Πώς θα γίνει ελκυστικό το ΕΣΥ στους γιατρούς
Επιχείρηση συγκράτησης των γιατρών στο Εθνικό Σύστημα Υγείας θέτει σε εφαρμογή η κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τον ορατό κίνδυνο τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας να «μείνουν» από δυνάμεις.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ ανακοίνωσε την αναμόρφωση του ειδικού μισθολογίου των γιατρών του ΕΣΥ με αύξηση από τις αρχές του επόμενου έτους των συνολικών αποδοχών τους κατά 10% μεσοσταθμικά. Στον βασικό μισθό η αύξηση θα είναι της τάξης του 5%, το επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης θα αυξηθεί κατά 120 ευρώ και το επίδομα ευθύνης σε ποσοστό 30%. Η συγκεκριμένη παρέμβαση, σε συνδυασμό με την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, εκτιμάται ότι θα αυξήσει το ετήσιο εισόδημα των γιατρών κατά 3.000 έως 4.000 ευρώ. Επόμενο βήμα είναι να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις των γιατρών στους οποίους εξετάζεται το ενδεχόμενο να δοθεί η δυνατότητα να ασκούν υπό προϋποθέσεις και ιδιωτικό έργο. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε ότι οι μισθοί των γιατρών είναι πολύ χαμηλοί με αποτέλεσμα να φεύγουν στο εξωτερικό. «Τους εκπαιδεύουμε για να φύγουν μετά στο εξωτερικό για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα εθνικά συστήματα υγείας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να διορθώσουμε», ανέφερε.
Η σημερινή εικόνα
Αυτή τη στιγμή στο ΕΣΥ εργάζονται περίπου 20.000 γιατροί εκ των οποίων 2.500 είναι επικουρικοί με συμβάσεις που έχουν παραταθεί έως τις 31/12/2022. Οι κενές οργανικές θέσεις, σύμφωνα με τους εκπροσώπους των νοσοκομειακών γιατρών, είναι 5.500, αν και όπως λένε οι πραγματικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες. Το υπουργείο Υγείας είναι σε διαδικασία καταγραφής των κενών λαμβάνοντας υπ’ όψιν όχι τους οργανισμούς των μονάδων όσο τις πραγματικές ανάγκες κάθε περιοχής.
Στη Ρουμανία ο μισθός είναι 2,5 φορές πάνω, στη Μάλτα τρεις φορές και στη Γερμανία περίπου 4 φορές πάνω από ό,τι στην Ελλάδα.
Οπως ανέφερε στην «Κ» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Θανάσης Εξαδάκτυλος, αυτή τη στιγμή εργάζονται στο εξωτερικό περισσότεροι από 18.000 Ελληνες γιατροί, στην πλειονότητά τους σε χώρες της Ε.Ε. και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι συνθήκες καθημερινής εργασίας είναι καλύτερες και οι αμοιβές πολλαπλάσιες. «Με εξαίρεση τη Βουλγαρία, οι αμοιβές στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι πολύ πάνω από τις ελληνικές. Παραδείγματος χάριν, στη Ρουμανία ο μισθός είναι 2,5 φορές πάνω, στη Μάλτα τρεις φορές και στη Γερμανία περίπου 4 φορές πάνω», σημειώνει ο κ. Εξαδάκτυλος. Οι αγγελίες από γραφεία ευρέσεων προσωπικού για νοσοκομεία της Ευρώπης, που αναρτώνται στις ιστοσελίδες των Ιατρικών Συλλόγων, είναι ενδεικτικές: στην Ιρλανδία οι αποδοχές για γενικό/οικογενειακό γιατρό μπορούν να ξεπεράσουν τις 150.000 ευρώ τον χρόνο (ακαθάριστα). Παιδίατρος σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Γαλλίας θα λάβει μισθό από 5.000 ευρώ έως 8.000 ευρώ τον μήνα, ενώ στο Βέλγιο προσφέρονται απολαβές ύψους 12.000 ευρώ μηνιαίως για παιδίατρο που θα εργαστεί σε νοσοκομείο στην ευρύτερη περιοχή της Λιέγης.
«Δεν αρκεί το 10%»
«Δεν θεωρώ ότι έναν γιατρό που αυτή τη στιγμή σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό θα τον κρατήσει στην Ελλάδα μια αύξηση της τάξης του 10% στις αποδοχές του», τονίζει στην «Κ» ο καρδιολόγος Γιώργος Φερεντίνος, επικουρικός γιατρός στον Ευαγγελισμό, εξειδικευόμενος στη ΜΕΘ με βασική ειδικότητα την καρδιολογία. Οπως σημειώνει, «η ψαλίδα στις αποδοχές γιατρών σε Ελλάδα και εξωτερικό είναι τεράστια. Στην Ελλάδα ένας ειδικευόμενος γιατρός ξεκινάει με βασικό μισθό περίπου 1.040 ευρώ καθαρές αποδοχές (1.199 ευρώ ακαθάριστες), όταν σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης ξεκινάει από 3.500 ευρώ. Ομως η κατάσταση την οποία αντιμετωπίζει καθημερινά ένας γιατρός ως εργαζόμενος δεν εξαρτάται μόνο από τον μισθό. Τα νοσοκομεία είναι άδεια από προσωπικό, έχουν πολύ μεγάλες ελλείψεις σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό και σε οργάνωση. Σε έναν γιατρό, το να του δώσεις μία αύξηση στον μισθό του δεν σημαίνει ότι δεν θα συνεχίσει να δουλεύει 35 και 40 ώρες σερί και να φλερτάρει με το ιατρικό λάθος». Ο κ. Φερεντίνος επισημαίνει ότι «η καθημερινότητα ενός νέου γιατρού στο ΕΣΥ πρώτα από όλα ξεκινάει με την αβεβαιότητα. Το λέω γιατί και εγώ είμαι επικουρικός που σημαίνει ότι μέχρι της 31 Δεκεμβρίου θα έχω δουλειά. Μετά τι; Αυτή η εργασιακή ανασφάλεια δεν διευκολύνει έναν νέο γιατρό να βάλει τη ζωή του σε τάξη, να δημιουργήσει, να προσφέρει πίσω στην κοινωνία που του παρείχε τη δυνατότητα να σπουδάσει. Δεν είναι εύκολο να βάλεις την οικογένεια σε μία βαλίτσα και να πηγαίνεις από πόλη σε πόλη ανάλογα με το πού θα βρεις θέση, απλά για να έχεις ένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι». Και συνεχίζει: «Από εκεί και πέρα ένας γιατρός έρχεται αντιμέτωπος με τις πάρα πολλές ώρες εργασίας. Υπάρχουν συνάδελφοι, οι οποίοι ξεπερνούν τις 100 και 110 ώρες εργασίας την εβδομάδα. Η έλλειψη προσωπικού καθιστά σχεδόν αδύνατο να δοθούν ρεπό. Δεν έχουμε χρόνο να αναπληρώσουμε τις δυνάμεις μας, να μελετήσουμε πάνω στις καινούργιες τεχνολογίες, τις καινούργιες θεραπείες, τα φάρμακα. Η ιατρική είναι μια δυναμική επιστήμη. Για να είναι αποτελεσματικός ο γιατρός πρέπει να διαβάζει. Είναι κομμάτι της δουλειάς του, δεν είναι πολυτέλεια».
Στην Κύπρο
Η εργασιακή αβεβαιότητα ήταν αυτό που οδήγησε τον 34χρονο πνευμονολόγο Σταμάτη Τσιπιλή, τον περασμένο Φεβρουάριο, στην Κύπρο και στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Εως τότε εργαζόταν ως επικουρικός στον Ευαγγελισμό. «Η σύμβασή μου θα έληγε σε 1-2 μήνες και δεν μπορούσα να διεκδικήσω μία μόνιμη θέση στο ΕΣΥ καθώς δεν έχω κάνει αγροτικό. Το να φύγω από ένα τριτοβάθμιο νοσοκομείο για να κάνω αγροτικό θα ήταν ένα επιστημονικό πισωγύρισμα», σημειώνει. Στην Κύπρο, ο βασικός μισθός ενός επιμελητή είναι περίπου 4.500 ευρώ, όταν στην Ελλάδα περίπου 1.300 ευρώ. «Ο όγκος εργασίας είναι μικρότερος, κάτι που είναι φυσικό εάν αναλογιστεί κάποιος τον πληθυσμό στην Κύπρο, το νοσοκομείο είναι καινούργιο και πιο οργανωμένο», τονίζει ο κ. Τσιπιλής, και προσθέτει ότι «για κάποιον που έρχεται από την Ελλάδα και μάλιστα από ένα μεγάλο νοσοκομείο οι συνθήκες εργασίες είναι σαφώς πιο ήρεμες, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχει δουλειά. Δεν λειτουργούν όλα τέλεια. Και εδώ το σύστημα έχει προβλήματα, δεν καλύπτονται οι ανάγκες των ασθενών σε περιφερειακά νοσοκομεία λόγω υποστελέχωσης και ελλείψεων σε υλικά και φορτώνεται η δουλειά στο νοσοκομείο Λευκωσίας. Ωστόσο υπάρχει υποτυπώδης τήρηση του ωραρίου, την επόμενη ημέρα της εφημερίας ο γιατρός θα πάρει ρεπό, ενώ είναι πολύ σημαντικό ότι το νοσοκομείο καλύπτει το κόστος για μετεκπαίδευση και εξειδίκευση. Εδώ θεωρούν αυτονόητο ότι ο γιατρός πρέπει να εκπαιδευτεί και να προχωρήσει την επιστήμη του. Σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου έχεις την αίσθηση ότι μένεις στάσιμος». Ο κ. Τσιπιλής έχει σκοπό να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα. «Προϋπόθεση είναι να έχω μια σταθερή δουλειά ακόμη και εάν οι αποδοχές είναι μικρότερες. Να μην αγωνιώ ότι σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι».
Το ιατρικό δυναμικό των νοσοκομείων να ασκεί και ιδιωτικό έργο
Σε πιο ελαστικές σχέσεις εργασίας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας προσανατολίζεται το υπουργείο Υγείας, που εξετάζει το ενδεχόμενο να δοθεί η δυνατότητα στους γιατρούς, υπό προϋποθέσεις, να κάνουν και ιδιωτικό έργο εκτός νοσοκομείων. Ηδη θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι θα δοθεί η δυνατότητα σε ιδιώτες γιατρούς να μπουν στο σύστημα με μερική απασχόληση σε περιοχές ή για ειδικότητες όπου οι θέσεις που προκηρύσσονται μένουν κενές. Αντιστοίχως μελετάται το ενδεχόμενο οι γιατροί του ΕΣΥ, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των ασθενών κατά το τακτικό ωράριό τους και στα απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων, να μπορούν να ασκούν και ιδιωτικό έργο εκτός ΕΣΥ, δυνατότητα που σήμερα έχουν μόνο οι πανεπιστημιακοί γιατροί. Οπως ανέφερε στην «Κ» ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Υγείας, «οι ελευθεροεπαγγελματίες γιατροί έχουν ζητήσει να μπορούν να εργάζονται και μέσα και έξω από το ΕΣΥ. Θα πρέπει όμως αντίστοιχη δυνατότητα να δοθεί και στους γιατρούς του ΕΣΥ». Εάν εγκριθεί η σχετική πρόταση, θα ενταχθεί στο σχέδιο νόμου για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη και την ιατρική εκπαίδευση, που αναμένεται να τεθεί σύντομα σε διαβούλευση.
Οι αλλαγές αυτές εντάσσονται στην προσπάθεια της κυβέρνησης να κάνει το ΕΣΥ πιο ελκυστικό στο ιατρικό δυναμικό της χώρας. Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, «τα δύο χρόνια με την πανδημία, όλα τα προβλήματα που είχε το σύστημα υγείας διογκώθηκαν και οξύνθηκαν, οι συνθήκες εργασίας λόγω της πανδημίας επιδεινώθηκαν ραγδαία. Πέρα από τις χαμηλές αποδοχές, οι γιατροί πληρώνονται με καθυστερήσεις τις εφημερίες τους. Επιπλέον, το διοικητικό μοντέλο στα νοσοκομεία δεν βοηθά. Δεν βοηθά το να γνωρίζει ο γιατρός ότι μπορεί με μία εντολή διοικητή να βρεθεί σε ένα άλλο νοσοκομείο χωρίς καν να είναι προετοιμασμένος. Ολα αυτά συμβάλλουν στην απόφαση ενός γιατρού να φύγει. Επίσης, για έναν νέο γιατρό η εκπαίδευση εκτός συνόρων δίνει καλύτερες προοπτικές. Παραδείγματος χάριν, για ένα χειρουργό αυτό μπορεί να σημαίνει περισσότερα χειρουργεία κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του. Και να μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα, για να μπει κάποιος στην ειδικότητα, πρέπει να καθίσει σε μια ουρά και να περιμένει. Αυτός ο νεκρός χρόνος για ένα γιατρό με μια καλώς νοούμενη φιλοδοξία είναι ένα σοβαρό αντικίνητρο».
Ολική αναμόρφωση
Οπως αναφέρει ο κ. Εξαδάκτυλος, «εμείς πιστεύουμε ότι χρειάζεται το ΕΣΥ ολική αναμόρφωση σε όλα του τα επίπεδα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει γρήγορα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει αποσπασματικά και θα πρέπει να γίνουν αλλαγές παντού, στον τρόπο που διοικείται, στον τρόπο που εργάζονται οι γιατροί, που προοδεύουν οι γιατροί μέσα στο ΕΣΥ, στο πώς κατανέμονται τα κονδύλια. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι θα πρέπει η πολιτεία να αποδεχθεί ότι θα έχει μικρότερη παρέμβαση στο ΕΣΥ».
Την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας στο σύστημα υγείας, ώστε να μπορεί να υποδεχθεί γιατρούς που έφυγαν στο εξωτερικό, μαζί με τα επιστημονικά εφόδια και την εμπειρία που αυτοί αποκόμισαν, τονίζει στην «Κ» ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Χειρουργικής και Καρκίνου στο Imperial College του Λονδίνου Χρήστος Κοντοβουνήσιος. Ο ίδιος εργάζεται εδώ και 11 χρόνια στο Λονδίνο. Εκανε την ειδικότητά του στο Κοργιαλένειο – Μπενάκειο, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει για έξι μήνες εξειδίκευση στο Λονδίνο, όπου και παρέμεινε ακολουθώντας ακαδημαϊκή πορεία. Οπως σημειώνει, «κάθε χρόνο σκεφτόμαστε εγώ και η σύζυγός μου να γυρίσουμε. Ομως είναι πολύ δύσκολο, και ψυχολογικά και οικογενειακά, να αφήσω μια σίγουρη εργασία και μια επιστημονική ανέλιξη για να διεκδικήσω κάτι στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να γυρίσω και να μην είμαι παραγωγικός. Θέλω να χειρουργώ αλλά και να είμαι σε θέση να διδάξω. Να μεταφέρω τις γνώσεις μου στο αντικείμενό μου, που είναι εξαιρετικά εξειδικευμένο. Δεν είναι σκοπός μου να κάνω 1.000 χειρουργεία, ο σκοπός μου είναι να μάθω άλλους δέκα νέους γιατρούς για να γίνονται 10.000 χειρουργεία». Και ο κ. Κοντοβουνήσιος συνεχίζει: «Θα πέταγα από τη χαρά μου εάν με καλούσαν από το νοσοκομείο στο οποίο έκανα την ειδικότητά μου στην Αθήνα να χειρουργήσω. Δεν με εμποδίζει σε αυτό ο γιατρός που εργάζεται εκεί, με εμποδίζει το ίδιο το σύστημα, το οποίο ωστόσο σπαταλά πολλά χρήματα για να μεταβεί ο Ελληνας ασθενής για να χειρουργηθεί στο Λονδίνο. Αυτό που λείπει από το ΕΣΥ είναι να χρησιμοποιεί τους πόρους που έχει για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Χρειάζεται καλύτερη οργάνωση, με μεγαλύτερη ελευθερία στους διευθυντές των κλινικών, ώστε να φτιάξουν αποδοτικές για τους ασθενείς τις μονάδες τους».
Οι αριθμοί
20.000 γιατροί εργάζονται αυτή τη στιγμή στις μονάδες υγείας του ΕΣΥ.
2.500 γιατροί στο ΕΣΥ είναι επικουρικοί, με συμβάσεις που έχουν παραταθεί έως τις 31/12/2022.
18.00 Ελληνες γιατροί –τουλάχιστον– εργάζονται αυτή τη στιγμή στο εξωτερικό.
1.199 ευρώ μεικτά είναι ο βασικός μηνιαίος μισθός ενός ειδικευόμενου στην Ελλάδα, όταν σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης ξεπερνά τις 3.500 ευρώ.
10% αύξηση στις συνολικές αποδοχές τους θα λάβουν οι γιατροί από το επόμενο έτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου