Χρόνης Μπότσογλου / Ο αισθαντικός ζωγράφος και άνθρωπος
Λήδα ΚαζαντζάκηΈνας δημιουργός που διερρήγνυε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την καλλιτεχνική του πράξη, τα στενά πλαίσια της «ελληνικότητας» και των τύπων της παράδοσης
Ο Χρόνης Μπότσογλου υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές και σημαίνουσες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Που τόλμησε -και πέτυχε- να αναμετρηθεί με όλες σχεδόν τις μορφές της, τη ζωγραφική κυρίως αλλά και τη γλυπτική, τη χαρακτική, τα αποκαλούμενα νέα μέσα.
Ένας δημιουργός που διερρήγνυε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την καλλιτεχνική του πράξη αλλά και τα λυρικά, στιβαρά του κείμενα, που τη συνόδευαν, τα στενά πλαίσια της «ελληνικότητας» και των τύπων της παράδοσης. Που έφτιαξε τη δική του εικαστική γλώσσα, στηριζόμενος στο αδιάκοπο διάλογο με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, οικεία του πρόσωπα. Που θεώρησε την τέχνη ως μια συνεχή «προσπάθεια για αυτογνωσία» αλλά και συνάντησής του με τον Άλλο.
Τον Χρόνη Μπότσογλου τον γνώρισα στο εργαστήριό του. Ήταν μια σχέση επαγγελματική. Τον επισκεπτόμουν για να πάρω έργα του, που πρόσφερε απλόχερα, για κάποιες εκθέσεις που οργάνωσα. Όπως η «12 εικαστικοί συνομιλούν με 12 ποιητές», στο πλαίσιο του «Α΄ Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών», στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα, στα Πετράλωνα. Εκεί όπου οι αφαιρετικές, ζωγραφικές μορφές του συνομιλούσαν άμεσα με τις αφαιρετικές ποιητικές μορφές του Λευτέρη Πούλιου.
Ψευδές και αληθινό
Το εικαστικό του έργο, όπως και τα κείμενά του για την τέχνη, τα γνώριζα πολύ πριν από αυτές τις συναντήσεις. Από την ενεργό δράση του στην Ομάδα των Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών, την κριτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας της «Μόδας» μέσα από την αντι-παράθεση της επεξεργασμένης εικόνας της γυναίκας της διαφήμισης με το μεγάλο κίτρινο καπέλο και παλτό και της καθημερινής γυναίκας με τη σκεπτική έκφραση, τη συνοψισμένη στις φωτεινές και σκιασμένες κηλίδες του προσώπου της και στις πτυχώσεις του απλού, πλεχτού φουστανιού της. Που διαδήλωνε την αντιπαράθεση του ψευδούς με το αληθινό. Και έφερε τα πρώτα σημάδια των μορφοπλαστικών του αναζητήσεων.
Μέχρι τη δεκαετία του ’80, όπου έγιναν αυτά εμφανή στη διατυπωμένη τρυφερά στις «Σελίδες Ημερολογίου» αλλά και στην «Νέκυια», ρευστή, βαθιά χαραγμένη, θρυμματισμένη γύψινη διατύπωση της κυρτωμένης και φθαρμένης από τον χρόνο ή αχνά φωτισμένης από τη μνήμη, μέσα στο σκότος της ανυπαρξίας, ανθρώπινης ύπαρξης που αντιστέκεται στωικά αλλά και σθεναρά στον θάνατο. Και διαδηλώνει τη συστηματική μελέτη, από τον Μπότσογλου, δημιουργών που καθόρισαν την πορεία της σύγχρονης τέχνης και τον σημάδεψαν, όπως ο Τζιακομέτι, ο Σουτίν ή ο ντε Κούνιν.
Το έργο του Χρόνη Μπότσογλου έχει παρουσιαστεί αναλυτικά από ιστορικούς τέχνης που τον γνώριζαν προσωπικά. Γιατί το προσωπικό είναι άμεσα συνυφασμένο με την αισθαντική πορεία του στο στερέωμα της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Υπάρχουν δύο σημεία στα οποία θέλω ειδικά να αναφερθώ. Γιατί με επηρέασαν βαθιά στην ενασχόλησή μου με τη θεώρηση της τέχνης. Και γιατί θεωρώ ότι αναδεικνύουν το πρόσωπό του ως εικαστικού, πνευματικού δημιουργού.
Ανάγνωση Μπουζιάνη
Το πρώτο αφορά την ανάγνωση του έργου τού αγαπημένου μου Μπουζιάνη που έχει συνδεθεί στη συνείδηση του κόσμου με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Στο εξαιρετικό σημείωμά του, στον κατάλογο της έκθεσης «Μπουζιάνης, από τη συλλογή του Βασίλη Ι. Βαλαμπού», που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη από τις 16 Νοεμβρίου του 2005 μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου του 2006, ο Μπότσογλου αναδεικνύει, νομίζω για πρώτη φορά, τις εκλεκτικές συγγένειες του Μπουζιάνη με τον χρωματικό εκφραστή της ανθρώπινης τραγικότητας Σουτίν και με τον αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Που του επέτρεψαν, όπως ίσως και στον ίδιο τον Μπότσογλου, το πέρασμα από τον νεοϊμπρεσιονισμό του Βαν Γκογκ «μέσα από την επίμονη πάλη με το υλικό του (....) στον 'αφηρημένο', πνευματικό τόπο της αίσθησης».
Καθυστερημένη στροφή
Το δεύτερο έχει να κάνει με τα τοπία που έπλασε ο γνωστός ως ανθρωποκεντρικός καλλιτέχνης Χρόνης Μπότσογλου, στην όψιμη φάση της δημιουργίας του, και παρουσίασε στην έκθεσή του «Απέναντι του Βουνού» στο Μέγαρο Εϋνάρδου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης.
Ο Μπότσογλου αιτιολογεί την «καθυστερημένη» στροφή του σ' αυτό το σχεδόν απαξιωμένο σήμερα είδος της ζωγραφικής με τη δυσκολία του να αποτυπωθεί όχι ως γραφικός ή περιγραφικός χώρος αλλά ως χώρος που απαιτεί την «ωρίμανση» του καλλιτέχνη. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύω, ότι τόσο ο Χρόνης Μπότσογλου όσο και ο συνοδοιπόρος του στην Ομάδα των Ελλήνων Ρεαλιστών Γιάννης Ψυχοπαίδης ενέταξαν την τοπιογραφία αργά στο έργο τους. Διέκριναν τη σημασία της για την ιστορία του μοντέρνου στην οποία αμφότεροι είχαν εντρυφήσει. Γιατί άνοιξε στα τέλη του 19ου αιώνα δρόμους στην αυτονομία της τέχνης . Βοήθησε τους δημιουργούς της και με τη βοήθεια της εξέλιξης των επιστημών για την όραση να απαγκιστρωθούν από την αναπαραστατική τέχνη, να επικεντρωθούν στα ίδια τα υλικά, στο χρώμα και στο φως που αναδύεται μέσα από αυτό, να φτιάξουν συνθέσεις έξω από το ατελιέ, στην ύπαιθρο, να την αναδείξουν απελευθερωμένη από την παρουσία της ανθρώπινης μορφής.
Τα τοπία του Μπότσογλου είναι δομημένα σε διαφορετικά, αυστηρά διαχωρισμένα πεδία, πλασμένα με καμπύλες γραμμές, μικρές ή μεγάλες κηλίδες που φανερώνουν τη γνώση της ιστορίας της τέχνης της τοπιογραφίας και αποκαλύπτουν όχι μόνο την ασύλληπτη δύναμη της φύσης αλλά και την αρχέγονη προσπάθεια του ανθρώπου να την συλλάβει, για να κατανοήσει το ίδιο το νόημα της ύπαρξής του.
Ορίζονται όμως, σε αντίθεση με τους υπαιθριστές, με το περίγραμμα του παραθύρου ως το όριο της ματιάς του ζωγράφου που εναποθέτει εκεί το βαλιτσάκι με τα εργαλεία του, τα χρώματα, την παλέτα, το πινέλο, και ακολούθως του θεατή. Που αποτελεί ταυτόχρονα και το μέσο σύνδεσης του ανθρώπου με τη φύση και μεταλλάσσει την εμφανή απουσία του σε αφανή παρουσία.
Δένει τον άνθρωπο με τον κόσμο.
Αισθαντικός καλλιτέχνης
Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η αντίδραση του Χρόνη Μπότσογλου στα τεκταινόμενα σήμερα, που διαλύουν βίαια τον ειρηνικό κόσμο, όπου φανταζόμασταν, ερήμην των Μεγάλων Δυνάμεων, ότι ζούμε.
Θυμάμαι την τελευταία μας συνάντηση στο ανηφορικό εργαστήριό του, στου Γκύζη, να μιλάμε για τον Χαλεπά, να μου χαρίζει ένα γραμμένο, ως άοκνος ερευνητής των μέσων της έκφρασης, στον υπολογιστή πορτραίτο του. Τον θυμάμαι ευγενή οικοδεσπότη, με το χαμόγελο να καθρεφτίζεται στο παιδικό παιγνίδισμα της ματιάς του, να ανοιγοκλείνει υπομονετικά το τζαμάκι για την αγαπημένη του γάτα, που έκοβε σε τακτά διαστήματα με το νιαούρισμά της την κουβέντα μας, για να μπαινοβγαίνει κατά το δικό της δοκούν.
Θα τον θυμάμαι έτσι, έναν αισθαντικό καλλιτέχνη και άνθρωπο του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου