Έφτασε η στιγμή και φέτος για την καθιερωμένη εδώ και χρόνια επιλογή των εκατό από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της. Εκατό καλά βιβλία από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογραφία να κατέχει όπως κάθε χρόνο τη μερίδα του λέοντος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός, Κ.Β. Κατσουλάρης
Κι όσο κι αν ο αριθμός 100 εντυπωσιάζει ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τα του χώρου του βιβλίου και των εκδόσεων, η επιλογή ήταν και φέτος πολύ δύσκολη, κι αναγκαστικά αφήσαμε απέξω καλά βιβλία ελληνικής και, πρωτίστως, μεταφρασμένης πεζογραφίας. Ειδικότερα στο ξένο μυθιστόρημα και διήγημα, άνετα θα χωρούσαν πενήντα ακόμη βιβλία – τόσο πολύ έχει ανέβει σε ποιότητα και ποσότητα η συγκεκριμένη κατηγορία. Σε ό,τι αφορά την ελληνική πεζογραφία, δώσαμε μικρό προβάδισμα στους πρωτοεμφανιζόμενους, που πάντα χρειάζονται λίγη στήριξη παραπάνω. Αστυνομικά, και κάποια θρίλερ, υπάρχουν ενδεικτικά στη λίστα μας, αλλά θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά εντός των ημερών με τις επιλογές-προτάσεις της Χίλντας Παπαδημητρίου. Παρομοίως, τις κατηγορίες των κόμικ για ενήλικες και της ποίησης θα τις χειριστούμε με ξεχωριστές αναρτήσεις στο προσεχές διάστημα.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ δείχνει να αποκατέστησε τη σχέση του με τους αναγνώστες. Οι συλλογές διηγημάτων είναι το ζητούμενο όλο και λιγότερων συγγραφέων, ενώ η νουβέλα είναι το είδος που συγκεντρώνει το πιο ετερόκλητες συγγραφικές προθέσεις. Οι παλαιότεροι και καταξιωμένοι συγγραφείς κατέθεσαν τη χρονιά που μας πέρασε ιδέες και ιστορίες που φανέρωναν εκείνη τη νεανική φλόγα με την οποία συστήθηκαν στους αναγνώστες, αλλά και οι νεότεροι, απαλλαγμένοι από την ανάγκη να ξεχωρίσουν μέσα από ιδιότυπες κειμενικές συνθέσεις, ανέδειξαν διαχρονικούς όσο και σύγχρονους προβληματισμούς.
Τη χρονιά σημάδεψαν τόσο το σχέδιο της επανέκδοσης του συνόλου των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη όσο και η κυκλοφορία ενός ανέκδοτου μυθιστορήματός του. Ο ανήφορος (εκδ. Διόπτρα) γράφτηκε τη δεκαετία του ’40, αμέσως μετά το εμβληματικό Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Ίσως γι’ αυτό τα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν είναι ο αναστοχασμός και η αναζήτηση χαμένων αξιών. Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου άφησε την Ευρώπη πληγωμένη από τις θηριωδίες του Ολοκαυτώματος και με αναπάντητα ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου. Ο ανήφορος αποτελεί απαραίτητη ψηφίδα για τους μελετητές του έργου του Καζαντζάκη, αλλά και ιδανική πρώτη «γνωριμία» για νέους αναγνώστες.
Από τον Καζαντζάκη μέχρι σήμερα, η Κρήτη αποτελεί τόπο καταγωγής σημαντικών συγγραφέων. Μια εξ αυτών είναι και η άοκνη Μάρω Δούκα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα Να είχα, λέει, μια τρομπέτα (εκδ. Πατάκη) είναι μια χειμαρρώδης αφήγηση και ένα μεγάλο ταξίδι σε τόπους, χρόνους, ηλικίες και μνήμες. Η Αθήνα και η Κρήτη γίνονται δύο δυναμικοί πόλοι και εντός τους ξεδιπλώνονται εικόνες και λέξεις με τη μαεστρία της Μάρως Δούκα.
Στην Κρήτη επιστρέφει για άλλη μια φορά και η Ρέα Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα Εμμανουήλ και Αικατερίνη - Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια (εκδ. Καστανιώτη), όχι όμως σε ένδοξες και ιστορικές στιγμές του νησιού, ούτε σε θρύλους και δοξασίες. Στο κέντρο της αφήγησής της βρίσκεται ο πατέρας και η μητέρα της, και στο φόντο τα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την εποχή.
Έγραψε ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης: «Πρόκειται για μια προσπάθεια αποκατάστασης των δύο γονιών, με τους οποίους η νεαρή κόρη είχε συγκρουστεί σφοδρά στις επαναστατικές της διαφωνίες μαζί τους. Έτσι, μετά τη συμβολική πατροκτονία και λιγότερο μητροκτονία, που συνέβη παλιά, η τότε επαναστάτρια έρχεται στην ώριμη ηλικία της και βάζει τα γάντια της συγγραφέως, για να επαινέσει τον καθένα για όσα έκανε στη ζωή του, στην οικογένεια και στον τόπο του. Η καταξίωση διά της γραφής αποκαθιστά και τη διασαλευμένη σχέση που για χρόνια ταλαιπώρησαν τα δύο μέρη».
Κλείνοντας τη μικρή θεματική ενότητα για την Κρήτη και ξαναγυρίζοντας στον Νίκο Καζαντζάκη, έχουμε ένα τολμηρό και φιλόδοξο μυθιστόρημα, ενός σύγχρονου πεζογράφου αφιερωμένο εξολοκλήρου στον Νίκο Καζαντζάκη. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος με την Ανέγγιχτη (εκδ. Κέδρος) μέσα από την αφήγηση μιας γυναίκας, προσεγγίζει την ερωτική αδράνεια ενός πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος στα δεκαπέντε χρόνια που διήρκεσε ο γάμος του, δεν είχε ούτε μια ερωτική επαφή με τη συζυγό του. Έγραψε ο Σόλωνας Παπαγεωργίου: «Για τις ανάγκες του βιβλίου ο Ραπτόπουλος χρησιμοποιεί αποσπάσματα από κείμενα του Καζαντζάκη, τα οποία αλλάζει, τα μεταγράφει από την ιδιότυπη καζαντζακική γλώσσα, στήνοντας ένα γλωσσικό παιχνίδι και ανοίγοντας διάλογο με το έργο του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. […] Η Ανέγγιχτη είναι, κατά μία έννοια, μια μεγάλη ερωτική επιστολή της Μελίνας Καστρινάκη στον Αλέξανδρο Καστρινάκη, και ευρύτερα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου προς τη λογοτεχνία του Νίκου Καζαντζάκη».
Ένα από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στην πεζογραφία του Αλέξη Πανσέληνου είναι και ο μοναδικός του τρόπος να ανασυστήνει την εποχή μέσα στην οποία κινούνται οι ήρωες της κάθε ιστορίας του. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα Λάδι σε καμβά (εκδ. Μεταίχμιο) την τιμητική της έχουν οι δεκαετίες του ’60 και του '70, τα ελληνικά νησιά, η ξεγνοιασιά των ανθρώπων και το σφίξιμο στο στομάχι που αυτή κάλυπτε, ο χώρος των εικαστικών και η απομάγευσή του μπροστά στο ένστικτο της επιβίωσης. Πινέλα, χρώματα, μουσαμάδες, φιλοδοξίες και ανεκπλήρωτοι έρωτες που «γράφουν» με μαύρη μπογιά στον ψυχισμό του ήρωά του.
Έγραψε ο Διονύσης Μαρίνος: «Η αγαπημένη του μουσική «επένδυση» υπάρχει πάντα (αποτελεί σταθερό μοτίβο στα βιβλία του Πανσέληνου), όμως εδώ κυρίαρχη θέση έχει η ζωγραφική που κι αυτή στα μέρη μας άρχισε να αλλάζει δρόμους από την Μεταπολίτευση και μετά. Αίφνης, ο κλασικότροπος Καραλής βγαίνει εκτός κάδρου, ενώ οι νέοι ρεαλιστές αρχίζουν να δηλώνουν έντονα την παρουσία τους, κάτι που δεν αρέσει στον Σπύρο. Ο συγγραφέας καταγράφει αυτές τις αλλαγές και τους δίνει νοηματικό βάρος στο πώς διαμορφώνεται τελικά ο ψυχισμός του Σπύρου και η άπωσή του από τα καλλιτεχνικά πράγματα».
Ανασύσταση μιας εποχής, με τρόπο όμως εντελώς διαφορετικό από αυτόν του Πανσέληνου, έχει κάνει η Λίλα Κονομάρα στο μυθιστόρημά της Ο μπόγος (εκδ. Καστανιώτη). Μυθιστόρημα πολυφωνικό, «σπασμένο» σε πολλά κεφάλαια, καλύπτει διάστημα μεγαλύτερο των 100 χρόνων. Έγραψε ο Κώστας Κατσουλάρης: «Ο Μπόγος δεν είναι μυθιστόρημα κλασικής δραματουργίας – δεδομένης της έκτασής του, το στοίχημα της Κονομάρα είναι φιλόδοξο αλλά και ριψοκίνδυνο. Η στόφα του, παρά τον όγκο της ιστορικής ύλης που κινεί και παρά τα εκατό και πλέον χρόνια που διατρέχει, είναι πρωτίστως ποιητική, παρά αναπαραστατική». Οι ήρωες της Κονομάρα έρχονται αντιμέτωποι με την Ιστορία, κι αν δεν καταφέρνουν να την εκτρέψουν από την προδιαγεγραμμένη πορεία της, αλλάζει ο καθένας τους τροχιά διαρρηγνύοντας τα όρια του χρόνου. «Ο μπόγος του τίτλου παραπέμπει στη διαρκή ετοιμότητα για μετακίνηση, μετανάστευση, ρήξη. Υπογραμμίζει την μοναδική σταθερά στην ανθρώπινη ζωή, την αέναη αλλαγή, με ό,τι έχει έτοιμο ο καθένας για να πάρει μαζί του όταν έρθει η στιγμή – από υλικά αντικείμενα έως ψυχικά αποθέματα».
Ένα φιλόδοξο στοίχημα, απολύτως επιτυχημένο, είναι το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες η Ελιάνα Χουρμουζιάδου με τίτλο Μια τελευταία επιστολή αγάπης (εκδ. Πατάκη). Δεξιοτεχνική αφήγηση δύο ιστοριών αγάπης, ανεπίδοτου έρωτα, συντριβής και απώλειας, όπου η γραφή [και η ανάγνωση] λειτουργεί παρηγορητικά, επουλώνοντας κάθε πληγή. Έγραψε η Διώνη Δημητριάδου: «Όπως οι δύο ιστορίες μπερδεύονται μεταξύ τους, η Ντόρα πιστεύει ότι το βιβλίο του Γαζή “Μια τελευταία επιστολή αγάπης” έχει εκείνην για έμπνευση, παρά την παραποίηση των χαρακτήρων, θεωρώντας πως πρόκειται για ένα τελευταίο μήνυμα του αγαπημένου της. Έτσι, μπερδεμένη ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στη μυθοπλασία, λησμονεί πως ό,τι γράφεται είναι ταυτόχρονα αλήθεια και επινόηση, καθώς η ζωή δίνει έναυσμα δημιουργίας στην τέχνη αλλά παράλληλα διαμορφώνει, ως συντελεσμένο πλέον έργο, την ίδια τη ζωή».[......................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου