Βασίλης Βασιλικός «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα», εκδόσεις Κέδρος, 2021
Βασίλης Βασιλικός «Ντίβα», εκδόσεις Άγρα, 2021
O Βασίλης Βασιλικός είναι ένας συγγραφέας που δεν είναι επαρκώς μελετημένος από την κριτική, παρόλο που έχουν γι’ αυτόν γραφτεί πολλά. Είναι επίσης συγγραφέας που διαβάζεται και θα διαβάζεται γιατί έχει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι ότι έφερε ένα πολύ μοντέρνο στοιχείο, ήδη σχεδόν με το ξεκίνημά του, που διατηρεί όμως και σήμερα τη λάμψη του καθώς αποτελεί μια σταθερή πια λογοτεχνική κοίτη, έστω κάτω από ποικίλες μεταμφιέσεις αλλά και διαφορετικές δοσολογίες των συστατικών του. Είναι το μπόλιασμα της λογοτεχνίας με το «δημοσιογραφικό» στοιχείο –άλλοι μιλάνε για «χρονικό» –, αυτό που κατάφερε δηλαδή ο Τρούμαν Καπότε στο «Εν Ψυχρώ» και ο ίδιος ο Βασιλικός στο «Ζ». Είναι το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, ένα είδος γραφής που κρατάει για πάντα μια φρεσκάδα και μια ζωντάνια βγαλμένη από τη δημοσιογραφία μάλλον παρά από τη λογοτεχνία, μη εμπλεκόμενο σε μόδες ύφους που συχνά ξεπερνιούνται.
Στις καλύτερές του στιγμές, και ο Βασιλικός μας έχει προσφέρει πολλές τέτοιες, η λογοτεχνία γειώνεται στην πραγματικότητα και η πραγματικότητα απογειώνεται σε λογοτεχνία. Κατόπιν ο αναγνώστης πρέπει να είναι προσεκτικός και δύσπιστος και να κοιτάζει σε ποια βιβλία αυτών των συγγραφέων η δηλωμένη πρόθεση είναι η πιστή αποτύπωση της πραγματικότητας –όπως στα δύο παραδείγματα που αναφέραμε ήδη– και σε ποια η πραγματικότητα γίνεται παιχνίδι στα χέρια των συγγραφέων και της φαντασίας τους. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να ανήκουν ακόμη και αυτοβιογραφίες ή, ακόμη χειρότερα για τον αναγνώστη –κι εδώ απαιτείται η εγρήγορσή του– μέρη μόνο περιγραφών αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, έτσι ώστε στο ίδιο βιβλίο πραγματικότητα και φαντασία να διαπλέκονται, καμιά φορά αξεδιάλυτες.
Tα λαστιχένια πέδιλα της μνήμης
Η «αυτοβιογραφία», όπως δηλώνεται στο εξώφυλλο, του Βασίλη Βασιλικού, είναι μια τέτοια περίπτωση που χρήζει προσοχής. Τα βασικά στοιχεία της είναι σίγουρα ακριβή, και ο υποψιασμένος αναγνώστης θα καταλάβει πού πρέπει να δυσπιστήσει. Ούτως ή άλλως ο συγγραφέας τον προειδοποιεί με τον ωραίο τίτλο της αυτοβιογραφίας: «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα». Που σημαίνει πρώτον ότι ο συγγραφέας επιστρέφει με βάση μια μνήμη εξ ορισμού επιλεκτική και, δεύτερον, ότι αυτή η μνήμη δεν φοράει λαστιχένια πέδιλα μόνο γιατί επιστρέφει (και) σε πολύ παλιές εποχές, αλλά και γιατί είναι δυνατόν να γίνει λάστιχο ορισμένες φορές προκειμένου να εξυπηρετήσει τον αυτοσκοπό του βιβλίου, που είναι η αφήγηση.
Ο ίδιος άλλωστε γράφει στο βιβλίο ότι «το κείμενο είναι πάντα μια προδοσία». Κι εμείς τον ρωτήσαμε ευθέως: τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του είναι όλα κατατεθειμένα με ακρίβεια; Υπάρχουν μυθοπλαστικά στοιχεία; Πώς συγκροτείται αυτή η σχέση του συγγραφέα με τη γύρω του πραγματικότητα; Η απάντησή του στην Εποχή των βιβλίων είναι καθαρή, μέσα στην αμφισημία της: «Η σχέση ενός συγγραφέα με την πραγματικότητα είναι πάντα καλύτερη όταν περιέχει τη μυθοπλασία της».
Όταν δε τον ρωτάμε ποια μπορεί να είναι η θέση της πραγματικότητας και ποια της φαντασίας στη σημερινή λογοτεχνία, και τι θα έκανε τώρα αν ξεκινούσε από την αρχή, απαντά: «Ο Ντοστογιέφσκι είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο “φανταστικό” από την ίδια την πραγματικότητα. Και ξεκινώντας από την αρχή το ίδιο θα έκανα και τώρα».
Όσο για το ζήτημα της σχέσης επικαιρότητας και λογοτεχνίας: στο βιβλίο του ο Βασίλης Βασιλικός γράφει «Δεν περιμένω να κρυώσει το γεγονός για να το μετουσιώσω σε λογοτεχνία» και «η λογοτεχνία μπορεί να ξυπνάει συνειδήσεις». Ούτε ως προς αυτό σήμερα έχει αλλάξει γνώμη και μάλιστα μας λέει, ως επιπλέον επιχείρημα, ότι «την τελευταία δεκαετία της κρίσης γράφτηκαν πολλά μυθιστορήματα και δοκίμια εμπνευσμένα από αυτήν», κάτι που σημαίνει ότι «οι νέοι πεζογράφοι εμπνέονται από την επικαιρότητα».
Η δοκιμασία του χρόνου
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε από τα τέλη του 1991 μέχρι τα μέσα του 1992. Τώρα κυκλοφόρησε η «οριστική» του έκδοση και εκδοχή, από τις εκδόσεις Κέδρος. Έχει συναρπαστικές αφηγήσεις, είτε ο Βασίλης Βασιλικός μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, είτε για πρόσωπα και καταστάσεις του δημόσιου χώρου είτε και για δικά του βιβλία. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι απόψεις που περιγράφονται σε αυτό μπορεί σήμερα να έχουν αλλάξει, γιατί τότε εντάσσονταν στο κλίμα της συγκεκριμένης περιόδου ή δεν είχαν δοκιμαστεί στην ιστορικότητά τους. Σε σχέση λ.χ. με τη διάσημη τριλογία του (Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα) που, γραμμένη το 1961, εισάγει επίκαιρα και σήμερα θέματα που έχουν να κάνουν με την οικολογία, με τη μεταβιομηχανική εποχή και την καπιταλιστική απάτη, αλλά και με τις πάσης φύσεως ψευδαισθήσεις που μεταθέτουν τις λύσεις σε ένα απώτερο μέλλον, ο Βασιλικός στο βιβλίο δηλώνει ότι εντέλει δεν του αρέσει. Την θεωρεί εγκεφαλική και συστήνει άλλα βιβλία του! Σήμερα όμως που του επαναφέρουμε το ερώτημα έχει αναθεωρήσει και θεωρεί εκείνη την αποστροφή λάθος του: «Η τριλογία που σωστά επισημαίνεται στην ερώτησή σας ως από τα σημαντικότερα βιβλία μου, ισχύει εν πολλοίς και σήμερα. Όπως δεύτερος κατά την αντίληψη μου έρχεται ο “Γλαύκος Θρασάκης”. Αλλά ξέρετε οι συγγραφείς έχουν τις ευαισθησίες τους, όπως οι γονείς, στα παιδιά-βιβλία τους που έχουν προβλήματα. Γι’ αυτό κι εγώ φέρομαι ως πατέρας τους που τα προβάλλει».
Η σιωπή επιβραβεύεται
Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου, κάπως προκλητικά, λέει με αφορμή διάφορους δημοσιογράφους, ατζέντηδες και άλλους παράγοντες γύρω από τη λογοτεχνία που επηρεάζουν καταστάσεις: «Εγώ ξέρω πριν από αυτούς και γι’ αυτούς πώς οργανώνονται και πώς παίρνονται τα Νομπέλ. Εγώ είχα ειδοποιήσει τον Ελύτη, το ’77. “Βούλωσ’ το για δυο χρόνια, αν θέλεις το βραβείο”. Κι ο Ελύτης, όταν έμαθε ότι το πήρε, αφού προηγουμένως το είχε βουλώσει κανονικά, αναφώνησε στη Μαρίνα Καραγάτση, η οποία μου το μετέφερε: “Μου το είπε ο Βασίλης”». Τι ακριβώς όμως δεν έπρεπε να λέει ο Ελύτης;
Ο Βασίλης Βασιλικός διευκρινίζει σήμερα στην Εποχή: Ο Θόδωρος Καλλιφατίδης, από τη Στοκχόλμη, μου είπε να μεταφέρω στον Οδυσσέα Ελύτη, καθώς ήταν συνυποψήφιος με συγγραφείς και ποιητές άλλων χωρών για το Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας, να αποφύγει οποιαδήποτε πρόγνωση δημοσίως γιατί αυτό δεν αρέσει στα μέλη της Επιτροπής. Και είχε πολλές πιθανότητες να πάρει το βραβείο, καθώς στην Επιτροπή του λογοτεχνικού βραβείου βρισκόταν κατά σύμπτωση εκείνη τη χρονιά και ο Σουηδός μεταφραστής του. Το 1977 του πέρασα το μήνυμα του Καλλιφατίδη. Τα μέλη της Επιτροπής σε όλη τη γκάμα των βραβείων που ’δίναν ( Μαθηματικά, Ιατρική, Ιστορία, Ψυχολογία, Εφευρέσεις κτλ.) δεν συμπαθούσαν τους υποψηφίους εκείνους που προκαταβολικά μιλούσαν για το έργο τους. Ο Ελύτης επί δύο χρόνια κράτησε σιγήν ιχθύος. Κι όταν πήρε το βραβείο το 1979 αναφώνησε στη Μαρίνα Καραγάτση, η οποία και μου το μετέφερε: “Ο Βασίλης μου το είπε από το 1977”. Και το 1979 το πληροφορήθηκε ξαφνικά απ’ το ελληνικό ραδιόφωνο καθώς έπινε τον καφέ του».
Το χρονικό μιας δυστροπίας
Ρωτάμε τον Βασίλη Βασιλικό και για τη «Ντίβα», ένα άλλο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2021, το οποίο είχε κάποτε περιληφθεί στη συλλογή «Σφράτο» και που έχει να κάνει με την Μαρία Κάλλας. Το θέμα ήρθε στην επικαιρότητα και με αφορμή τις έντονες συζητήσεις που προκάλεσε το άγαλμά της στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ωστόσο η «Ντίβα» είναι «ένα χρονικό που δεν γράφτηκε», γιατί ο άνθρωπος που έδωσε πρόσβαση στα πλούσια αρχεία της για την Κάλλας τον άφησε μόνο να τα δει (χωρίς πίεση χρόνου), όχι όμως και να τα αντιγράψει. Οπότε αναρωτιέται κανείς αν σε αυτή την περίπτωση ο Βασίλης Βασιλικός έγραψε το χρονικό μιας εντύπωσης.
«Η “Ντίβα” ήταν για μένα ένα μεγάλο ερέθισμα που κατέληξε να είναι το χρονικό μιας δυστροπίας», λέει, ξεκινώντας από το τελευταίο. Και προσθέτει: «Πολύ με συγκινεί που αναφερθήκατε στο άγνωστο αυτό βιβλίο. “Σφράτο” στα ιταλικά σημαίνει έξωση κι από εκεί προέκυψε εν τη γενέσει της η “Ντίβα”, η Μαρία Κάλλας. Τώρα για το άγαλμά της στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου καλύτερα να μην μιλήσω...».
Η σχέση με την πολιτική
Ο Βασίλης Βασιλικός είναι σήμερα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι είχε δεχθεί σχετική πρόταση και από τον Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του 1981, αλλά τότε είπε «βουλευτής εγώ δεν γίνομαι». Τι ήταν αυτό λοιπόν που τον έκανε να δεχθεί την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα, αντίθετα με την πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου; Και δύο χρόνια μετά, πώς νιώθει για την εκλογή του αυτή;
«Απέχουν παρασάγγες το 1981 από το 2019. Κι ο πατέρας μου που υπήρξε κι αυτός βουλευτής του Βενιζέλου για ένα εξάμηνο το 1936 (τότε που ο Μεταξάς έκανε το δικό του πραξικόπημα) χάρηκε στο Υπερπέραν όπου βρίσκεται από το 1988 για το γιο του που το 2019 έγινε κι αυτός επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας χάρη στην πρόταση του χαρισματικού προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξη Τσίπρα».
Όσο για την πολιτική βιβλίου που όλο την αναζητούμε και όλο δεν έρχεται, ο ίδιος είναι λακωνικός και κατηγορηματικός: «Η συνολική πολιτική για το βιβλίο ήταν έτοιμη στο πρότυπα του ΕΚΕΒΙ από την υπουργό Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου