Κυριακή, Σεπτεμβρίου 04, 2022

Ανισότητες και φόβος : η κληρονομιά του Γκορμπατσόφ στη μετασοβιετική εποχή

 

Νύχτα που δεν σηκώνει χωρατά

Tριαντατρία χρόνια μετά την ενθρόνιση του Γκορμπατσόφ, η Ρωσία είναι ο τόπος των κραυγαλέων ανισοτήτων


Πρέπει να πρωτοταξίδεψα στη Μόσχα για την περιγραφή κάποιου αγώνα μπάσκετ του Παναθηναϊκού, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, με ορμητήριο ένα αχανές ξενοδοχείο που είχε ξεμείνει με το …σοσιαλιστικό του όνομα («Μεζντναρόντναγια», που νομίζω πάει να πει «Εθνικό»), αλλά κατά τ’ άλλα μύριζε, σε κάθε γωνιά του, Δύση.

Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της πόλης, δηλαδή. Σοσιαλίζουσα στη σημειολογία, καπιταλίζουσα επί της ουσίας. Κάθισα κουκουλωμένος στο μπαλκόνι και σέρβιρα στον εαυτό μου μία γνήσια ρωσική βότκα, με θέα το παγωμένο ποτάμι, όπου είχαν παγιδευτεί επί αρκετές εβδομάδες βαρκούλες και πλοιάρια.

Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων, με την ίδια θέα, καμάρωνε στην όχθη ένα από εκείνα τα (νομίζω επτά) ομοιόμορφα τσιμεντένια θηρία, όπου επί κομμουνισμού στεγάζονταν υπουργεία, υπηρεσίες και προτιμώ να μη ξέρω τι άλλο. Κάπου στο βάθος, φώτιζε τον μοσχοβίτικο ουρανό ένα φωτισμένο άστρο, στην κορυφή ενός κρατικού κτιρίου. Σαν απομεινάρια κάποιας άλλης, αλλόκοτης εποχής.

Κάθισα αρκετή ώρα κάτω από το πάπλωμα σκεπασμένος με τον σκούφο μου και αναρωτιόμουν τι έχουν δει στη ζωή τους αυτά τα κτίρια και τι είδους ιστορίες θα ξεφούρνιζαν αν είχαν στόμα και λαλιά. Το επόμενο πρωινό, ντύθηκα σαν κρεμμύδι και πήγα για κάποιου είδους προσκύνημα στην Κόκκινη Πλατεία, όπου απέναντι στο Κρεμλίνο και στους πανέμορφους τρούλους του Αγίου Βασιλείου, οι Ρώσοι είχαν στήσει αυτοσχέδιο παγοδρόμιο. Είπα να δοκιμάσω, αλλά φοβήθηκα ότι θα κατέληγα στα εφημερεύοντα και τρέχα γύρευε πού θα έμπλεκα.

Οι Ρώσοι ταξιτζήδες είχαν τη χειρότερη φήμη και τα χειρότερα ταξίμετρα. Στην καλύτερη περίπτωση, έπεφτες σε λωποδύτη με ρόδες. Στη χειρότερη, ο οδηγός ήταν τύφλα στο μεθύσι, έτρεχε με 200 και είχε στο μυαλό του …άγνωστο τι ακριβώς. Η νύχτα της Μόσχας  δεν προσφέρεται για χωρατά. Πουθενά αλλού –με εξαίρεση ίσως τις μεγαλουπόλεις της ΗΠΑ- δεν έχω αισθανθεί αυτή την ατμόσφαιρα της αδιόρατης απειλής, όπου βρίσκεσαι μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβεις.

Στο μετρό, τύποι που μύριζαν αλκοόλ και απλυσιά με έσπρωχναν επίτηδες στις σκάλες σε αναζήτηση καυγά ή για να σπάσουν πλάκα. Στα εστιατόρια και στα καφέ και στα μπαρ και στα κλαμπ, ήταν απολύτως υποχρεωτικό να αφήσει κανείς το πανωφόρι του στη γκαρνταρόμπα. Όποιος επέμενε να μπει μέσα φορώντας το παλτό του ήταν αυτομάτως ύποπτος οπλοφορίας.

Και όταν στη Ρωσία μιλάμε για όπλα, εννοούμε από Καλάσνικοφ και πάνω. Τα μπιστολάκια της Κατοχής, σαν αυτά που έχουν τα ξαδέρφια μου στο Μυλοπόταμο, οι Ρώσοι τα δίνουν στα παιδιά τους για να παίζουν.

Ο έστι μεθερμηνευόμενον, δεν πρόκαμα να επισκεφτώ τη Ρωσία της εποχής του υπαρκτού (κατ’ άλλους ανύπαρκτου) σοσιαλισμού πριν την πτώση του «παραπετάσματος», ούτε κάποια άλλη από τις Σοσιαλιστικές Δημοκρατίας που συγκροτούσαν την πάλαι ποτέ κραταιά ΕΣΣΔ.  Το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων δεν το ακούμπησα ποτέ.

Κάθε φορά που η ελληνική τηλεόραση μετέδιδε ειδήσεις από τη Σοβιετική Ένωση, φιλτραρισμένες τέλος πάντων από το παντοδύναμο Κόμμα, οι εικόνες με τους αγέλαστους άνδρες, το απέραντο γκριζοκόκκινο, τα απειλητικά σφυροδρέπανα και τις βαριές κουρτίνες ανέδιδαν αυστηρότητα και μυστήριο. Σαν να ήταν η Μόσχα κάποιος άλλος ανεξιχνίαστος πλανήτης, με κατοίκους που υπάκουαν σε διαφορετικούς κανόνες και ζούσαν μία αλλιώτικη ζωή .

Οι εδώ κομμουνιστές έκαναν ό,τι περνούσε από το αριστερό χέρι τους για να μοιάσουν σε αυτά τα μουντά ινδάλματα, αλλά ο ήλιος περνούσε από τις χαραμάδες και τους πρόδιδε. Στο σχολείο όπου πήγα, τα 8 από τα 15 μέλη του δεκαπενταμελούς συμβουλίου ήταν Κνιτάκια. Με την ευρύτερη μόρφωσή τους, με την ανησυχία τους, με την περίεργη ξύλινη γλώσσα τους και φυσικά με τα κολλήματά τους.

Να μη σας τα πολυλογώ, δεν μου ήταν γραφτό να πατήσω το πόδι μου στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Μέχρι το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και τον τελικό Ελλάδας-ΕΣΣΔ έφτασε η όποια χάρη μου. Εάν κάποιος μου ζητήσει να συγκρίνω τη σκυθρωπή Μόσχα της δεκαετίας του ’70 και του ’80 με το σημερινό πολύχρωμο κακέκτυπο του Λας Βέγκας, θα σηκώσω τα χέρια ψηλά, σαν τον Τσατσένκο.

Μπορώ ωστόσο να σας διαβεβαιώσω, ότι στη χώρα που οραματίστηκε ο εκλιπών οραματιστής Μιχαήλ Γκορμπατσόφ από την ξεφτισμένη καρέκλα του (τελευταίου) γραμματέα του ΚΚΣΕ, οι αντιθέσεις είναι κάτι το ασύλληπτο. Πουθενά αλλού, νομίζω, δεν συνυπάρχουν τόση ακραία φτώχεια με τέτοιον εξωφρενικό πλούτο.

Στην παλιά Μόσχα οι δρόμοι μπορεί να ανέδιδαν εκείνη τη βαριά οσμή των αερίων του Μετρό (του οποίου οι σταθμοί, παρεμπιπτόντως, είναι πραγματικά κομψοτεχνήματα), αλλά στη σύγχρονη Μόσχα μυρίζει διαφθορά και φόβος. Τα ράφια των μαγαζιών δεν είναι πλέον άδεια, αλλά στα χρόνια του σκληρού καπιταλισμού και της ολιγαρχίας καταργήθηκε κάθε έννοια ισονομίας και κοινωνικού κράτους.

Χάρη σε έναν φίλο που ζει στη Μόσχα, γνώρισα το 2005 κάποιους Ρώσους μεγαλύτερης ηλικίας, από αυτούς –τους παραζαλισμένους με τα θλιμμένα μάτια- που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα χρόνια του κομμουνισμού. Ξέρω και πολλούς νεαρότερους, καθώς και υπηκόους τρίτων χωρών που ζουν και εργάζονται στην απέραντη χώρα.

Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, και με τη δική μου, ο Ρώσος του 21ου αιώνα είναι ένας δυτικός πολίτης, που κέρδισε πολλά πράγματα όταν απέκτησε την ελευθερία του, αλλά έχασε κάτι πολύ σημαντικό: την υπερηφάνεια του και τον αυτοσεβασμό του. 

Αμφιβάλλω αν είχε αυτό στο νου του ο Γκορμπατσόφ, όταν ονειρευόταν τον εναρμονισμό της πατρίδας του με τον δυτικό τρόπο ζωής, μέσω της περεστρόικα (αλλαγή) και της γκλάσνοστ (διαφάνεια). Και, αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με την Ιστορία, μάλλον στα χρόνια του μέθυσου Γέλτσιν ξεκίνησε ο κατήφορος (για να μη φτάσουμε μέχρι τον Πούτιν και τους παντοδύναμους ολιγάρχες του), παρά στην εποχή του «Γκόρμπι».

Ο μοναδικός θεός που λατρεύεται σήμερα στη Μόσχα και στις άλλες μεγαλουπόλεις της Ρωσίας είναι το χρήμα. Have you been to Santorini? No, you haven’t been to Santorini. Στην Οία, που λέτε, ξήλωσαν το καλντερίμι που οδηγεί στα πανάκριβα ξενοδοχεία και το αντικατέστησαν με πλάκες, για να μη σκαλώνουν οι γόβες των τρίμετρων κυριών από τη Ρωσία, που καταφτάνουν με τα ελικόπτερα των κυρίων και προσγειώνονται ανάμεσα στα χρυσοχοεία και στα γουναράδικα. Εξυπακούεται, ότι σε αυτά ομιλείται απταίστως η ρωσική, καλύτερα και από την ελληνική.

Στα θέρετρα των ελβετικών Άλπεων, όπως το Τσέρματ όπου με έφερε κάποτε ο άνεμος, βλέπεις τις μέρες των παλαιοημερολογίτικων Χριστουγέννων 15μελείς ρωσικές οικογένειες, με παππού κομμουνιστή που ακόμη αναρωτιέται αν ονειρεύεται, ζάπλουτο κοιλαρά μπαμπά με χρυσές καδένες και πούρο σαν μπουρί, ερωμένες εκπάγλου κάλλους που τις βλέπεις και ζαλίζεσαι, φιλιππινέζες για τα πιτσιρίκια και, απαραιτήτως, 2-3 βαριεστημένα έφηβα παιδιά που σπουδάζουν εσώκλειστα σε ελβετικά σχολεία και κάνουν όλες τις συνεννοήσεις στα γερμανικά. Τέτοια τραπέζια, απ’ όπου φυσικά φεύγουν τα φράγκα σε καταιγιστικό ρυθμό που προξενεί τρόμο, είναι ο καθρέφτης της Ρωσίας του 2022. Κάπου, στο φιλοδώρημα, υπάρχει και η σφραγίδα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Εάν θέλετε περισσότερη Ρωσία και περισσότερη Σοβιετική Ένωση, διαβάστε το εξαίρετο οδοιπορικό του παλιού συναδέλφου από τα χρόνια της Ελευθεροτυπίας Γιώργου Πιτροπάκη, με τίτλο «Υπερσιβηρικός – Ένα Τρένο Που Το Λένε Ρωσία». Τα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία είναι αυτά που συνοδεύονται από πολιτικό και κοινωνικό στίγμα. Αναζητήστε το και θα με θυμηθείτε. Γενικά, να διαβάζετε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: