Μαγικοί αριθμοί
Αν διαβάσει κανείς τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τη φτώχεια, μέρος ενός ευρωπαϊκού προγράμματος των τελευταίων περίπου 20 ετών, μένει ενεός. Στην αρχή σκέφτεται δύσπιστα ότι δεν μπορεί να υπάρχει τόση φτώχεια και ανέχεια, ότι αλλιώς δεν θα κυκλοφορούσαν τόσα αυτοκίνητα, ούτε θα γέμιζαν τόσες ταβέρνες, και ότι μάλλον θα φταίει η μαύρη εργασία που δεν φαίνεται πουθενά, όλοι αυτοί οι υδραυλικοί και τα άλλα συναφή επαγγέλματα που στερεοτυπικά παρουσιάζονται να είναι όχι μόνο φοροφυγάδες, αλλά και φορείς ενός καλά κρυμμένου πλούτου σε μια χώρα η οποία, ως η καλύτερη του κόσμου, είναι από μόνη της ένας θησαυρός.
Είναι όμως έτσι; Αν ψάξει κανείς καλύτερα την είδηση, μπαίνοντας στα άδυτα της ιστοσελίδας της ΕΛΣΤΑΤ, θα δει ότι οι έρευνες αυτού του είδους δεν βασίζονται στα στοιχεία της εφορίας, αυτό θα ήταν πράγματι αφελές. Πρόκειται για πραγματικές δειγματοληπτικές κοινωνικές έρευνες, με πολύ μεγάλο δείγμα, και εκτιμήσεις στατιστικολόγων που πάνω-κάτω δεν μπορεί παρά να είναι ακριβείς. Το δείγμα για το 2021 (και για εισοδήματα του 2020) περιλαμβάνει 27.710 άτομα, προερχόμενα από 12.617 νοικοκυριά με τις πρέπουσες επιστημονικές σταθμίσεις, γεωγραφικές κατανομές, σταδιακές ανανεώσεις του δείγματος κ.λπ., ενώ η ανωνυμία συμβάλλει ώστε οι απαντήσεις να είναι κατά κανόνα ειλικρινείς.
Άρα; Άρα, πέρα από το αν αυξάνονται ή όχι τα ποσοστά του κινδύνου φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (που αυξήθηκαν κατά 0,9%), υπάρχει το καθόλου ενθαρρυντικό στοιχείο ότι το μέσο ατομικό εισόδημα (που δεν θεωρείται εισόδημα φτώχειας) είναι μόλις 8.752 ευρώ και το μέσο εισόδημα μιας οικογένειας με δύο ενήλικες και δύο παιδιά είναι 17.089 ευρώ. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η είδηση. Γιατί το κατώφλι της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης στον οποίο είμαστε σταθερά από τους τελευταίους στην Ευρώπη) υπολογίζεται με βάση το 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Οπότε τα 5.251 καθαρό εισόδημα μονοπρόσωπου νοικοκυριού που αποτελούν το κατώφλι αυτό (δηλαδή μισθός 375 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα) είναι ούτως ή άλλως δεδομένο ότι δεν αποτελούν βιώσιμη κατάσταση χωρίς επιδοματικές ενισχύσεις. Το ζητούμενο είναι αν τα 8.752 ευρώ του μέσου ετήσιου εισοδήματος (που το 2008 και το 2009 προσέγγιζε τα 14.000 ευρώ), δηλαδή 625 ευρώ μισθός στον ιδιωτικό τομέα, αρκούν για μια αξιοπρεπή διαβίωση.
Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Αν μάλιστα αυτά συνδυαστούν με το εύρημα ότι αν δεν υπήρχαν τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις των γηραιότερων, το κατώφλι της φτώχειας (έστω αυτό το υποτυπώδες) θα είχε περάσει περίπου ο μισός πληθυσμός, τότε αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της κοινωνικής καταστροφής που έχει προκληθεί μετά την κρίση του 2010.
Τα αυτοκίνητα και οι ταβέρνες είναι οφθαλμαπάτη γιατί αφορούν λιγότερο από τον μισό πληθυσμό και τους τουρίστες. Ο άλλος μισός φιλοξενείται, αν έχει φίλους, πηγαίνει στο χωριό, αν έχει χωριό και μπορεί να πληρώσει λεωφορείο, και , γενικότερα, ζει στο κατώφλι (αν δεν το έχει ήδη διαβεί) της εξαθλίωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου