ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
(1849 - 1896)
Επικούρειον
Σ' αυτή την πρόσκαιρη ζωή μας διατί
να μη χαρεί το ζωντανό το σώμα;
Ως κι οι μωροί το λεν πως είμεθα θνητοί,
πως θα μας βάλουν μια φορά στο χώμα.
Μα ούτ΄οι δεσποτάδες μας οι κορδωτοί
ούτε οι πλέον διαβασμέν' ανθρώποι
γνωρίζουν τι θα γίνουμε κατόπι,
αυτού που θε να πάμε...
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί:
φαγεί' και πιει' αλλού δεν θα τα βρούμε!
*
Ανέλπιστα γυρνά της Τύχης ο τροχός
κι ο Χρόνος που περνά δεν στρέφ' οπίσω.
Της χθες ο Κροίσος είναι σήμερα φτωχός,
κι εγώ, ο νέος, αύριον θ' ασπρίσω.
Αυτά τα ξεύρουν όλοι πλέον , ευτυχώς΄
κι όμως πολλοί στερούνται και νηστεύουν!
Θα ελαφρύνουν τάχα για ν' ανέβουν
αυτού που θε να πάμε;..
Γιατί ως κι οι τρελοί το ξέρουν, δυστυχώς:
φαγεί' και πιει' αλλού δεν θα τα βρούμε!
*
Κι όποιος μια κόρη, μιαν ωραίαν αγαπά,
ας της χαρεί τα πρώτα-πρώτα κάλλη.
Λύπες κι αρρώστιες θα της πάρουν τα λοιπά
και θα του μείνει μόν' η παραζάλη.
Αυτό στ' αυτί καλά, βεβαίως, δεν χτυπά.
Μα, πλην αυτού, ξάφνου προβάλλ' ο Χάρος
κι ειδοποιεί: " - Αφέντη, μη προς βάρος,
κοπιάστενε να πάμε!.."
-Βάλτε να φάμε!
-Βάλτε να πιούμε!
Γιατί φαγεί' και πιει' και κάλλη χαρωπά,
στου Χάρου το κελί δεν θα τα βρούμε!
(1849 - 1896)Επικούρειον
Σ' αυτή την πρόσκαιρη ζωή μας διατί
να μη χαρεί το ζωντανό το σώμα;
Ως κι οι μωροί το λεν πως είμεθα θνητοί,
πως θα μας βάλουν μια φορά στο χώμα.
Μα ούτ΄οι δεσποτάδες μας οι κορδωτοί
ούτε οι πλέον διαβασμέν' ανθρώποι
γνωρίζουν τι θα γίνουμε κατόπι,
αυτού που θε να πάμε...
- Βάλτε να φάμε!
- Βάλτε να πιούμε!
Γιατί αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί:
φαγεί' και πιει' αλλού δεν θα τα βρούμε!
*

Ανέλπιστα γυρνά της Τύχης ο τροχός
κι ο Χρόνος που περνά δεν στρέφ' οπίσω.
Της χθες ο Κροίσος είναι σήμερα φτωχός,
κι εγώ, ο νέος, αύριον θ' ασπρίσω.
Αυτά τα ξεύρουν όλοι πλέον , ευτυχώς΄
κι όμως πολλοί στερούνται και νηστεύουν!
Θα ελαφρύνουν τάχα για ν' ανέβουν
αυτού που θε να πάμε;..
Γιατί ως κι οι τρελοί το ξέρουν, δυστυχώς:
φαγεί' και πιει' αλλού δεν θα τα βρούμε!
*

Κι όποιος μια κόρη, μιαν ωραίαν αγαπά,
ας της χαρεί τα πρώτα-πρώτα κάλλη.
Λύπες κι αρρώστιες θα της πάρουν τα λοιπά
και θα του μείνει μόν' η παραζάλη.
Αυτό στ' αυτί καλά, βεβαίως, δεν χτυπά.
Μα, πλην αυτού, ξάφνου προβάλλ' ο Χάρος
κι ειδοποιεί: " - Αφέντη, μη προς βάρος,
κοπιάστενε να πάμε!.."
-Βάλτε να φάμε!
-Βάλτε να πιούμε!
Γιατί φαγεί' και πιει' και κάλλη χαρωπά,
στου Χάρου το κελί δεν θα τα βρούμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου