Το ρεμπέτικο μου έμαθε να μιλώ σταράτα
Συνέντευξη με τον πολυοργανίστα και δεξιοτέχνη της λαϊκής κιθάρας, Δημήτρη Μυστακίδη
Η καλλιτεχνική του ανησυχία εκτείνεται από τη δημιουργία μέχρι το
συνδικαλισμό και είναι ταυτισμένος μάλλον με τη λαϊκή κιθάρα. Οι
νεότεροι όμως ίσως τον έμαθαν από το τελευταίο του χιπ χοπ τραγούδι με
τον τίτλο «Μίλα», που επιχειρεί να συνομιλήσει με τους νέους, με
ευαισθησία και αισιοδοξία. Πράγμα που έτσι κι αλλιώς είναι σημαντικό για
τον Δημήτρη Μυστακίδη και με την ιδιότητα του ως δασκάλου, αφού από το
2001 είναι καθηγητής στο τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ
Ηπείρου, όπου διδάσκει λαϊκή κιθάρα, λαούτο και σύνολα, ενώ από το 2014
διδάσκει στο μεταπτυχιακό τμήμα της Σχολής Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης
του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Μετρά τριάντα χρόνια επαγγελματικής
ενασχόλησης και έχει συνεργαστεί με την πλειοψηφία των Ελλήνων
καλλιτεχνών.
Με την κυκλοφορία του πρώτου του προσωπικού δίσκου «16 Ρεμπέτικα με
Κιθάρα» το 2007, έφερε στην πρώτη γραμμή τη λαϊκή κιθάρα και την
ιδιαίτερη τεχνική της. Επόμενοι δύο δίσκοι, οι «Αψιλίες», το 2009, με
προπολεμικά και σμυρνέικα τραγούδια και το «Ψιθυρίζοντας το ρεμπέτικο»,
το 2013, με ρεπερτόριο ενορχηστρωμένο για λαϊκή κιθάρα και γιαϊλί
ταμπούρ. Ο επόμενος του δίσκος «Εσπεράντο» κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του
2015 και περιλαμβάνει μεταπολεμικά τραγούδια διασκευασμένα και
ενορχηστρωμένα αποκλειστικά για λαϊκή κιθάρα με τη συμμετοχή 16
σπουδαίων τραγουδιστών. Ο τελευταίος του δίσκος «Amerika» κυκλοφόρησε
τον Απρίλιο του 2017. Περιλαμβάνει τραγούδια της πρώιμης περιόδου του
ρεμπέτικου που γράφτηκαν από Έλληνες μετανάστες στην Αμερική και είναι
όλα διασκευασμένα με την τεχνική της «τσιμπητής» κιθάρας
(www.dimitrismystakidis.gr).
Είναι τόσο πλούσιος συνομιλητής όσο και το βιογραφικό του. Μίλησε στην
«Εποχή» από τη Θεσσαλονίκη όπου ζει και εργάζεται τον περισσότερο χρόνο.
Τη συνέντευξη πήρε η Ζωή Γεωργούλα
Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε ένα σίριαλ, όσον αφορά τις
πολιτιστικές εκδηλώσεις και βέβαια τους εργαζόμενους στο χώρο του
πολιτισμού. Επεισόδια του ίδιου σίριαλ εξελίχθηκαν όλο το προηγούμενο
διάστημα της κρίσης που επέφερε η διαχείριση της πανδημίας. Τι
συμπεράσματα μπορεί κάποιος να βγάλει έχοντας πλέον ως δείγμα μια ικανή
περίοδο πολιτικών επιλογών στο χώρο του πολιτισμού;
Όσον αφορά τους μουσικούς και τα επαγγέλματα γύρω από αυτούς, όπως οι
τεχνικοί κ.ά., για τους οποίους έχω σαφέστερη εικόνα, καταρχάς
αποκαλύφθηκε η δική μας παθογένεια, αφού ασχοληθήκαμε με το συνδικαλισμό
μόνο τώρα που βρεθήκαμε ενώπιον του προβλήματος. Το αποτέλεσμα ήταν μια
αρκετά μεγάλη πρωτοφανής συσπείρωση, η οποία όμως άρχισε να
εξανεμίζεται με την άρση του πρώτου λοκ ντάουν. Συνεπώς, πρώτη
παρατήρηση, δεν υπάρχει συνδικαλιστική συνείδηση σε εμάς τους ίδιους.
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τις ευθύνες της πολιτείας, όπου αναδείχθηκε
ξεκάθαρα ότι ποτέ κανείς δεν είχε ασχοληθεί με το ζήτημα των εργασιακών
δικαιωμάτων μας. Ένα μικρό εύγλωττο παράδειγμα είναι ο τεράστιος
αριθμός ΚΑΔ που αφορούν τους εργαζόμενους στο χώρο της μουσικής.
Υπάρχουν λοιπόν ευθύνες και στις δύο πλευρές, αλλά να μην τις
εξομοιώνουμε. Το κράτος είναι αυτό που πρέπει να παίρνει την πρωτοβουλία
και να μεριμνά για τους εργαζόμενους.
Πήρες μέρος σε μια άλλου τύπου συναυλία, μια ηλεκτρονική
συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που έγινε πρόσφατα μέσω μια
καινούργιας πλατφόρμας. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία, τι αποκόμισες;
Σε καμία περίπτωση η συναυλία με live streaming δεν μπορεί να
υποκαταστήσει το γεγονός που συμβαίνει όταν συναυλιζόμαστε. Ωστόσο,
είναι ένας άλλος τρόπος για να παρουσιάσεις τη μουσική σου προς τον
κόσμο, που σε αυτές τις ειδικές συνθήκες δίνει τη δυνατότητα σε αρκετό
κόσμο, που δεν δύναται λόγω ευαλωτότητας, να παρακολουθήσει μια συναυλία
«ζωντανά». Για αυτούς τους ανθρώπους θα άξιζε να συνεχιστεί μια τέτοια
δραστηριότητα και μετά την όποια κανονικότητα μπορεί να επέλθει.
Η καλλιτεχνική σου δημιουργία έχει σε αρκετά μεγάλο βαθμό
συνδεθεί με το ρεμπέτικο. Τι σου έμαθε σε ανθρώπινο επίπεδο η ενασχόληση
σου με αυτό το μουσικό είδος;
Το ρεμπέτικο μού έμαθε ότι το να λες τα πράγματα απλά και σταράτα πιάνει
τόπο. Ότι το περίσσιο χαλάει το ίσιο. Ότι χρειάζεται αλήθεια για να
προχωρήσουμε παρακάτω.
Ήσουν παρών και ενεργός σε πολύ σημαντικές περιόδους ή
καλύτερα παρέες του ελληνικού τραγουδιού. Μια από αυτές είναι η Λοξή
Φάλαγγα, η καλλιτεχνική ομάδα του Νίκου Παπάζογλου. Τώρα που ο χρόνος
επιτρέπει μια απόσταση, τι εμπειρίες αποκόμισες από αυτή τη (μα)θητεία;
Το σημαντικότερο που αποκόμισα ήταν τα πάρα πολλά ταξίδια σε όλη την
Ελλάδα και η επαφή με ανθρώπους που είχαν πολύ μεγάλη λαϊκή σοφία.
Επειδή ο Νίκος ήθελε να ταξιδεύει παντού και να παίζει σε χώρους
ιδιαίτερους που ο ίδιος είχε επιλέξει, ερχόμασταν σε επαφή με ανθρώπους
που τους ένοιαζε ο πολιτισμός και βοηθούσαν να υλοποιηθεί μια συναυλία
σε δύσκολες συνθήκες. Για παράδειγμα, ο Νίκος ήθελε να παίξει στο Κάστρο
της Θάσου που δεν είχε ανοίξει ποτέ για συναυλία. Έβρισκε ανθρώπους που
με τα μουλάρια τους ανέβαζαν τον εξοπλισμό. Άνθρωποι που μπορεί να ήταν
αγρότες, απλοί λαϊκοί άνθρωποι. Τότε εγώ ήμουν 22 χρονών και η
συναναστροφή επί μεγάλο διάστημα με τέτοιους ανθρώπους από όλη την
Ελλάδα μού έδωσε σημαντικές εμπειρίες.
Η εμπειρία σου ως δασκάλου τι σου έχει διδάξει;
Όσο περνούν τα χρόνια, αναρωτιέμαι ποιος μαθαίνει σε ποιον. Αν δεν
συμμετείχα σε αυτήν την εκπαιδευτική διαδικασία με τα νέα παιδιά, δεν
ξέρω αν θα είχα κάνει ό,τι έχω κάνει καλλιτεχνικά. Η συναναστροφή μαζί
τους με κάνει καλύτερο άνθρωπο, με μαθαίνει να είμαι πιο ανεκτικός.
Έχει ενδιαφέρον ότι το μοναδικό τραγούδι στο οποίο έχεις
γράψει και στίχους και μουσική είναι το «Μίλα». Ένα τραγούδι σε ρυθμό
χιπ χοπ, που μουσικά και στιχουργικά μοιάζει σαν μια προσπάθεια να
επικοινωνήσεις ευθέως με τη νέα γενιά.
Είναι ακριβώς αυτό που λες. Σε μια κουβέντα που έκανα με την 14χρονη
κόρη μου, συνειδητοποίησα ότι η χιπ χοπ, και ιδιαίτερα οι στίχοι, είναι
σημαντική δίοδος επικοινωνίας για τους νέους. Μελέτησα λοιπόν αυτή τη
μουσική και έφτιαξα ένα τραγούδι για να μιλήσω στην κόρη μου με ένα
τρόπο που να της είναι οικείος.
Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σου;
Να οργανωθούμε ως Σύλλογος Μουσικών Βορείου Ελλάδας, γιατί αυτό που μας
περιμένει τη χειμερινή περίοδο είναι πολύ δύσκολο. Δεν ξέρουμε ακόμα αν
και με τι όρους θα λειτουργήσουν οι κλειστοί χώροι. Θέλουμε να είμαστε
σε επικοινωνία με την κοινωνία, με δράσεις που να κοινοποιούν τα
ζητήματα που μας απασχολούν.
Βασισμένο στο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη "Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος"
Δημήτρης Μυστακίδης: κιθάρα, τζουράς, πλήκτρα, τραγούδι
Βασίλης Μπαχαρίδης: τύμπανα
Συμμετέχουν οι φοιτητές του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων:
Άννα Λαζάρου, Αμαλία Περδικέα, Αμαλία Χαβέλα, Θανάσης Βισβίκης
Μίξη και mastering:
Τίτος Καργιωτάκης - Χρήστος Χαρμπίλας (Royal Alzheimer Hall)
Video: Γεράσιμος Καρυπίδης, Who Shoot Ya
Η φράση "είναι ιερό το βλέμμα του ικέτη" είναι του Θανάση Παπακωνσταντίνου από το τραγούδι "Ο Χουμαγιούν και ο Βακάρ".
Η φράση “Δεν κλαίω σου είπα. Που τα είδες τα δάκρυα;” είναι από το άρθρο "Αιδώς" της Γιώτας Αναγνώστου στην ιστοσελίδα Arti.
Το απόσπασμα από το ποίημα “Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος” του Τάσου Λειβαδίτη, που αποδίδει ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, περιλαμβάνεται στο βιβλίο-cd "Ο Κώστας Καζάκος διαβάζει Γιάννη Ρίτσο, Τάσο Λειβαδίτη, Μανώλη Αναγνωστάκη”, από τη σειρά “Λόγου Χάριν” της bond-us music, http://bond-us.gr/logou-harin/.
Μίλα, μην κάνεις πως δεν βλέπεις,
θα τρέχεις να κρυφτείς κι εσύ απ το θεριό που τρέφεις.
Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος το είπε ο ποιητής,
η κάθε σου κραυγή είναι πετριά, μην ξεχαστείς.
Το πρόσωπό σου να ματώνει από τις σφαίρες,
δεν έρχονται μονάχες τους καλύτερες μέρες.
Κάθε σου κίνηση γκρεμίζει αδικίες,
μην ξεχαστείς ούτε στιγμή, μη λες δικαιολογίες.
Δεν κλαίω σου είπα, που τα είδες τα δάκρυα;
Εσύ να ανησυχείς για τα εδάφη τα πάτρια.
Τα φίδια ξαναβγήκαν από τις τρύπες τους πάλι,
τον φόβο σου μυρίστηκαν και σήκωσαν κεφάλι.
Δειλοί με μπράτσα φουσκωτά και με κεφάλια άδεια
πουλήσανε ελληνισμό στ’ ανόητα κοπάδια.
Κι εσύ που οι παππούδες σου ήρθαν κυνηγημένοι,
μην το ξεχνάς, είν’ ιερό το βλέμμα του ικέτη.
Σήκωσε το βλέμμα, κοίτα πως κατάντησες φουκαρά,
έγινες όλα εκείνα που κορόιδευες πιο παλιά.
Σπίτι, δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά,
σ’ όλα αυτά που δίπλα σου συμβαίνουν να στέκεσαι μακριά.
Mια μάνα μόνη στάθηκε απέναντι απ’ το φίδι,
μια μάνα που θυσίασε μονάκριβο στολίδι.
Τα λόγια της δεν μάσησε, τους κοίταξε στα ίσα,
ο πόνος δεν τη λύγισε, τη λένε Μάγδα Φύσσα.
Τι με κοιτάς; Σου είπα δεν κλαίω.
Ντρέπομαι μόνο μ' όλα αυτά που σου λέω.
Μπορεί όλα να γίνονται μέσα στη γειτονιά σου,
περνάς από εκεί, αλλά κοιτάς τη δουλειά σου.
Και μη μου πεις ότι δεν έβλεπες πάλι
όταν κλοτσούσανε τον Ζακ στο κεφάλι,
ήτανε μέρα μεσημέρι στην πόλη,
κυρ Παντελήδες και μπάτσοι, αδίστακτοι όλοι.
Μίλα και γι’ αυτούς που δεν προλάβανε.
Τον Γιακουμάκη τζάμπα μάγκες τον τρελάνανε.
Πολλοί το ξέραν, μα κανείς δεν μιλούσε
και η ευαίσθητη ψυχή του αιμορραγούσε.
Σήκωσε το βλέμμα, κοίτα πως κατάντησες φουκαρά,
έγινες όλα εκείνα που κορόιδευες πιο παλιά.
Σπίτι, δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά,
σ’ όλα αυτά που δίπλα σου συμβαίνουν να στέκεσαι μακριά.
Τα πιτσιρίκια που βρίζεις είναι η μόνη σου ελπίδα.
Αλληλεγγύη και σεβασμός είναι η δική τους πατρίδα.
Τον φίλο τους τον είδανε νεκρό από μια σφαίρα
κι ορκίστηκαν πως όλα αυτά θα αλλάξουνε μια μέρα.
Και να ‘σαι φίλε σίγουρος αυτό θα το πετύχουν,
γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι κάφροι να ορίζουν.
Στο μέλλον το δικό τους δεν ανήκεις εσύ,
είναι άλλο το χαρμάνι και γουστάρουν τη ζωή!
Μίλα για τον τύπο από δίπλα,
που ξεσπάει στα παιδιά του της ζωής του τη σκατίλα,
που κάνει τον μάγκα μόνο εκεί που τον παίρνει,
γιατί όλη την ημέρα τεμενάδες προσφέρει.
Και οι μπάτσοι που μπήκαν στων γειτόνων το σπίτι
κι εσύ φώναζες μπράβο γερασμένο καθίκι,
να το ξέρεις ένα βράδυ θα μπουκάρουν σε σένα,
γιατί οι τύποι δεν έχουν σεβασμό σε κανέναν.
Μίλα, μην κάνεις πως δεν βλέπεις.
Θα τρέχεις να κρυφτείς κι εσύ απ’ το θεριό που τρέφεις.
Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος, το είπε ο ποιητής,
η κάθε σου κραυγή είναι πετριά, μην ξεχαστείς.
©&℗ Δημήτρης Μυστακίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου