοι, ενώ οι απλοί και ταπεινοί στρατιώτες είναι «ιθαγενείς», οι οποίοι «δεν καταλαβαίνουν γρυ γαλλικά». Ένας «ιθαγενής» στρατιώτης καταδικάζεται σε θάνατο από τους αξιωματικούς, το νομικό δόγμα των οποίων συνοψίζει σε λίγες λέξεις την πεμπτουσία του δεσποτισμού: «η ενοχή δεν πρέπει ποτέ να αμφισβητείται!». Η εκτέλεσή του πρόκειται να πραγματοποιηθεί με μια μηχανή βασανισμού, η οποία γράφει αργά στο κορμί του, με ακίδες που το κατατρυπούν, την ακόλουθη φράση: «Τίμα τους ανωτέρους σου».
Το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος δεν είναι ούτε ο ταξιδιώτης που παρατηρεί τα γεγονότα με βουβή απέχθεια, ούτε ο φυλακισμένος που δεν αντιδρά καθόλου, ούτε ο αξιωματικός που προΐσταται της εκτέλεσης, ούτε ο διοικητής της αποικίας. Είναι η ίδια η Μηχανή.
Η αντιαυταρχική έμπνευση
Η αντιαυταρχική έμπνευση είναι εγγεγραμμένη στον πυρήνα των μεγάλων μυθιστορημάτων του Κάφκα, της Δίκης και του Πύργου, που μας μιλούν για το κράτος –είτε με τη μορφή της «διοίκησης» ή της «δικαιοσύνης»– ως ένα απρόσωπο σύστημα κυριαρχίας που συντρίβει, στραγγαλίζει ή δολοφονεί τα άτομα. Είναι ένας κόσμος αγωνίας, σκοτεινός, ακατανόητος, όπου βασιλεύει η ανελευθερία.
Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Κάφκα δεν περιγράφει στα μυθιστορήματά του κράτη «εξαίρεσης»: μια από τις σημαντικότερες ιδέες –η συνάφεια της οποίας με τον αναρχισμό είναι προφανής– που απαντούν στο έργο του είναι η καταπιεστική φύση του «κανονικού», νόμιμου και συνταγματικού κράτους. Στις πρώτες αράδες της Δίκης, η ιδέα αυτή διατυπώνεται ρητά: «Ο Κ. ζούσε σε μια χώρα με συνταγματικό πολίτευμα [Rechtstaat], βασίλευε γενική ειρήνη, και όλοι οι νόμοι ήσαν εν ισχύι· ποιος τολμούσε να τον συλλάβει μέσα στο ίδιο του το σπίτι;» (μτφ. Αλ. Κοτζιάς). Μαζί με τους φίλους του, τους ελευθεριακούς της Πράγας, ο Κάφκα θεωρεί, όπως φαίνεται, κάθε μορφή κράτους, το κράτος καθαυτό, ως μια αυταρχική και ελευθεριοκτόνο ιεραρχία.
*ΜΙΚΑΕΛ ΛΕΒΙ – Βιβλιοnet
Η Δίκη
Το λογοτεχνικό αριστούργημα του Φραντς Κάφκα διασκευάζεται σαν ένας μπαρόκ κινηματογραφικός εφιάλτης που αποτυπώνει όλη την υπαρξιακή απόγνωσή του.
Ο αδιέξοδος, καφκικός λαβύρινθος στον οποίο παγιδεύεται μετατρέπεται σε έναν μπαρόκ κινηματογραφικό εφιάλτη που αποτυπώνει όλη την υπαρξιακή απόγνωση του λογοτεχνήματος. Επιπλέον, ο Γουέλς τού προσθέτει κοινωνικοπολιτικές και ψυχαναλυτικές διαστάσεις (οι γκάνγκστερ, οι σέξι γυναικείες παρουσίες), υποβαθμίζοντας τον μεταφυσικό χαρακτήρα του, αν και η εξπρεσιονιστική σκηνοθεσία του είναι μια αφηγηματική επιλογή εντελώς αντίθετη προς το ρεαλιστικό, «ξερό» και σαφές διηγηματικό ύφος του Κάφκα.
Α/Μ. Γαλλία, Ιταλία. 1962. Διάρκεια: 119΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου