Το δραματικό κιαροσκούρο στη ζωή και τη φύση
© John Hammond
Το δραματικό κιαροσκούρο στη ζωή και τη φύση
Μια μεγάλη έκθεση που ερευνά το ύστερο στιλ του John Constable, που είναι ένας από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους καλλιτέχνες της Βρετανίας, απλώθηκε στις μεγάλες γκαλερί του Burlington House στο πολύβουο Πικαντίλι της βρετανικής πρωτεύουσας. Ανακαλύπτουμε τα 12 τελευταία χρόνια της καριέρας του που χαρακτηρίζονται από ελεύθερες και εκφραστικές πινελιές μέσα από τους πίνακές του και τα σχέδια ελαιογραφίας, καθώς και από ακουαρέλες, σχέδια, χαρακτικά και εκτυπώσεις. Η αλήθεια βρίσκεται στη φύση, και η μαγευτική βρετανική ύπαιθρος από το Χάμπστεντ Χιθ και το Στόουνχεντζ μέχρι την παραλία του Μπράιτον, καθώς και εξαιρετικές μελέτες καιρικών φαινομένων, αποτυπώνονται στο έργο του μέσα από αιθέριους σχηματισμούς νεφών, δραματικές καταιγίδες, ηλιαχτίδες, παράξενο ηλιακό φως και μεγαλοπρεπή ουράνια τόξα.
«Η ζωγραφική δεν είναι παρά μια άλλη λέξη για το συναίσθημα». Αυτό έγραψε στον φίλο του αρχιδιάκονο John Fisher το 1821 ο ρομαντικός Αγγλος τοπιογράφος, ο υπέροχος John Constable (1776-1837).
Γεννήθηκε στο East Bergholt του Σάφολκ. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας, έμπορος καλαμποκιού και άνθρακα. Είχε ένα μικρό πλοίο, το «The Telegraph», το οποίο έδενε στο Mistley στις εκβολές του ποταμού Stour, και το χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά καλαμποκιού στο Λονδίνο, από τους δυο μύλους του.
Αν και ο Constable ήταν ο δεύτερος γιος των γονιών του, ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν με διανοητική υστέρηση και ο John αναμενόταν να διαδεχτεί τον πατέρα του στην επιχείρηση. Πήγε να δουλέψει για τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση περίπου το 1792 αφού αποφοίτησε από το σχολείο, αλλά ο μικρότερος αδερφός του Abram ανέλαβε τελικά τη διαχείριση των μύλων.
Ξεκίνησε ερασιτεχνικά «ταξίδια σκιτσογραφίας» στη γύρω ύπαιθρο του Σάφολκ και του Εσεξ, που έμελλε να γίνουν αντικείμενο μεγάλου μέρους της τέχνης του. Αυτές οι σκηνές που αποτύπωνε, «με έκαναν ζωγράφο και είμαι ευγνώμων». «Ο ήχος του νερού που ξεφεύγει από φράγματα μύλου κ.λπ., οι ιτιές, οι παλιές σάπιες σανίδες, οι γλοιώδεις σαπισμένοι στύλοι και η πλινθοδομή, πραγματικά μου αρέσουν», είναι τα δικά του λόγια.
Το 1794 έκανε μια «περιοδεία σκίτσου» στο Νόρφολκ και δημιούργησε τα πρώτα του χαρακτικά το 1797. Το 1799, ο John έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να ακολουθήσει καριέρα στην τέχνη που τόσο αγαπούσε και εκείνος του χορήγησε ένα μικρό επίδομα. Αμέσως παρουσιάστηκε στον Joseph Farington (ζωγράφος και ακαδημαϊκός, 1747-1821) και εισήλθε στις Σχολές της Βασιλικής Ακαδημίας (Royal Academy) ως δόκιμος.
Μεταξύ των έργων που τον ενέπνευσαν ιδιαίτερα αυτή την περίοδο ήταν πίνακες του Thomas Gainsborough (1727-1788), ιδιαίτερα του Γάλλου Claude Lorrain (1600-1682), του Φλαμανδού Peter Paul Rubens (1577-1640), του Ιταλού Annibale Carracci (1560-1609) και του Ολλανδού Jacob van Ruisdael (1628-1682).
Επισκέφτηκε το Staffordshire και το Derbyshire το 1801 και εργάστηκε σκληρά για την τεχνοτροπία του. Το 1802 αρνήθηκε τη θέση του δασκάλου σχεδίου στο Στρατιωτικό Κολέγιο Great Marlow (τώρα Sandhurst), μια κίνηση που δεν άρεσε στον Benjamin West (τότε διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας, RA, 1738-1820) που τον συμβούλεψε ότι αυτό θα σήμαινε το τέλος της καριέρας του. Με μια επιστολή του στον ζωγράφο και φίλο του John Dunthorne (1798-1832) εξήγησε την αποφασιστικότητά του να γίνει επαγγελματίας τοπιογράφος.
Το 1805 τού παράγγειλαν να ζωγραφίσει έναν βωμό για την εκκλησία στο Brantham. Περιόδευσε την περιοχή Lake District τον επόμενο χρόνο και το 1810 άρχισε να εργάζεται για τον βωμό της εκκλησίας Nayland.
Ο Constable άρχισε να βλέπει τη μελλοντική του σύζυγο, Maria Bicknell, τακτικά από το 1809, αν και είχαν συναντηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Παντρεύτηκαν το 1816, παρά την αντίθεση της οικογένειάς της, και τελικά απέκτησαν επτά παιδιά.
Μετακόμισαν στην Keppel Street, στο Bloomsbury, στο Λονδίνο, το 1817. Από το 1819, λόγω της κακής υγείας της συζύγου του, ο John νοίκιασε ένα σπίτι για την οικογένειά του στο Χάμπστεντ, δουλεύοντας εντυπωσιακά, κάνοντας περίπου εκατό μελέτες για σχηματισμούς νεφών, πολλά σκίτσα ελαιογραφίας από απόψεις της περιοχής και πολλά «τελειωμένα» άρτια έργα ζωγραφισμένα επί τόπου.
Το 1822 ζούσαν στο πρώην σπίτι τού Joseph Farington στην Charlotte Street, στο Bloomsbury. Το 1824 όμως άρχισαν να πηγαίνουν στο Μπράιτον για λόγους υγείας της συζύγου του, η οποία πέθανε από φυματίωση το 1828.
Σε μια επιστολή προς τον αδερφό του στις 19 Δεκεμβρίου, ο John έγραψε σπαρακτικά: «Δεν θα νιώσω ποτέ ξανά όπως ένιωθα, το πρόσωπο του Κόσμου έχει αλλάξει τελείως για μένα».
Εξέθετε τακτικά στο Βρετανικό Ιδρυμα από το 1808, στην Ακαδημία του Λίβερπουλ από το 1813-14, στην Εταιρεία Τεχνών του Μπέρμιγχαμ από το 1829 και στο Ινστιτούτο του Γούστερ το 1834-6. Εγινε συνεργάτης της Βασιλικής Ακαδημίας το 1819 και ακαδημαϊκός το 1829, σε ηλικία 53 ετών.
Αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη ζωγραφική του τοπίου, στις σκηνές της «απρόσεκτης παιδικής του ηλικίας» που, όπως είπε, «με έκανε ζωγράφο».
Αυτήν την εποχή η Βασιλική Ακαδημία Tεχνών (Royal Academy of Arts) του Λονδίνου και μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου με μια μεγάλη έκθεση με τίτλο «Late Constable» ερευνά το ύστερο στιλ του John Constable, που ήταν και παραμένει ένας από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους καλλιτέχνες της Βρετανίας.
Βλέπουμε και απολαμβάνουμε την ιδιαίτερη οπτική και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του εξαίρετου δημιουργού που απλώθηκε πληθωρικά στις μεγάλες γκαλερί του Burlington House στο πολύβουο, πολύχρωμο και εορταστικό Πικαντίλι της βρετανικής πρωτεύουσας, παρά τα εντεινόμενα μέτρα προστασίας λόγω της πανδημίας Covid-19.
Ανακαλύπτουμε τα 12 τελευταία χρόνια της καριέρας του –από το 1825 μέχρι τον απροσδόκητο θάνατό του το 1837–, που χαρακτηρίζονται από ελεύθερες και εκφραστικές πινελιές. Εχουν συγκεντρωθεί πάνω από 50 έργα, όπως πίνακες ζωγραφικής και ελαιογραφίες, καθώς και ακουαρέλες, σχέδια, χαρακτικά και εκτυπώσεις, που μας επιτρέπουν μια σε βάθος ματιά στην εξέλιξη του όψιμου στιλ του καλλιτέχνη.
Η έκθεση είναι διατεταγμένη σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα (1825-1829) ξεκινά με το τελευταίο έργο από τις περίφημες σκηνές του «καναλιού» του Σάφολκ, ύψους περίπου 2 μέτρων. Το «The Leaping Horse», 1825, είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα όλης της συλλογής της Βασιλικής Ακαδημίας. Σε αυτόν τον πίνακα διακρίνουμε δεξιά τη λεπτομέρεια του πύργου της Εκκλησίας του Dedham, που μας δείχνει πώς ο Constable απομακρύνθηκε αρχικά από την έννοια της τοπογραφικής ακρίβειας, η οποία ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου του μέχρι εκείνη την εποχή.[....................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου