Annotated A Christmas Carol
Condensed by Dickens for his public readings
1-Marley's Ghost | 2-The First of the Three Spirits | 3-The Second of the Three Spirits | 4-The Last of the Spirits
Stave One - Marley's Ghost
Marley was dead, to begin with. There is no doubt whatever about that. The register of his burial was signed by the clergyman, the clerk, the undertaker, and the chief mourner. Scrooge signed it. And Scrooge's name was good upon 'Change for anything he chose to put his hand to.
Dickens with the Carol
Old Marley was as dead as a door-nail.
Scrooge knew he was dead? Of course he did. How could it be otherwise? Scrooge and he were partners for I don't know how many years. Scrooge was his sole executor, his sole administrator, his sole assign, his sole residuary legatee, his sole friend, his sole mourner.
Scrooge never painted out old Marley's name, however. There it yet stood, years afterwards, above the warehouse door, -- Scrooge and Marley. The firm was known as Scrooge and Marley. Sometimes people new to the business called Scrooge Scrooge, and sometimes Marley. He answered to both names. It was all the same to him.
Oh ! But he was a tight-fisted hand at the grindstone, was Scrooge! a squeezing, wrenching grasping, scraping, clutching, covetous old sinner! External heat and cold had little influence on him. No warmth could warm, no cold could chill him. No wind that blew was bitterer than he, no falling snow was more intent upon its purpose, no pelting rain less open to entreaty. Foul weather didn't know where to have him. The heaviest rain and snow and hail and sleet could boast of the advantage over him in only one respect, -- they often "came down" handsomely, and Scrooge never did.
Nobody ever stopped him in the street to say, with gladsome looks,
"My dear Scrooge, how are you? When will you come to see me?" No beggars
implored him to bestow a trifle, no children asked him what it was
o'clock, no man or woman ever once in all his life inquired the way to
such and such a place, of Scrooge. Even the blindmen's dogs appeared to
know him; and when they saw him coming on, would tug their owners into
doorways and up courts; and then would wag their tails as though they
said, "No eye at all is better than an evil eye, dark master!"
[.....................]
Keep readingA Christmas Carol Reading Text - The Charles Dickens Page
Τσὰρλς Ντίκενς – Χριστουγεννιάτικη ἱστορία (σε πολυτονική γραφή)
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΛΕΪ
Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.
«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.
«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.
Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.
«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.
«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.
«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.
«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».
Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.
Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.
«Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.
«Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.
«Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».
Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.
Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.
Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.
Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα... καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.
Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
«Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».
Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!». Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε:
«Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.
Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.
«Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».
Πῆρε τὸν Σκροῦτζ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ παράθυρο.
Ὁ Σκροῦτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸν ἐνθάρρυνε νὰ πετάξει μαζί του πάνω ἀπὸ στέγες καὶ ἀγρούς. Κι ἦταν πρωὶ ὅταν ἔφτασαν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχιακὴ πόλη.
«Μά, ἐδῶ πέρασα τὰ παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ὁ Σκροῦτζ.
«Ἔ, τότε, θὰ ξέρεις τὸ δρόμο γιὰ νὰ ἔρθεις ἐδῶ», τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα.
«θὰ μποροῦσα νὰ τὸν βρῶ μὲ κλειστὰ μάτια», ἀπάντησε ἐκεῖνος.
«Κι ὅμως, δείχνεις σὰν νὰ ἔχεις ξεχάσει ἀκόμη καὶ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ τόπου», παρατήρησε αὐστηρὰ τὸ Πνεῦμα.
Ὕστερα βάδισαν πάνω στὸ χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Ἀγρότες μὲ τὶς ἅμαξες, παιδιὰ μὲ τ᾿ ἀλογάκια τους. Ὁ Σκροῦτζ τοὺς θυμόταν ὅλους. Τοὺς φώναξε μάλιστα μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἀπάντησε!
«Εἶναι μόνο σκιές», τοῦ ἐξήγησε τὸ Πνεῦμα, «δὲν μᾶς βλέπουν».
Ὁ Σκροῦτζ χάρηκε πολὺ ποὺ ξαναεῖδε φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὰ νιᾶτα του. Καὶ τούτη ἡ χαρὰ ἦταν πρωτόγνωρη γι᾿ αὐτόν. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ ταξιδιῶτες ἔφτασαν σ᾿ ἕνα χωριουδάκι. Μπῆκαν σ᾿ ἕνα μεγάλο κτίριο χτισμένο ἀπὸ τοῦβλα. Στὸ ἐσωτερικὸ ἀντίκρισαν σειρὲς θρανία. Ἦταν σχολεῖο μὲ οἰκότροφους μαθητές, ποὺ σπούδαζαν μακριὰ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους.
