Καθώς αναδύεται το πορτρέτο της σύγχρονης Ελληνίδας |
Μέλπω Αξιώτη «Δύσκολες νύχτες», επιμέλεια: Μάρω Δούκα, εκδόσεις Κέδρος, 2008
Οι Δύσκολες Νύχτες, το 1937, έκαναν γνωστή την Μέλπω Αξιώτη που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Το πρώτο της μυθιστόρημα αγαπήθηκε και κατακρίθηκε εξ αρχής. Όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Αργυρίου το 1976: «Είναι πάντως γεγονός ότι οι Δύσκολες νύχτες φυσιολογικά αιφνιδίαζαν τους αναγνώστες τους». Το ίδιο και σήμερα, κάθε φορά που ξαναδιαβάζουμε αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα, ξαφνιαζόμαστε θετικά.
Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα αλλά έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Μύκονο απ’ όπου καταγόταν ο παππούς της. Ο πατέρας της συγγραφέα, Γεώργιος, γεννήθηκε στη Μαριανούπολη και παντρεύτηκε την Αθηναία Καλλιόπη Βάβαρη, ένας γάμος που δεν κράτησε πολύ (η απουσία της μητέρας κυριαρχεί φανερά ή υπόγεια στο έργο της συγγραφέα). Φοίτησε στη Σχολή Ουρσουλινών Τήνου ως εσωτερική. Το 1925 παντρεύτηκε τον θεολόγο καθηγητή της Βασίλη Μάρκαρη, αλλά χώρισαν φιλικά το 1929. Τον επόμενο χρόνο ήρθε στη Αθήνα όμως δεν στέριωσε σε κανένα συγγενικό σπίτι. Έζησε μόνη σε πανσιόν ή σε νοικιασμένα δωμάτια.
Σαν πίνακες ζωγραφικής που πλαισιώνουν μικροϊστορίες
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, το καθένα περιγράφει μια διαφορετική εποχή της ανώνυμης αφηγήτριας. Στο πρώτο μέρος περιγράφονται τα παιδικά της χρόνια στην Μύκονο, στο δεύτερο η εφηβεία της, εσώκλειστη στη Σχολή Ουρσουλινών Τήνου, στο τρίτο η ενηλικίωση και πάλι στο νησί της και στο τέταρτο, ερχόμενη στην Αθήνα, η κοινωνική και ερωτική της αφύπνιση. Όλα αυτά λέγονται συνειρμικά, κάπως ασύνδετα, αφού η μνήμη αναλαμβάνει να τα ανασυνθέσει μέσα από την αφήγηση. «Τάχατες με ποιο τρόπο μπορεί κανείς να θυμάται τον τόπο του; Με τον ασβέστη, τη μυρωδιά του καντηλιού στις εκκλησίες τ’ απόγεμα, τον κατηφέ, όπως τα λένε κείνα τα κόκκινα λουλουδάκια σαν βελούδο, και με τη φτώχεια. Ε; δεν είναι αλήθεια; πώς αλλιώτικα γνώρισε κανένας τον τόπο του... - θυμάσαι μήπως εσύ τίποτ’ άλλο;» Ταυτόχρονα με τις δικές της εμπειρίες παρακολουθεί τις αποσπασματικές ζωές άλλων κοριτσιών ή νέων γυναικών, μέσα από τις κοινές εμπειρίες που μοιράστηκε μαζί τους. Είναι η Ισμήνη, το Λενιώ, η θεία Διαλεχτή αλλά και αρκετές αντρικές φιγούρες, με βασικό τον πατέρα της στο νησί. Καθοριστικό επίσης στοιχείο είναι ο πόλεμος, η επιστράτευση, αυτοί που μένουν πίσω κι αυτοί που δεν επιστρέφουν αλλά και όσοι μεταναστεύουν και χάνονται.
Είναι πολλοί οι χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο, φτάνουν τους 110, άλλοι διαγράφονται αχνά, με ένα απλό πέρασμα, κι άλλοι έχουν ένα μεγαλύτερο ρόλο, ποτέ όμως πάνω από μια δυο σελίδες. Καθένας ωστόσο μιλάει τη γλώσσα του, το ιδίωμά του, ανάλογα με την καταγωγή και την κοινωνική του θέση. Δεν είναι μόνον τα πρόσωπα και οι λαλιές, είναι και οι συγκλονιστικές εικόνες, σαν πίνακες ζωγραφικής που πλαισιώνουν τις μικροϊστορίες. Η εκδρομή με τον πατέρα της, στο μακρινό κτήμα, αναδείχνει τη συνείδηση του κόσμου σαν ολότητα, μέσα από μια καθάρια ποιητική ματιά. Μια άλλη εκδρομή στην θάλασσα, θυμίζει σελίδα από το μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Στο φάρο».
«Λοιπόν κι εμείς τον πήραμε όλοι μαζί η οικογένεια, και τον φέραμε στην ακρογιαλιά. Απάνω της οι πατημασιές πλήθαιναν, αλλού βαθιές, αλλού ρηχές, όσο προχωρούσαμε. Έκανε ζέστη, ο ήλιος πιο ψηλά, και μερικοί έβγαλαν μαντίλια. Εμπήκε η μέρα μέσα μας, κι όλος ο τόπος, και γίναμε χαρούμενοι».
Η ετερογλωσσία ως στάση ζωής
Η αφήγηση είναι αναδρομική αλλά διατηρεί το ύφος της περιόδου και, ενώ ακούγονται δεκάδες ιδιωματικές φωνές, όλες μαζί, αλληλοεμπλέκονται με την ιδιάζουσα προσωπική φωνή της αφηγήτριας σε ένα πολύπλοκο κολάζ με αναγνωρίσιμο ύφος και τεχνοτροπία. Αυτό είναι το μοντέρνο στοιχείο που φέρνει η Αξιώτη με τη γραφή της. Την μπαχτινική πολυφωνία, την προφορικότητα, χωρίς την επιτηδευμένη χρήση της δημοτικής που συναντιέται στους άλλους συγγραφείς εκείνης της περιόδου. Στο βιβλίο συνυπάρχουν ντοπιολαλιές, εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, αρχαιόπληκτα καθαρευουσιάνικα, αλαλαγμοί, στεναγμοί, εγκοπές του λόγου αλλά και αποσιωπήσεις της φωνής και της ψυχής.
Η ιδιόρρυθμη γλώσσα της αντανακλά τόσο την πολυφωνία του κειμένου όσο και τη δική της απόσταση από τον κοινωνικό περίγυρο και τον αγώνα που έδωσε να κρατηθεί μέσα στη δική της γλώσσα, κάνοντάς την τόπο της, επιστρέφοντας πάντα εκεί, διατηρώντας και επινοώντας την.
Αυτή η ετερογλωσσία αποτελεί στάση ζωής μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της το 1947 επειδή ανήκε στο ΕΑΜ και να καταφύγει στο Παρίσι. Εκεί θα γνωρίσει όλη τη διανόηση, ειδικά τους διακεκριμένους αριστερούς και θα σχετιστεί μαζί τους (Αραγκόν, Ελιάρ, Πάμπλο Νερούντα, Πάμπλο Πικάσο). Ωστόσο θα απελαθεί από την Γαλλία κατόπιν αιτήματος της ελληνικής κυβέρνησης και θα βρεθεί στην Ανατολική Γερμανία, στο Βερολίνο και αργότερα στην Πολωνία, πάντα διαδίδοντας και διδάσκοντας τα ελληνικά γράμματα. Μόλις το 1964 θα επαναπατριστεί στην πατρίδα της που τόσο αγαπούσε και τόσο ανέδειξε με τα πολύτιμα γραπτά της. Θα αργήσει να αποκατασταθεί στον λογοτεχνικό κανόνα αλλά με τα χρόνια η δικαίωση είναι πια μεγάλη. Πέθανε το 1973 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Ζωγράφου στην Αθήνα.
Χαμηλόφωνα και δυναμικά μαζί
Στο έργο της μίλησε για όσα γνώρισε και που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία: Θρησκοληψία, δεισιδαιμονία, μοιρολατρία, αφόρητη πατριαρχία. Για τη γυναίκα που το άξιο χαρτί της είναι η «νοικοκυροσύνη», η αμορφωσιά και το χαμηλωμένο βλέμμα. Προίκα, προξενιά, πορνεία από ανέχεια, γενικευμένη φτώχεια της επαρχίας, στέρηση αναγκαίων αγαθών, κοινωνική ανισότητα, θάνατοι από γεννησιμιού, επιδημίες, διαλυμένες οικογένειες, νευρωτικοί χαρακτήρες. «Θα καρτεράς ολάκερη ζωή», λέει η μάνα στη Λενιώ ενώ ο αρραβωνιαστικός της, ο ναυτικός, με γράμματα την καθοδηγεί πότε να εκκλησιαστεί και τι φόρεμα να φορέσει.
Οι Δύσκολες νύχτες, όπως και τα επόμενα έργα της, είναι η απάντηση σε όλα τα παραπάνω: χωρίς να καταγγέλλει, αφήνει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις να μιλήσουν από μόνα τους. Ταυτόχρονα ξεπροβάλλει η αναζήτηση της δικής της ταυτότητας, της αφηγήτριας, που δεν είναι παρά η συνείδηση μια νέας, μοντέρνας, γυναίκας που θέλει να απαγκιστρωθεί από τις συμβάσεις και τις πατροπαράδοτες φόρμες. Μια γυναίκα που αποφασίζει εκείνη για τα πάντα. Πόσο λιτά περιγράφεται το τέλος της πρώτης της σχέσης!
«Όμως την άλλη μέρα εκείνης της κουβέντας, πρώτη φορά βαρέθηκα να πάω σ’ εκείνο το χαμηλό σπίτι με τον Κώστα. Είπα: “πώς κόβεται ο σπάγκος άξαφνα πίσω από το κάντρο, και γκρεμίζεται - έτσι, με τέτοιο τρόπο. Και μήτε μαθαίνεις γιατί”».
Η στιγμή που βαριέται και σπάει το κάδρο, τότε, ανάμεσα στα θρυμματισμένα γυαλιά, αναδύεται το πορτρέτο της σύγχρονης Ελληνίδας του 20ού αιώνα.
_________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου