Albert Camus
και Céline
Η παράλογη αγκαλιά στην άκρη της νύχτας: Σύγχυσις
του Δημήτρη Μέξη
Μυστικό δεν είναι το πώς είναι ο κόσμος, αλλά το ότι είναι.[1]
Ο έρωτας δεν θέλει να ξέρει τίποτα γι’ αυτό που αγαπά˙ ό,τι αγαπά είναι το κέντρο του ζωντανού προσώπου, επειδή το πρόσωπο αυτό είναι για εκείνον αυτοσκοπός, ασύγκριτη εαυτότητα, μυστήριο μοναδικό στον κόσμο.[2]
Είναι αδύνατον να κοιμηθείς μόνος…[3]
Στο δοκίμιό του για το παράλογο, ο Camus θα υποστηρίξει ότι υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, αν ο κόσμος έχει τρεις διαστάσεις, αν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, έπονται. Είναι παιχνίδια. Πρέπει πρώτα να απαντήσουμε.[4]
Τούτο το θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας, όπως λέει ο Camus, κοχλάζει και στην καρδιά της λογοτεχνίας του Céline, στην καρδιά του ήρωά του, στην τεράστια καρδιά που πρέπει να κουβαλήσει στο ταξίδι του ως την άκρη της νύχτας, έτσι όπως την κουβαλάει και ο Διόνυσος με τον Ξανθία στην κάθοδό τους στον Άδη,[5] σε ένα ταξίδι, σε μια κάθοδο, όπου η ψυχή μας είναι εν τω μέσω της νυκτός, συγκεχυμένη και παράλυτος,[6] συγκεχυμένη και παράλυτος, ψυχή και σώμα βυθισμένα σε ένα σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή,[7] εκεί όπου όλα τα σκηνικά και τα νοήματα έχουν πλέον καταρρεύσει, εκεί όπου η πρωτόγνωρη εχθρότητα του κόσμου, περνώντας μέσα από χιλιετίες, επιστρέφει προς εμάς.[8]
Δεν νιώθουμε, προς στιγμήν, τον κόσμο, αφού για αιώνες δεν καταλαβαίναμε παρά τις μορφές και τα σχήματα που του δίναμε εκ των προτέρων, αφού από δω και πέρα οι δυνάμεις μάς λείπουν για να χρησιμοποιήσουμε τούτο το τέχνασμα.[9]
Σύγχυσις.
Ο κόσμος μάς ξεφεύγει, καμία θεωρία δεν μου εξηγεί τον κόσμο, τη ζωή και τον θάνατο, κανένας Θεός δεν μου δικαιολογεί ετούτη την απέραντη κοιλάδα των δακρύων, σε τόπους και χρόνους μακρινούς[10] (στη χρυσή εποχή, στη νήσο των μακάρων ή στον παράδεισο), όπου θα είμαστε ευτυχισμένοι, η καρδιά μου δεν ελπίζει πια, αφού αυτό εδώ το ασάλευτο σώμα που κείται τώρα μπροστά μου, ο νεκρός, ναι, ο νεκρός, δεν μου λέει τίποτα τέτοιο, στην πραγματικότητα δεν μου λέει τίποτα, και όλοι οι ωραίοι λόγοι περί ψυχής λαμβάνουν μια τρανταχτή απόδειξη του αντιθέτου τους,[11] ψήγματα επιχειρημάτων με στόχο το μηδέν, και όπως θα πει και ο ήρωας του Céline: Ακούς, περιμένεις, ελπίζεις, εδώ, εκεί, στο τρένο, στο καφενείο, στο δρόμο, στο σαλόνι, στης θυρωρίνας, ακούς, περιμένεις να οργανωθεί η κακία, σαν στον πόλεμο, μα μόνο μπούγιο γίνεται, και κανείς δεν καταφέρνει τίποτα, ούτε τα καημένα τα κορίτσια ούτε οι άλλοι. Δεν έρχεται κανείς να σε βοηθήσει. Μια πελώρια φλυαρία απλώνεται γκρίζα και μονότονη πάνω από τη ζωή, σαν ένας πολύ αποθαρρυντικός αντικατοπτρισμός.[12]
Αντιλαμβάνεσαι τότε, σε μια μαρμαρυγή σοφίας, πως κάνουμε τόσο δρόμο για να πούμε πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε,[13] και τούτη η λάμψη, τίποτε άλλο δεν κάνει από το να αποκαλύπτει τη γύμνια μας, τίποτε άλλο δεν κάνει παρά να φωτίζει την αυθεντική μου σχέση με τον κόσμο, εμένα, από τη μία πλευρά, που ζητάω να μάθω, και τον κόσμο, από την άλλη, που σιωπά[14]∙ ιδού η λάμψη της σοφίας που ρίχνει το φως της πάνω στο παράλογο, ιδού η λάμψη που αποδίδει το μεγαλείο της ζωής μέσα από μια νόηση που αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει ωραιότερο θέαμα από μια πραγματικότητα που την ξεπερνά,[15] μια λάμψη που προσπαθεί να κρατηθεί σε τούτη την κόψη που προκαλεί ίλιγγο, ανακτώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία που χάθηκε στη νάρκωση του παραλόγου, μα η νάρκωση δεν συνιστά θάνατο, θα πρέπει να το κατανοήσουμε αυτό, και η αφύπνιση, η ανάδυση του παραλόγου, ανεξαρτήτως συνθηκών, είναι πάντοτε εφικτή.
Η ανάδυση του παραλόγου. Ναυτία, επίπονη και επίμονη επιστροφή στο τραύμα για να το φωτίσουμε και να το στολίσουμε και να νιώσουμε πως η καταστροφή και ο θάνατος δεν είναι ο τελευταίος λόγος της ζωής.[16]
Ιδού το ιερό καθήκον της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης, καθήκον που αναμφίβολα υπονομεύεται, εντός και εκτός ακαδημαϊκού χώρου,[17] από την υποταγή και εντέλει την ενσωμάτωση και τη συμπόρευση με την κυρίαρχη κοσμοθεωρία,[18] η οποία διατείνεται πως έχει τακτοποιήσει τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μας είναι άχρηστες πλέον, όπως ισχυρίζεται για παράδειγμα ο Chris Anderson, όλες οι θεωρίες για την ανθρώπινη συμπεριφορά, από την γλωσσολογία ως και την κοινωνιολογία: Ας ξεχάσουμε την ταξινομία, την οντολογία και την ψυχολογία. Ποιος ξέρει γιατί οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν; Το ζήτημα είναι ότι το κάνουν, και μπορούμε να το παρακολουθήσουμε και να το μετρήσουμε με πρωτοφανή πιστότητα. Όταν έχουμε αρκετά δεδομένα, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.[19]
Εντός αυτού του πλαισίου, το κίνημα του New Age που σκιαγραφεί ο Houellebecq στα Στοιχειώδη σωματίδια δεν είναι αποκύημα επιστημονικής φαντασίας και η υπόθεσή του ότι τα φιλοσοφικά ερωτήματα θα απωλέσουν για το ευρύτερο κοινό κάθε σαφή αναφορά, δεν συνιστά τρομολαγνία, αλλά μια διαπίστωση της υπάρχουσας κατάστασης, η οποία θα μπορούσε να αποτελεί και το κύκνειο άσμα του γνωστού μας ανθρώπου, διότι τούτο το υποτιθέμενο κίνημα αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από κίνημα, αποκαλύπτεται, θα λέγαμε, ως κίνηση της Ιστορίας: Η παγκόσμια χλεύη στην οποία ξαφνικά είχαν βυθιστεί, ύστερα από δεκαετίες παράλογης υπερεκτίμησης, οι εργασίες του Φουκώ, του Λακάν, του Ντερριντά, του Ντελέζ, δεν έμελλε για την ώρα να αφήσει ελεύθερο το πεδίο σε καμία καινούρια φιλοσοφική σκέψη, αλλά αντιθέτως επέπρωτο να ρίξει στην ανυποληψία όλους τους διανοούμενους του κλάδου των ανθρωπιστικών επιστημών. Η άνοδος στην εξουσία όλων των επιστημόνων όλων των τομέων του επιστητού κατέστη από τότε αναπόφευκτη.[…] Όπως κι όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας, εμπιστεύονταν μονάχα την επιστήμη, την επιστήμη που για εκείνους αποτελούσε το κριτήριο της μοναδικής και αναντίρρητης αλήθειας.[20]
Εντούτοις, επειδή ο άνθρωπος, τουλάχιστον έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή προτού εισέλθει στην εποχή του λεγόμενου μετανθρώπου, του μετασύμπαντος και της μετα-βιολογικής ζωής,[21] δύναται ακόμα να δακρύσει, και επειδή τα δάκρυά του δεν είναι απλώς φωσφορικό ασβέστιο, χλωριούχο νάτριο, βλέννα και νερό,[22] μα το πρόδηλο και συνάμα λανθάνον μυστήριο του ότι υπήρξε,[23] τούτος ο άνθρωπος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αισθανθεί πως η ψυχή του είναι εν τω μέσω της νυκτός, συγκεχυμένη και παράλυτος, εντός μιας σύγχυσις που διαλύει κάθε ψευδαισθησιακή βεβαιότητα, που δεν μας αφήνει πια να κοιμηθούμε (είναι θλιβεροί οι άνθρωποι που πλαγιάζουν, βλέπεις ότι δεν τους κόφτει που τα πράγματα πάνε όπως όπως, βλέπεις ότι δεν γυρεύουν να καταλάβουν το γιατί βρισκόμαστε εδώ[24]), σύγχυση πρωτόφαντη, σύγχυση άνευ διακρίσεων και άνευ περιστάσεων, σύγχυση καιροφυλακτούσα: Το συναίσθημα του παραλόγου μπορεί να χτυπήσει καταπρόσωπο οποιονδήποτε άνθρωπο, στη στροφή οποιουδήποτε δρόμου. Αυτό καθαυτό, με την τρομερή γύμνια του, με το δίχως λάμψη φως του, είναι ασύλληπτο.[25]
Και τότε τί κάνεις; Τί κάνεις σαν βρεθείς ολομόναχος εκεί ψηλά σαν τον οδοιπόρο επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης,[26] επάνω στα στοιβαγμένα ρούχα σου, δίπλα στο κρεβάτι, όπου ακόμα και ο άνθρωπός σου, που κοιμάται εκείνη την ώρα, είναι πλέον ένας ξένος; Με το που ζεις μόνος, το θέμα της ζωής σου ολόκληρης σε συνθλίβει. Σ’ αποβλακώνει. Για να το ξεφορτωθείς, προσπαθείς να το πετάξεις στα μούτρα όλων όσοι έρχονται για να σε δουν, κι αυτό τους ενοχλεί. Σε προπονεί για το θάνατο η μοναξιά.[27]
Σύγχυσις.[.................................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου