/
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑ ΝΤΕΙΟ, ΓΙΩΡΓΟ ΦΟΥΡΤΟΥΝΗ
Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός
Στις 7 Ιουλίου ολοκληρώνεται ένας χρόνος κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας. Ποιο θα έλεγες ότι είναι το αποτύπωμά της στον τρόπο που ασκεί εξουσία;
Η κυβέρνηση έχει χτίσει την πολιτική της σύμφωνα με τα τυπικά προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού. Ακολουθώντας μια σχετικά νέα πολιτική τάση, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, όπου ο νεοφιλελευθερισμός συμπλέει πολιτικά και ιδεολογικά με όψεις της ακραίας δεξιάς, η κυβέρνηση μπολιάζει τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της με στοιχεία δεξιάς πολιτικής παλαιάς κοπής -για παράδειγμα, ο νόμος για τις διαδηλώσεις που περνά αυτές τις μέρες από τη βουλή. Θα περίμενα αυτή η πολιτική, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο εφαρμογής της, να έχει επιφέρει μια σχετική απομάγευση του ρεύματος που έφερε τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μάλιστα το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που επένδυσε πολιτικά στη ΝΔ μοιάζει να είναι ακόμα ισχυρό.
Γενικά, πάντως, δεν είναι εύκολο να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση, καθώς η πανδημία άλλαξε τα πάντα. Κατά μία έννοια, η πανδημία διευκόλυνε την κυβέρνηση, καθώς μοιάζει να την «υποχρεώνει» να εφαρμόσει μέτρα που ούτως ή άλλως πρεσβεύει και επιδιώκει: μειωμένα εργατικά δικαιώματα, συμπιέσεις μισθών, μειωμένα πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, κ.λπ. Όσα νομοθετεί τώρα είναι σαφώς στην ατζέντα κάθε νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, αλλά το στοίχημά της θα είναι να τα περάσει ως «αναγκαία κακά», επιβεβλημένα από την κρίση που επέφερε η πανδημία.
Έρευνα της aboutpeople για το news247.gr έδειξε πως ναι μεν οι ερωτώμενοι κρίνουν θετικά το κυβερνητικό έργο, αλλά το ποσοστό είναι σχεδόν ένα προς δύο, ενώ όταν εξειδικεύουν οι ερωτήσεις ανά τομέα φαίνεται πως κρίνεται θετικά το κυβερνητικό έργο στον τομέα της υγείας, της ψηφιοποίησης, της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας και περισσότεροι από τους μισούς κρίνουν αρνητικά τα όσα έχουν γίνει στους τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, ανάπτυξης/επενδύσεων, οικονομίας, απονομής δικαιοσύνης, προστασίας περιβάλλοντος, τουρισμού, υποδομών/μεταφορών, μεταναστευτικού, εργασιακών, παιδείας, αγροτικών και κοινωνικής πολιτικής. Όπως σημειώνει ο Π. Κουστένης στην ανάλυσή του για την έρευνα τα στοιχεία αυτά «δεν αποκλείεται να αποτελέσουν σύντομα μια δημοσκοπική θρυαλλίδα για τη δημοφιλία της».
Αυτό θα μπορούσε πράγματι να δηλώνει μια αβεβαιότητα για τη ΝΔ, και μια ανασφάλεια στη ΝΔ, πίσω από την ομοφωνία των μίντια. Από αυτήν την άποψη, η επένδυση της ΝΔ στην ιστορία με τις ηχογραφήσεις συνομιλιών, πέρα από την αρκετά επιτυχή διέξοδο από το προηγούμενο στρίμωγμά της (κυρίως στο θέμα των χρημάτων προς τα ΜΜΕ), ίσως να είναι μια προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός και περισπασμού από μια ζοφερή πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι τα στοιχεία που ανάφερες δείχνουν και μια συμπαγή συναίνεση σε μερικά από τα πιο προνομιακά στοιχεία της δεξιάς θεματολογίας: ασφάλεια, εξωτερική πολιτική -ή ακόμα και το μεταναστευτικό, η δυσαρέσκεια για το οποίο υπερκεράζει από τα δεξιά την κυβέρνηση. Φοβάμαι ότι αυτό υποδηλώνει μια δεξαμενή ανοχής προς την κυβέρνηση. Το κατά πόσο αυτή θα μπορέσει να εξισορροπήσει την αντίθετη τάση που καταγράφει η δημοσκόπηση, και μέχρι πότε, είναι ένα ερώτημα που εγώ προσωπικά δυσκολεύομαι να χειριστώ, καθώς δυσκολεύομαι να βρω μια ανεξάρτητη πρόσβαση στην καθημερινότητα, παρακάμπτοντας τη διάθλαση των μέσων.
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έσπασε το μπετό που είχε επιβληθεί στην Αμερική. Σήμερα, η κυβέρνηση καλεί τη νεολαία να σηκώσει στις πλάτες της μια δεύτερη οικονομική κρίση. Είναι αυτή η συνθήκη έδαφος αποσταθεροποίησης;
Σαφώς. Ωστόσο, την παραμονή της δολοφονίας του Φλόιντ ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε να συμβεί αυτός ο ξεσηκωμός, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και πολιτικές επιπτώσεις. Προεκτείνοντας όσα είπε στην «Εποχή» ο Αριστείδης Μπαλτάς, μπορούμε να διαβλέψουμε στη σημερινή κατάσταση δυνατότητες, οι οποίες ωστόσο εξαρτώνται κατά κάποιο τρόπο αναδραστικά από ένα συμβάν που θα τις αναδείξει ως πραγματικές. Το χωράφι είναι ξερό, αλλά χρειάζεται μία σπίθα για να πάρει φωτιά και να αλλάξει ριζικά η σημερινή πραγματικότητα, και αυτή η σπίθα είναι ριζικά απρόβλεπτη.
Το χωράφι είναι ξερό, αλλά παρουσιάζεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ σαν εύφορη κοιλάδα. Είπες και εσύ πως δεν υπάρχει πρόσβαση στην ανεξάρτητη και αδιαμεσολάβητη ενημέρωση. Πώς μπορεί να σπάσει αυτό το μιντιακό φράγμα;
Είναι πολύ δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Έχουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα ρωγμής σε αυτό το μπετό. Μιλώ για το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ για τη «λίστα Πέτσα», ανεξαρτήτως του εάν και κατά πόσο θα μπορούσε να είναι καλύτερο: βρήκε διέξοδο προς τον κόσμο και ανταπόκριση, και ανάγκασε τις μιντιακές ναυαρχίδες να ακολουθήσουν την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ και να απαντήσουν με τον τρόπο τους, προφανώς παραποιώντας και δυσφημώντας, αλλά δεν μπόρεσαν να το παρακάμψουν.
O μεγάλος απών
Ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρείς, ότι είναι ακολούθημα της Νέας Δημοκρατίας ως προς την ατζέντα ή μπορεί να διαμορφώσει τη δική του ατζέντα;
Σαφώς θα μπορούσε, και από αυτήν την άποψη υπάρχει ένα έλλειμα εδώ, όσο και αν πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η μιντιακή φίμωση εμποδίζει αντικειμενικά τον ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα. Δυστυχώς, σε αυτή την τόσο δύσκολη πολιτική κατάσταση, το κόμμα είναι ο μεγάλος απών. Ένα ενεργό κόμμα θα μπορούσε να αλλάξει την ατζέντα και να διανοίξει δρόμους επικοινωνίας με τον κόσμο. Αυτή είναι, ή αυτή θα έπρεπε να είναι, η πολιτική τεχνογνωσία της Αριστεράς. Θυμίζω πως τα παλιά κομμουνιστικά κόμματα έβρισκαν διεξόδους σε αντίστοιχα δύσκολες περιόδους, με τα δικά τους μέσα, από τον πολιτισμό μέχρι την πόρτα-πόρτα επαφή, με τη στράτευση και την κινητοποίηση του κόσμου τους. Αυτό φαίνεται να λείπει, τουλάχιστον προς το παρόν.
Μήπως, πέρα από το κόμμα, απουσιάζει και η στρατηγική;
Αυτό εμφανίζεται κυρίως το τελευταίο διάστημα, μετά την καραντίνα. Πιο πριν, την πρώτη περίοδο της πανδημίας, ο ΣΥΡΙΖΑ έβαζε θέματα μιας συνολικής πρότασης αντιμετώπισης της κρίσης, που εξ αντικειμένου πίεζαν την κυβέρνηση και ενδεχομένως προσημείωσαν στοιχεία του πολιτικού οπλοστασίου του για την αμέσως επόμενη περίοδο.
Επειδή, όμως, τώρα πάμε σε βαθιά κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα.
Προς το παρόν υστερεί στο να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα, όπως έκανε το 2014. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, τότε υπήρχε ένα κίνημα που ωθούσε το κόμμα σε τέτοιες διαδικασίες.
Επιχείρηση απομόνωσης και απονομιμοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ
Τώρα, όμως, η συνθήκη της πανδημίας ανέδειξε τις διαφορές μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, στο πώς ενισχύεται η δημόσια υγεία, στο ποιο είναι το καταναλωτικό πρότυπο, στο ποια είναι η σχέση ανθρώπου φύσης κ.λπ. Είναι ένα πεδίο που θα μπορούσε να δώσει την απαιτούμενη ώθηση;
Συμφωνώ απόλυτα. Σε όλο τον κόσμο, και βέβαια στην Ελλάδα, εμφανίστηκε ένα δίλημμα διακυβέρνησης, δύο προτάγματα των κυβερνήσεων που έμοιαζαν να υπονομεύει το ένα το άλλο: από τη μια πλευρά η προστασία της δημόσιας υγείας και, από την άλλη, η ανάγκη συνέχισης της συνολικής παραγωγικής και αναπαραγωγικής διαδικασίας. Το δίλημμα αυτό έθεσε εκ των πραγμάτων το ζήτημα του χαρακτήρα της οικονομίας και της ανάπτυξης, ανέδειξε πόσο αναγκαία είναι η ανατροπή ενός μοντέλου στο οποίο αυτό που λέμε κοινωνικό κράτος εμφανίζεται ως «αντιπαραγωγικό» και «αντιαναπτυξιακό». Υπό το πρίσμα μιας άλλης ιδέας ανάπτυξης, η επιλογή ανάμεσα στην υγειονομική και την οικονομική επιβίωση της κοινωνίας δεν θα ήταν τόσο διλημματική. Αναδείχθηκε έτσι μια ακόμα όψη της διαφοράς μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ως απολύτως ζωτικό ζήτημα για τις κοινωνίες. Η υπόθεση της επεξεργασίας μιας συνολικής αριστερής πρότασης για το άμεσο μέλλον είναι εξαιρετικά επείγουσα. Και νομίζω ότι αυτό επιδιώκει να μπλοκάρει και να εξουδετερώσει εκ προοιμίου η συστηματική απόπειρα να καταστεί ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα-παρίας στο πολιτικό και ενημερωτικό γίγνεσθαι. Η επιχείρηση απομόνωσης και απονομιμοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ με κάθε μέσο, η επιχείρηση «εξαίρεσης» του ΣΥΡΙΖΑ από τους κανόνες της δημόσιας ζωής, τείνει προς την εγκαθίδρυση μιας «δημοκρατίας υπό όρους», ανάλογης με εκείνη που στόχευε στη παγίωση μιας «υγειονομικής ζώνης» αποκλεισμού της ΕΔΑ στην προ-δικτατορική περίοδο.
Υπάρχει και μία άλλη τάση που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να μπει στο σύστημα…
Δεν είναι αντιφατικές τάσεις. Νομίζω ότι συνδυάζονται και οι δύο σχεδιασμοί. Θα έλεγα σχηματικά ότι η επιδίωξη είναι να πάψει ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι το μεγάλο κόμμα της Αριστεράς. Εδώ η έμφαση μπορεί να πέφτει στο «μεγάλο», με τρόπο που δείχνει ότι η γραμμή της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ» εξακολουθεί να παραμένει στο τραπέζι, αλλά μπορεί να πέφτει και στο «της Αριστεράς», με όσα αυτό δηλώνει, και να αποσκοπεί στην ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πολιτική κανονικότητα, με διπολικούς όρους -και στην κατεύθυνση αυτή, ένα αρχικό «κόντεμα» του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ευπρόσδεκτο. Βεβαίως, για τη δεύτερη τάση είναι απαραίτητη η ήττα του κόσμου της Αριστεράς, της πολιτικής κουλτούρας του, με τις απαιτήσεις του για την πολιτική, τον χαρακτήρα και το έθος του κόμματος, με την αξίωσή του για συμμετοχή και για λογοδοσία, με την αποστροφή του προς τις λευκές επιταγές κάθε τύπου: εν ολίγοις, η ήττα αυτού που επιχειρείται να κωδικοποιηθεί καταχρηστικά και απαξιωτικά ως το «3%».
Κρίσιμη η μελέτη του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι άσκησε διακυβέρνηση σε μια δύσκολη συγκυρία, κατάφερε να αντέξει τους κραδασμούς και στις εκλογές να κερδίσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Αυτό τον κόσμο πώς θα τον κρατήσει κοντά του, αλλά και θα αυξήσει την επιρροή του;
Είναι πράγματι πολύ σημαντικό το ότι διατήρησε ένα υψηλό ποσοστό, όπως και το γεγονός ότι η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα αυξημένη στο νεανικό κοινό και στα λαϊκά στρώματα. Είναι δύο στοιχεία στα οποία στεκόμαστε πολύ –και σωστά- στις αναλύσεις μας. Από την άλλη, νομίζω ότι στην ανάλυσή μας ξεχνάμε να μελετήσουμε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και να εξηγήσουμε τη συνοχή και την ορμή του, αλλά και την αντοχή του. Η εξήγησή μας δεν μπορεί να τελειώνει στην ιδιοτέλεια και την εχθρότητα ενός οικονομικού, πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου, που προφανώς υπάρχει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι να εξηγήσουμε τη εκτεταμένη συσπείρωση πίσω από αυτό το κατεστημένο. Νομίζω ότι δεν υπάρχει η πλήρης ανάλυση αυτού του ισχυρού ρεύματος. Πέρα από τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν και κάποια στοιχεία που τείνουν να διαφεύγουν από τις παραδοσιακές κομματικές αναλύσεις. Π.χ., η ισχύς και το πάθος αυτού του ρεύματος μοιάζουν να υποδεικνύουν ότι αναπτύχθηκε κάτι που, ελλείψει καλύτερου όρου, θα το έλεγα μια «κοινωνική αντιπάθεια» προς όψεις της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό σίγουρα αδικεί τα κυβερνητικά πεπραγμένα του, ωστόσο δεν έχει να κάνει με τα περιεχόμενα αλλά μάλλον με τον τρόπο της πολιτικής του. Είναι κάτι που οφείλουμε να συζητήσουμε.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εμπεριείχε και το στοιχείο της αλαζονείας και επομένως δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την κριτική που δεχόταν.
Είχε την αλαζονεία πως θα κερδίζει όλες τις εκλογικές μάχες, επειδή είχε καταφέρει να κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, σε πολύ πολωμένες καταστάσεις. Δεν τα κατάφερε, όμως, και δεν βλέπει όλες τις παραμέτρους, για να εντοπίσει τα αίτια της ήττας του.
Η ηγεσία δεν έχει δώσει αυτό το σήμα και βλέπουμε συχνά τον πρόεδρο να μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αφήνοντας πίσω τη συλλογικότητα…
Ο Αλ. Τσίπρας είναι αδιαμφισβήτητος εντός του ΣΥΡΙΖΑ, και το γεγονός αυτό καθορίζει τον χαρακτήρα των πολιτικών συζητήσεων και διαμαχών εντός του κόμματος. Στις τοποθετήσεις του πολύ συχνά πράγματι περνά από το συλλογικό «εμείς» του κόμματος στο «εγώ» της χαρισματικής προσωπικότητας, που αναμφισβήτητα είναι. Αυτό δίνει τροφή (δεν νομίζω ότι το επιδιώκει ο ίδιος) σε έναν διαδεδομένο λόγο περί κομματικών «βαριδιών», που εμποδίζουν την πολιτική απογείωση ενός «άλλου» ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του. Ξαναβρίσκουμε εδώ τη συζήτηση περί του περίφημου «3%» που λέγαμε. Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά και τη μεθοδολογία της «διεύρυνσης» του κόμματος, για τη γενική αναγκαιότητα της οποίας κανείς και καμία δεν διαφωνεί. Και εδώ βλέπουμε ορισμένα μάλλον ανησυχητικά πράγματα. Ένα μικρό παράδειγμα είναι η ντε φάκτο αλλαγή του ονόματος του κόμματος πριν πάμε στο συνέδριο. Θεωρώ προφανές ότι ως μέλη του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούμε να πάμε στο συνέδριο ενός άλλου κόμματος, αλλά στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο βεβαίως μπορούμε να αποφασίσουμε την αλλαγή του τίτλου ή και της φυσιογνωμίας του. Το παράδειγμα το αναφέρω ως σύμπτωμα. Προηγουμένως συγκροτήθηκαν όργανα των οποίων η αναγκαιότητα και η σύνθεση δεν συζητήθηκαν ποτέ στο κόμμα, με την πλειονότητα των μελών και στελεχών να ενημερώνεται από δελτίο τύπου για τη νέα καθοδήγησή τους. Αυτό με παραπέμπει στο προπατορικό αμάρτημα του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, που δεν ήταν βέβαια ο πολιτικός προσανατολισμός του, αλλά η ανυπαρξία διαδικασιών και δημοκρατίας στην κορυφή του, με τις τάσεις και τις «συνιστώσες» να αποφασίζουν εν κρυπτώ και «από τα πάνω», κατόπιν διακανονισμού.
Η ευθύνη της ελπίδας των πολλών
Στο προηγούμενο φύλλο, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε «τι αποκάλυψε ο Μιωνής». Ποια η γνώμη σου;
Για τα κόμματα που κυβερνούσαν επί δεκαετίες, τέτοια συμβάντα ήταν η καθημερινότητα. Το κρίσιμο για την Αριστερά, όπως έγραψε ο Μπάμπης Γεωργούλας στην προηγούμενη «Εποχή», είναι ο κόσμος που τη στηρίζει να εξακολουθεί να περιμένει κάτι διαφορετικό. Είναι στρατηγικού τύπου λάθος η Αριστερά να προσπαθεί να αντιπαλεύει τον αντίπαλο στο δικό του γήπεδο και με τα δικά του μέσα άσκησης πολιτικής. Δεν θα μιλήσω για πρόσωπα και εννοείται ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε την αναβίωση της αποκρουστικής παράδοσης των «συντροφικών μαχαιρωμάτων» άλλων χώρων. Προσωπικά, δέχομαι χωρίς επιφυλάξεις την παραδοχή του λάθους. Αλλά πρέπει να προσδιορίσουμε αυτό το λάθος, να βρούμε πού ακριβώς έγκειται το λάθος. Ως μικρή συμβολή επ’ αυτού, ας πω ότι η διακυβέρνηση συνιστά έναν ιδεολογικό μηχανισμό, όπως τον εννοούσε ο Αλτουσέρ, η ιδεολογία του οποίου έγκειται στην παγιωμένη πρακτική του και όχι σε όσα διακηρύσσει ρητά το εκάστοτε προσωπικό του, που μπορεί να είναι και γνησίως «αριστερά». Όταν κατεβαίνουμε σε αυτό το γήπεδο όπως το βρίσκουμε, και όταν δεν έχουμε ικανά αντισώματα (που μόνο συλλογικά μπορεί να είναι, δηλαδή να μας έρχονται από έναν άλλο ιδεολογικό μηχανισμό, ας πούμε του κόμματος της Αριστεράς), κινδυνεύουμε όχι να απλώς να κάνουμε ότι οι άλλοι, αλλά να γίνουμε οι άλλοι, και έτσι να «απαλλοτριώσουμε» συλλογικούς αγώνες και αγωνίες δεκαετιών, χάριν του ναρκισσισμού να νιώσουμε «παράγοντες» παλαιού τύπου. Πρέπει να βαραίνει πάντα τις πλάτες μας η ευθύνη της ελπίδας των πολλών και η επίγνωση του πόσο εύκολα κινδυνεύουμε να τη ματαιώσουμε. Και τότε ο κόσμος θα είναι πιο αυστηρός με εμάς απ’ ότι με τους άλλους – ίσως μάλιστα αυτό να έχει κάτι να κάνει με την «κοινωνική αντιπάθεια» που έλεγα πριν.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΙΚΟΥΡΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑ ΝΤΕΙΟ, ΓΙΩΡΓΟ ΦΟΥΡΤΟΥΝΗ
Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός
Στις 7 Ιουλίου ολοκληρώνεται ένας χρόνος κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας. Ποιο θα έλεγες ότι είναι το αποτύπωμά της στον τρόπο που ασκεί εξουσία;
Η κυβέρνηση έχει χτίσει την πολιτική της σύμφωνα με τα τυπικά προτάγματα του νεοφιλελευθερισμού. Ακολουθώντας μια σχετικά νέα πολιτική τάση, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, όπου ο νεοφιλελευθερισμός συμπλέει πολιτικά και ιδεολογικά με όψεις της ακραίας δεξιάς, η κυβέρνηση μπολιάζει τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της με στοιχεία δεξιάς πολιτικής παλαιάς κοπής -για παράδειγμα, ο νόμος για τις διαδηλώσεις που περνά αυτές τις μέρες από τη βουλή. Θα περίμενα αυτή η πολιτική, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο εφαρμογής της, να έχει επιφέρει μια σχετική απομάγευση του ρεύματος που έφερε τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία. Δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μάλιστα το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που επένδυσε πολιτικά στη ΝΔ μοιάζει να είναι ακόμα ισχυρό.
Γενικά, πάντως, δεν είναι εύκολο να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση, καθώς η πανδημία άλλαξε τα πάντα. Κατά μία έννοια, η πανδημία διευκόλυνε την κυβέρνηση, καθώς μοιάζει να την «υποχρεώνει» να εφαρμόσει μέτρα που ούτως ή άλλως πρεσβεύει και επιδιώκει: μειωμένα εργατικά δικαιώματα, συμπιέσεις μισθών, μειωμένα πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, κ.λπ. Όσα νομοθετεί τώρα είναι σαφώς στην ατζέντα κάθε νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, αλλά το στοίχημά της θα είναι να τα περάσει ως «αναγκαία κακά», επιβεβλημένα από την κρίση που επέφερε η πανδημία.
Έρευνα της aboutpeople για το news247.gr έδειξε πως ναι μεν οι ερωτώμενοι κρίνουν θετικά το κυβερνητικό έργο, αλλά το ποσοστό είναι σχεδόν ένα προς δύο, ενώ όταν εξειδικεύουν οι ερωτήσεις ανά τομέα φαίνεται πως κρίνεται θετικά το κυβερνητικό έργο στον τομέα της υγείας, της ψηφιοποίησης, της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας και περισσότεροι από τους μισούς κρίνουν αρνητικά τα όσα έχουν γίνει στους τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, ανάπτυξης/επενδύσεων, οικονομίας, απονομής δικαιοσύνης, προστασίας περιβάλλοντος, τουρισμού, υποδομών/μεταφορών, μεταναστευτικού, εργασιακών, παιδείας, αγροτικών και κοινωνικής πολιτικής. Όπως σημειώνει ο Π. Κουστένης στην ανάλυσή του για την έρευνα τα στοιχεία αυτά «δεν αποκλείεται να αποτελέσουν σύντομα μια δημοσκοπική θρυαλλίδα για τη δημοφιλία της».
Αυτό θα μπορούσε πράγματι να δηλώνει μια αβεβαιότητα για τη ΝΔ, και μια ανασφάλεια στη ΝΔ, πίσω από την ομοφωνία των μίντια. Από αυτήν την άποψη, η επένδυση της ΝΔ στην ιστορία με τις ηχογραφήσεις συνομιλιών, πέρα από την αρκετά επιτυχή διέξοδο από το προηγούμενο στρίμωγμά της (κυρίως στο θέμα των χρημάτων προς τα ΜΜΕ), ίσως να είναι μια προσπάθεια φυγής προς τα εμπρός και περισπασμού από μια ζοφερή πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι τα στοιχεία που ανάφερες δείχνουν και μια συμπαγή συναίνεση σε μερικά από τα πιο προνομιακά στοιχεία της δεξιάς θεματολογίας: ασφάλεια, εξωτερική πολιτική -ή ακόμα και το μεταναστευτικό, η δυσαρέσκεια για το οποίο υπερκεράζει από τα δεξιά την κυβέρνηση. Φοβάμαι ότι αυτό υποδηλώνει μια δεξαμενή ανοχής προς την κυβέρνηση. Το κατά πόσο αυτή θα μπορέσει να εξισορροπήσει την αντίθετη τάση που καταγράφει η δημοσκόπηση, και μέχρι πότε, είναι ένα ερώτημα που εγώ προσωπικά δυσκολεύομαι να χειριστώ, καθώς δυσκολεύομαι να βρω μια ανεξάρτητη πρόσβαση στην καθημερινότητα, παρακάμπτοντας τη διάθλαση των μέσων.
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έσπασε το μπετό που είχε επιβληθεί στην Αμερική. Σήμερα, η κυβέρνηση καλεί τη νεολαία να σηκώσει στις πλάτες της μια δεύτερη οικονομική κρίση. Είναι αυτή η συνθήκη έδαφος αποσταθεροποίησης;
Σαφώς. Ωστόσο, την παραμονή της δολοφονίας του Φλόιντ ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσε να συμβεί αυτός ο ξεσηκωμός, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και πολιτικές επιπτώσεις. Προεκτείνοντας όσα είπε στην «Εποχή» ο Αριστείδης Μπαλτάς, μπορούμε να διαβλέψουμε στη σημερινή κατάσταση δυνατότητες, οι οποίες ωστόσο εξαρτώνται κατά κάποιο τρόπο αναδραστικά από ένα συμβάν που θα τις αναδείξει ως πραγματικές. Το χωράφι είναι ξερό, αλλά χρειάζεται μία σπίθα για να πάρει φωτιά και να αλλάξει ριζικά η σημερινή πραγματικότητα, και αυτή η σπίθα είναι ριζικά απρόβλεπτη.
Το χωράφι είναι ξερό, αλλά παρουσιάζεται από τα κυρίαρχα ΜΜΕ σαν εύφορη κοιλάδα. Είπες και εσύ πως δεν υπάρχει πρόσβαση στην ανεξάρτητη και αδιαμεσολάβητη ενημέρωση. Πώς μπορεί να σπάσει αυτό το μιντιακό φράγμα;
Είναι πολύ δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Έχουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα ρωγμής σε αυτό το μπετό. Μιλώ για το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ για τη «λίστα Πέτσα», ανεξαρτήτως του εάν και κατά πόσο θα μπορούσε να είναι καλύτερο: βρήκε διέξοδο προς τον κόσμο και ανταπόκριση, και ανάγκασε τις μιντιακές ναυαρχίδες να ακολουθήσουν την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ και να απαντήσουν με τον τρόπο τους, προφανώς παραποιώντας και δυσφημώντας, αλλά δεν μπόρεσαν να το παρακάμψουν.
O μεγάλος απών
Ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρείς, ότι είναι ακολούθημα της Νέας Δημοκρατίας ως προς την ατζέντα ή μπορεί να διαμορφώσει τη δική του ατζέντα;
Σαφώς θα μπορούσε, και από αυτήν την άποψη υπάρχει ένα έλλειμα εδώ, όσο και αν πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η μιντιακή φίμωση εμποδίζει αντικειμενικά τον ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα. Δυστυχώς, σε αυτή την τόσο δύσκολη πολιτική κατάσταση, το κόμμα είναι ο μεγάλος απών. Ένα ενεργό κόμμα θα μπορούσε να αλλάξει την ατζέντα και να διανοίξει δρόμους επικοινωνίας με τον κόσμο. Αυτή είναι, ή αυτή θα έπρεπε να είναι, η πολιτική τεχνογνωσία της Αριστεράς. Θυμίζω πως τα παλιά κομμουνιστικά κόμματα έβρισκαν διεξόδους σε αντίστοιχα δύσκολες περιόδους, με τα δικά τους μέσα, από τον πολιτισμό μέχρι την πόρτα-πόρτα επαφή, με τη στράτευση και την κινητοποίηση του κόσμου τους. Αυτό φαίνεται να λείπει, τουλάχιστον προς το παρόν.
Μήπως, πέρα από το κόμμα, απουσιάζει και η στρατηγική;
Αυτό εμφανίζεται κυρίως το τελευταίο διάστημα, μετά την καραντίνα. Πιο πριν, την πρώτη περίοδο της πανδημίας, ο ΣΥΡΙΖΑ έβαζε θέματα μιας συνολικής πρότασης αντιμετώπισης της κρίσης, που εξ αντικειμένου πίεζαν την κυβέρνηση και ενδεχομένως προσημείωσαν στοιχεία του πολιτικού οπλοστασίου του για την αμέσως επόμενη περίοδο.
Επειδή, όμως, τώρα πάμε σε βαθιά κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα.
Προς το παρόν υστερεί στο να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα, όπως έκανε το 2014. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, τότε υπήρχε ένα κίνημα που ωθούσε το κόμμα σε τέτοιες διαδικασίες.
Επιχείρηση απομόνωσης και απονομιμοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ
Τώρα, όμως, η συνθήκη της πανδημίας ανέδειξε τις διαφορές μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, στο πώς ενισχύεται η δημόσια υγεία, στο ποιο είναι το καταναλωτικό πρότυπο, στο ποια είναι η σχέση ανθρώπου φύσης κ.λπ. Είναι ένα πεδίο που θα μπορούσε να δώσει την απαιτούμενη ώθηση;
Συμφωνώ απόλυτα. Σε όλο τον κόσμο, και βέβαια στην Ελλάδα, εμφανίστηκε ένα δίλημμα διακυβέρνησης, δύο προτάγματα των κυβερνήσεων που έμοιαζαν να υπονομεύει το ένα το άλλο: από τη μια πλευρά η προστασία της δημόσιας υγείας και, από την άλλη, η ανάγκη συνέχισης της συνολικής παραγωγικής και αναπαραγωγικής διαδικασίας. Το δίλημμα αυτό έθεσε εκ των πραγμάτων το ζήτημα του χαρακτήρα της οικονομίας και της ανάπτυξης, ανέδειξε πόσο αναγκαία είναι η ανατροπή ενός μοντέλου στο οποίο αυτό που λέμε κοινωνικό κράτος εμφανίζεται ως «αντιπαραγωγικό» και «αντιαναπτυξιακό». Υπό το πρίσμα μιας άλλης ιδέας ανάπτυξης, η επιλογή ανάμεσα στην υγειονομική και την οικονομική επιβίωση της κοινωνίας δεν θα ήταν τόσο διλημματική. Αναδείχθηκε έτσι μια ακόμα όψη της διαφοράς μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ως απολύτως ζωτικό ζήτημα για τις κοινωνίες. Η υπόθεση της επεξεργασίας μιας συνολικής αριστερής πρότασης για το άμεσο μέλλον είναι εξαιρετικά επείγουσα. Και νομίζω ότι αυτό επιδιώκει να μπλοκάρει και να εξουδετερώσει εκ προοιμίου η συστηματική απόπειρα να καταστεί ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα-παρίας στο πολιτικό και ενημερωτικό γίγνεσθαι. Η επιχείρηση απομόνωσης και απονομιμοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ με κάθε μέσο, η επιχείρηση «εξαίρεσης» του ΣΥΡΙΖΑ από τους κανόνες της δημόσιας ζωής, τείνει προς την εγκαθίδρυση μιας «δημοκρατίας υπό όρους», ανάλογης με εκείνη που στόχευε στη παγίωση μιας «υγειονομικής ζώνης» αποκλεισμού της ΕΔΑ στην προ-δικτατορική περίοδο.
Υπάρχει και μία άλλη τάση που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να μπει στο σύστημα…
Δεν είναι αντιφατικές τάσεις. Νομίζω ότι συνδυάζονται και οι δύο σχεδιασμοί. Θα έλεγα σχηματικά ότι η επιδίωξη είναι να πάψει ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι το μεγάλο κόμμα της Αριστεράς. Εδώ η έμφαση μπορεί να πέφτει στο «μεγάλο», με τρόπο που δείχνει ότι η γραμμή της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ» εξακολουθεί να παραμένει στο τραπέζι, αλλά μπορεί να πέφτει και στο «της Αριστεράς», με όσα αυτό δηλώνει, και να αποσκοπεί στην ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πολιτική κανονικότητα, με διπολικούς όρους -και στην κατεύθυνση αυτή, ένα αρχικό «κόντεμα» του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ευπρόσδεκτο. Βεβαίως, για τη δεύτερη τάση είναι απαραίτητη η ήττα του κόσμου της Αριστεράς, της πολιτικής κουλτούρας του, με τις απαιτήσεις του για την πολιτική, τον χαρακτήρα και το έθος του κόμματος, με την αξίωσή του για συμμετοχή και για λογοδοσία, με την αποστροφή του προς τις λευκές επιταγές κάθε τύπου: εν ολίγοις, η ήττα αυτού που επιχειρείται να κωδικοποιηθεί καταχρηστικά και απαξιωτικά ως το «3%».
Κρίσιμη η μελέτη του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι άσκησε διακυβέρνηση σε μια δύσκολη συγκυρία, κατάφερε να αντέξει τους κραδασμούς και στις εκλογές να κερδίσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Αυτό τον κόσμο πώς θα τον κρατήσει κοντά του, αλλά και θα αυξήσει την επιρροή του;
Είναι πράγματι πολύ σημαντικό το ότι διατήρησε ένα υψηλό ποσοστό, όπως και το γεγονός ότι η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα αυξημένη στο νεανικό κοινό και στα λαϊκά στρώματα. Είναι δύο στοιχεία στα οποία στεκόμαστε πολύ –και σωστά- στις αναλύσεις μας. Από την άλλη, νομίζω ότι στην ανάλυσή μας ξεχνάμε να μελετήσουμε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και να εξηγήσουμε τη συνοχή και την ορμή του, αλλά και την αντοχή του. Η εξήγησή μας δεν μπορεί να τελειώνει στην ιδιοτέλεια και την εχθρότητα ενός οικονομικού, πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου, που προφανώς υπάρχει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι να εξηγήσουμε τη εκτεταμένη συσπείρωση πίσω από αυτό το κατεστημένο. Νομίζω ότι δεν υπάρχει η πλήρης ανάλυση αυτού του ισχυρού ρεύματος. Πέρα από τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν και κάποια στοιχεία που τείνουν να διαφεύγουν από τις παραδοσιακές κομματικές αναλύσεις. Π.χ., η ισχύς και το πάθος αυτού του ρεύματος μοιάζουν να υποδεικνύουν ότι αναπτύχθηκε κάτι που, ελλείψει καλύτερου όρου, θα το έλεγα μια «κοινωνική αντιπάθεια» προς όψεις της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό σίγουρα αδικεί τα κυβερνητικά πεπραγμένα του, ωστόσο δεν έχει να κάνει με τα περιεχόμενα αλλά μάλλον με τον τρόπο της πολιτικής του. Είναι κάτι που οφείλουμε να συζητήσουμε.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εμπεριείχε και το στοιχείο της αλαζονείας και επομένως δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την κριτική που δεχόταν.
Είχε την αλαζονεία πως θα κερδίζει όλες τις εκλογικές μάχες, επειδή είχε καταφέρει να κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, σε πολύ πολωμένες καταστάσεις. Δεν τα κατάφερε, όμως, και δεν βλέπει όλες τις παραμέτρους, για να εντοπίσει τα αίτια της ήττας του.
Η ηγεσία δεν έχει δώσει αυτό το σήμα και βλέπουμε συχνά τον πρόεδρο να μιλά σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αφήνοντας πίσω τη συλλογικότητα…
Ο Αλ. Τσίπρας είναι αδιαμφισβήτητος εντός του ΣΥΡΙΖΑ, και το γεγονός αυτό καθορίζει τον χαρακτήρα των πολιτικών συζητήσεων και διαμαχών εντός του κόμματος. Στις τοποθετήσεις του πολύ συχνά πράγματι περνά από το συλλογικό «εμείς» του κόμματος στο «εγώ» της χαρισματικής προσωπικότητας, που αναμφισβήτητα είναι. Αυτό δίνει τροφή (δεν νομίζω ότι το επιδιώκει ο ίδιος) σε έναν διαδεδομένο λόγο περί κομματικών «βαριδιών», που εμποδίζουν την πολιτική απογείωση ενός «άλλου» ΣΥΡΙΖΑ και του προέδρου του. Ξαναβρίσκουμε εδώ τη συζήτηση περί του περίφημου «3%» που λέγαμε. Η αντίληψη αυτή αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά και τη μεθοδολογία της «διεύρυνσης» του κόμματος, για τη γενική αναγκαιότητα της οποίας κανείς και καμία δεν διαφωνεί. Και εδώ βλέπουμε ορισμένα μάλλον ανησυχητικά πράγματα. Ένα μικρό παράδειγμα είναι η ντε φάκτο αλλαγή του ονόματος του κόμματος πριν πάμε στο συνέδριο. Θεωρώ προφανές ότι ως μέλη του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούμε να πάμε στο συνέδριο ενός άλλου κόμματος, αλλά στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο βεβαίως μπορούμε να αποφασίσουμε την αλλαγή του τίτλου ή και της φυσιογνωμίας του. Το παράδειγμα το αναφέρω ως σύμπτωμα. Προηγουμένως συγκροτήθηκαν όργανα των οποίων η αναγκαιότητα και η σύνθεση δεν συζητήθηκαν ποτέ στο κόμμα, με την πλειονότητα των μελών και στελεχών να ενημερώνεται από δελτίο τύπου για τη νέα καθοδήγησή τους. Αυτό με παραπέμπει στο προπατορικό αμάρτημα του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, που δεν ήταν βέβαια ο πολιτικός προσανατολισμός του, αλλά η ανυπαρξία διαδικασιών και δημοκρατίας στην κορυφή του, με τις τάσεις και τις «συνιστώσες» να αποφασίζουν εν κρυπτώ και «από τα πάνω», κατόπιν διακανονισμού.
Η ευθύνη της ελπίδας των πολλών
Στο προηγούμενο φύλλο, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε «τι αποκάλυψε ο Μιωνής». Ποια η γνώμη σου;
Για τα κόμματα που κυβερνούσαν επί δεκαετίες, τέτοια συμβάντα ήταν η καθημερινότητα. Το κρίσιμο για την Αριστερά, όπως έγραψε ο Μπάμπης Γεωργούλας στην προηγούμενη «Εποχή», είναι ο κόσμος που τη στηρίζει να εξακολουθεί να περιμένει κάτι διαφορετικό. Είναι στρατηγικού τύπου λάθος η Αριστερά να προσπαθεί να αντιπαλεύει τον αντίπαλο στο δικό του γήπεδο και με τα δικά του μέσα άσκησης πολιτικής. Δεν θα μιλήσω για πρόσωπα και εννοείται ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε την αναβίωση της αποκρουστικής παράδοσης των «συντροφικών μαχαιρωμάτων» άλλων χώρων. Προσωπικά, δέχομαι χωρίς επιφυλάξεις την παραδοχή του λάθους. Αλλά πρέπει να προσδιορίσουμε αυτό το λάθος, να βρούμε πού ακριβώς έγκειται το λάθος. Ως μικρή συμβολή επ’ αυτού, ας πω ότι η διακυβέρνηση συνιστά έναν ιδεολογικό μηχανισμό, όπως τον εννοούσε ο Αλτουσέρ, η ιδεολογία του οποίου έγκειται στην παγιωμένη πρακτική του και όχι σε όσα διακηρύσσει ρητά το εκάστοτε προσωπικό του, που μπορεί να είναι και γνησίως «αριστερά». Όταν κατεβαίνουμε σε αυτό το γήπεδο όπως το βρίσκουμε, και όταν δεν έχουμε ικανά αντισώματα (που μόνο συλλογικά μπορεί να είναι, δηλαδή να μας έρχονται από έναν άλλο ιδεολογικό μηχανισμό, ας πούμε του κόμματος της Αριστεράς), κινδυνεύουμε όχι να απλώς να κάνουμε ότι οι άλλοι, αλλά να γίνουμε οι άλλοι, και έτσι να «απαλλοτριώσουμε» συλλογικούς αγώνες και αγωνίες δεκαετιών, χάριν του ναρκισσισμού να νιώσουμε «παράγοντες» παλαιού τύπου. Πρέπει να βαραίνει πάντα τις πλάτες μας η ευθύνη της ελπίδας των πολλών και η επίγνωση του πόσο εύκολα κινδυνεύουμε να τη ματαιώσουμε. Και τότε ο κόσμος θα είναι πιο αυστηρός με εμάς απ’ ότι με τους άλλους – ίσως μάλιστα αυτό να έχει κάτι να κάνει με την «κοινωνική αντιπάθεια» που έλεγα πριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου