Κυριακή, Σεπτεμβρίου 06, 2020

Με τέτοια χιουμοριστικά κείμενα γελούσαν παλιά οι ελλόγιμοι Έλληνες

Η ΠΕΡΟΥΚΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΨΙΟΥ

δραμα κωμικωσπαρακτικον
είς ἓξ σκηνὰς…… γελοιογραφικὰς 
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ : "Εθνικόν ημερολόγιον 1891"
Εθνικόν Ημερολόγιον - Έτος ΣΤ' 1891
[Σημείωση: Στο κείμενο έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και η γραμματική της εποχής με την προσθήκη ορισμένων προσωπικών ιδιοτυπιών του συγγραφέα]

ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο Παπποσ : Η Θεια : Ο Ανεψιοσ

ΝA τὸν δείρῃς σὲ παρακαλῶ, θεῖε· ἆ! κατήντησε πλειὰ (=πια) ἀνυπόφορος! ἐβρυχήθη ἡ δεσποσύνη Χρυσάνθη Μπερουκίδου. — Μπᾶ τὸ τρελλόπαιδο! ἀνοησίαις ἔχομε πάλι; αἴ;
— Νὰ τὸν δείρῃς, θεῖε μου! εἶνε ἀδιόρθωτος! αὐτὸ μόνον σοῦ λέγω!
Καὶ πράγματι ὁ Τάκης ἦτο πολύ, πολὺ ταραξίας καὶ ἀθυρόστομος. Εἶχε καταντήσει ὁ κακὸς δαίμων τοῦ κομμωτηρίου τῆς δεσποσύνης (-δεσποινίδας) θείας του. Ὁ μικροσκοπικὸς Σατανᾶς ἐννόει νὰ χώνεται παντοῦ καὶ νὰ μετακινῇ τὰ πάντα ἐκ τῆς θέσεώς των. Ἀπό τινων ἡμερῶν τὰ εἶχε βάλει συστηματικῶς κατὰ τῆς πλουσίας καὶ ξανθοχρύσου κόμης (-μαλλί)  τῆς Χρυσάνθης, τὴν ὁποίαν ὅλοι ἐθαύμαζον καὶ ἐζήλευον καὶ μὲ τὴν ὁποίαν μάλιστα τελευταῖον ὁ γραμματεὺς τοῦ Εἰρηνοδικείου κ. Παραβλόπουλος, ἀρκετὰ ρωμαντικὸς καὶ ἀρκετὰ μύωψ, εἶχεν ἐρωτευθῇ τρομερά.
Ἀλλ’ ὁ Τάκης μὄλα ταῦτα ἦτο πολὺ ἀδιόρθωτος καὶ ταραξίας. Τὴν ἡμέραν δ’ ἐκείνην ἐνώπιον τοῦ κυρίου αὐτοῦ εἶχε ῥίψει σκληρούς τινας ὑπαινιγμοὺς καὶ φρικαλέας ἀθυροστομίας (-αισχρολογίες) περὶ τῆς ἀπαραμίλλου κόμης τῆς θείας του, τῆς ὁποίας, παρειςδύσας (=μπαίνοντας κρυφά) φαίνεται τὸ πρωῒ εἰς τὸ καλλυντήριόν (=χώρο καλλωπισμού)  μπουντουάρ)  της, ἀνεκάλυψε τὸ καλλιτεχνικὸν μυστήριον.
— Μπρέ, παληόπαιδο! τί ἀνακατεύεσαι ἐσὺ μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς θείας σου, αἴ;
— Μά, παπποῦ, ἐγὼ τὴν εἶδα πῶς τὰ βάζει…
— Τί εἶδες, ψεύτη; αἴ! ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ἰδῇς, αἴ; διέκοψεν ἡ Χρυσάνθη φρυάττουσα (= με μεγάλη οργή) .
— Στάσου νὰ σοῦ δείξω ἐγώ! ἠπείλησε βλοσυρῶς ὁ πάππος, ὅςτις μ’ ὅλην τὴν κλασικὴν δυσκαμψίαν τοῦ σώματος κατέφυγεν εἰς τὴν διὰ τοῦ ξύλου συνοπτικὴν διαδικασίαν, τὸ ὁποῖον κατέφερεν ἐπανειλημμένως ἐπὶ τῶν ἁβρῶν νώτων (= στον πισινό) τοῦ μικροῦ ἀθυροστόμου, ἑνῶ ἡ Χρυσάνθη ἐν τῷ μεταξὺ εἰςελθοῦσα εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον, προέκυψε τὴν κεφαλὴν διαθρυπτομένη ( το νόημα = απολαμβάνοντας χαιρέκακα )  ἐκ τοῦ εὐφροσύνου ἐκείνου θεάματος, τὸ ὁποῖον ἐνδομύχως θὰ ηὔχετο βέβαια νὰ διαρκέσῃ ἀτελεύτητον, ἢ ἐφ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἤθελε διαρκεῖ ὁ πρὸς τοὺς ξανθοὺς πλοκάμους (=μπούκλες)  της θαυμασμὸς τοῦ κ. Παραβλοπούλου.
Καὶ ὁ μὲν πάππος μετὰ τὴν κοπιώδη ἐργασίαν ἐκείνην ἀπῆλθεν εἰς τὴν λέσχην, ὅπου συνήθως ἀνέπαυε τὰ σφαιρικὰ μέλη του ἐπὶ τῶν παχέων ἀνακλίντρων.
Ὁ δὲ μικρὸς ταραξίας τρέμων ἐκ τοῦ φόβου καὶ τοῦ ξυλοφορτώματος, μόλις συνεκράτει τὰ δάκρυα καὶ τὰ ὀπίσθια, πληρῶν τὸν θάλαμον γόων (= με κλάματα) καὶ θυμηδίας, διὰ τήν δεσποινίδα Χρυσάνθην τοὐλάχιστον, ἡ ὁποία χαιρεκάκως γελῶσα:
— Αἴ! Τάκη! σοῦ ἄρεσαν; Ἦταν καλαῖς; Νὰ σὲ ἰδῶ τώρα θὰ τὸ ξανακάμῃς!
— Ἔννοια σου θεῖτσα· κ’ ἐγὼ ξέρω τί θὰ σοῦ κάμω. Ἔννοια σου! ἐγρύλλισε μορφάζων ὁ μικρὸς πολλὰ μορμηρίζων (=μουρμουρίζοντας) κατὰ φρένα (=στο μυαλό) καὶ κατὰ θυμόν. — Καϋμένε! ἂν ξανατολμήσῃς ἄλλη φορὰ νὰ τἄχῃς μὲ τὰ μαλλιά μου θά σε δέσω χειροπόδαρα ’ς τὴ πολυθρόνα καὶ θά σε δέρνω ὅλη τὴν ἡμέρα! ἀκοῦς; ἄκουέ το!
Καὶ πράγματι ὁ Τάκης τὸ ἤκουσε τελειότερον παρ’ ὅ,τι ἡ δεσποινὶς Χρυσάνθη προςεδκα (= προσδοκούσε). Ἡ ἀπειλὴ; θὰ σὲ δέσω! ὅσον καὶ ἂν ἦτο φοβερά, ἐν τούτοις ἴσχυσε νὰ ἐμπνεύσῃ εἰς τὸν ἀδιόρθωτον ταραξίαν ἓν μεγαλοφυὲς καὶ πρωτότυπον σχέδιον ἐκδικήσεως τὸ ὁποῖον μάλιστα ἐμελέτα, νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴν τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὁ μικρὸς Σατανᾶς.
Ἦτο ἡ συνήθης ὥρα πρὸς τὸ ἑσπέρας, καθ’ ἣν ἡ Χρυσάνθη, ἐξερχομένη ἀειθαλὴς πάντοτε καὶ αἰωνίως νεαρωτέρα ἐκ τοῦ καλλωπιστηρίου της εἰςήρχετο εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ ἀνέμενε τὴν ἔλευσιν τοῦ κυρίου Παραβλοπούλου, ὅστις περατῶν       ( =τελειώνοντας) τὰς ἀντιγραφάς του ἐν τῷ Εἰρηνοδικείῳ καὶ ἐφοδιαζόμενος διὰ διόπτρων (=γυαλιά οράσεως) καὶ ὑψηλοῦ πίλου (=καπέλου) μετέβαινε παρ’ αὐτῇ ὅπως θαυμάσῃ, διὰ χιλιοστὴν φοράν, τὸν σπάνιον καὶ ἀνεκτίμητον ἐκείνου θησαυρὸν τῆς κόμης της.
Ἡ Χρυσάνθη βεβαίως θὰ ἔκαμνε πολὺ φρόνιμα, ἐὰν πρὸ τούτου εἶχε τὴν πρόνοιαν νὰ δέσῃ πράγματι τὸν μικρὸν ταραξίαν, κατὰ τὴν ἀπειλήν της, καθόσον ὁ Τάκης καθ’ ἦν στιγμὴν αὕτη βυθισμὲνη ἐπὶ τῆς ἕδρας προςεπάθει νὰ συνδέσῃ τὰ νήματα τῶν ρεμβασμῶν της πρὸς τὰς ὀνειροπολήσεις τοῦ μέλλοντος, οὗτος ἐξεναντίας προςεπάθει νὰ συνδέσῃ δι’ ἄλλου πραγματικοῦ νήματος τὸν κεκρύφαλον (=κεφαλόδεσμο)  τῆς θείας του μὲ τὸ ἄκρον τῆς ἕδρας. Καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι ἡ ἔνεδρα (= ενέδρα) εἶχε στηθῇ ἀσφαλῶς ὁ μικρὸς κακοῦργος ἐτράπη ἀψοφητεὶ (=χωρίς θόρυβο) εἰς φυγὴν καὶ ἀνέμενε τὴν ἔκρηξιν εἰς τὸ παρακείμενον δωμάτιον.
Αἴφνης μετά τινας στιγμὰς ἀνοίγεται ἡ θύρα καὶ ἐμφανίζεται ὁ μύωψ θαυμαστὴς τῆς δεσποσύνης, προςκλίνων (=κάνοντας υπόκλιση)  καὶ ἑτοιμαζόμενος εἰς διαχύσεις (=εκδηλώσεις αγάπης με διαχυτικό τρόπο). Ὁποῖαι στιγμαὶ σιγκινήσεων, γοητείας, μέθης εὐδαιμονίας!
Καὶ εἶχε φιλοτεχνήσει ἡ δεσποινὶς Μπερουκίδου μετὰ τοιαύτης αἰσθητικῆς χάριτος καὶ λεπτολογίας τὴν θαυμασίαν κόμην της, τὸ ἀντικείμενον δηλαδὴ τῆς λατρείας τοῦ κυρίου γραμματέως, ὥςτε τὴν φορὰν αὐτὴν ὁ θρίαμβός της καὶ πάλιν θὰ ἦτο βέβαιος καὶ ἐξησφαλισμένος!
Ὅταν εἶδεν εἰςελθόντα τὸν ἀξιέραστον θαυμαστὴν ἐζήτησε νὰ ἐγερθῇ καὶ τὸν δεξιωθῇ (= υποδεχθεί, περιποιηθεί) μετὰ τῆς συνήθους γλυκύτητος καὶ φιλοφροσύνης.
Ἀλλὰ ἐνῷ ἀνεκινήθη τείνουσα πρὸς αὐτὸν φιλομειδῶς (= γελαστά) τὴν χεῖρα, αἴφνης ᾐσθάνθη ὅτι δύναμίς τις μυστηριώδης τὴν εἵλκυε πρὸς τὰ ὄπισθεν, καὶ ὅτι συμπαρέσυρε παραδόξως πρὸς ἑαυτὴν καὶ τὴν ἕδραν ὁλόκληρον.
Καὶ πρὶν ἢ προφθάσῃ καὶ ἐννοήσῃ τί συνέβαινεν οἴμοι (=αλίμονο)! αἴφνης ἡ ὡραία ἐκείνη καλλιτεχνικὴ κόμη ἀπέπτη (=πέταξε)  μετέωρος εἰς τὸ κενόν, ἐνῶ ὁ κύριος ἔρρηξε σπαρακτικὴν κραυγὴν καταπλήξεως καὶ ὑπεχώρησεν ἔντρομος, καθ’ ἣν ἀκριβῶς στιγμὴν ἔσωθεν ἐκ τοῦ ἄλλου δωματίου ἠκούοντο οἱ ὀξεῖς καγχασμοὶ καὶ τὰ ποδοκροτήματα τοῦ ἀνηλεοῦς Τάκη....
(Ἀθήνησι, μηνὶ Αὐγούστῳ, 1890)
Σατανασ

*Ο Κωνσταντίνος Σκόκος (1854-1929) γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν ασχολήθηκε όμως επαγγελματικά με τη δικηγορία. Από νεαρή ηλικία στράφηκε στο χώρο της δημοσιογραφίας και δημοσίευσε ευθυμογραφήματα, χρονογραφήματα, ηθογραφικά κείμενα και σατιρικούς στίχους, χρησιμοποιώντας συχνά το ψευδώνυμο Σατανάς. Γνωστός στο χώρο των γραμμάτων έγινε με το εικονογραφημένο Εθνικόν Ημερολόγιον Χρονογραφικόν, Φιλολογικόν και Γελοιογραφικόν (γνωστό ως Ημερολόγιον Σκόκου), που εξέδιδε ανελλιπώς για τριανταδύο χρόνια (1886-1918). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1874 με την έκδοση του έμμετρου αλληγορικού κειμένου Πλάτανος και λεμονέα. Ακολούθησαν δύο ποιητικές συλλογές, με τίτλους Έαρ (1875) και Ακτίνες και μύρα (1877), ενώ δημοσίευσε επίσης συλλογές επιγραμμάτων και ευθυμογραφημάτων του. Πέθανε στην Αθήνα. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Σκόκου βλ. χ.σ., «Σκόκος Κωνσταντίνος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και χ.σ., «Σκόκος Κωνσταντίνος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο ουλτρακαπιταλισμός που κυριαρχεί από τις αρχές της χιλιετίας και οι τρομακτικές αλλαγές που έχει επιφέρει στις κοινωνίες της εποχής μας

  Δύση, δημοκρατία, αντισυστημισμός – και το νέο κοινωνικό ζήτημα Παναγής Παναγιωτόπουλος booksjournal.gr   Πέμπτη, 07 Νοεμβρίου 2024  ...