Ο σταθμάρχης Φαλλμεράϋερ
της Δήμητρας Ρουμπούλα
anagnostis.gr
«Δεν μας άφησε ούτε μια φράση που να μη φέρει τη σφραγίδα της καλλιτεχνικής τελειότητας», έγραφε ο Στέφαν Τσβάιχ για τον φίλο του Γιόζεφ Ροτ. Ακόμη και αν εξετάσει κανείς την πρόζα του με μεγεθυντικό φακό όπως για ένα πολύτιμο πετράδι, δεν θα βρει, συνεχίζει, «το παραμικρό ράγισμα στην αδαμάντινη καθαρότητά της, το παραμικρό ψεγάδι στην εξαίσια λάμψη της».
Όταν διατύπωνε τις παραπάνω φράσεις ο Τσβάιχ δεν μπορεί να μην είχε κατά νου και τη νουβέλα «Ο σταθμάρχης Φαλλμεράϋερ»: ένα μικρό διαμάντι μέσα στο συνολικό έργο της σύντομης ζωής του βιρτουόζου του ύφους, του δεξιοτέχνη στην παρατηρητικότητα και του ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής και της εποχής του, Γιόζεφ Ροτ.
Ο «Σταθμάρχης Φαλλμεράϋερ», που κυκλοφορεί από την «Άγρα» σε νέα μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, είναι μια ιστορία αγάπης, με άδοξο τέλος, που μοιάζει σαν να εξελίσσεται έξω από την πραγματική ζωή και μάλιστα σε εφιαλτικούς καιρούς. Ο Άνταμ Φαλλμεράϋερ ζει μια μονότονη και πληκτική καθημερινότητα ως οικογενειάρχης και ως σταθμάρχης σε έναν σταθμό της γραμμής Βιέννη-Τεργέστη, μόλις δύο ώρες από τη Βιέννη, μέχρι τη στιγμή που ένα δυστύχημα με δύο τραίνα, αποτέλεσμα ανθρώπινου λάθους, ανατρέπει τα πάντα στον βίο του. Εκείνη η μέρα του Μαρτίου του 1914 αποδεικνύεται για εκείνον «σημαδιακή και σπουδαία». Μέσα από μια «τρομερή καταστροφή» γεννιέται ένας μεγάλος έρωτας, κεραυνοβόλος και απόλυτος. Στη ζωή του σταθμάρχη εισβάλει μια εξωτική γυναίκα, η Ρωσίδα κόμισσα Βαλέβσκα, από την περιοχή του Κιέβου, το παράξενο άρωμα της οποίας τον τραβά σαν μαγνήτης, την ίδια ώρα που άλλοι πολλοί βοηθούν και σώζουν κόσμο. Η κόμισσα είναι απλώς σοβαρά σοκαρισμένη και για μια εβδομάδα φιλοξενείται στο σπίτι του σταθμάρχη όπου ζει με τη γυναίκα του και τις δίδυμες κόρες τους. Το άρωμά της ποτίζει την κάμαρά του, τη μνήμη και την καρδιά του Φαλλμεράϋερ. Αυτό θα τον οδηγήσει αργότερα πολύ μακριά, εκεί που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο άλλοτε ήρεμος οικογενειάρχης και πάντα ευσυνείδητος και έντιμος κρατικός υπάλληλος.
Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί εφιάλτη για ολόκληρο τον κόσμο, όχι όμως και για τον ερωτευμένο σταθμάρχη που δεν μπορεί να ξεχάσει την όμορφη κόμισσα από το εχθρικό έδαφος. Θα μπορούσε λόγω της φύσης της δουλειάς του να παραμείνει στα μετόπισθεν, αλλά ο πόλεμος εμφανίζεται για αυτόν ως ευκαιρία. «Μόνο ο Φαλλμεράϋερ είχε την αίσθηση πως ο πόλεμος τον είχε λυτρώσει από μιαν αδιέξοδη κατάσταση». Έτσι εγκαταλείπει το σπίτι του, κατατάσσεται και βρίσκεται στο ανατολικό μέτωπο, στην πατρίδα της. Παρασημοφορείται, γίνεται ανθυπολοχαγός, αργότερα υπολοχαγός, τραυματίζεται αλλά αρνείται την αναρρωτική άδεια προκειμένου να παραμείνει κοντά της. Μαθαίνει με πάθος ρωσικά, τη μητρική της γλώσσα, για να της εκφράσει τα συναισθήματά του μόλις την συναντήσει.
«Ολόκληρος παγκόσμιος πόλεμος τους είχε χωρίσει, μα αυτός της μιλούσε», εκεί στο κτήμα της οικογένειας Βαλέβσκι στα νότια του Κιέβου. Νιώθει ευγνωμοσύνη για τη μοίρα, που τον έχει οδηγήσει στον πόλεμο και στο σπίτι της κόμισσας, η οποία αρνείται να το εγκαταλείψει καθώς ο σύζυγός της βρίσκεται κι αυτός στο μέτωπο. Οι δυο τους ζουν μια ερωτική θύελλα. Όμως ο πόλεμος τελειώνει, ο αυστριακός στρατός διαλύεται, ο γερμανικός αποχωρεί, ο Κόκκινος των Ρώσων έχει αρχίσει την επέλασή του και οι ξεσηκωμένοι μουζίκοι ετοιμάζονται να ληστέψουν τα αρχοντικά των αφεντάδων. Τίποτα δεν φοβίζει περισσότερο τον Φαλλμεράϋερ, που έχει κόψει κάθε δεσμό με τον παρελθόν, από μια αναπάντεχη ειρήνη. «Ας μην ειρήνευε ποτέ ξανά η γη».
«Συμβαίνει αυτό σε κάποιους ανθρώπους, όταν η υπερβολή του πάθους μεθά τις αισθήσεις τους, παραλύει την αντίληψή τους, ναρκώνει τη σκέψη τους», σχολιάζει ο συγγραφέας για τον ήρωά του ο οποίος νιώθει σαν να είναι μόνος στη γη, ενώ «ο μεγάλος κόσμος τραβά τους ανεξιχνίαστους δρόμους του». Μόνη του έγνοια τώρα είναι να σώσει την αγαπημένη του και την αγάπη τους. Φροντίζει για τη φυγάδευσή τους προς το νότο, με προορισμό, μέσω Τιφλίδας και Κωνσταντινούπολης, το Μόντε Κάρλο όπου η κόμισσα διατηρεί μια μικρή έπαυλη. Ο νότος ήταν πάντα το όνειρο του Φαλλμεράϋερ από τότε που ήταν σταθμάρχης σε μια περιοχή του βορρά. Κάποτε πήγε διακοπές στο Μπότσεν με τη γυναίκα του και τα δίδυμά τους, αλλά αυτό δεν ήταν ούτε ο νότος ούτε η θάλασσα. Ο «Νότος» για εκείνον ήταν όχι ένας απλός γεωγραφικός προορισμός αλλά «ελευθερία και ευτυχία».
Μέσα σε κοσμογονικές στιγμές της μεγάλης ιστορίας, οι δύο εραστές ζουν τη δική τους μικρή ιστορία, μόνοι και μακριά από όλα. Ο κόσμος χωρά μόνο αυτούς. Η περιουσία που πήρε μαζί της η κόμισσα τους επιτρέπει να μην εργάζονται. Ο σταθμάρχης θεωρείται αγνοούμενος από τους συγγενείς του, άρα νεκρός, όπως και ο κόμης Βαλέβσκι. Η μοίρα όμως κάποτε φέρνει αλλιώς τα πράγματα: ο κόμης έχει γλιτώσει από τη λαίλαπα του πολέμου και επιστρέφει. Κι ενώ έχουν αποφασίσει να του πουν την αλήθεια, η κόμισσα τρέχει αμέσως να φροντίσει τον ανάπηρο σύζυγό της. Τότε ο σταθμάρχης φεύγει και «ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι΄ αυτόν».
Η νουβέλα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Άμστερνταμ το 1933, τον πρώτο χρόνο δηλαδή της αυτοεξορίας του συγγραφέα. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ενώ ο Ροτ περιγράφει την ιστορία από την πλευρά του ήρωα, για τον οποίο δανείζεται το μικρό του όνομα συμβολικά από την Παλαιά Διαθήκη. Άνταμ, δηλαδή Αδάμ, ο οποίος τιμωρείται μετά το δικό του «προπατορικό αμάρτημα», που δεν είναι άλλο παρά η αδιαφορία για τον «μεγάλο κόσμο» γύρω του. Ο σταθμάρχης, όπως από την αρχή μας προειδοποιεί ο συγγραφέας, λόγω του «αμαρτήματός» του «έχασε τη ζωή του – που ειρήσθω εν παρόδω δεν επρόκειτο να ήταν λαμπρή, ίσως ούτε καν ικανοποιητική».
Σε κάθε περίπτωση ο «Σταθμάρχης Φελλμεράϋερ» είναι ένας ύμνος στον έρωτα, που δεν υπολογίζει σε κανόνες και συμβάσεις. Ταυτοχρόνως είναι και η αποθέωση της λιτής, ζωντανής και άμεσης γραφής χωρίς φτιασίδια και φλυαρίες, αν και όταν γράφεται ο συγγραφέας έχει αποστασιοποιηθεί από το ρεύμα της Νέας Αντικειμενικότητας που είχε γεννηθεί στη Γερμανία ως αντίδραση τον εξπρεσιονισμό.
*“Ο τηλέγραφος κροτάλιζε αδιάκοπα. Και έξω έβρεχε. Είχαν πιάσει νωρίς οι βροχές. Πριν από μία βδομάδα μόλις, φτυάριζαν ακόμα το χιόνι από τις ράγες και τα τραίνα έρχονταν κι έφευγαν με τρομερές καθυστερήσεις. Και ξαφνικά μία νύχτα άρχισε να βρέχει. Το χιόνι χάθηκε. Κι απέναντι απ’ τον μικρό σταθμό, εκεί όπου η απρόσιτη εκτυφλωτική ομορφιά του αλπικού χιονιού υποσχόταν αιώνια κυριαρχία του χειμώνα, απλωνόταν εδώ και λίγες μέρες μια απερίγραπτη γκριζογάλανη θολούρα, που δεν είχε καν όνομα: σύννεφα, ουρανός, βροχή, βουνά, όλα ένα.
Έβρεχε και ο αέρας ήταν χλιαρός. Η άνοιξη είχε έρθει βιαστική πριν από την ώρα της- τέτοια βιαστική άνοιξη δεν είχε ξαναδεί ο σταθμάρχης Φαλλμεράϋερ. Οι υπερταχείες, που πήγαιναν στον Νότο, στο Μεράν, στην Τεργέστη, στην Ιταλία, δεν σταματούσαν ποτέ στον μικρό σταθμό του. Δύο φορές την ημέρα προσπερνούσαν αλύπητα τον Φαλλμεράϋερ, που στεκόταν στην αποβάθρα ανεμίζοντας το κόκκινο πηλήκιό του”.
** “Αγαπούσε αυτός την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου. Την είχε συνέχεια δίπλα του, όπως χρόνια ολόκληρα πριν την είχε μέσα του. Τώρα ζούσε ο ίδιος μέσα σ’ εκείνη. Στα μάτια της έβλεπε κάθε ώρα και στιγμή τον εαυτό του, όποτε ήταν κοντά της -και δεν υπήρχε ώρα της ημέρας που να μην είναι κοντά οι δυο τους”.
Γεννημένος από φτωχούς Εβραίους γονείς το 1894 στο Μπρόντι της Γαλικίας, στο ανατολικό άκρο της Αυστροουγγαρίας που σήμερα μοιράζεται μεταξύ Πολωνίας και Ουκρανίας, ο Ροτ θεωρείται, εκτός από τους πιο εκθαμβωτικούς δημοσιογράφους της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, με φανατικούς αναγνώστες (και στην Ελλάδα). Ένα από τα μυθιστορήματα αυτού του «αοιδού του λυκόφωτος της παλιάς Ευρώπης», σύμφωνα με τον Κλάουντιο Μάγκρις, «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ» συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα. Ενώ το «Ο σταθμάρχης Φαλλμεράϋερ» θεωρείται «εφάμιλλο, αν όχι ανώτερο, ακόμα και των διηγημάτων του Τσέχοφ», όπως γράφει η σπουδαία Ναντίν Γκόρντιμερ, σε κείμενο που περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση.
«Απόλυτα συντονισμένος με την καταστροφική εποχή στην οποία έζησε», κατά τον Χάρολντ Μπλουμ, ο Γιόζεφ Ροτ ήταν από τους πρώτους που διέβλεψαν τον κίνδυνο του ναζισμού βλέποντας από το 1922 την έλευση του Χίτλερ. «Πρέπει να φύγουμε, ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά», έγραψε το 1932 σε φίλο του. Ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι ομότεχνοί του, συμπεριλήφθηκε στη μαύρη λίστα των ναζί και τα βιβλία του ρίχθηκαν στην πυρά τον Μάιο του 1933. Μερικούς μήνες νωρίτερα, με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, εγκατέλειψε το Βερολίνο και αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία όπου και πέθανε το 1939, στα 45 του, από αλκοολισμό σε νοσοκομείο απόρων του Παρισιού, απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση και το μέλλον της Ευρώπης, έχοντας όμως αφήσει παρακαταθήκη συγκλονιστικά έργα εμποτισμένα με βιώματα – μαρτυρίες μιας σπαρακτικής ζωής και εποχής, τα οποία διαπερνά μια διορατική αίσθηση, που μέσα στην απλότητά της, αναδεικνύει ένα μεγάλο ηθικό φιλοσοφικό βάρος.
- Την έκδοση συνοδεύει ένθετο φυλλάδιο με ένα δοκίμιο του Διονύση Καψάλη για τον Γόζεφ Ροτ, «Η φούγκα της νοσταλγίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου