Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2020

Ρένα Κοσσέρη : "Δε μπορώ να αποδεχτώ το Βιζυηνό μυθοπλάστη, τον Παπαδιαμάντη ορθόδοξο, τον Θεοτόκη ηθογράφο-ρεαλιστή. Αρνούμαι τη φιλοξενία που τους προσφέρουν συνήθως οι νεοελληνικές μελέτες, επιμένοντας προκρούστεια στο μεγάλο ανάστημά τους και κάθε τόσο ψαλλιδίζοντάς το"

Η ΑΚΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ // 'Η Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 Η Ρένα Κοσσέρη πριν αποφασίσει να αποσυρθεί από τη δημοσιότητα της γραφής, στερώντας τις σελίδες του περιοδικού "Σημειώσεις"  από την πολύτιμη παρουσία της, είχε ήδη αφήσει το αποτύπωμα της σκέψης της σε μία σειρά δοκιμίων για τον Αρτώ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τόμας Μάν κ.ά.

 Το δοκίμιό της για τον Παπαδιαμάντη είναι γραμμένο σε μία περίοδο πού ηχούσαν εκκωφαντικά τα τύμπανα της γαλλοτραφούς μεταπολιτευτικής Νεοορθοδοξίας αναγγέλλοντας την επαναφορά στην αγορά των ιδεών ενός πολυφορεμένου θρησκευτικού "παπαδιαμαντισμού", τον όποιο - με τον δικό του ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο, παρά τη θέρμη της πίστης του - είχε υπερασπιστεί παλιότερα μεταξύ άλλων και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. 

Σε αυτόν κυρίως τον σεβάσμιο αντίπαλο αντιλογεί το κείμενο της Ρένας Κοσσέρη, προβάλλοντας τη δική της "βέβηλη" εκδοχή για τον "θρησκευτικό" Παπαδιαμάντη - πού είναι και η εκδοχή της τέχνης κόντρα τόσο στη ("μεταφυσικά" μεταμφιεσμένη) ιδεολογικοποίηση όσο και στην ανούσια "αισθητικοποίησή" της.

 

Ο Παπαδιαμάντης χωρίς μεταφυσική

ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Η ΑΚΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ // 'Η Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

ΡΕΝΑ ΚΟΣΣΕΡΗ, Η άκανθος του ιερού ή η απιστία του Παπαδιαμάντη, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 50
Δε μπορώ να αποδεχτώ το Βιζυηνό μυθοπλάστη, τον Παπαδιαμάντη ορθόδοξο, τον Θεοτόκη ηθογράφο-ρεαλιστή. Αρνούμαι τη φιλοξενία που τους προσφέρουν συνήθως οι νεοελληνικές μελέτες, επιμένοντας προκρούστεια στο μεγάλο ανάστημά τους και κάθε τόσο ψαλλιδίζοντάς το.
Ρένα Κοσσέρη
Στις συνυφάνσεις ενός διαρκώς εξελισσόμενου πραγματικού, οι διάφοροι ιστορικοί λόγοι και θεωρητικές ερμηνείες των έργων τέχνης δεν αξιολογούν απλώς τη λογοτεχνικότητα των κειμένων και τις θέσεις των συγγραφέων, αλλά αρθρώνουν τρόπους ερμηνείας του κόσμου με συγκεκριμένες ιδεολογικές συνέπειες και διλήμματα. Τα διλήμματα αυτά, σε καθεστώς μόνιμης διαπραγμάτευσης, τέμνουν τα όρια του προσωπικού, του κοινωνικού και του συλλογικού, ορίζοντας πολιτικές πρακτικές, οι οποίες συνήθως «συγκρούονται» μεταξύ τους, ενώ παράλληλα οι θεωρητικές αναγνώσεις εξελίσσονται ή επαναφέρουν παγιωμένες θέσεις.
Το εμβληματικό περιοδικό Σημειώσεις ξεκίνησε την πορεία του το 1973. Βασικοί συντελεστές του περιοδικού ήταν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Βύρων Λεοντάρης, ο Στέφανος Ροζάνης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Μανόλης Λαμπρίδης, ο Αντώνης Λαυραντώνης, και η Ρένα Κοσσέρη. Ο Στέφανος Ροζάνης περιγράφει την ομάδα των Σημειώσεων ως συνάντηση διαφορετικών ανθρώπων που κατάφεραν να συγκροτήσουν ένα «ευτυχισμένο σφάλμα» μέσα στη συνθετότητα των ιδεολογικών διαφοροποιήσεών τους.
Η Ρένα Κοσσέρη, μέσα από τη συνεργασία της με το περιοδικό, κατέθεσε συμπυκνωμένες και ρηξικέλευθες πολιτικές θεωρητικές θέσεις, με τα δοκίμιά της για τον Παπαδιαμάντη, τον Αρτώ, τον Βιζυηνό, τον Ντοστογιέφσκι. Τα θεωρητικά της δοκίμια αναμετρώνται στην πολυποίκιλη επιχειρηματολογία τους με όψεις ανάγνωσης του πραγματικού, προωθώντας αιτήματα της νεοτερικότητας και ασκώντας κριτική σε παραδοσιακές, συντηρητικές, ιδεαλιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες «εγκλωβίζουν» τα λογοτεχνικά κείμενα σε συγκεκριμένες ιδεολογικές χρήσεις, ως προς την εθνική ταυτότητα που ενισχύει τον γραμμικό ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της και τον ελληνοκεντρισμό. Ο Ροζάνης θέτει, ήδη από το 1976, τις θέσεις του για τον Παπαδιαμάντη στο κείμενο «Αφοπλίζοντας το παρελθόν ή λόγος περί του φτωχού» (τεύχος 8, Μάιος, σσ. 43-55). Σ’ αυτό θεωρεί πως «ένα είδος υπεράσπισης του Παπαδιαμάντη περνά από το πτώμα του» (σ. 46), τονίζοντας χαρακτηριστικά πως όσο ανήκει ο Σολωμός στο «Χρέος» «άλλο τόσο ανήκει και ο Παπαδιαμάντης στην ελληνική Χριστιανοσύνη» (σ.46). Εννιά χρόνια μετά η Ρένα Κοσσέρη συνομιλεί με το κείμενο του Ροζάνη.

Η Κοσσέρη επέλεξε να αποσύρει τη δοκιμιακή φωνή της από τις Σημειώσεις το 1990. Τριάντα χρόνια μετά, οι εκδόσεις Έρασμος εκδίδουν το δοκίμιό της για τον Παπαδιαμάντη. Η εκδοτική αυτή κίνηση επικαιροποιεί και αναδεικνύει στο «εδώ και τώρα» τη φωνή της συγγραφέα, επισημαίνοντας και τη συνοπτική ανάλυσή της στο έργο του Παπαδιαμάντη, αλλά και τη διαπίστωση πως τριάντα πέντε χρόνια μετά την έκδοση του δοκιμίου της Κοσσέρη, η ιδεολογική χρήση του Παπαδιαμάντη και του λογοτεχνικού του έργου ως «υπόδειγμα» γνήσιας ελληνορθόδοξης παράδοσης του ελληνικού λαού, συνεχίζει να είναι ισχυρή. Εξακολουθούν, λοιπόν, να παραμένουν κραταιές οι ιδεοληπτικές, ιδεαλιστικές θεολογικές προσεγγίσεις που οικειοποιούνται το έργο του Παπαδιαμάντη για να ενισχύσουν μια ελληνορθόδοξη παράδοση που κατά τη γνώμη τους συγκροτεί την ελληνικότητα.
Το κείμενο της Κοσσέρη για τον Παπαδιαμάντη απαντά στον «πολυφορεμένο θρησκευτικό ‘παπαδιαμαντισμό’», όπως αυτός εγγράφεται ενδεικτικά στο κείμενο του Ζήσιμου Λορεντζάτου για αυτόν (1967). Η εξιδανικευτική εικόνα του ασκητικού Παπαδιαμάντη παραμένει κυρίαρχη, στερεοτυπική και χωρίς εμπλουτισμό με νέα στοιχεία. Αναπαράγει τα ίδια απλουστευτικά στοιχεία που αναφέρει και ο Περάνθης, όταν περιγράφει τον Παπαδιαμάντη: «και μόνο τα χέρια του διατηρούν κάτι αβρό. Μοιραία τα φαντάζεσαι να μοιράζουν αντίδωρο». Για πάνω από 100 χρόνια, οι επικρατούσες αυτές αναγνώσεις, για το έργο του Παπαδιαμάντη, «προτείνουν την ανάσταση του θανατωμένου θρησκευτικού ζώου» (σ. 17), όπως αναφέρει η Κοσσέρη. Τα ισχυρά ερμηνευτικά ιδεολογήματα μιας αφοριστικής θεολογίας στις ερμηνείες για το έργο του Παπαδιαμάντη, μέχρι και σήμερα, αποδεικνύουν τη σταθερή ηγεμονική κυριαρχία ενός «κατηχητικού συγκεντρωτισμού» (σ. 11) που αναπαράγει εξιδανικευτικούς αφορισμούς για τις διαχρονικές, αναλλοίωτες αξίες του ελληνοχριστιανισμού και την ανάγκη να συντηρηθούν, καθώς και «το θρύλο της αγιοσύνης στο πρόσωπο του ηγέτη» (σ. 13).
Απέναντι σε αυτή τη θεολογική ερμηνεία του παπαδιαμαντικού έργου, που συνδέεται με την απαραβίαστη στον χώρο και τον χρόνο «παντοδύναμη» ελληνορθόδοξη παράδοση, η Κοσσέρη πολιτικοποιεί και φωτίζει ουσιαστικά το έργο του Παπαδιαμάντη, μιλώντας για την αισθητική του έργου τέχνης, την υλικότητα των σωμάτων και της ζωής, τους συνεχόμενους μετασχηματισμούς στα έργα του συγγραφέα, καθώς οι ήρωές του, άγιοι ή κολασμένοι, σε διαρκή συνομιλία με το φυσικό τοπίο, αναμοχλεύουν τα διλήμματα και τα βάσανα της ανθρώπινης κατάστασης. Η συγγραφέας κατασκευάζει πολυφωνικές φωνές αντίστασης, οι οποίες αντιπροτείνουν το πολιτικό στο καθημερινό, και εντοπίζουν τη μεταφυσική της εμπειρίας στη ζωή αυτή, και όχι σε μια μετά θάνατον ζωή. Στο βιβλίο της, η διλημματικότητα συμπλέκεται με την παπαδιαμάντεια γλώσσα και αναδεικνύεται με τη σύγκρουση της πίστης με την απιστία, της αρετής με την αμαρτία, της επιθυμίας με τη ματαίωσή της, του έρωτα με τον θάνατο, του φόνου με την τιμωρία.  
Απέναντι στη θεολογία της εγκράτειας και της αρετής, η συγγραφέας επικαλείται το δημοτικό τραγούδι, ως «έκφραση της λαϊκής ψυχής» που κινητοποιεί την «ένταση του υλισμού» και την άρνηση να παραιτηθεί ο άνθρωπος από την υλικότητα του βίου (σ. 14). Στο δημοτικό τραγούδι, τα επίγεια πάθη δημιουργούν «ένα πανθεϊστικό παρόν» χωρίς «καμία τελεολογία» (σ. 14). Ο Χάρος υπενθυμίζει το παρόν και κατασκευάζει έναν «εφιαλτικό ερωτισμό» για «το σώμα που χάνεται» (σ. 14). Στο σημείο αυτό, η Κοσσέρη αναγνωρίζει συγγένειες με το έργο του Παπαδιαμάντη,  το οποίο βρίσκει βαθύτατα λαϊκό, αισθητικά πολύτροπο και ανοιχτό στις διλημματικότητες της ζωής, των συναισθημάτων και της θεωρίας. Με αυτήν την έννοια, η Κοσσέρη μιλά για το έργο τέχνης ως «άκανθο της ιερότητας», που απαρνιέται κάθε οριστική θεοκρατία (σ. 21). Μιλώντας για τα ανθρώπινα πάθη, ο Παπαδιαμάντης γίνεται ο ίδιος «άκανθος του ιερού», θέτοντας τις αντιφάσεις των ανθρώπινων και την οξύτητα της καθημερινότητας. Στα έργα του Παπαδιαμάντη, η συγγραφέας «διαβάζει» τη συνεχόμενη υπενθύμιση μιας αόριστης απειλής που στέκεται μακριά από την προσμονή μιας «υπερκόσμιας σωτηρίας» (σ. 27). Κατασκευάζεται έτσι «μια μεταφυσική με διλημματικούς όρους» (σ. 27).
Η Κοσσέρη εντάσσει το έργο του Παπαδιαμάντη στη λειτουργία των έργων τέχνης, που εκπληρώνουν την αισθητική τους λειτουργία και συλλαμβάνουν το αφηρημένο,  μεταφέροντας «το απαθές άχρονο στον νευραλγικό βέβηλο χρόνο» (σ. 31). Η ποιητικότητα στα έργα και τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, η ιστορικότητα της καθημερινότητας, όπως εντοπίζεται στα κείμενά του, «αντιστέκεται» στη θεολογική ιδεολογικοποίησή τους, η οποία τελικά παραχαράσσει την ιστορική μορφή (σ.17), ενισχύοντας μια εξιδανικευμένη, αγιοποιημένη εκδοχή του πραγματικού. Η ομορφιά της φύσης, σε συνδυασμό με τη «χαροκαμένη φτωχολογιά», εμπαίζουν τελικά «τη μακρινή πλέον υπόσχεση του χριστιανικού προορισμού», κάνοντας όλα τα «παράξενα στοιχεία» του έργου του «να πολιορκούν» τη συνείδηση στους ήρωές του, ωσάν η θεά Εκάτη να ανέβηκε στον επάνω κόσμο» (σ. 35). Η γλώσσα των κειμένων του «σεληνιάζεται» (σ. 35) και «στοιχειώνει» διαχρονικά τους αναγνώστες, θυμίζοντας τον Πόου: ψυχές πεθαμένες, που μένουν σαράντα μέρες στον αγαπημένο τόπο∙ «το χτικιό του έρωτα» (σ. 35)∙ πνιγμοί και μνημούρια∙ θανατικά, νεκροί και τελετουργίες χαρακτηρίζουν στιγμές του βίου παλλόμενες.
Η Κοσσέρη κατασκευάζει τον συγγραφέα ως εξόριστο της πολυπρισματικής πραγματικότητας, φυλακισμένο στο «εδώ» και το «εκεί», «υπέρμαχο του εγκαταλελειμμένου πλάσματος» (σ. 42). Στο τόσο επίκαιρο δοκίμιό της, η συγγραφέας «διασώζει» το έργο του Παπαδιαμάντη από την καταχρηστική αγιοποίηση του συγγραφέα, τους θεματοφύλακες του φυλετικού πνεύματος και του χαμένου παρελθόντος. Αντίθετα από μια ιδεαλιστική άχρονη θεολογία, η συγγραφέας αναδεικνύει την πολιτικότητα της στιγμής, της ανθρωπιάς και των διλημμάτων, επιμένοντας στην «αισθητική πολυφωνία» (σ. 49) και την ενεργή μνήμη στο έργο του. Ως αιρετικός της κοινής πίστης και αφηγητής των απόκληρων και των φτωχών, ο Παπαδιαμάντης συνθέτει τον πιο «πλούσιο άναρχο βίο», προβαίνοντας σε «διαλογισμούς του εωσφόρου» (σ. 50). Για την Κοσσέρη, λοιπόν, και για όσους αποδεσμεύουμε τον Παπαδιαμάντη από τη θεολογία, ο συγγραφέας «είχε και τον διάβολο μέσα του» (σ. 50).
Κι αν η ιδεολογική χρήση του Παπαδιαμάντη παραμένει ισχυρή σήμερα, και η Κοσσέρη έχει αποσύρει την κριτική φωνή της, έτσι ώστε να συνεχίζεται ένας φαύλος κύκλος θεωρητικών και προσωπικών «αφανισμών» και αποσιωπήσεων, η έκδοση του δοκιμίου της για τον Παπαδιαμάντη ανοίγει ξανά πεδία αντίστασης στην κατασκευή της ανιστορικής ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Η φωνή της συγγραφέα είναι το «ζωντανό φάντασμα», που δε θα σταματήσει να μας «στοιχειώνει», με όρους υλικούς και ιστορικούς. Και υπενθυμίζει επίσης ότι είναι καλύτερο «να προτιμήσουμε τη σκυφτή και κατακερματισμένη συνείδηση που βαδίζει στα τυφλά, ανιχνεύοντας κάποιο ίσως μονοπάτι, από μια σαθρή σωτηρία, στηριγμένη στο ερμαφρόδιτο ζεύγος τέχνης-πίστεως» (σ. 30).
Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Άγγελος Αντωνόπουλος, Αντικείμενα του παρελθόντος, 2019- 2020, πορσελάνη,  λάτεξ και μέταλλο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Philip Glass - Songs From Liquid Days (Live) : Όταν ο μουσικός μινιμαλισμός ερωτεύτηκε την Ποίηση

Το Songs from Liquid Days(1986 είναι μια συλλογή τραγουδιών που συνέθεσε ο συνθέτης Philip Glass σε στίχους των Paul Simon, Suzanne Vega, ...