Σὲ κάποιο θρανίο, ἕνα μοναχικὸ ἀγόρι, καθόταν καὶ διάβαζε. Κατὰ τρόπο μαγικό, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου πρόβαλαν ἐμπρὸς στὸ παιδὶ - ὁ Ἀλῆ Μπαμπᾶ μὲ τὴν ἀνατολίτικη φορεσιά του, ὁ Ροβινσῶν Κροῦσος μὲ τὸν παπαγάλο του στὸν ὦμο, κι ἄλλοι πολλοί. Στὴν ἀρχὴ ὁ Σκροῦτζ ἐνθουσιάστηκε βλέποντας τοὺς ἥρωες τῶν σχολικῶν του χρόνων. Ἔπειτα, ὅμως, κατάλαβε. Τὸ μοναχικὸ ἀγόρι, μὲ μοναδικὴ παρέα τὰ βιβλία, ἦταν ὁ ἑαυτός του. Κάθησε, τότε, σ᾿ ἕνα θρανίο καὶ ἔκλαψε πικρά.
«Πᾶμε τώρα νὰ ἐπισκεφτοῦμε κάποια ἄλλα Χριστούγεννα», τοῦ πρότεινε τὸ Πνεῦμα.
Καθὼς μιλοῦσε, παρατήρησε ὅτι τὸ παιδὶ μεγάλωσε κι ἔγινε ἔφηβος. Ὁ Σκροῦτζ ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ νεαρὸς ἦταν πάλι μόνος. Οἱ ἄλλοι μαθητὲς θὰ ἐπέστρεφαν στὰ σπίτια τους γιὰ τὶς διακοπές.
Ξαφνικά, ἡ πόρτα ἄνοιξε. Μιὰ νέα καὶ ὄμορφη κοπέλα μπῆκε τρέχοντας στὴν αἴθουσα. Ἦρθε καὶ τὸν ἀγκάλιασε.
«Ἀδελφούλη μου», τοῦ φώναξε. «Ἦρθα νὰ σὲ πάρω. Θὰ πᾶμε στὸ σπίτι νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα!».
«Στὸ σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ.
«Ναί, ζήτησα ἀπὸ τὸν πατέρα νὰ σ᾿ ἀφήσει νὰ ξαναγυρίσεις γιὰ πάντα στὸ σπίτι. Συμφώνησε. Δὲ θὰ ξαναπᾶς ἐσωτερικὸς στὸ σχολεῖο!», τοῦ ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Εἶναι πολὺ γλυκιὰ μὲ χρυσή, μὲ χρυσὴ καρδιά», σχολίασε τὸ Πνεῦμα. «Νομίζω ὅτι πέθανε νέα, πάνω στὴ γέννα!».
«Ναί...» ἀπάντησε σκεφτικὸς ὁ Σκροῦτζ.
Βγῆκαν ἀπὸ τὸ σχολεῖο καὶ περιπλανήθηκαν στοὺς δρόμους. Οἱ βιτρίνες τῶν καταστημάτων ἦταν στολισμένες γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Τὸ Πνεῦμα στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ ἕνα κατάστημα καὶ ρώτησε τὸν Σκροῦτζ ἂν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἐκεῖνος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Ἐδῶ πρωτοεργάστηκα σὰν μαθητευόμενος!».
Μπῆκαν μέσα. Ἕνας ἡλικιωμένος κύριος καθόταν στὸ γραφεῖο.
«Αὐτὸς εἶναι ὁ γερό-Φέζιβικ!.. Ὁ γερό-Φέζιβικ ἀναστημένος!..» φώναξε μ᾿ ἐνθουσιασμὸ ὁ Σκροῦτζ.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ νεαρὸς Σκροῦτζ κι ἕνας ἄλλος μαθητευόμενος μπῆκαν στὴν αἴθουσα.
.....................................]
Συνεχίστε την ανάγνωση:[
Τσὰρλς Ντίκενς – Χριστουγεννιάτικη ἱστορία
Ο Ντίκενς και η επινόηση των Χριστουγέννων
Κι όμως, η δημοφιλία της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του Ντίκενς διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην καθιέρωση των Χριστουγέννων, στον τρόπο με τον οποίο γιορτάζονται και στην κυρίαρχη θέση που απέκτησαν στη δυτική κουλτούρα. Όλα έλαβαν τη μορφή που ξέρουμε σήμερα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Τον Οκτώβριο του 1843, ο Βρετανός συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς (1812 - 1870) αρχίζει να γράφει ένα από τα διασημότερα και πιο αγαπημένα βιβλία όλων των εποχών, το διήγημα «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (πρωτότυπος τίτλος «A Christmas Carol»).
Έγραψε το βιβλίο σε έξι εβδομάδες, στα κενά από τη συγγραφή της λαϊκής νουβέλας «Η ζωή και οι περιπέτειες του Martin Chuzzrlewit», που δημοσιευόταν σε συνέχειες και του προκαλούσε άγχος, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε τύχει ιδιαίτερης υποδοχής. Ήταν μια δύσκολη στιγμή στην καριέρα του. Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία, ίσως ήταν πιο αποδοτική οικονομικά, σκέφτηκε.
Ο βιογράφος του Ντίκενς, John Forster γράφει ότι από τη στιγμή που συνέλαβε την ιστορία, απορρόφησε κάθε σκέψη του. Περπατούσε δεκαπέντε, ακόμη και είκοσι μίλια μέσα στη νύχτα, στους «μαύρους δρόμους του Λονδίνου», σκεπτόμενος την εξέλιξη της και «συνομιλώντας» με τους ήρωες του με τον ενθουσιασμό παιδιού. Μάλιστα, γιόρτασε τα Χριστούγεννα εκείνα με εξαιρετική διάθεση -πήγε στο θέατρο, σε χορούς, δείπνα, συνάντησε φίλους.
Β
Όταν έδειξε όμως, τα χειρόγραφα στους εκδότες του, εκείνοι αδυνατούσαν να καταλάβουν για ποιόν λόγο θα ήταν ενδιαφέρουσα μια ιστορία για τα Χριστούγεννα, καθώς δεν ήταν ούτε δημοφιλή, ούτε διαδεδομένα. Όμως, ο Ντίκενς είχε, εκτός των άλλων, δώσει σημασία σε μία σημαντική «λεπτομέρεια»: Η βασίλισσα Βικτωρία είχε μόλις παντρευτεί τον Γερμανό πρίγκιπα Αλβέρτο.
Τελικά, ο Ντίκενς έγραψε τέσσερα βιβλία για τα Χριστούγεννα, αλλά κανένα δεν είχε την επιτυχία της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, που έγινε best-seller σε χρόνο ρεκόρ.
Στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου
Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ο Ντίκενς επισκεπτόταν τις χριστουγεννιάτικες αγορές στο East End και περιπλανιόταν στις φτωχογειτονιές, κοιτάζοντας τις οικογένειες λίγες ώρες πριν από το δείπνο των Χριστουγέννων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καταγραφή στο βιβλίο του είναι τόσο λεπτομερής, οξυδερκής και βεβαίως, περίτεχνη: Πρόσωπα, δρόμοι, μπακάλικα, φούρνοι με μυρωδάτες ζύμες, στοίβες με φρέσκα φρούτα, λάσπες, κρύο, και χαμογελαστά παιδιά με κόκκινα μάγουλα και κομμάτια πουτίγκας. Εκτός των άλλων, διέθετε και εξαιρετική μνήμη.
Οι φτωχογειτονιές τού ήταν γνώριμες. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών ο Ντίκενς αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για να πληρώσει τα έξοδα στέγασής του και να βοηθήσει την οικογένειά του στην αποπληρωμή χρέους του πατέρα του. Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες στην αποθήκη βερνικιών παπουτσιών του Γουόρεν, στα Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος. Έβγαζε μόλις 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες σε βαζάκια με βερνίκι παπουτσιών.
Ο Ντίκενς άρχισε να γράφει την ιστορία του τις ημέρες που είχε δει το φως της δημοσιότητας κρατική έκθεση για την παιδική εργασία. Η έκθεση, όπως γράφει το time.com είχε τη μορφή συνεντεύξεων με ανηλίκους -τις συνεντεύξεις πήρε ένας δημοσιογράφος φίλος του συγγραφέα- και περιέγραφε λεπτομερώς πώς 8χρονα παιδιά δούλευαν 16 ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα, ράβοντας ρούχα ή σέρνοντας καροτσάκια με κάρβουνα.
Με όχημα τη «χριστιανική αλήθεια»
Στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» ο Ντίκενς δεν προσφέρει απλά μια ζωντανή απεικόνιση της χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας, αλλά γράφει με στόχο να κάνει την ιστορία του όχημα της χριστιανικής αλήθειας.
Άλλωστε, το θέμα δεν είναι η γιορτή, αλλά η στροφή στη συμπόνια και τη γενναιοδωρία: Η ηθική και συναισθηματική μεταστροφή του παράξενου και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ μετά τη νυχτερινή επίσκεψη που δέχεται από τον πεθαμένο συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ και τα φαντάσματα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του Παρόντος και του Μέλλοντος. Μετά από αυτό τα Χριστούγεννα λούζονται με το ουράνιο φως. Ο Ντίκενς κατά έναν τρόπο «μεταποιεί» βιβλικές σκηνές και σύμβολα, βρίσκοντας τρόπο ακόμη και για μία νέα «ανάγνωση» του βαπτίσματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νουβέλα του Ντίκενς είναι πρωτίστως μια ιστορία για τον χριστιανισμό και την απελευθέρωση του ανθρώπου με τη συνδρομή της θείας χάρης.
Το Κίνημα της Οξφόρδης
Στην ουσία, αποτελεί μία σαφή αναφορά στη θεολογική μετατόπιση του 19ου αιώνα από το άγχος της Εξιλέωσης στο άγχος της Ενσωμάτωσης, που υπογράμμισε ο μυσταγωγικός χαρακτήρας του Κινήματος της Οξφόρδης, μετατόπιση που εκφράστηκε με την ανάπτυξη πιο συμβολικών μορφών λατρείας, την ανέγερση νεο-γοτθικών εκκλησιών και την επικράτηση των Χριστουγέννων ως χριστιανικής γιορτής.
Η παλαιότερη, η αρχαιότερη χριστιανική γιορτή ήταν το Πάσχα. Τα Χριστούγεννα άρχισαν να εορτάζονται τον 4ο αιώνα, όταν το 380 μ.Χ. ο Θεοδόσιος καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όσον αφορά στην ημερομηνία -25 Δεκεμβρίου- επιλέχθηκε ως «αντίπραξη» στην ειδωλολατρική γιορτή Natali Sol Invicti, για την ημέρα γέννησης του ακατανίκητου Ήλιου (στις 25 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, τοποθετείται το χειμερινό ηλιοστάσιο).
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων συνεχίστηκε (θεωρητικά) και κατά τη Μεταρρύθμιση, όπως συνέβη και με άλλες «holy days» (ιερές ημέρες), αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο, καθώς η Καλβινιστική και Πουριτανική θεολογία θεωρούσαν ότι μοναδικός ρυθμιστής ήταν οι Γραφές. Μόνο οι Γραφές όριζαν την κανονικότητα.
Στην πραγματικότητα, εξαιτίας της Μεταρρύθμισης ο εορτασμός των Χριστουγέννων απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική. Όταν οι ακραίοι Αγγλικανοί Προτεστάντες, γνωστοί κι ως Πουριτανοί, έφταναν τη δεκαετία του 1620 στις ΗΠΑ ήταν ήδη κατά των Χριστουγέννων. Αποκαλούσαν τη γιορτή «φαιδρή» και την απαγόρευσαν έως και τον 18ο αιώνα.
Μέχρι που η αποκατάσταση του Κάρολου Β’ σήμανε την αποκατάσταση του αγγλικανισμού και την αποκατάσταση των Χριστουγέννων.
Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα όμως, ούτε καν οι λειτουργίες στις εκκλησίες ήταν ενιαίες.
Σύμφωνα με το historytoday.com τα Χριστούγεννα ήταν μια περίοδος γιορτινή, αλλά τον 19ο αιώνα αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο Κίνημα της Οξφόρδης.
Το Κίνημα της Οξφόρδης είναι το θρησκευτικό κίνημα που έλαβε χώρα στο εσωτερικό της Αγγλικανικής Εκκλησίας από διανοούμενους και πάστορες του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με σκοπό την ανανέωση και διαφύλαξη των δογμάτων της Επισκοπιανής εκκλησίας. Βλέποντας αφενός την αδιαφορία και την απομάκρυνση των λαϊκών από τους κόλπους της Εκκλησίας αφετέρου την επέμβαση της πολιτείας στα εκκλησιαστικά θέματα καθώς και την ροπή των κληρικών προς το κοσμικό πνεύμα, θεώρησαν ότι η Εκκλησία είχε ανάγκη μιας εσωτερικής διαμόρφωσης.
Φάτνη, δέντρο και κάλαντα
Κάπου εκεί, στα τέλη του 19ου αιώνα κάνει την εμφάνιση της και η «σκηνή της Γέννησης», που ως έθιμο ανάγεται στην εποχή του Φραγκίσκου της Ασίζης (1182 - 1226) και αρχίζει να χρησιμοποιείται η λέξη «φάτνη» που συμβολίζει τη γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ.
Η νέα προσθήκη στα αγγλικά Χριστούγεννα ήταν γερμανικής προέλευσης και δεν ήταν άλλη από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που έφερε ο Γερμανός πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της βασίλισσας Βικτωρίας. Σε ένα λαϊκό μεσαιωνικό δράμα για τον Αδάμ και την Εύα το κυριότερο στοιχείο τού σκηνικού ήταν ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα, το οποίο συμβόλιζε τον Κήπο τής Εδέμ.
Οι Γερμανοί έστηναν το δέντρο του Παραδείσου στα σπίτια τους στις 24 Δεκεμβρίου, θρησκευτική γιορτή του Αδάμ και της Εύας. Αρχικά κρεμούσαν επάνω του μπισκότα που συμβόλιζαν την όστια. Στην διακόσμηση προσέθεταν συχνά και κεριά, τα οποία συμβόλιζαν τον Χριστό.
Ο Ντίκενς χρησιμοποιεί το δέντρο για να ενώσει κάτω από τα κλαδιά του τις δυνατές εικόνες των Χριστουγέννων με τα δώρα και τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας. Υπό το φως της χάρης «όλα τα συνηθισμένα πράγματα γίνονται ασυνήθιστα και μαγεμένα» γράφει, εντάσσοντας την εικόνα αυτή στο κεντρικό θέμα της ιστορίας του, τη μεταστροφή.
Όσο για τα φαντάσματα, δεν είναι παρά μία υπενθύμιση της αγάπης που έτρεφε η βικτωριανή Αγγλία για το παραφυσικό.
Επίσης, μέχρι τον 19ο αιώνα τα Χριστούγεννα δεν είχαν κάλαντα, μόνον ύμνους. Τα κάλαντα ήταν αρχικά τραγούδια χαράς που συνοδεύονταν από χορό. Η ίδια η λέξη προέρχεται από την ιταλική, carola (carols) που σημαίνει «κυκλικός χορός».
Το 1844 ο William John Butler, έγραφε στους ενορίτες του στο Hertfordshire:«Εδώ οι άνθρωποι δεν νιώθουν τα Χριστούγεννα. Παρατήρησα ότι φορούν τα ρούχα της δουλειάς τους και η προσέλευση τους στην εκκλησία είναι μικρότερη από τις Κυριακές. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει όχι μόνο εδώ, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Ο λαός έχει ξεχάσει τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές και μαζί τους τα σημαντικά γεγονότα που αυτές σηματοδοτούν. Οι παπικοί τρόποι μπορεί να είναι πολύ κακοί, αλλά τουλάχιστον δίνουν τις βάσεις της πίστης και της σωτηρίας».
Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Ντίκενς αντανακλούσε και την ίδια στιγμή, συνέβαλε στη αναβίωση των Χριστουγέννων κατά τη βικτοριανή εποχή.
Ίσως για αυτό, ο Ντίκενς, ο συγγραφέας των έργων «Η ιστορία δύο πόλεων» και «Όλιβερ Τουίστ», έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που επινόησε τα Χριστούγεννα.
_______________________________
Χριστουγεννιάτικη ιστορία - Βικιπαίδεια
Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του γερό τσιγκούνη Σκρούτζ, (ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ).
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: George Scott, Frank Finlay, Lucy Gutteridge, Angela Pleasence, Roger Rees, David Warner, Edwart Woodward, Susannah York, Timothy Bateson, Derek Francis, Michael Gough, Caroline Langrishe, John Quarmby, John Sharp, Joanne Whalley, Peter Woodthorpe, Anthony Walters, Nigel Davenport, Mark Strickson, Liz Smith, Brian Pettifer, Catherine Hall, Peter Setelen, Pat Ross, Joe Blatchley, Gavin Asher, Rebecca Burrill, Cathryn Harrison, Daniel Chatto, Tim Murno, Alan Bodenham, Spencer Banks, Louise Gasser, Kieron Hughes, Sasha Wells, Orlando Wells, Nancy Dodds, και ο Ian Giles.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου