Συνοικία Ουζιέλ στη Θεσσαλονίκη: Ένα ταξίδι στον χρόνο
| Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία |
Το θαμμένο πηγάδι (διήγημα του Αλέξη Πανσέληνου)
Θα διαβάσουμε σήμερα ένα διήγημα φαντασίας ή αστυνομικό (πατάει και στα δύο γένη) του συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνου (1943-). Περιέργως δεν έχουμε, τόσα χρόνια, βάλει τίποτα στο ιστολόγιο από το σημαντικό έργο του, ίσως επειδή ως επί το πλείστον γράφει μυθιστορήματα και νουβέλες και λιγότερο διηγήματα -αν και εμφανίστηκε στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων "Ιστορίες με σκύλους". Είναι
γιος του Ασημάκη Πανσέληνου, του Μυτιληνιού ποιητή και συγγραφέα τον
οποίο έχω παρουσιάσει αρκετές φορές στο ιστολόγιο, μια και ήταν φίλος με
τη γιαγιά και τον παππού μου και τον είχα γνωρίσει προσωπικά. Εδώ στο
ιστολόγιο έχουμε βάλει το ποίημα που έγραψε ο πατέρας όταν γεννήθηκε ο γιος (Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες / Το πρώτο μυθιστόρημα του Αλ. Πανσέληνου, Η μεγάλη πομπή, είχε πολλά στοιχεία επιστημονικής φαντασίας. Θυμάμαι και μια αστεία ιστορία από τα νιάτα μου: Έδινα μια ομιλία στο Κέντρο Δημήτρης Γληνός, κάπου στην 3ης Σεπτεμβρίου, με θέμα την επιστημονική φαντασία, που τότε διάβαζα μανιωδώς. Με ρωτάει κάποιος από το ακροατήριο, αν η Μεγάλη Πομπή του Πανσέληνου μπορεί να χαρακτηριστεί επιστημονική φαντασία. Το βιβλίο δεν το είχα ακόμα διαβάσει, αλλά είχα διαβάσει μια κριτική γι' αυτό, οπότε με την άγνοια κινδύνου ή τη βλακεία της νιότης απάντησα κάτι (ούτε που θυμάμαι). Προς δυστυχία μου, ο άλλος επέμεινε, αναφέροντας στοιχεία από την πλοκή του έργου, που εγώ τα αγνοούσα εντελώς. Τελικά κάπως τα μπάλωσα και από τότε δεν μιλάω για πράγματα που δεν ξέρω καλά.
ΤΟ ΘΑΜΜΕΝΟ ΠΗΓΑΔΙ Βραδάκι της 11ης Φεβρουάριου 1948, η πόλη ετοιμαζόταν για τον καθημερινό της λήθαργο. Στην παραλιακή πύκνωνε η κίνηση, βιαστικά βήματα πνίγονταν στην πηχτή βροχή που κολλούσε στα πρόσωπα, γλιστρούσε στον λαιμό και πότιζε τα ρούχα ώς μέσα. Εργάτες με τσάπες και φτυάρια στον ώμο σαν τουφέκια, ναυτικοί, Άγγλοι φαντάροι που άδειαζαν τα καμπαρέ για να επιστρέφουν στο Καραμπουρνάκι, όπου στρατωνίζονταν, νοικοκυραίοι που βιάζονταν να κονέψουν — ασφάλεια δεν υπήρχε σαν έπεφτε η νύχτα. Όλοι καθρεφτίζονταν διπλοί στα νερά του δρόμου, σαν μικρές βαρκούλες που έτρεχαν πλάι στα δεμένα πλεούμενα του λιμανιού. Ξέμακρα αραιές βροντές. Δεν ήταν βροχή. Ήχοι από μάχη ήταν - άγνωστο πού. Στην δεξιά γωνιά της πλατείας Αριστοτέλους ένα τριώροφο, με διπλές κολόνες στα κομψά του μπαλκόνια, με τις γωνίες αρμονικά στρογγυλεμένες, τα γαλλικά του παράθυρα κατάκλειστα, έστεκε βυθισμένο στην σιωπή. Στην προκυμαία τα φανάρια, κρεμασμένα από λεπτές μετάλλινες έλικες στις απολήξεις των στύλων, είχαν ανάψει. Αργοσαλεύοντας στο βουβό αντιμάμαλο, τριζοβολούσαν οι κάβοι, και τα γυμνά ξάρτια, σαν χειμωνιάτικες λεύκες στην ομίχλη, έσβηναν όσο το βλέμμα βυθιζόταν προς τον Λευκό Πύργο. Σκάλες χτιστές, με κιγκλίδωμα από τη μια πλευρά, κατέβαζαν στο ύψος του νερού όσους έπρεπε να πάρουν βάρκα για να ακοστάρουν τα μεταγωγικά, φουνταρισμένα αρόδο. Μόλις χτες βράδυ τέτοια ώρα είχε ξεσπάσει βομβαρδισμός απρόσμενος. Όλα έδειχναν πως οι αντάρτες ήταν έτοιμοι να μπουν στην πόλη. Τα φώτα είχαν σβήσει, οι πόρτες μαντάλωσαν, σιωπή απλώθηκε από την παραλία ώς την Άνω Πόλη και βουβαμάρα. Το πρωί οι αρχές είχαν ανακοινώσει πως οι εχθρικές δυνάμεις είχαν μείνει κρυμμένες, κανένας κίνδυνος, η Εθνοφρουρά κι η αγγλική ταξιαρχία εγγυούνταν την ασφάλεια των πολιτών. Κανείς δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτά, αλλά ο καλός λόγος πιάνει τόπο· το πρωί ο κόσμος πήγε στη δουλειά, τα μαγαζιά άνοιξαν. Πληροφορίες έτσι κι αλλιώς έβγαιναν με το τσιγκέλι, δεν έγινε γνωστό πού είχαν πέσει βόμβες, αν είχαν θύματα.
|
|
Το
σημερινό διήγημα είναι το πρώτο από τα τέσσερα διηγήματα της συλλογής
Τέσσερις ελληνικοί φόνοι, από τις εκδόσεις Πόλις (2009). Το παραθέτω
όπως το σκανάρισα, ήταν ήδη σε μονοτονικό οπότε δεν άλλαξα τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου