Η μεγάλη αγαπημένη του Καμύ
του Ηλία Καφάογλου
«Αγαπημένη μου, ομορφιά μου, φως μου»
Στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν 63 χρόνια, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Albert Camus, έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στον δρόμο προς το Παρίσι. Ήταν μόλις 46 χρόνων. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ήταν μια Facel-Vega, την οποία οδηγούσε ο εμβληματικός εκδότης Michel Gallimard. Εποχούμενοι, βιογραφούμε κάθε φορά τον κόσμο από την αρχή. Η Μαρία Καζαρές περιμένει τον Αλμπέρ να γυρίσει στο Παρίσι, ίσως, μάλιστα, να του έχει ετοιμάσει κάποιο από τα αγαπημένα του φαγητά, να γιορτάσουν το ξανασμίξιμο.
Η Μαρία φαντάζεται να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά, καθώς βαδίζει προς το σπίτι της, πιθανόν να νιώθει αυτήν τη χαρακτηριστική μυρωδιά από το μείγμα των μεσογειακών μπαχαρικών που αρέσουν στον Καμύ. Εκείνος ίσως να έχει κιόλας φτάσει, να την περιμένει για να της κάνει έκπληξη. Ίσως γι΄αυτό η Καζαρές βαδίζει γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Ίσως και όχι. Κάθε που μπαίνει μία χρονιά η Μαρία θυμάται. Τον θάνατο της μητέρας τον Ιανουάριο του 1946, του πατέρα τον Φεβρουάριο του 1950, Νοέμβριο είχε φύγει για Αλλού ο Ζεράρ Φιλίπ, με τον οποίο είχε έρθει πολύ κοντά όταν είχε χωρίσει με τον Καμύ και άλλαζε εραστές σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να τον ξεχάσει, να τον ξεπεράσει. Πολύ νέος για να πεθάνει ο Ζεράρ, το 1959, γεννημένος όπως κι εκείνη το 1922, είχαν μόλις μερικές μέρες διαφορά.
Η Μαρία Καζαρές είναι τριάντα επτά ετών, δεν έχει παιδιά, δεν έχει επισήμως σύντροφο –«αγαπημένη μου, ομορφιά μου, φως μου», την προσφώνησε ο Αλμπέρ–, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και δύο φορές αρραβωνιάστηκε, άφησε πίσω της τη γενέθλιο Ισπανία, τη Γαλικία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, πριν από είκοσι τρία χρόνια και είχε ορκιστεί ποτέ να μην επιστρέψει όσο ο Φράνκο βρισκόταν εν ζωή. Στο Παρίσι είχε φτάσει ως πρόσφυγας το 1936 μαζί με τη μητέρα της, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας, Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγια, είχε πολλάκις διατελέσει υπουργός και υπήρξε ο τελευταίος πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, πριν από το πραξικόπημα του Φράνκο και κατηγορήθηκε ότι αρνήθηκε να δώσει όπλα στους εργάτες αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση, με την ανικανότητά του να ευθύνεται για την έναρξη του Εμφυλίου. Ο πατέρας έφτασε κι εκείνος στο Παρίσι, απογοητευμένος, εξαντλημένος από τις διαδοχικές υποτροπές της φυματίωσής του, με την εντολή των γιατρών να είναι πως χρειάζεται ανάπαυση. Τη μητέρα και τη Μαρία συνοδεύει στην εξορία ο εραστής της μητέρας, σύντομα εραστής και της Μαρίας. Η Ανδαλουσία, η Ναβάρρα έχουν ήδη πέσει, η Μαδρίτη ακόμη αντιστέκεται, χάρη στο πείσμα των κατοίκων της, οι χώρες που ο πατέρας πίστευε πως διέκειντο φιλικά προς τη Δημοκρατική Ισπανία, ανάμεσα τους και το Λαïκό Μέτωπο του Λεόν Μπλουμ, ψήφισαν ένα σύμφωνο μη επέμβασης.
Επείγεται η Μαρία στο Παρίσι, εξόριστη από τις άλλες στο λύκειο Βικτόρ-Ντυρουί, εξόριστη από την παιδική της ηλικία, από τον ίδιο της τον εαυτό εξόριστη, να μάθει τη γαλλική γλώσσα, δουλεύει ασταμάτητα, τίποτα δεν την πτοεί, ούτε η αποτυχία της στις εισαγωγικές της Δραματικής Σχολής ούτε και οι συνήθειες της γαλλικής κοινωνίας –«τη διακατέχει το δαιμόνιο της ζωής», έλεγε για την αγαπημένη του ο Καμύ. Αφού πρώτα εξάντλησε όλα της τα δάκρυα στα σύνορα, θα ΄λεγε κανείς πως απαλλάχθηκε από κάθε φόβο, κάθε πόνο. Το ταλέντο της έλαμψε πολύ σύντομα στον κινηματογράφο, στα Παιδιά του Παραδείσου του Μαρσέλ Καρνέ, στις Κυρίες του δάσους της Βουλόνης του Ρομπέρ Μπρεσσόν και στον Ορφέα του Κοκτό, αλλά πολύ περισσότερο το ταλέντο της αναδείχτηκε στο θέατρο, με σκηνοθέτη τον Ζαν Βιλάρ, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. «Ο κύβος ερρίφθη και τρία τουλάχιστον πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Είχαμε χάσει την Ισπανία. Εγώ ήμουν πλέον πρόσφυγας στη Γαλλία, σαν τους γονείς μου. Και ήταν αποφασισμένο πως θα αφοσιωνόμουν στο θέατρο», θυμάται και γράφει η Μαρία στην αυτοβιογραφία της. Μαθήματα με τον Ρενέ Σιμόν, μαθήματα με τη Ζαν Ντελβαίρ, μαθήματα συλλογικά και ιδιαίτερα, μαθήματα ορθοφωνίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο ης Σορβόννης. Φοιτήτρια ύστερα της Δραματικής Σχολής, στην τάξη της Μπεατρίξ Ντυσσάν, πάντα παρακολουθώντας τα μαθήματα του δασκάλου Ρενέ Σιμόν, ντεμπούτο τον Οκτώβριο του 1942, λίγο πριν κλείσει τα είκοσι, στη σκηνή του θεάτρου Ματυρέν, με ρόλο πρωταγωνιστικό στο έργο του Ιρλανδού δραματουργού Η Ντίαρντρη των θλίψεων, κριτικές διθυραμβικές. Έπειτα, 19 Μαρτίου 1944, καλεσμένη η Μαρία στην ανάγνωση ενός θεατρικού έργου του Πάμπλο Πικάσο σε έξι πράξεις, το Τα τέσσερα κοριτσάκια, παρουσία και του Ζαν-Λουί Μπαρρό, με τον οποίο η Καζαρές είχε παίξει μαζί στα Παιδιά του Παραδείσου. Εκεί, στο διαμέρισμα του ζεύγους Λερίς επί της οδού Γκρανζ Ογκυστέν, αριθμός 53Β, παρευρίσκονται ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Κενό, ο Λακάν, ο Μπατάιγ και ένας Γάλλος συγγραφέας ο Αλμπέρ Καμύ. Ένα κείμενο του τελευταίου δίνει ο Μαρσέλ Ερράν στη Μαρία να το διαβάσει. Ο Ερράν θέλει να ανεβάσει το κείμενο για το θέατρο Ματυρέν. Πρόκειται για την Παρεξήγηση: «Μεγάλωσα εδώ, μέσα στην πλήξη, όπου και να κοίταζα γύρω μου, στεριά. Κανείς μέχρι τώρα δε με φίλησε στο στόμα, κι ακόμα κι εσύ δεν είδες το κορμί μου χωρίς αυτά εδώ τα ρούχα. Μητέρα, σ΄τ΄ορκίζομαι, αυτό θα μου το πληρώσεις». Ο Καμύ σε λίγο υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το Παρίσι εσπευσμένα, με το ποδήλατό του, μαζί με φίλους, αφού η Γκεστάπο εισέβαλε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Ο Αγώνας, με την οποία ο Καμύ συνεργαζόταν, αρχίζει η αλληλογραφία. Η Μαρία αρχίζει αν αντιλαμβάνεται πόσο πολύ έχει αλλάξει η ζωή της, από τότε που γνώρισε τον Καμύ. Γνώρισε ένα άντρα που αγαπά όπως κανένα άλλον στο παρελθόν, του ζητά συνεχώς να έρθει να την ανταμώσει ή να πάει εκείνη κοντά του – «Αν μ΄αγάπησε πραγματικά με όλη σου την ψυχή, τότε πρέπει να καταλαβαίνεις πως η αναμονή και η μοναξιά για μένα δεν μπορεί παρά να ισοδυναμούν με απελπισία», του γράφει, εκείνου που ούτε καν την ηλικία του δεν γνωρίζει, δεν ξέρει να είναι μέλος της Αντίστασης, αν είναι παντρεμένος, αν έχει παιδιά, ούτε ότι είναι, όπως ο πατέρας της, φανατικός. Η Μαρία είναι είναι είκοσι ενός, ο Αλμπέρ τριάντα, ο πόλεμος τους ένωσε και μετά από τρεις βδομάδες που φλογερά αγαπήθηκαν, «μέσα στη λαχτάρα και τον κίνδυνο», ο πόλεμος τους χώρισε πάλι. Ο καμύ δεν παρευρέθηκε ούτε καν στην πρεμιέρα της Παρεξήγησης, στις 24 Ιουνίου, έστειλε, βέβαια, λουλούδια στην πρωταγωνίστριά του – ο Καμύ τη ζηλεύει, είναι κτητικός, θα ήθελε εκείνη ποτέ να μη φεύγει από κοντά του, αλληλοσπαράσσονται – «Κανείς δε θα σ΄αγαπήσει ποτέ όπως εγώ», της γράφει. «Θα σε περιμένω για όσο καιρό η ζωή και ο έρωτας θα έχουν ένα νόημα για σένα και για μένα», κι εκείνη, στην αυτοβιογραφία της, «Είναι βέβαιο πως δεν ήμουν προετοιμασμένη για μια συνάντηση τέτοιων διαστάσεων. Και καθώς βρέθηκα μπροστά στο παν, επέλεξα το τίποτα», ο Καμύ είναι παντρεμένος, η Μαρία αναζητά παρηγοριά στην αγκαλιά του Ζαν Σερβαί, ενός Βέλγου ηθοποιού τριάντα τεσσάρων ετών, γίνονται επισήμως ζευγάρι. Στις 10 Ιανουαρίου 1946 πεθαίνει η μητέρα της Μαρίας, η Γκλόρια Πέρεθ Κασάρες, κηδεύεται στο Μονπαρνάς. Ο Καμύ σπάει τη σιωπή του: «Είμαι δίπλα σου με όλη μου την ψυχή από τότε που το έμαθα, και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θα έδινα ό,τι καλύτερο έχω για να μπορέσω να σε αγκαλιάσω για να σου δείξω πόσο θλιμμένος νιώθω», γράφει ο Καμύ «στη μαυρομάλλα του, τη ζωηρή του, τη σπουδαία του, την ωραία του, τη φλογερή του, την αληθινή του ζωή», «στη γυναίκα που αγαπώ» – «έρωτας που έχει απεκδυθεί κάθε περηφάνιας. Μια ύψιστη αρμονία». Στις 17 Φεβρουαρίου 1950 πεθάινει ο πατέρας της Μαρίας. Οι γονείς της ανταμώνουν ξανά, στο ίδιο μνήμα. «η μητέρα μου. Ο πατέρας μου. Οι δυο μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο που ανήκαν σ΄εμένα και που τους ανήκα κι εγώ, αν εξαιρέσεις εσένα», στοχάζεται η Μαρία τη συνθήκη του θανάτου λέγοντας συχνά πυκνά πως, μετά τον πατέρα της, ο Καμύ είναι ο μόνος άνδρας που τη δημιούργησε. «Τώρα μου απομένει μονάχα εσύ και κανείς άλλος. Τώρα είμαι ολοκληρωτικά δική σου». Κι εκείνος, στις 6 Ιουνίου 1950: «Πάνε έξι χρόνια τώρα που άρχισε βαθιά μέσα μου να υπάρχει μια καινούρια ζωή που ήρθε και επισκίασε την παλιά· πάνε έξι χρόνια τώρα που κατάλαβα, μια νύχτα ανάλαφρη και φωτεινή, ότι σ΄αγαπώ – κι η αγάπη αυτή, παρ΄όλο τον σπαραγμό, θέριεψε μέσα απ΄ τα χρόνια για να γίνει η περηφάνια και ο λόγος για τον οποίο ζω».
Εν τω μεταξύ, η Μαρία Καζάρες θριαμβεύει από παράσταση σε παράσταση, στις 21 Νοεμβρίου 1952 αποθεώνεται ως Ελβίρα στον Δον Ζουάν του Μολιέρου στην Κομεντί Φρανσαίζ, τον Ιούνιο του 1953 στο Φεστιβάλ του Ανζέ, στις 20 Ιουλίου 1954 επευφημείται ως λαίδη Μάκβεθ, σε σκηνοθεσία Ζαν Βιλάρ – αυτή της η ερμηνεία «είναι ένας ζωντανός μύθος». Συνεχίζει να παίζει και να πρωταγωνιστεί και μετά τον θάνατο του Καμύ, μέχρι τον θάνατό της στις 22 Νοεμβρίου 1996, μία μέρα πριν κλείσει τα εβδομήντα τέσσερα.
«Σε ακολουθώ βήμα βήμα, μέχρι το μνήμα σου»
[...................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Η μεγάλη αγαπημένη του Καμύ (του Ηλία Καφάογλου)
*****************************
H ZΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΛΙΒΕΡΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΣΑΡΕΣ (γαλλικά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου