Δευτέρα, Φεβρουαρίου 20, 2023

Διαβάζουμε;


Διαβάζουμε;

Γιώργος Ν. Περαντωνάκης 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Νίκος Παναγιωτόπουλος. Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες. Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα. Μελέτη. Σελ. 252. Gutenberg & ΟΣΔΕΛ


Χρειάζεται μια γενικότερη αλλαγή στις δομές της κοινωνίας, που θα ξεκινήσει από το σχολείο, ώστε να επιτευχθούν μια βαθύτερη εξοικείωση των ανθρώπων με το βιβλίο, η συγκρότηση μιας ουσιαστικότερης διάθεσης απέναντι στα πολιτιστικά προϊόντα.

Τους ανθρώπους των γραμμάτων μάς απασχολεί έντονα πώς το ευρύ κοινό δεξιώνεται το βιβλίο και πώς, με ποιους διαύλους δηλαδή, οι αναγνώστες το προσεγγίζουν. Με μία λέξη «διαβάζουμε;» και, αν ναι, σε ποιον βαθμό, με ποιες καταβολές και με ποιους υποσυνείδητους κοινωνικούς και ψυχικούς ορίζοντες. Οι τελευταίες ανάλογες έρευνες είχαν διεξαχθεί από το ΕΚΕΒΙ το 1999 και το 2004 και συνήγαγαν μερικά χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία η ανά χείρας μελέτη έρχεται να επεκτείνει, λίγο μετά την καραντίνα, η οποία επέδρασε με τον τρόπο της στην εσώκλειστη ψυχαγωγία διά του βιβλίου.

Η μελέτη του Νίκου Παναγιωτόπουλου, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, στηρίζεται σε 1.500 + 80 συνεντεύξεις, από τις οποίες εξήχθησαν και μελετήθηκαν στατιστικά στοιχεία, και αναλύει το αναγνωστικό φαινόμενο υπό κοινωνιολογική οπτική γωνία. Τα συμπεράσματα του ΕΚΕΒΙ, που λίγο-πολύ επιβεβαιώνονται περίπου είκοσι χρόνια μετά, δείχνουν ότι η φιλαναγνωσία είναι ανάλογη με το εκπαιδευτικό επίπεδο των ανθρώπων αλλά και των γονιών τους, το επάγγελμά τους, το εισόδημα, το κοινωνικό στρώμα στο οποίο ανήκουν και το φύλο, με τις γυναίκες λ.χ. να διαβάζουν περισσότερο.

Όλα αυτά λίγο-πολύ δεν μας εκπλήσσουν. Η ανά χείρας έρευνα διαπιστώνει μια πρώτη τριμερή διάκριση: το 1/3 των ερωτώμενων δεν διαβάζει καθόλου, το 1/3 διαβάζει λίγο (1-4 βιβλία τον χρόνο) και το 1/3 διαβάζει εντατικότερα (5-10 βιβλία τον χρόνο). Οπως δεν μας εκπλήσσουν και τα περισσότερα από τα στοιχεία από την ανά χείρας έρευνα: η μέση και η υψηλή ενασχόληση με το βιβλίο εξαρτάται από τη βιβλιοθήκη που το σπίτι διαθέτει τώρα ή διέθετε στην παιδική και εφηβική ηλικία των ερωτώμενων, την έκθεσή τους σε έναν (μεγαλύτερο) συστηματικό αναγνώστη, τις υπόλοιπες πολιτιστικές ενασχολήσεις (θέατρο, κινηματογράφος, μουσική κ.ά.), τη γνώση ξένων γλωσσών, την ανάγνωση εφημερίδων και την πλοήγηση στο διαδίκτυο. Επομένως, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε εντατικούς αναγνώστες, σκόπιμο είναι να αυξήσουμε το ποσοστό των πεπαιδευμένων, πνευματικά και πολιτισμικά, στη χώρα.

Θα ήθελα, ωστόσο, να σταθώ σε ορισμένα απρόσμενα -κατ’ εμέ- συμπεράσματα, που αναθεωρούν εν όλω ή εν μέρει τις αντιλήψεις μας. Η παρακολούθηση τηλεόρασης λ.χ. συναρτάται με υψηλή φιλαναγνωσία, οι προτιμήσεις για την ελληνική λογοτεχνία υπερτερούν της ξένης, αν και στις ανώτερες τάξεις αυτό αντιστρέφεται, μεγαλύτερο ρόλο παίζει το επίπεδο του πατέρα από αυτό της μητέρας, οι κάτοχοι βασικής εκπαίδευσης διαβάζουν κάθε μέρα βιβλία όταν έχουν ελεύθερο χρόνο…, πτυχές που αξίζει να μας προβληματίσουν.

Συμπερασματικά, υπάρχουν ενδείξεις που αποπνέουν αισιοδοξία: Οι νέες γενιές διαβάζουν περισσότερο. Οι πολιτικές προώθησης του βιβλίου, τόσο από ιδιώτες όσο κι από το κράτος, πληθαίνουν. Στρατηγικές φιλαναγνωσίας καταστρώνονται στο σχολείο, στις βιβλιοθήκες, στα κοινωνικά δίκτυα, στις λέσχες ανάγνωσης. Αλλά… ο Ν. Παναγιωτόπουλος, επειδή πιστεύει ότι η διάθεση για ανάγνωση είναι μέρος ενός γενικότερου πολιτισμικού δυναμικού και διαφοροποιείται από ομάδα σε ομάδα βάσει κοινωνικών κριτηρίων, θεωρεί ότι πρέπει να αρθούν οι κοινωνικές ανισότητες -και δη οι πολιτισμικές- ώστε τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα να πλησιάσουν σε μόνιμη βάση το πολιτισμικό κεφάλαιο.

Δεν αρκούν δηλαδή πολιτικές μάρκετινγκ που θα αυξήσουν περιστασιακά τις αγορές βιβλίων, ούτε οι τεχνοκρατικές μορφές εκπαίδευσης, που θέτουν συγκεκριμένους αναγνωστικούς στόχους μέσω της μάθησης και της γνωριμίας με τον Κανόνα της υψηλής κουλτούρας. Χρειάζεται μια γενικότερη αλλαγή στις δομές της κοινωνίας, που θα ξεκινήσει από το σχολείο, ώστε να επιτευχθούν μια βαθύτερη εξοικείωση των ανθρώπων με το βιβλίο, η συγκρότηση μιας ουσιαστικότερης διάθεσης απέναντι στα πολιτιστικά προϊόντα, η δημιουργία μιας σταθερότερης μύησης προς τον πολιτισμό και το βιβλίο ως μόνιμο χαρακτηριστικό του ατόμου. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει απλώς να αυξήσουμε τον αριθμό των αναγνωστών ή των τίτλων που «καταναλώνονται», αλλά να δημιουργήσουμε -αμβλύνοντας τις ανισότητες- ένα πεδίο δυνάμεων που καταξιώνουν την ανάγνωση και συνάμα, πιο μακροπρόθεσμα, προετοιμάζουν αναγνώστες με καίριες πνευματικές ικανότητες, οι οποίοι θα είναι ικανοί να προσπελάσουν και να κατανοήσουν ή να συναισθανθούν την υψηλή κουλτούρα.

Επομένως, τέτοιες και ανάλογες προσεγγίσεις, που ρίχνουν το επιστημονικό βάρος τους στο θέμα υπό ποικίλες οπτικές, μπορούν να κάνουν την κοινωνία (και την πολιτεία) πιο εγρήγορη, ώστε να δει την ανάγνωση ως μια υψηλού επιπέδου πολιτισμική πρακτική και έτσι να δρομολογήσει βαθιές πολιτικές φιλαναγνωσίας (και πολιτισμικής μύησης), ώστε να την εγκαθιδρύσει στη συνείδηση των πολιτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: