Ο Μάριος που μας σφράγισε
Η εμφάνιση του Μάριου Ποντίκα προκάλεσε από την πρώτη στιγμή αίσθηση τόσο για τη θεματολογία του όσο και για τη γλώσσα του και έδειχνε ότι θα είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που θα επηρεάσουν το υπάρχον θεατρικό τοπίο. Δεν έγινε εύκολα αποδεκτός. Δίχασε πολύ τους κριτικούς, ώστε ένας να γράφει ότι διαθέτει οξύτατη παρατήρηση, πηγαίο χιούμορ και αίσθηση των αναζητήσεων και άλλος να του καταλογίζει πλατειάζουσα και γλιστερή καθολικότητα. Αυτά για το πρώτο του μονόπρακτο, την «Πανοραμική θέα μια νυχτερινής εργασίας» τον Μάρτιο του 1972, που αν κάτι τελικά ενόχλησε τους κριτικούς και το κοινό, πιστεύω πως ήταν το ίδιο του το θέμα: δύο εργάτες που καθαρίζουν βόθρους του δρόμου συνομιλούν για τη μοναξιά -το αγαπημένο θέμα του Μάριου- ο ένας πάνω στον δρόμο, ο άλλος μέσα στον βόθρο. Πολλοί ένιωσαν τις «αναθυμιάσεις του βόθρου και θα τον προτιμούσαν να είναι λιγότερο ξέσκεπος...
Στην πραγματικότητα ο λόγος του συγγραφέα ήταν αυτό που τους μύριζε άσχημα, επειδή ήταν λίγο ενοχλητικός. Χτύπαγε χορδές που είχαν σκουριάσει... πονούσε. Μην ξεχνάμε ότι ζούσαμε μια εποχή που το ελληνικό έργο μόλις είχε αρχίσει να ασχολείται με τα αληθινά προβλήματα του Έλληνα, ο οποίος δύσκολα αντέχει να του κάνουν κριτική. Και ο Μάριος, όπως και κάποιοι άλλοι της εποχής του, αν επιδιώκανε κάτι με πάθος, ήταν η κριτική του Έλληνα, σαν πολίτη κυρίως, που, μην το αγνοούμε, ζούσε μέσα σε μια δικτατορία, διαμαρτυρόμενος μεν, παθητικότατος δε. Ο Ποντίκας όμως το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Στο σημείωμα
του προγράμματος έγραφε: «Δεν νομίζω ότι οι σκοποί μου είναι τόσο ξεκαθαρισμένοι κι αν έχω συγκεκριμένους σκοπούς. Ίσως είναι πολύ νωρίς ακόμα, ίσως χρειάζονται άπειρες εμπειρίες και γνώσεις, σαν τον ποιητή του Ρίλκε. Για την ώρα πιστεύω πως από τη στιγμή που ορίζονται οι σκοποί, τροχοπεδείται η δημιουργική έρευνα». Δήλωνε αυτό που κάναμε όλοι όσοι θελήσαμε να ξεκουνήσουμε το θέατρο από τη βολεψιά του. Ψαχνόμασταν ερευνώντας.
Όπως και να το κάνουμε, δεν πέρασε απαρατήρητος και όταν μετά από οκτώ μήνες, τον Οκτώβριο του 1972, ανεβάσαμε το πρώτο μεγάλο του έργο («Ο λάκκος και η φάβα») οι ίδιοι επιφυλακτικοί
κριτικοί του διαπιστώσανε ότι διαθέτει έλλειψη αισθηματολογίας, κριτική νηφαλιότητα, άνεση στη χρήση του λόγου, γραφή σωστού και σοβαρού θεάτρου. Χρειάστηκαν μόνο οκτώ μήνες για να θεωρηθεί ο Μάριος η μεγάλη ελπίδα του νεοελληνικού θεάτρου. Και μόνο έξι χρόνια για να φτάσουμε στους «Θεατές» και στις «Εσωτερικαί ειδήσεις» του για να παραδεχτούμε με φωνές θριάμβου ότι το νεοελληνικό θέατρο διαθέτει μια σπάνια φωνή, με ιδιαίτερη ευαισθησία, με σωστή ιστορική γνώση, με τολμηρή πολιτική τοποθέτηση, με ένα σκληροτράχηλο χιούμορ και ότι ο συγγραφέας Μάριος Ποντίκας αποτελεί μία από εκείνες τις φωνές της εποχής μας που μας θυμίζει διαρκώς πόσο παραιτημένοι έχουμε καταντήσει, πόσο αδιάφοροι, πόσο ατομικιστές και βολεψάκηδες, πόσο συντηρητικοί μικροαστοί, εντέλει πόσο γελοίοι. Αυτό το τελευταίο θα μας το πετάξει στη μούρη αργότερα, το 1990, με το «Κοίτα τους», όταν πια θα έχει απογοητευτεί -και όχι μόνο αυτός- ότι με τίποτα δεν εγκαταλείπουμε τον βολικό καναπέ μας για να ασχοληθούμε με κάτι που μπορεί να συμβαίνει στο κατώφλι μας.
Μιλάω για τον Ποντίκα που ζήσαμε εμείς στη «Στοά», έχοντας ανεβάσει εφτά από τα έργα του, το σπουδαίο εκείνο διάστημα που το νεοελληνικό έργο καθόριζε τις μελλοντικές τύχες του ελληνικού θεάτρου, τότε που με αγώνες και στερήσεις παλεύαμε να πείσουμε το αποπροσανατολισμένο κοινό ότι η αλήθεια του θεατρισμού του περνάει κατ’ αρχήν μέσα από την αυτογνωσία του. Τότε που μαζί με τον μπροστάρη Καμπανέλλη και τον Κεχαΐδη, μια μεγάλη παρέα συγγραφέων -Μουρσελάς,
Σκούρτης, Μάτεσις, Ζιώγας, Ανδρεόπουλος, Τσικληρόπουλος, Χρυσούλης, Αναγνωστάκη, Διαλεγμένος, Μανιώτης, Κορδάτος, φυσικά ο Ποντίκας και πολλοί άλλοι- έρχεται να ασχοληθεί, ειλικρινά και με αγάπη, με τις αλλαγές της νεοελληνικής συμπεριφοράς, τον σύγχρονο προβληματισμό και τα υπαρξιακά αδιέξοδα, να ασχοληθεί με τα προβλήματα του πολίτη-ανθρώπου και όχι του πολίτη-εργαλείου, στην προσπάθειά του να επιβιώσει στις καινούργιες συνθήκες όπως διαμορφώθηκαν από τις ασταθείς πολιτικές καταστάσεις που διαμόρφωσαν μια καινούργια ελληνική κοινωνία.
Δεν είναι δυνατό να εξεταστεί όλη η συγγραφική διαδρομή του Μάριου Ποντίκα μέσα στον περιορισμένο χώρο μιας εφημερίδας. Περιορίστηκα στην περίοδο της καθιέρωσης αποφεύγοντας να αγγίξω το υπόλοιπο κομμάτι της 50ετούς προσφοράς του που αφορά μια διαφορετική γραφή, έναν άλλο προβληματισμό και εντελώς άλλους τρόπους έκφρασης, ένα κομμάτι που απαιτεί τεράστιο χώρο όχι μόνο για να καταγραφεί η παραγωγή του, όσο για να σχολιαστεί η εξέλιξή του, που άγγιξε πολύ τολμηρούς τρόπους έκφρασης, δύσκολους για τον θεατή και οδυνηρούς για τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη. Και οπωσδήποτε δεν αναφέρθηκε τίποτα για τον πεζογράφο Ποντίκα που από το 1973 με τον «Δραπέτη γηροκομείου» μας προετοιμάζει για το τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε από τον πνευματικό άνθρωπο Μάριο Ποντίκα. Γιατί, πέρα από τα θεατρικά και τα πεζά του, ο Μάριος υπήρξε ένας βαθύτατος στοχαστής που η προσφορά του συνοδευόταν από οδυνηρούς πόνους τοκετού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου