Ενας «καθαρός» δρόμος στον λαβύρινθο της λογοτεχνίας
«Μόνο μια βιβλιοθήκη που ξεχειλίζει ακατάστατα από παντού είναι χάρμα οφθαλμών» («Βιβλία και βιβλιοθήκες») σημείωνε με άλλη αφορμή ο ποιητής-βιβλιογράφος αλλά και δοκιμιογράφος, κριτικός, ανθολόγος και επιμελητής φιλολογικών εκδόσεων Δημήτρης Δασκαλόπουλος (1939). Αυτή, ωστόσο, είναι και η αναγνωστική επίγευση από την τελευταία –φαινομενικά ετερόκλητη– συλλογή του.
Πρόκειται για φιλολογικές δοκιμές, γραμμένες κατά την τελευταία δεκαετία, με αφορμή επετείους ή αφιερώματα περιοδικών πάνω σε αγαπημένους συγγραφείς και θέματα (εξού και ο τίτλος) που έχουν απασχολήσει συστηματικά τον Δασκαλόπουλο. Ολες τους δηλώνουν τον σταθερό προσανατολισμό του προς μια σειρά φυσιογνωμίες ποιητών, πεζογράφων και φιλολόγων διαφορετικών αφετηριών και αποβλέψεων. Γιατί τι μπορεί να συνδέει τον Σεφέρη και τον Καβάφη με τον Δετζώρτζη, ή τον Ρούφο και τον Αναγνωστάκη με τον Σαββίδη; Είναι όλοι τους πρόσωπα που επανέρχονται σταθερά στο «λογοτεχνικό εικονοστάσι» του, «για την “ηθική” παραδειγματική τους στάση στο μάκρος της λογοτεχνικής και δημόσιας παρουσίας τους» γράφει ο ίδιος στον σύντομο πρόλογο.
Ο Καβάφης και ο Σεφέρης, όπως είναι φυσικό για τον άοκνο βιβλιογράφο τους, αποτελούν τους βασικούς πρωταγωνιστές. Δυο μελέτες αφορούν τον Αλεξανδρινό. Η πρώτη διατρέχει τον ερωτικό κόσμο του Καβάφη, αναζητώντας ομαδοποιήσεις και τα βασικά χαρακτηριστικά τής βαθιά ανθρωποκεντρικής ερωτικής/σωματικής ποίησής του («Σχόλια στα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη»), ενώ η δεύτερη, εξαιρετική στην έμπνευση και υποδειγματική στην εκτέλεση, ξεκινά αναζητώντας τη μορφή του Καβάφη στις εικαστικές αναπαραστάσεις, τα σκίτσα και τα σωζόμενα πορτρέτα του, και εξελίσσεται σε μια συνολική μελέτη για τη σχέση των καβαφικών ποιημάτων με τις άλλες τέχνες («Η μορφή του Καβάφη καμωμένη από φίλον του – ερασιτέχνην»).
Αρκετές μελέτες περιστρέφονται γύρω από τη μορφή και το έργο του Σεφέρη: τα σημεία πιθανής επαφής της σεφερικής ποίησης, ποιητικής και γλώσσας με τον Μαλακάση («Μαλακάσης-Σεφέρης, επί τα ίχνη μιας σχέσης»), οι μακρόχρονοι δεσμοί φιλίας του νομπελίστα με τον φλογερό «Paddy» («Patrick Leigh Fermor - Γιώργος Σεφέρης, περιγραφή μιας φιλίας»), η μορφή, το έργο αλλά και οι «ανύπαρκτες» ποιητικές σχέσεις πατέρα-γιου («Ο ποιητής Στέλιος Σεφεριάδης»), αλλά και η συνανάγνωση Αναγνωστάκη-Σεφέρη («Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας σεφερικός ποιητής»).
Οπως και στην περίπτωση Σεφεριάδη, μια άλλη ομάδα κειμένων εστιάζει στη δράση σχετικά λησμονημένων σήμερα ποιητών και πεζογράφων. Μια μελέτη εξετάζει την τύχη και αναδεικνύει το ανέκδοτο έργο του Κρητικού Λευτέρη Αλεξίου (1890-1954), μια άλλη το έργο του «ευπατρίδη» ποιητή, πεζογράφου, μεταφραστή και συνεργάτη του Δασκαλόπουλου κατά την έκδοση του τρίτου τόμου των σεφερικών Δοκιμών, Νάσου Δετζώρτζη (1911-2003), αλλού το θέμα είναι η άσπονδη φιλία και οι έντονες σχέσεις Ρόδη Ρούφου και Λόρενς Ντάρελ, και αλλού η συνολική παρουσία και το λιγοστό, αλλά σημαντικό, έργο του Γκάτσου, μια δεκαετία πριν από την έκδοση της Αμοργού («Ο Γκάτσος πριν από τον Γκάτσο»).
Στο τέλος του τόμου, ο έμπειρος βιβλιογράφος αποδελτιώνει σπαρταριστά στιγμιότυπα από τη γνωστή στήλη αλληλογραφίας διαφόρων λογοτεχνικών περιοδικών, προσφέροντας ένα εξαιρετικό ανθολόγιο-δείγμα της προσπάθειας γνωστών συγγραφέων (από τον Καβάφη στον Σινόπουλο και από τον Σκαρίμπα στον Καχτίτση) ν’ αποκτήσουν το «λογοτεχνικό χρίσμα» μέσα από τη δημοσίευση των πρωτόλειων κυρίως εργασιών τους («Η στήλη αλληλογραφίας των λογοτεχνικών περιοδικών»).
Αφησα για το τέλος τη μελέτη για τον επιφυλλιδογράφο Γ.Π. Σαββίδη («Λογοτεχνία και δημοσιογραφία»), όχι μόνο γιατί θυμίζει μια παραγνωρισμένη δραστηριότητα του κορυφαίου φιλολόγου που μεταξύ άλλων «ανανέωσε την “ταπεινή τέχνη” της φιλολογικής επιφυλλίδας», αλλά και γιατί συνάδει και με μιαν άλλη πλευρά του ίδιου του Δασκαλόπουλου, ο οποίος υπηρέτησε και αυτό το απαιτητικό είδος από τη στήλη της εφημερίδας Τα Νέα. Θυμίζω, εκτός από τις αμιγείς βιβλιοκρισίες του (Ανισόπεδες διαβάσεις, Πατάκης 1999), κυρίως το Δικαίωμα του αναγνώστη (Γαβριηλίδης 2017) και, εντελώς πρόσφατα, την επιλογή επιφυλλίδων στο Ιστορίες του 20ού αιώνα (Διαπολιτισμός, Πάτρα 2018).
Καθόλου τυχαία, ανακαλώ και τις δίδυμες επιφυλλίδες (21-28.6.1997) με τίτλο «Η σκοτεινότητα της κριτικής», στις οποίες ο Δασκαλόπουλος στηλιτεύει, αναθυμούμενος μια ψευδώνυμη σεφερική επιστολή του 1937, τη συχνή θεωρητική ασάφεια του σύγχρονου κριτικού λόγου.
Στον αντίποδα ακριβώς έγκειται, νομίζω, η δική του συμβολή στην προσπάθεια κάθε κριτικού, όπως έγραφε ο Σεφέρης, «να αναζητηθεί ένας δρόμος μέσα στον λαβύρινθο των έργων της τέχνης». Γιατί βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του Δασκαλόπουλου είναι η καθαρότητα και η απουσία κάθε σκοτεινότητας. Απλός, σοβαρός και σταθερός, παραμένει προσηλωμένος στη φιλολογία και αντικειμενικός. Η ψύχραιμη προσέγγιση και ο ερευνητικός ζήλος του βιβλιογράφου, καθώς και η λεπτομερής τεκμηρίωση του αφοσιωμένου φιλόλογου, διανθισμένη κατά τόπους με αυτοβιογραφικούς τονισμούς (θυμίζοντας, όταν το επιτρέπει η προσωπική εμπλοκή, τον τόνο του βιβλίου Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου, Πατάκης 2016), εκφέρονται πάντα με το χαρακτηριστικό του ουδέτερο και ήρεμο ύφος που καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να εκλύσει ακόμα και συγκίνηση!
Παρόλο που κάποια από τα θέματα φαίνονται ακραιφνώς φιλολογικά και προφανώς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρουν για τον ειδικό αναγνώστη (φωτίζοντας αθέατες πτυχές του λογοτεχνικού πεδίου, ιχνηλατώντας απροσδόκητες σχέσεις, συμβάλλοντας σε μια μελλοντική κοινωνιολογία της νεοελληνικής λογοτεχνίας κ.λπ.), ο απέριττος τρόπος γραφής και το όλο στήσιμο του βιβλίου κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη. Σπάνιο επίτευγμα κριτικής ηθικής, ανάλογο εν πολλοίς με τη σημασία του έργου των βασικών πρωταγωνιστών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου