Mario Vitti, (1926-2023), «Αυτοβιογραφικό σχόλιο»
Πηγή: poiein.gr
«Ας θεωρήσω τυχερό τον εαυτό μου, αν απολύτως κανείς δεν
αναζητήσει, από καλοπροαίρετη ίσως αφέλεια, τα πρώτα γραπτά μου στο
περιοδικό |Τέχνη της Πόλης| (1946, 1-3). Η πεζογράφος Μάγια Δρόσου, που
εξέδιδε το περιοδικό, έδειχνε μεγάλη κατανόηση στη λαχτάρα μου να δω
τυπωμένες τις εκθέσεις που έγραφα ως άσκηση στα ιδιωτικά μαθήματα των
νέων ελληνικών. Δάσκαλός μου, στο σπίτι, ήταν ο Δημήτρης Μάνος, που
αργότερα έγινε γνωστός στην Αθήνα ως άξιος εκπαιδευτικός (δίδαξε στο
Κολέγιο Αθηνών και ανέλαβε ευθύνες στο Υπουργείο Παιδείας). Αυτός, μαζί
με την ιμβριώτισσα κοπέλα μας, τη Μαρίκα, είναι υπεύθυνος για τα πρώτα
ελληνικά βιβλία που τράβηξαν την προσοχή μου. Η Μαρίκα είχε διαβάσει |Το
χρυσούν μαστίγιον| και την |Ωραία του Πέραν| και μου τα διηγιόταν όταν
ήμουν μικρός με όλες τις λεπτομέρειες, παραστατικά, και ήταν σαν να τα
είχα διαβάσει. Από τα αναγνώσματα υπό την καθοδήγηση του δασκάλου, μου
είχε κάνει φοβερή εντύπωση η |Ζωή εν τάφω.|
Στο γυμνάσιο, το Liceo Italiano, ήμουν γεμάτος πάθος για τα γράμματα και
διαχυτικός με τους δασκάλους~ αντιδρούσαν καλά οι άνθρωποι και δέχονταν
τη συντροφιά μου. Μερικοί έρχονταν να με βρουν το καλοκαίρι στην
Πρίγκιπο, όπου παραθερίζαμε από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο.
Κάποιες αγάπες στη λογοτεχνία ήταν σφοδρές και έδειξαν αντοχή μέσα στον
χρόνο. Λόγου χάρη ο Μπωντλαίρ, που μου τον έβαλε στα χέρια ο δάσκαλος
των γαλλικών, ένας φραγκόπαπας που είχε πετάξει τα ράσα και είχε
ασπαστεί την ποίηση. Με γοήτευαν οι “καταραμένοι” ποιητές, ο Βερλαίν,
και πιο πίσω ακόμα, μέχρι τον Βιγιόν. Σχετικά με τους Γάλλους, αργότερα,
με την πρώτη έφοδό μου στο Παρίσι, το 1949, ανακάλυψα τον Σαιν-Εξυπερύ
και τον Καμύ, που έγιναν θέμα για κάτι γραπτά της Πόλης, και
εμφανίστηκαν αργότερα και στα πρώτα μου ιταλικά γραπτά (1950-1951).
Η παλαιότερη ενημέρωσή μου στην Πόλη, παρά τον πόλεμο που είχε σαρώσει τους εκδότες στη μισή Ευρώπη, δεν υστερούσε καθόλου, και αυτό χάρη στην ουδετερότητα της Τουρκίας. Τα ιταλικά βιβλία, είναι αλήθεια, δεν ανανεώνονταν στο ιταλικό βιβλιοπωλείο, έφταναν όμως τα γαλλικά στου Hachette, τυπωμένα στον Καναδά, στην Ελβετία (εκδόσεις Kundig), ακόμη και στη Σουηδία. Το γαλλικό βιβλιοπωλείο ήταν μια δρασκελιά από το σπίτι. Αρκούσε να πάρω τον ανήφορο ανάμεσα στην ιταλική πρεσβεία (πρώην σαράγι της Βενετίας) και στο γαλλικό σαράγι (εδώ είχαν στήσει καρτέρι οι ιησουίτες στον Κύριλλο Λούκαρη, που τους ξέφυγε αναζητώντας καταφύγιο στο σαράγι των Κάτω Χωρών, λίγο παραπάνω). Εκείνα τα χρόνια θα πρέπει να μου είχε χαρίσει ο νονός μου τις |Stances| του Μωρεάς και τα |Poemes| του Βαλερύ. Ο νονός μου Αλέκος Καλλιβρούσης είχε το μεγαλύτερο συγκρότημα μόδας για κυρίες στο Πέραν. Όταν κάποτε συναντηθήκαμε οι δυο μας στο Παρίσι, μου αποκάλυψε τον κήπο του Παλαί Ρουαγιάλ και με πήρε μαζί του στου Ντιορ να θαυμάσω τις κοπέλες των επιδείξεων.
Το γεγονός ότι ήμουν Κωνσταντινουπολίτης, κάτοικος του Πέραν, όπου στους
δρόμους του άκουγες περισσότερο ελληνικά, γαλλικά, αρμένικα,
σεφαραδίτικα παρά τουρκικά (καλά-καλά αυτά δεν τα έπιανε το αυτί μου),
και μπαινόβγαινες άνετα μέσα στις ποικίλες κοινωνίες των μειονοτήτων,
που όλες τους είχαν ως κοινό παρονομαστή μια στέρεη παράδοση συμβίωσης,
αυτό δεν αποτελούσε απειλή για την ταυτότητά μου. Απλώς, όσο πήγαινα
σχολείο, δεν μου είχε παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα τέτοιας φύσης. Στη
διάρκεια του πολέμου δύο εξαδέλφια μου είχαν πάει εθελοντές. Ο Ερνέστο
είχε μπει ως κατακτητής στην Αθήνα και εκεί σκοτώθηκε μυστηριωδώς. Ο
Επαμεινώντας, που εντάχθηκε στον ελληνικό στρατό, μπήκε θριαμβευτικά στο
Ρίμινι. Τα οικογενειακά αυτά συμβάντα σχολιάζονταν, ήταν οπωσδήποτε
συνταρακτικά, αλλά μόνον κατά το μέτρο που επρόκειτο για συγγενείς,
χωρίς άλλες περιπλοκές εθνικού χαρακτήρα.
Ούτε και η διττή προσήλωσή μου, στην ιταλική λογοτεχνία παράλληλα με την ελληνική, προκάλεσε μέσα μου κάποιο είδος διχασμού. Ακολουθούσα δίχως προβληματισμούς τα δύο μονοπάτια, που ικανοποιούσαν στον ίδιο βαθμό τη λαχτάρα μου για λογοτεχνία. Η διπλή αυτή πορεία μάλιστα, όταν ήρθε η ώρα, με έκανε να επιθυμώ να ανακοινώσω σταυρωτά τα ελληνικά πράγματα στους Ιταλούς και τα ιταλικά στους Έλληνες. Σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν μοιραίο τα αντίστοιχα γραπτά μου να φέρουν τα σημάδια της απλής πληροφόρησης.
Η παράλληλη πορεία προχωρούσε χωρίς τραντάγματα. Όταν πια βρέθηκα
σπουδαστής στη Ρώμη, σε αυτή τη χειμωνιάτικη, μουδιασμένη μεταπολεμική
Ρώμη του 1946, η κλίση μου για τα γράμματα βρήκε γόνιμο έδαφος στο
μισοσκότεινο και δίχως θέρμανση σπίτι των γονιών του Filippo Maria
Pontani. Τη διεύθυνσή του μου την είχε στείλει με ένα δελτάριο ο Bruno
Lavagnini, στον οποίο είχα απευθύνει μια επιστολή όπου δήλωνα τον έρωτά
μου για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Φεβρουάριος του 1948. Η συνάντησή μας
ήταν αποφασιστική για το μέλλον μου. Κουβεντιάζαμε για τα λίγα
λογοτεχνικά πράγματα της Ελλάδας που γνώριζα, για τα πρόσωπα με τα οποία
είχα αρχίσει να σχετίζομαι στην Αθήνα, από όπου περνούσα αεροπορικώς
(τέσσερις ώρες Ρώμη-Αθήνα, άλλες τέσσερις Αθήνα-Πόλη, με ντακότα~ και
πίσω τα ίδια), ενώ εκείνος αναθυμόταν ένα προς ένα όσα είχε μάθει πριν
από τον πόλεμο. Στο μεταξύ ο δαιμόνιος Κατσίμπαλης είχε αποκαταστήσει το
δίκτυό του στην Ευρώπη και μας τροφοδοτούσε με βιβλία και περιοδικά, με
την |Αγγλοελληνική Επιθεώρηση| κυρίως, που μαζί με τη |Νέα Εστία| ήταν
τα μόνα όργανα ενημέρωσης που μπορούσαμε να έχουμε στη διάθεσή μας.»
Mario Vitti – |Γραφείο με θέα:| Άρθρα και ομιλίες, με ένα αυτοβιογραφικό σχόλιο στην εργογραφία του συγγραφέα, που τη συνέταξε η Αμαλία Κολώνια (ΜΙΕΤ)
Φωτογραφικό Αρχείο Mario Vitti - MIET
*********************************************Ο ελληνοϊταλος ελληνιστής Μάριο Βίττι πέθανε στην Ρώμη σε ηλικία 96 ετών. Ήταν διαυγέστατος μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του.
Κορυφαίος μελετητής της γλώσσας μας, στενός φίλος του Οδυσσέα Ελύτη, του Μίκη Θεοδωράκη και πολλών άλλων λογοτεχνών και καλλιτεχνών, είχε δημοσιεύσει στην Ιταλία το πολυμεταφρασμένο έργο του Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και είχε διδάξει για πολλά χρόνια νέα ελληνικά στο πανεπιστήμιο της Τούσια, στην κεντρική Ιταλία.
Πρόσφατα, η έδρα νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Ρώμης τού είχε αφιερώσει το Παρατηρητήριο του Εργαστηρίου για την Ελληνική Γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου