«Όταν υπεγράφη η Συμφωνία των Πρεσπών έκλαψα με δάκρυα ανακούφισης»!
Γιατρός σε τρεις πολέμους
Της Rumena Bužarovska – 15/7/2022
Το 1988 ο παππούς μου Στέφανος Χουζούρης έβγαλε με δικά του έξοδα στη Θεσσαλονίκη την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατρός σε τρεις πολέμους». Το εξώφυλλο είναι λευκό, εκτός από το σκίτσο ενός νεαρού στρατιώτη ‒μπορεί να είναι και παιδί‒ που φοράει χακί στολή και στραβά στο κεφάλι το χαρακτηριστικό δίκοχο των ανταρτών με το κόκκινο αστέρι. Από τον ώμο του κρέμεται μια τσάντα γιατρού που έχει επάνω τον κόκκινο σταυρό και στο υψωμένο χέρι του κρατάει περήφανα ένα ντουφέκι. Το σκίτσο δεν μοιάζει καθόλου με τον παππού μου, αλλά μάλλον με τον τυπικό ήρωα που βρίσκει κανείς σε σοσιαλιστικά παιδικά βιβλία της δεκαετίας του 1980.
Τα πενήντα οκτώ κεφάλαια αυτού του πυκνοτυπωμένου βιβλίου των 438 σελίδων είναι εικονογραφημένα με κάπου δώδεκα ασπρόμαυρα σχέδια. Απ’ όταν ήμουν παιδί, έχω ξεφυλλίσει το βιβλίο εκατοντάδες φορές. Πάντα ξεχώριζα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο σχέδιο. Απεικονίζει έναν στρατιώτη να τρέχει προς τον παππού μου καθώς στο βάθος βομβαρδίζουν εχθρικά αεροσκάφη. Ο στρατιώτης κουβαλά το ίδιο του το κομμένο, ματωμένο χέρι με το χέρι που του απομένει. Ο λόγος που ξέρω τόσο καλά αυτές τις εικόνες είναι ότι ποτέ δεν κατάφερα να διαβάσω το βιβλίο του παππού μου. Μέχρι τώρα. Περίπου.
Κουβαλάω μαζί μου την αυτοβιογραφία αυτή από το ξεκίνημα της πανδημίας, αποφασισμένη να μάθω ελληνικά και να τη διαβάσω επιτέλους. Στην ουσία είμαι μισή Ελληνίδα: η μητέρα μου γεννήθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν από γονείς Έλληνες κομμουνιστές, πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου, που αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1960, μετοίκησαν στα Σκόπια. Πάντα αισθανόμουν πως η ελληνική μου καταγωγή ήταν ταμπού στην πατρίδα μου εξαιτίας δεκαετιών με δριμείες ιστορικές και πολιτικές διαμάχες ανάμεσα στην Ελλάδα και τη χώρα που επισήμως πλέον αποκαλείται Βόρεια Μακεδονία μετά την υπογραφή το 2018 της Συμφωνίας των Πρεσπών, λύνοντας έτσι σε κυβερνητικό επίπεδο το θέμα αυτό. Ολα αυτά τα χρόνια, οι πολιτικές εντάσεις επηρέαζαν την οικογένειά μου και το αποτέλεσμα τελικά ήταν τα σπαστά ελληνικά μου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ξέρω καθόλου ελληνικά· όταν ήμουν ακόμη νήπιο, μου έμαθαν τη γλώσσα ο παππούς μου ο Στέφανος και η γιαγιά μου η Μαρίκα, η δεύτερη σύζυγός του, που δεν ήταν Ελληνίδα. Τότε ήξερα να μιλάω άπταιστα τα ελληνικά της κουζίνας. Το φαγητό είναι έτοιμο! Δώσε μου το αλάτι. Έχει άλλες πατάτες; Ποιος έφαγε το παγωτό; Τέτοιοι ήταν οι τύποι προτάσεων που ακούγονταν πιο συχνά στην οικογένεια. Ήξερα επίσης αρκετές υπέροχες βρισιές που έμαθα από τον παππού μου όταν γκρίνιαζε εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων. Οι αγαπημένες του βρισιές ήταν ο «βλάκας» και το «γαϊδούρι». Μέχρι τον θάνατο της γιαγιάς μου Μαρίκας το 2010, δεν μου χρειάζονταν άλλα ελληνικά, αφού οι συζητήσεις ούτως ή άλλως περιστρέφονταν συνήθως γύρω από το φαγητό.
Αργότερα όμως ορισμένες ταπεινωτικές εμπειρίες στην Ελλάδα με ανάγκασαν να έρθω αντιμέτωπη με το γεγονός ότι δεν μπορούσα να μιλήσω τη γλώσσα με την οποία είχα μεγαλώσει. Η πρώτη ήταν όταν ο ιδιοκτήτης ενός εξοχικού σπιτιού στην Αλόννησο με μάλωσε για τα κακά ελληνικά μου. «Τι τρέχει μ’ εσένα;» μούγκρισε πατώντας το γκάζι με το ξυπόλητο, τετραδάχτυλο πόδι του καθώς ανεβαίναμε τον στριφογυριστό δρόμο. «Είναι ζήτημα αν μπορείς να πεις μια λέξη!»
Η ενόχληση στη φωνή του προερχόταν από τον ισχυρισμό μου ότι ήμουν Ελληνίδα ή τουλάχιστον μισή Ελληνίδα. Τι είδους μισή Ελληνίδα ήμουν αν το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ρωτήσω πού είναι η πλησιέστερη παραλία; Ήθελα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αλλά δεν είχα τα εργαλεία. Και το μόνο που έκανα ήταν να ανασηκώσω τους ώμους μου.
Η δεύτερη εμπειρία έχει να κάνει με τη θεία μου, τη συγγραφέα Έλενα Χουζούρη. Η παράξενη και ευχάριστη σύμπτωση είναι ότι έχω μια θεία στην Αθήνα που είναι συγγραφέας σαν κι εμένα και που έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα για τον παππού μου τον Στέφανο με βάση την αυτοβιογραφία του, το οποίο όμως δεν μπορώ να διαβάσω. Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι πανέμορφος: «Πατρίδα από βαμβάκι».
Προφανώς δεν μπορώ να διαβάσω κανένα από τα βιβλία της. Αλλά οι δυο μας περάσαμε λίγο χρόνο μαζί σ’ ένα ησυχαστήριο συγγραφέων και ποιητών στην Πάρο το 2011. Ήταν η πρώτη φορά που συναντιόμασταν, στο πλαίσιο μιας καλά μελετημένης απόπειρας της μητέρας και της θείας μου να με κάνουν να βελτιώσω τα ελληνικά μου και ίσως να αναπτύξω δεσμούς με τους συγγενείς μου στα νότια– ένα κομμάτι της οικογένειας που δεν είχα γνωρίσει ποτέ μέχρι τότε.
Κάθε μέρα πηγαίναμε με τη θεία μου σ’ ένα ονειρεμένο χωριό από λευκά σπίτια με μπλε παντζούρια. Στο τέλος ενός πλακόστρωτου στενού ήταν μια καφετέρια σε μια μικρή πλατεία όπου κάτω από τη γενναιόδωρη δροσιά μιας τεράστιας συκιάς απολαμβάναμε γλυκό του κουταλιού.
Και τότε προσπαθούσα να πιάσω κουβέντα στα ελληνικά με τη θεία μου, που της άρεσε να μιλάει. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή με κάρφωσε με τα γαλανά της μάτια και είπε: «Τι εννοείς “αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό”; Τα πράγματα δεν είναι μόνο καλά και κακά, ξέρεις!».
Θέλω να πιστεύω πως της είπα ότι δεν είχα τις δεξιότητες στα ελληνικά, ώστε να γνωρίζω κι άλλα επίθετα με τα οποία θα μπορούσα να εκφράσω την άποψή μου, ότι ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να μάθω περισσότερες από τις βασικές αυτές λέξεις, επειδή η Ελλάδα εξόρισε τον κομμουνιστή παππού και την κομμουνίστρια γιαγιά μου το 1949 μετά από τον Ελληνικό Εμφύλιο και στη συνέχεια άρχισε να φοβερίζει τους κατοίκους της Μακεδονίας, του τόπου όπου κατέληξαν και του έθνους όπου γεννήθηκα και σχημάτισα την ταυτότητά μου. Οι γνώσεις μου για τη γλώσσα ήταν όντως βασικές. Αυτό – καλό. Εκείνο – κακό.
Τι είδους συγγραφέας ήμουν όμως, τι είδους μεταφράστρια, να εκφράζομαι σαν δίχρονο; Αισθάνθηκα αγανακτισμένη, απελπισμένη, ασήμαντη. Ένιωσα ντροπή. Ντροπή που δεν γνώριζα μία από τις γλώσσες μου, ντροπή που δεν μπορούσα να υπερασπιστώ τη μητρική μου γλώσσα και την κληρονομιά μου, ντροπή που υποτίθεται πως ήμουν καλλιτέχνιδα των λέξεων, αλλά δεν ήξερα ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσω.
Αυτό που με πείραζε περισσότερο όμως ήταν που δεν είχα καμία δεξιότητα να υπερασπιστώ την ταυτότητά μου και να εκφράσω μια διαφορετική οπτική στο φλέγον ζήτημα του ονόματος: FYROM, Σκόπια, Μακεδονία, Βόρεια Μακεδονία. Σχεδόν όπου και να πήγαινα στην Ελλάδα, ήταν αδιανόητο να ξεστομίσω το όνομα της χώρας καταγωγής μου, επειδή τότε θα έπρεπε να αρχίσω τις εξηγήσεις ή να ρισκάρω να μου βάλουν τις φωνές. Και βλέποντας ότι ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μιλούσαν αρκετά καλά αγγλικά για να εμπλακούν σε μια πολιτική λογομαχία, οι εξηγήσεις μου αποδείχθηκαν αδύνατες.
Οπότε στην Πάρο κρατούσα και πάλι το στόμα μου κλειστό και έλεγα στον κόσμο ότι ήμουν από τα «Σκόπια», όπως είχα κάνει και τόσες φορές στο παρελθόν για να μην αρχίσω τους καβγάδες. Αισθανόμουν προδότρια, αδύναμη. Συχνά κάποιοι μου έλεγαν ότι δεν ήταν ταυτότητα να είσαι Μακεδόνας, ότι ήταν κατασκεύασμα, ότι ο λαός μου ήταν κλέφτες, ότι δεν υπήρχε. Με ρωτούσαν τι γλώσσα μιλούσα και στο τέλος κατέληξα να λέω ότι μιλάω «σλαβομακεδονικά», που δεν είναι καν το όνομα της γλώσσας – ήταν απλώς τρόπος να αποφύγω τις φωνές τους.
Και πάλι ρωτούσαν αν ήταν σερβικά. Όχι, απαντούσα με τα σπαστά ελληνικά μου, που κάθε στιγμή που περνούσε γίνονταν όλο και πιο αβέβαια. Βουλγαρικά; ρωτούσαν. Όχι, απαντούσα. Είναι ξεχωριστή γλώσσα. Γλώσσα. Αλλά με κοιτούσαν με κενό βλέμμα το οποίο αισθανόμουν πως περιείχε και μια πρόδηλη κατηγορία ότι έλεγα ψέματα. Αν είχαμε πει ψέματα για την ιστορία μας –ισχυριζόμενοι, όπως κάνουν ορισμένοι Μακεδόνες εθνικιστές, ότι είμαστε απευθείας απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αρχαίοι Μακεδόνες, όχι Σλάβοι– τότε σίγουρα λέγαμε ψέματα και για τη γλώσσα μας.
Στο τέλος, το συμπέρασμα ήταν το εξής: στην Ελλάδα ντρεπόμουν που είμαι Μακεδόνισσα, οπότε κρατούσα το στόμα μου κλειστό και ενίοτε προσποιούμουν ότι ήμουν από την Αμερική. Στη Β. Μακεδονία, ως δημόσια προσωπικότητα που συχνά επικρίνει τη δεξιά κυβέρνηση, μπορεί να με έλεγαν προδότρια αν παραδεχόμουν την ελληνική καταγωγή μου. Οπότε το έκρυψα κι αυτό κάτω από το χαλί.
Οι φιλίες θέλουν χρόνο
Είμαστε στο αυτοκίνητο με τον Αντρέι με κατεύθυνση από Σκόπια προς Θεσσαλονίκη, κι έχω πάρει τον «Αυτοκινητόδρομο της Φιλίας», που πήρε το νέο του όνομα χάρη στη Συμφωνία των Πρεσπών. Το λατρεύω αυτό το όνομα, ειδικά αφού ο αυτοκινητόδρομος κάποτε είχε το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πριν από τη συμφωνία είχες την αίσθηση ότι τα πάντα στη Μακεδονία είχαν πάρει το όνομά τους από τον Μέγα Αλέξανδρο – μια ιστορική προσωπικότητα την οποία δεν αγαπώ ιδιαίτερα, όπως δεν αγαπώ γενικά τους πολεμιστές που φιλοδοξούν να κατακτήσουν με βία τη δόξα. Χαίρομαι που οδηγώ κατά μήκος ενός αυτοκινητόδρομου που περιστοιχίζεται από πράσινα λιβάδια με διάσπαρτες παπαρούνες και έχει για όνομα ένα ευγενικό, αφηρημένο ουσιαστικό. Η μέρα είναι λαμπερή, γεμάτη ελπίδες.
Συνειδητοποιώ ότι δεν αισθάνομαι πλέον τη συνήθη ένταση πριν φτάσω στα σύνορα. Μας θυμάμαι –τον πατέρα, τη μητέρα, τον αδερφό μου κι εμένα– να κατευθυνόμαστε προς Θεσσαλονίκη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 για να δούμε τον παππού και τη γιαγιά που είχαν μετακομίσει πίσω στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η μητέρα μου ένιωθε πάντα ανήσυχη και νευρική, μια τεταμένη σιωπή μας κατέκλυζε.
Έλεγαν σ’ εμένα και τον αδερφό μου να μη βγάζουμε τσιμουδιά. Καμιά μακεδονική λέξη δεν θα έβγαινε από τα χείλη μας, από φόβο μήπως ενοχληθεί ο αστυνομικός που έλεγχε τα διαβατήριά μας, του οποίου το φρύδι ανασηκωνόταν μόλις έλεγχε το διαβατήριο της μητέρας μου. Γεννημένη στην Τασκένδη; Η μητέρα μου έπρεπε να βγει από το αυτοκίνητο και να λογομαχήσει με τους αστυνομικούς, προσπαθώντας να τους πείσει ότι ήταν Ελληνίδα στην καταγωγή και όχι Σλαβομακεδόνισσα από τα βόρεια της Ελλάδας. Γιατί αν ήταν Σλαβομακεδόνισσα από την Ελλάδα, τότε δεν θα της επέτρεπαν να επιστρέψει στη χώρα.
Ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν γι’ αυτή την απαγόρευση ή ότι υπήρχαν πολλοί Σλαβομακεδόνες από τη Βόρεια Ελλάδα που εξορίστηκαν μαζί με τους κομμουνιστές στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε αντίθεση με τους Έλληνες κομμουνιστές στους οποίους επετράπη χρόνια αργότερα να επιστρέψουν, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούσαν να μπουν πάλι στην Ελλάδα για δεκαετίες, ούτε καν για να επισκεφτούν τους συγγενείς τους. Ακόμα κι αν η ανεπίσημη αυτή απαγόρευση χαλάρωσε με τον καιρό, οι παρενοχλήσεις συνεχίζονταν.
Καθώς πλησιάζουμε τα σύνορα με τον Αντρέι, αισθάνομαι ότι ζούμε σε καλύτερους καιρούς και είχαν χαθεί πια η ένταση από την παιδική μου ηλικία και η ταπείνωση από τους συνορΙοφύλακες. Τα λέω όλα αυτά στον Αντρέι, ότι επιτέλους νιώθω πως έχω απαλλαγεί από κείνο το αίσθημα φόβου και ντροπής. Και τότε μου λέει για τη μητέρα του.
Λέει ότι πριν από λίγα χρόνια πήγε με το αυτοκίνητο τη μητέρα του την Κωνσταντίνα στην Ελλάδα για να επισκεφτεί μια φίλη της στην ελληνική πλευρά της περιοχής των Πρεσπών. Αν και είχε πατήσει τα εβδομήντα, η συνοριακή αστυνομία άρχισε την ανάκριση. Πού πήγαινε, ποιον ήθελε να επισκεφτεί, πόσο θα έμενε, τέτοια απαιτούσαν να μάθουν. Μετά από καβγά, ο συνοροφύλακας τους άφησε τελικά να μπουν.
Η παρενόχληση οφειλόταν στο γεγονός ότι το μακεδονικό διαβατήριο της Κωνσταντίνας γράφει στον τόπο γέννησης Κωνομπλάτη, το σλαβικό όνομα ενός χωριού στην περιοχή της Καστοριάς/Κοστούρ στην Ελλάδα που οι Έλληνες αποκαλούν Μακροχώρι. Η Κωνσταντίνα ήταν πρόσφυγας στην παιδική της ηλικία. Όταν ήταν δέκα ετών, εκείνη και οι δύο αδερφές της, δεκατεσσάρων και δεκαπέντε αντίστοιχα, έφυγαν από το χωριό τους τον Μάρτιο του 1948 μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά που αναζήτησαν καταφύγιο σε διάφορα ορφανοτροφεία στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, όπως στην Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία.
Η μητέρα της Κωνσταντίνας έμεινε στην Ελλάδα με ένα νήπιο κι ένα μωρό. Η Κωνσταντίνα και οι αδερφές της κατέληξαν σε ορφανοτροφεία στη Βουδαπέστη, ενώ η μεγαλύτερη αδερφή της, που είχε πολεμήσει με τους αντάρτες στον Εμφύλιο, διέφυγε στην Πολωνία μαζί με τον πατέρα τους, που είχε πάρει μέρος στον πόλεμο με τους κομμουνιστές.
Πέντε χρόνια αργότερα η Κωνσταντίνα ξαναβρήκε πάλι τον πατέρα της στη Βουδαπέστη. Είπε ότι τον αναγνώρισε μόνο επειδή είχε ένα χέρι. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, βρήκε πάλι τη μητέρα της την Αλεξάνδρα στη σοσιαλιστική Μακεδονία. Όταν αντίκρισε η μία την άλλη, η Αλεξάνδρα επέμενε ότι η Κωνσταντίνα δεν ήταν κόρη της. Η κόρη της, έλεγε, είχε ξανθά μαλλιά. Η κοπέλα αυτή ήταν πολύ μελαχρινή, δεν ήταν το παιδί της.
Ήθελα κάτι να μου αποσπάσει την προσοχή από τις φρικτές αυτές ιστορίες, οπότε θύμισα στον Αντρέι πόσο παράξενο ήταν που γνωρίζονταν η μητέρα του και ο παππούς μου ο Στέφανος. Και ότι ο παππούς μου, που ήταν παιδίατρος, ήταν ο γιατρός του Αντρέι όταν ήταν παιδί και ότι η αδερφή του Αντρέι θυμάται με αγάπη τον Στέφανο. Είναι πολύ πιο ευχάριστη ιστορία από εκείνη που μιλούσε για εκτοπισμένα παιδιά σε ορφανοτροφεία ανά την Ευρώπη που έφευγαν για να γλιτώσουν από βόμβες ναπάλμ.
Φτάνουμε στα σύνορα και δίνουμε τα διαβατήριά μας στον αστυνομικό. Πριν από τις Πρέσπες, η αστυνομία έβαζε σφραγίδα σε ένα κομμάτι χαρτί που έπρεπε να έχουμε μαζί μας στα σύνορα κάθε φορά που ταξιδεύαμε. Μετά τις Πρέσπες, τα διαβατήριά μας τα σέβονται απόλυτα. Καλό ταξίδι, λέει χαμογελαστά ο αστυνομικός.
Μπαίνουμε στην Ελλάδα και οδηγούμε σ’ έναν δρόμο περιστοιχισμένο από πικροδάφνες που λικνίζονται στο απαλό ανοιξιάτικο αεράκι. Με πλημμυρίζουν αισθήματα ελπίδας. Μόνο αργότερα παρατηρώ ότι η Ελλάδα δεν έχει αλλάξει τις ταμπέλες στους δρόμους με βάση τη Συμφωνία των Πρεσπών. Βλέπω με δυσκολία μια ταμπέλα για έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο. Αντί για Βόρεια Μακεδονία γράφει «Σκόπια», ενώ κάποιος έχει μουντζουρώσει τα γράμματα. Φαντάζομαι πως οι φιλίες θέλουν χρόνο.
Προδοσία
Στο σπίτι του Παναγιώτη με υποδέχονται θερμά τρεις γενιές της φασαριόζικης ευρύτερης οικογένειάς μου. Ο μεγαλύτερος ανάμεσά τους είναι ο Τάκης, ο ανιψιός του παππού μου. Οι δυο τους είχαν στενή σχέση και η ομοιότητα είναι απίστευτη: τα σπαστά μαλλιά, τα γαλανά μάτια, η βραχνή φωνή. Είναι όπως ακριβώς θυμάμαι τον παππού μου, που πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1993, όταν οι γονείς μου, ο αδερφός μου κι εγώ ζούσαμε στο Τέμπι της Αριζόνας.
Η μητέρα μου δεν κατάφερε να πάει στην κηδεία. Θυμάμαι που βρήκα μια μέρα έναν φάκελο δίπλα στο τηλέφωνο και τον άνοιξα με περιέργεια, μόνο και μόνο για να βρω μέσα φωτογραφίες της γιαγιάς μου να κλαίει πάνω από το χλομό, ανέκφραστο πρόσωπο του νεκρού συζύγου της. Η γιαγιά μου η Μαρίκα είχε στείλει στη μητέρα μου φωτογραφίες από την κηδεία, κάτι που, απ’ ό,τι φαίνεται, συνηθίζουν οι Έλληνες.
Έξω από το σπίτι του Παναγιώτη είναι δυο τραπέζια γεμάτα φαγητό. Ο Τάκης ψήνει στην ψησταριά τις τελευταίες μερίδες από τα σχεδόν δέκα κιλά μπριζόλες και μπιφτέκια που είχε αγοράσει. Μου λέει ότι έφερε για μένα «τη φωτογραφία»: έχουν στήσει πάνω σε μια λευκή πλαστική καρέκλα ένα πορτρέτο της οικογένειας Χουζούρη σε υπέροχο κάδρο.
Με το που τελειώνει το ψήσιμο, ο Τάκης κάθεται δίπλα μου και ρωτάει τι θέλω να μάθω. Τα ελληνικά μου δεν είναι αρκετά καλά για να του πω ότι θέλω να μάθω πώς αισθάνονται για την ιστορία της οικογένειάς μας, ότι θέλω να μου πουν τις εντυπώσεις τους, όχι τα γεγονότα. Βλέποντας πόσο δυσκολεύομαι να επικοινωνήσω, ο Παναγιώτης διακόπτει συνεχώς μα ευγενικά την κουβέντα ζητώντας από τον πατέρα του να περιγράψει για χάρη μου τον παππού μου. Στην αφήγηση συμβάλλουν κι άλλοι. Ο παππούς μου ήταν εξαιρετικός, αστείος, καλόψυχος, ιδεαλιστής, αλλά και «πολύ κοντός». Κι είναι όλα αλήθεια.
Ακούω ένα μέρος της ιστορίας που γνωρίζω ήδη: ότι ο παππούς μου γεννήθηκε το 1918 στον Κολινδρό της ελληνικής Κεντρικής Μακεδονίας. Ο πατέρας του ο Δημήτρης ήταν ο ντόπιος δάσκαλος και η μητέρα του ήταν, απ’ όσο γνώριζαν, η πλούσια κληρονόμος του χωριού. Ήταν ο πέμπτος από έξι παιδιά: τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Αποφάσισε να πάει στην Ιατρική Σχολή των Αθηνών το 1935, όπου και έγινε κομμουνιστής τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του.
Το 1940 στρατολογήθηκε για να πολεμήσει στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και μετά στον Β' Παγκόσμιο. Απέρριψε τη ζωή γαλήνης και ευημερίας που θα ταίριαζε σε έναν γιατρό και εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας (τους κομμουνιστές ουσιαστικά) και αργότερα πολέμησε στον Ελληνικό Εμφύλιο, μετά τον οποίο εξορίστηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, που τότε ανήκε στη Σοβιετική Ένωση, μαζί με πολλούς άλλους Έλληνες και Μακεδόνες κομμουνιστές. Εκεί γνώρισε και τη γιαγιά μου τη Χρυσούλα. Και εκεί γεννήθηκε η μητέρα μου.
Καθώς γνωρίζω ότι μόνο ο Τάκης από την οικογένεια είναι τόσο στρατευμένος αριστερός, τον ρωτάω αν υπέστη κανείς συνέπειες εξαιτίας του παππού μου του Στέφανου. «Φυσικά!» φωνάζει. Ο Τάκης μού αφηγείται πώς έκλεισαν τον πατέρα του στη φυλακή, πώς τον είχαν για δεκαετίες στη μαύρη λίστα της αστυνομίας, πώς ο παππούς του ο Δημήτρης κατηγορήθηκε ως προδότης εξαιτίας του κομμουνιστή γιου του. Με πιάνει από το χέρι και τα γαλανά του μάτια βουρκώνουν. «Θα κλάψω», λέει και χύνει ένα δάκρυ, και νιώθω κι εγώ έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
Η οικογένεια δεν δείχνει να αισθάνεται άβολα από την έκφραση των συναισθημάτων μας. Έχουν πιάσει την κουβέντα και το φαγητό εξαφανίζεται γρήγορα. Πότε πότε κάνουν καμιά ερώτηση ή σχολιάζουν πόσο εξαιρετική εντύπωση τους είχε κάνει ο παππούς μου. Κανείς δεν κρατάει κακία στον παππού μου που απ’ ό,τι φαίνεται προκάλεσε μεγάλο πόνο στην οικογένεια επειδή αποφάσισε να πολεμήσει γι’ αυτό που θεωρούσε σωστό. Λένε: Έσωσε ζωές! Έκανε διάγνωση στο παιδί μου! Ήταν απίστευτα καλός! Είχε απίστευτη αίσθηση του χιούμορ! Ήταν ιδεαλιστής! Και ήταν και πολύ πολύ κοντός!
Έχει αρχίσει να ψιχαλίζει, οπότε μεταφέρουμε την παρέα μας κάτω από την τέντα της βεράντας, όπου ξαφνικά εμφανίζονται στο τραπέζι ένα γιγάντιο σουφλέ σοκολάτας, τρεις γεύσεις παγωτού και δύο τεράστιοι δίσκοι με κέικ σοκολάτα και γιαούρτι φράουλα.
Δίπλα μου πλέον κάθεται ο σύζυγος της ξαδέρφης μου της Πολέτας, ένας γοητευτικός άντρας με παχιά χείλη και μαλλιά που γκριζάρουν με αξιοπρέπεια. Κουβεντιάζουμε φιλικά για τα γλυκά, όταν και πετάω την ερώτηση: Πώς αισθάνονται οι Έλληνες για τη Συμφωνία των Πρεσπών, για την αλλαγή του ονόματος της χώρας μου σε «Βόρεια Μακεδονία»; Με κοιτάζει και μου λέει με αυστηρό μα ευγενικό τόνο ότι οι Έλληνες την αισθάνονται ως «προδοσία». Όπως και τόσες άλλες φορές, δεν καταλαβαίνω μια σημαντική λέξη. «Τι σημαίνει προδοσία;», λέω φωναχτά στους έξυπνους και όμορφους εικοσάρηδες ανιψιούς μου που όλη μέρα παίζουν τον ρόλο του μεταφραστή στα αγγλικά. Μου εξηγούν με ύφος χαρούμενο.
Πέφτει το βράδυ και η οικογένεια αρχίζει το τραγούδι. Δεν μπορώ να συμμετάσχω ουσιαστικά, αφού δεν ξέρω κανένα από τα ελληνικά τραγούδια. Ίσως έχει έρθει η ώρα να πηγαίνω, λέω μέσα μου. Μπαίνω στο σπίτι για να πάω τουαλέτα και κλείνω πίσω μου τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Μόνη μου στο μεγάλο και σκοτεινό σαλόνι, οι φωνές ακούγονται μακρινές και οι αισθήσεις μου εντείνονται. Αυτό το μέρος του σπιτιού ανήκει στα πεθερικά της ξαδέρφης μου, που έχουν μπει πια στα ογδόντα.
Κλείνω τα μάτια μου και εισπνέω βαθιά από τη μύτη, έχοντας διακρίνει τη μυρωδιά του διαμερίσματος του παππού και της γιαγιάς μου. Αναρωτιέμαι ποια είναι η πηγή της ιδιαίτερης αυτής μυρωδιάς. Εντοπίζω πάνω από το τζάκι μια συλλογή από σίδερα παλιού τύπου σε διάφορα μεγέθη και καμιά δεκαριά γκλίτσες μέσα σ’ έναν κουβά· στον τοίχο είναι κρεμασμένα πάνω από τριάντα διακοσμητικά πιάτα πάνω από μια πλούσια συλλογή από ματάκια. Εκατοντάδες μικρά στολίδια από πορσελάνη και γυαλί γεμίζουν τα ράφια των παραδοσιακών ντουλαπιών από σκούρο και γερό ξύλο.
Μπαίνω στα κρυφά στην κρεβατοκάμαρα και βλέπω τους τοίχους καλυμμένους με οικογενειακές φωτογραφίες σε γάμους και βαφτίσια. Σε μια γωνιά δίπλα στο κρεβάτι, τον τοίχο κοσμούν θρησκευτικές εικόνες και σταυροί. Σε μια άλλη γωνιά του δωματίου, πάνω σε μια παλιά ψάθινη καρέκλα είναι ξεχασμένα κεριά στερεωμένα σε σακουλάκια από ροζ τούλι. Και συνειδητοποιώ σιγά σιγά ότι η αχνή μυρωδιά τόσων ελληνικών σπιτιών που έχω επισκεφτεί είναι της εκκλησίας.
Το καθαρό σπίτι μιας μητέρας
Τα σπίτια της γιαγιάς μου της Μαρίκας ήταν επίσης γεμάτα από έναν χαριτωμένο χαμό από στολίδια, ενθύμια και παράξενα αντικείμενα. Συχνά άνοιγα ένα συρτάρι και έβρισκα μέσα ένα ζευγάρι ψηλές κάλτσες δίπλα σε μια στοίβα από σεμέν και ένα κουτί από μπισκότα, γεμάτο όμως με κουμπιά ή μπαγιάτικα αμυγδαλωτά.
Έχω, ή μάλλον είχα, δύο γιαγιάδες. Ήταν η αγαπημένη μου Μαρίκα, η δεύτερη σύζυγος του παππού μου, που ποτέ δεν έκανε δικά της παιδιά. Κι ήταν και η Χρυσούλα Πούλιου, η βιολογική μου γιαγιά, που πέθανε σχεδόν μια δεκαετία πριν γεννηθώ εγώ και της οποίας η σκληρή ζωή ήταν, θεωρώ, κενή από τέτοιο χαμό και μικρές απολαύσεις.
Η Μαρίκα ήταν Σλαβομακεδόνισσα από τα Γιαννιτσά της Βόρειας Ελλάδας. Ο αγαπημένος της σύζυγος Άντον είχε πεθάνει λίγα χρόνια πριν γνωρίσει τον χήρο παππού μου στα Σκόπια κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Η ιστορία της γιαγιάς μου της Χρυσούλας, που ήταν μόνο 48 ετών όταν πέθανε το 1973, έχει σημαδευτεί με τρόπο τραγικό από το γεγονός ότι ήταν γυναίκα. Γεννήθηκε το 1924 στο θεσσαλικό χωριό Μαυρέλι και είχε άλλα πέντε αδέρφια. Όπως και του παππού μου, η οικογένειά της ήταν ευκατάστατη: ο παππούς της ήταν δήμαρχος, ο πατέρας της γιατρός και η μητέρα της, την οποία ο κόσμος αποκαλούσε «γιατρίνα», άνοιξε τον πρώτο μύλο στην περιοχή και κατάφερε να σώσει ολόκληρες οικογένειες από την πείνα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο μεγαλύτερος από τους αδερφούς της γιαγιάς μου, ο Γιώργος, πήγε να σπουδάσει νομική στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και έγινε κομμουνιστής. Οι δύο μικρότεροι αδερφοί, ο Στέργιος και ο Βασίλης, ακολούθησαν τα βήματά του. Αφού πολέμησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τάχθηκαν με το μέρος των κομμουνιστών στον Ελληνικό Εμφύλιο. Όσα συνέβησαν μετά ανήκουν σε τραγωδία: η μονάδα του Γιώργου έπεσε σε ενέδρα και εκείνος αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω σε μια χειροβομβίδα.
Ο εμφύλιος πόλεμος έφτανε στο αιματηρό του τέλος για τους κομμουνιστές και η γιαγιά μου με τη μητέρα της έμαθαν ότι έπρεπε για να βρουν τους αντάρτες να τρέξουν στα βουνά, όπου βρίσκονταν και οι δύο αδερφοί που ζούσαν ακόμη. Σε μια προσπάθεια να σώσουν οτιδήποτε από το σπίτι τους, οι δύο γυναίκες έκρυψαν στους γείτονες κάποια τιμαλφή. Την επόμενη μέρα, όμως, οι βασιλικοί απείλησαν τους χωρικούς, ώστε να τους δώσουν ό,τι είχαν από το νοικοκυριό των Πούλιων. Έφτιαξαν έναν σωρό στη μέση του χωριού και τα έκαψαν. Και μετά έβαλαν φωτιά στο σπίτι.
Μέχρι το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η γιαγιά μου και η μητέρα της φρόντιζαν τους αντάρτες που κρύβονταν στα δάση και τα βουνά. Η γιαγιά μου ήταν νοσοκόμα, η προγιαγιά μου μαγείρισσα. Ύστερα από την εξορία της, η Χρυσούλα συνέχισε να εργάζεται ως νοσοκόμα και μαία σε ένα ελληνικό νοσοκομείο στην Τασκένδη. Έχω μια φωτογραφία της όπου χαμογελά φορώντας τη λευκή στολή της και δίπλα της είναι δύο άλλες μαίες κι ένας γυναικολόγος, σκηνικό ασυνήθιστα χαρούμενο· συνήθως οι φωτογραφίες γυναικών μετά τον πόλεμο έχουν κάτι ζοφερό, τις δείχνουν ντυμένες στα μαύρα, εξαντλημένες, γεμάτες θλίψη.
Η Χρυσούλα παντρεύτηκε τον παππού μου τον Στέφανο στην Τασκένδη το 1952. Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν γάμος από αγάπη ή απλώς επειδή θα βοηθούσε δύο πρόσφυγες να επιβιώσουν σε ένα ελληνικό γκέτο της Σοβιετικής Ένωσης. Η γιαγιά μου συνέχισε να φροντίζει και να γεννά, όπως θεωρούσαν ότι ήταν η αποστολή των γυναικών: έκανε δύο κόρες, τη μητέρα μου την Ελένη και τη θεία μου την Αλεξάνδρα, και κρατούσε το σπίτι της πάντα άψογο και καθαρό, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο στα ελληνικά νοικοκυριά.
Η ειρωνεία ήταν πως σ’ αυτή τη λατρεία της καθαριότητας οφείλεται εν μέρει ο πρόωρος χαμός της. Απ’ ό,τι φαίνεται, η Χρυσούλα δεν τα πήγαινε καλά με την Άννα, τη σύζυγο του αδερφού της του Στέργιου. Η Άννα ήταν Ρωσίδα και οι πρόσφυγες Έλληνες έβλεπαν τον προοδευτικό της χαρακτήρα ως αυθάδεια. Ντυνόταν διαφορετικά, αλλά το μεγάλο της έγκλημα ήταν πως το σπίτι της δεν έλαμπε. Αυτό έκανε τη γιαγιά και τη μητέρα μου ν’ αρχίσουν να την αποκαλούν «Άννα η βρομιάρα». Που με τη σειρά του οδήγησε σε τσακωμό με τον Στέργιο.
Ο παππούς μου και η γιαγιά μου πήραν τη μητέρα και τη θεία μου και έφυγαν το 1967 από την Τασκένδη για να πάνε στα Σκόπια ώστε να είναι πιο κοντά στην Ελλάδα. Περίμεναν την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας και είχαν τον βαθύ εκείνο πόθο να επιστρέψουν στην πατρίδα για να ξαναδούν τις οικογένειές τους. Η γιαγιά μου έφυγε από το Ουζμπεκιστάν χωρίς να πει αντίο στον αδερφό της.
Τρία χρόνια αργότερα έμαθε ότι εκείνος πέθαινε από καρκίνο, οπότε έκανε το μακρύ ταξίδι προς την Τασκένδη όπου και τον φρόντισε για τρεις μήνες μέχρι τον θάνατό του. Όταν επέστρεψε στα Σκόπια ήταν αγνώριστη. Τη βάραιναν ο Γολγοθάς να φροντίζει τον αδερφό της και, όπως υποθέτω, τα χρόνια που σπατάλησε για έναν χαζό τσακωμό. Σύντομα διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού και βρήκε έναν αργό και οδυνηρό θάνατο στα Σκόπια. Είναι θαμμένη σε μια πόλη που δεν γνώριζε, σε μια χώρα της οποίας τη γλώσσα δεν έμαθε ποτέ. Είναι μόνη της. Πότε πότε η μητέρα και ο πατέρας μου επισκέπτονται τον μοναχικό της τάφο. Και τον καθαρίζουν.
Ονόματα, νέα ονόματα και κακά ονόματα
Όταν ξέσπασε η πανδημία, ο Αντρέι κι εγώ μετακομίσαμε στο σπίτι που έχτισε στα βουνά ο παππούς μου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μαζί με έναν σύντροφό του από τον Εμφύλιο. Ο παππούς μου και ο φίλος του Πέταρ Σαρακίνοφ ήταν και οι δυο από τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά ο παππούς μου ήταν Έλληνας της Μακεδονίας, ενώ ο Πέταρ Σλαβομακεδόνας. Το σπίτι είναι χωρισμένο κάθετα στα δύο, οπότε οι δύο οικογένειες ουσιαστικά ζούσαν μαζί.
Καθώς είχα περάσει εκεί κάθε καλοκαίρι, ήμουν πεπεισμένη πως όλοι μιλούσαν και ελληνικά και μακεδονικά. Δυο σπίτια πιο κάτω ήταν το σπίτι του Ντίμιταρ Βραντέλιεφ, ενός ακόμα κομμουνιστή πολεμιστή που κατέληξε στην Τασκένδη πριν μετακομίσει στη σοσιαλιστική Μακεδονία. Δυο σπίτια πιο κάτω από εκεί ζούσε ένα ζευγάρι κομμουνιστών Ελλήνων της Μακεδονίας που μιλούσε στα παιδιά του και στις δυο γλώσσες, πετώντας πότε πότε και λίγα ρωσικά.
Και τότε, ένα καλοκαίρι, όταν ήμουν περίπου οχτώ ετών, τσακωθήκαμε με ένα από τα κορίτσια των γειτόνων, τη Βίκι. Στράφηκε στην Μπέτι, κόρη των Βραντέλιεφ, και είπε με ειρωνικό χαμόγελο «παίζεις με τα παιδιά των Ελλήνων». Ήταν η πρώτη φορά που αντιλαμβανόμουν οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσά μας. Το ίδιο καλοκαίρι, τα αγόρια πασάλειψαν με κοπριά αγελάδας το πόμολο του μόνου σπιτιού στη γειτονιά που ανήκε σε Αλβανούς.
Άρχισα να παρατηρώ τις προσβολές που ξεστομίζονταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ορισμένοι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν υποτιμητικά για τους Έλληνες και τους Μακεδόνες από την Ελλάδα το «Egeec» ή το «Egejka». Κι έπειτα ήταν το αναπόφευκτο «Shiptar» ή «Shiptarka» για τους Αλβανούς. Σήμερα αναγνωρίζω ένα ακόμα πιο ευρύ ρεπερτόριο από προσβολές που χρησιμοποιούν εδώ οι Μακεδόνες γείτονές μου για να παραπονεθούν για τις αλβανικές οικογένειες που έχουν αγοράσει ορισμένα σπίτια στην περιοχή. Χρησιμοποιούν λέξεις που μεταφράζονται ως «Ινδιάνοι», «Σοσόνοι», «φυλή» και πιο συχνά απλώς «αυτοί».
Τα περισσότερα καλοκαίρια μου τα πέρασα με τον μικρότερο ξάδερφό μου που ζει πλέον στο Φοίνιξ της Αριζόνας. Όταν γεννήθηκε, του έδωσαν το σλαβικό όνομα Μπόργιαν. Όταν ήταν έξι ετών, εκείνος και η θεία μου μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη για να είναι κοντά στον παππού μου τον Στέφανο, που είχε επαναπατριστεί στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980 και είχε ανοίξει εκεί ιατρείο. Ο παππούς μου πέθανε λίγους μήνες μετά την άφιξη του ξαδέρφου και της θείας μου.
Για να γίνουν αποδεκτοί, αλλά και για να κρύψουν την ταυτότητά τους, η θεία μου άλλαξε το όνομα του ξαδέρφου μου σε Ιωάννης. Αλλά δεν έκανε καμία διαφορά. Στο σχολείο τον φοβέριζαν, ειδικά οι δάσκαλοι, και τον αποκαλούσαν «Τουρκόσλαβο». Ο ξάδερφός μου μου λέει ότι οι δάσκαλοι φοβέριζαν και τα παιδιά των Αλβανών. Μου είπε πως μια φορά ένας δάσκαλος άρπαξε από τα μαλλιά τον Ένο, έναν Αλβανό συμμαθητή του, και τον έβαλε να σταθεί όρθιος μπροστά στην τάξη όπου άρχισε να τον δέρνει και να τον βρίζει λέγοντας «γαμώ την Αλβανία σου». Στα 16 του ο ξάδερφός μου μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί άλλαξε πάλι το όνομά του. Τον λένε πλέον Τζον.
Η Μακεδονία μου είναι μια μικρή και φτωχή χώρα με βαθύ σύμπλεγμα κατωτερότητας και σοβαρό πρόβλημα τοξικού εθνικισμού. Όλα μας όμως τα προβλήματα επιδεινώνονται εξαιτίας του εκφοβισμού από τον ισχυρότερο γείτονά μας στα νότια. Παρά το γεγονός ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν αποτέλεσμα αυτού του εκφοβισμού, όταν υπεγράφη τον Ιούνιο του 2018 έκλαψα με ανακούφιση. Μου φαινόταν πως ήταν το πρώτο βήμα να συνυπάρξουν αρμονικά οι δύο πλευρές της οικογένειάς μου, οι δύο πλευρές του εαυτού μου.
Τώρα όμως βλέπω πως οι συνέπειες είναι σοβαρές, καθώς η Βουλγαρία ακολουθεί στα βήματα της Ελλάδας και μπλοκάρει την πορεία μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθώντας να μας επιβάλει τις δικές της ιστορικές, γλωσσικές και ιδεολογικές απόψεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα κύμα μακεδονικού εθνικισμού και, το πλέον τραγικό, μεγαλύτερες εθνοτικές εντάσεις ανάμεσα στους εθνικά Μακεδόνες της Βόρειας Μακεδονίας και τη μεγάλη αλβανική μειονότητα.
Εξακολουθώ ωστόσο να αισθάνομαι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ο μόνος τρόπος να πάμε μπροστά. Δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι τον παππού και τη γιαγιά μου, τις ζωές που έζησαν στις δύο πλευρές των συνόρων. Αν μη τι άλλο θα ανακουφίζονταν αν έβλεπαν τους δύο λαούς να έχουν και πάλι αγαστές σχέσεις, αφού γνωρίζω πόσο απεχθάνονταν τους εθνικιστές και τι θυσίες έχουν κάνει και οι δύο για να υπερασπιστούν τα ιδανικά τους.
Αφού ζω στο σπίτι που έχτισαν ο παππούς και η γιαγιά μου, η παρουσία τους εξακολουθεί να υπάρχει στις αχνές μυρωδιές στις διάφορες γωνιές του. Κι εξακολουθώ να κουβαλώ μαζί μου το βαρύ βιβλίο του παππού μου, να διαβάζω πότε πότε μικρά αποσπάσματα. Ως συγγραφέας και μεταφράστρια και καθηγήτρια λογοτεχνίας, μου αρέσουν ιδιαίτερα οι τελευταίες προτάσεις του βιβλίου –ένα από τα αποσπάσματα που έχω καταφέρει να καταλάβω ακριβώς– όπου η φωνή του παππού μου αντηχεί ακόμη ζωντανή και αληθινή:
«Διαβάζετε, διαβάζετε, διαβάζετε αυτό που δεν θέλουν οι κακόβουλοι και οι εχθροί σας. Με το διάβασμα θα μπορέσετε εύκολα να ξεχωρίσετε το άρωμα από τη βρόμα, το ζωντανό από το ψοφίμι, τον κλέφτη, τον ψεύτη, το φως από το σκοτάδι και την αλήθεια από το μασκαρεμένο ψέμα».
Rumena Bužarovska 15.7.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου