ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ Ο... ΒΑΡΔΑΡΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ : Τα μυστικά θέλουνε τάφους επτασφράγιστους …
Θωμάς Κοροβίνης
Τα μυστικά θέλουνε τάφους επτασφράγιστους. Και τα μυστήρια, μύστες ικανούς, για να τελεστούν. Οι Κάβειροι της Σαμοθράκης μας κληροδότησαν τα ιερά – μα, για τη λειτουργική τους ούτε ίχνος. Η μυστηριακή παράδοση στάθηκε φειδωλή στις σε βάθος αποκαλύψεις. Ούτε ρωγμή. Εικάζουμε μόνον.
Η ιστορία της Θεσσαλονίκης αποτελεί –κατά μία οπτική– τη διαχρονική επιστρωμάτωση ανάγλυφων μα και αφανέρωτων παλίμψηστων. Στο επιστητό της διαπλέκονται μύθοι και αλήθειες, θρύλοι και συμβάντα.
Στην αρχαιότητα λατρεύτηκε εδώ ο Βάκχος. Αλλά πώς; Λένε με φαλλικές πανηγύρεις. Υπερίπτανται, άραγε, στον θόλο της περί το μισό εκατομμύριο ψυχές, Θεσσαλονικέων βρικολάκων, «προσγείων», όπως τους λέει ο ποιητής Μάριος-Μαρίνος Χαραλάμπους στη μελέτη του Μυστική Θεσσαλονίκη;
«Της Σαλονίκης το θεριό βγήκε να σεριανίσει.
Βάζει γεναίκας φορεσιά, γεναίκας πασουμάκι,
γεναίκα βγαίνει, κάθεται μέσα στο σταυροδρόμι…» (δημοτικό τραγούδι)
Από τα μικράτα μας ακούγαμε για αιμοβόρα στοιχειά στο «Κόκκινο Σπίτι» –απέναντι απ’ την Αγιά Σοφιά–, που το μετατρέπει ο νυν δεσπότης του «Θεσσαλονικάρχης» Ιβάν σε προτεκτοράτο του ΠΑΟΚ, για τρομοκρατικά φαντάσματα του Σέιχ Σου, για ζουρλούς ρασοφόρους στην Άνω Πόλη που παίρνουν στο κυνήγι μεταμεσονύχτιους διαβάτες, για το «στοιχειωμένο σπίτι» στου Βότση που των αδυνάτων αδύνατο να κατοικηθεί, για υπόγειες σήραγγες λαβυρινθώδεις, για χριστιανικές κατακόμβες και κρύπτες που σχηματίζουν μια δεύτερη πόλη με τούνελ – και λοιπά συγγενικά.
Στη νιότη μας ανακαλύψαμε –τα μέχρι τούδε ανεξήγητα– εντυπωσιακά, σκόρπια, «χυμένα» γλυπτά –σαν από χέρι κάποιου δικού μας Γκαουντί– στους Κήπους του Πασά, όπου το κάλλος και το δέος.
Καθώς τυγχάνω πολύπλαγκτος στρατοκόπος, ευτύχησα να ανταμωθώ με άλλους πλάνητες του άστεως, με κάποιους σύγχρονους περπατημένους «μύστες», αλήτες και ποιητές, οι οποίοι, δασκαλεμένοι από παλιότερους, μ’ έμπασαν σε κόλπα κρυφά, μικρά μυστικά, που έκαναν την ταραγμένη μου νιότη λιγότερο οδυνηρή.
Δεν υπάρχουν πια. Αφανίστηκαν κι εκείνοι μαζί με τα επεισοδιακά στέκια μου, ερωτιάρικα, ρωμαλέα, επαναστατικά, όπως π.χ. ο «Τζότζος», η «Δόμνα», η «Σεχραζάτ», ο «Παράδεισος» και η «Όμορφη νύχτα». Εκεί όπου γεννιόνταν όντως τέτοιες εκπλήξεις που εξελίσσονταν σε «μυστήρια». Όπου σε «μυούσε» αυτόματα ή σταδιακά και το βαρβάτο σου ένστικτο, η ορμή της νιότης, η αισθησιακή ευτολμία και η αυθεντική λαϊκότητα. Όλα αυτά σχεδόν μία δεκαετία προτού περάσουμε στον νέο αιώνα.
Έκτοτε, μυσταγωγοί και μυημένοι σκόρπισαν σαν τρελαμένα πουλιά μες στην ανεμοδούρα.
Μα, κάνω ακόμη επί χιλιομέτρων χιλιόμετρα στις ρίμες της πολιτείας, επιμένοντας να ξαναπιώ απ’ το ίδιο –«αθάνατο», όπως πίστεψα στη νιότη μου– νερό, οργώνοντας ξανά και ξανά τις ίδιες πέτρες που τις ξέρω και με ξέρουν. Μπας και αποκαλυφθούν νέα «μυστήρια». Μπας και πετύχω το «θαύμα».
Νιώθω νυχτοπερπατώντας συχνά σχεδόν ψηλαφητή τη συντροφιά αδερφών ομοαίματων που αλληλοσφραγίστηκαν μ’ αυτή την πόλη, σαν τον Ιωάννου και τον Ασλάνογλου, με τη νοερή παρέα του Χριστιανόπουλου στο πλάι μου, που του έλαχε Γολγοθάς αναπάντεχος στα στερνά του.
Δεν είναι πόλη για απροσκύνητους η Σαλόνικα. Θέλει κάθε ώρα να της κάνεις τεμενάδες. Δεν αμφισβήτησε τους σατραπικούς εναγκαλισμούς που την καθήλωσαν, δεν αποδέχτηκε τις εσφαλμένες επιλογές της που της στένεψαν τα τακούνια –και ακόμη στραβοπατάει–, δεν έδιωξε τα δυναστικά φαντάσματά της. Δεν δικαίωσε τόσο άδικο αίμα που κύλησε στους δρόμους, στον Ιππόδρομο, στις αγορές και στις πλατείες, στους ναούς, στις χάβρες και στα τεμένη της, μέσα στο διάβα της Ιστορίας.
Αντιμάχομαι την πλασματική, απατηλή εικόνα της που τη συστήνουν ευκαιριακές καρτ-ποστάλ. Περί ερωτικών και άλλων τινών δαιμονίων. Δύσκολη πόλη! Πρέπει να σκάβεις διαρκώς! Αγόγγυστα! Να σαμποτάρεις τις εμμονικές αντιστάσεις της. Όσο και να την πονάς, όσο και να ματώνεις στα καλντερίμια της, δεν σε ξεδιψάει. Δεν σου παραδίδεται.
Δεν είναι πόλη για απροσκύνητους η Σαλόνικα. Θέλει κάθε ώρα να της κάνεις τεμενάδες. Δεν αμφισβήτησε τους σατραπικούς εναγκαλισμούς που την καθήλωσαν, δεν αποδέχτηκε τις εσφαλμένες επιλογές της που της στένεψαν τα τακούνια –και ακόμη στραβοπατάει–, δεν έδιωξε τα δυναστικά φαντάσματά της. Δεν δικαίωσε τόσο άδικο αίμα που κύλησε στους δρόμους, στον Ιππόδρομο, στις αγορές και στις πλατείες, στους ναούς, στις χάβρες και στα τεμένη της, μέσα στο διάβα της Ιστορίας.
Ναι, είναι ένας τόπος μαρτυρίου πλέον του μυστηρίου. Και τα μεν μαρτύρια καρτερούν τον γδικιωμό τους. Ικανό δε πλήθος συμπολιτών μας σέρνει ακόμη τον χορό στο ίδιο τέμπο, απ’ τον καιρό της λεγόμενης «απελευθέρωσης» κι έπειτα, ομού μετά εθνοκεντρικών καθηλώσεων και ψυχοπαθολογικών συνδρόμων ανίατου καθωσπρεπισμού και παπαδοκρατίας. Αυτά δεν είναι μυστήρια. Είναι κοινές αλήθειες ανομολόγητες.
Είναι, λοιπόν, η λατρεμένη, πολυτραγουδισμένη και μυθοποιημένη Σαλονίκη μια πόλη μαρτυρική. Παράλληλα, μάλλον είναι και «μυστική». Και πάντως πόλη μυστήρια. Comme il faut και φοβιτσιάρα.
Όμως παράδοξα –κι ώρες ώρες παράφορα– και αφοπλιστικά ελκυστική. Μια παιδεμένη γερόντισσα με πολυτάραχο βίο, σεμνότυφη, αλλά προκλητικά πανέμορφη –μείξη ακόρεστης εταίρας και άσπιλης ηγουμένης–, με μια μόνιμη υγρασία υφάλμυρη που σε προσκαλεί σε μυσταγωγικές συνουσίες. Που συντελούνται θέλοντας και μη, στεγασμένες ή υπαίθριες, σε ελάχιστη απόσταση από κάποιαν απ’ τις μοναδικές στον κόσμο βυζαντινές εκκλησίες της.
Τέτοιες –που με πληγώνουν (αλλά και με «φτιάχνουν»)– κάνω σκέψεις, εν κρυπτώ και φανερώ, ενώ περνώ καταμεσήμερο έξω απ’ την άλλοτε κοσμοπολίτικη κεντρική αγορά «Μοδιάνο», απ’ την πλευρά της Ερμού –καθώς ολοκληρώνεται το άδειασμα απ’ τα καταστήματα και ετοιμάζεται η ανασκευή της, Κύριος οίδε, σε τι–, ακούγοντας το φάντασμα μιας αλλοτινής μου λάγνας γειτόνισσας Ισπανοεβραίας, της μαντάμ Μαρί, να τραγουδάει όπερες και θωρώντας το σέρτικο μαναβάκι από απέναντι, απ’ τη λαϊκή αγορά, το Καπάνι, να της απαντάει παιχνιδιάρικα με νταλγκαδιάρικους αμανέδες.
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι συγγραφέας και μουσικός.
Πηγή: LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου