Σάββατο, Νοεμβρίου 06, 2021

Η θάλασσα των νεολογισμών και τα λεξικά της εποχής μας

Οι πολλαπλές προκλήσεις των νεολογισμών

Οι πολλαπλές προκλήσεις των νεολογισμών

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά



ΜΕ­ΡΟΣ Α΄

Η αναθεώρηση των λεξικών


Τα χρη­στι­κά λε­ξι­κά των πε­ρισ­σό­τε­ρων ευ­ρω­παϊ­κών γλωσ­σών, ιδί­ως των ευ­ρύ­τα­τα δια­δε­δο­μέ­νων, ανα­νε­ώ­νο­νται σε τα­κτά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα, συ­νή­θως κά­θε τρία με πέ­ντε χρό­νια. Το πε­ρί­φη­μο λε­ξι­κό Duden πρό­σθε­σε στην έκ­δο­ση του 2020, σε σύ­γκρι­ση με την έκ­δο­ση του 2017, 3.000 νέα λήμ­μα­τα.[1] Ένα κα­λό λε­ξι­κό που πα­ρα­κο­λου­θεί τις γλωσ­σι­κές αλ­λα­γές, δεν προ­σθέ­τει μό­νο, αλ­λά και αφαι­ρεί λέ­ξεις οι οποί­ες έχουν πε­ριέλ­θει σε αχρη­σία. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ότι εί­ναι «άχρη­στες». Κά­πο­τε ήταν σε ευ­ρύ­τα­τη χρή­ση και αξιο­σέ­βα­στες. Ο σε­βα­σμός για το ρό­λο που έπαι­ξαν στην αν­θρώ­πι­νη επι­κοι­νω­νία εξα­κο­λου­θεί να ισχύ­ει, το χρη­στι­κό τους όμως αντί­κρι­σμα έχει απελ­πι­στι­κά μειω­θεί έως και εξα­λει­φθεί. Το Duden διέ­γρα­ψε μέ­σα σε τρία χρό­νια πε­ρί­που 300 λήμ­μα­τα.[2]  
Το ηλε­κτρο­νι­κό σώ­μα κει­μέ­νων του λε­ξι­κού Duden ανέρ­χε­ται σε 5,6 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τύ­πους λέ­ξε­ων, αριθ­μός που προ­κα­λεί ίλιγ­γο στον Έλ­λη­να λε­ξι­κο­γρά­φο ο οποί­ος έχει στη διά­θε­σή του ένα πολ­λο­στη­μό­ριο σε σχέ­ση με τα κει­με­νι­κά σώ­μα­τα που υπάρ­χουν για την αγ­γλι­κή, τη γερ­μα­νι­κή και τη γαλ­λι­κή γλώσ­σα. Δεν εί­ναι όμως πα­νά­κεια οι βά­σεις δε­δο­μέ­νων. Τα πραγ­μα­τι­κά λε­ξι­κά δεν τα γρά­φουν οι μη­χα­νές, αλ­λά άν­θρω­ποι που έχουν αι­σθή­μα­τα και συ­ναι­σθή­μα­τα. Τις λε­πτές ση­μα­σιο­λο­γι­κές απο­χρώ­σεις των λέ­ξε­ων και το ύφος που δη­μιουρ­γούν οι συν­δυα­στι­κές τους δυ­να­τό­τη­τες δεν εί­ναι σε θέ­ση να εντο­πί­σει κα­μιά αυ­το­μα­το­ποι­η­μέ­νη δια­δι­κα­σία. Οι εκτι­μή­σεις της συ­ντα­κτι­κής ομά­δας του λε­ξι­κού Duden για τη σύγ­χρο­νη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα ισχύ­ουν, με ελά­χι­στες μι­κρές απο­κλί­σεις, και για τη Νε­ο­ελ­λη­νι­κή: Αριθ­μός λημ­μά­των: 300.000-500.000. Ενερ­γη­τι­κό λε­ξι­λό­γιο του μέ­σου φυ­σι­κού ομι­λη­τή: 12.000-16.000 λέ­ξεις, από τις οποί­ες γύ­ρω στις 3.500 εί­ναι ξέ­νες. Το πα­θη­τι­κό λε­ξι­λό­γιο πε­ρι­λαμ­βά­νει του­λά­χι­στο 50.000 λέ­ξεις. Ορι­σμέ­να σύγ­χρο­να νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά δεν έχουν απαλ­λα­γεί εντε­λώς από την αρ­χαιο­πλη­ξία. Ανα­λύ­ουν ως κα­νο­νι­κά λήμ­μα­τα λέ­ξεις που δεν έχουν κα­μιά λει­τουρ­γι­κή χρη­σι­μό­τη­τα σή­με­ρα, αφού ού­τε σε σύγ­χρο­να κεί­με­να εμ­φα­νί­ζο­νται, ού­τε υπάρ­χει η πα­ρα­μι­κρή πι­θα­νό­τη­τα να γρά­ψει ή να πει κα­νείς αυ­τές τις λέ­ξεις, πα­ρά μό­νο χά­ρη αστειό­τη­τας: Ποιος θα πει το τσα­κά­λι θως το δερ­μα­τι­κό εξάν­θη­μα, έκ­θυ­ση, το μο­λο­νό­τι καί­περ, την κάλ­τσα πε­ρι­πό­διο, τον ασή­μα­ντο άν­θρω­πο οντά­ριο; Ο ελ­λη­νο­δι­δά­σκα­λος, γνω­στός από το 1816, εκ­πλή­ρω­σε πριν από πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες το δύ­σκο­λο ρό­λο του, τον ανα­κα­λού­με στη μνή­μη μας με σε­βα­σμό, δεν έχει όμως λό­γο ύπαρ­ξης σε ένα λε­ξι­κό του 21ου αιώ­να.  
Όποιος θέ­λει να μά­θει ποια εί­ναι η Μπουρ­κί­να φά­σο (Burkina Faso) και η πρω­τεύ­ου­σά της Ουα­γκα­ντού­γκου (Ouagadougou), δεν θα κα­τα­φύ­γει προ­φα­νώς σε ένα νε­ο­ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό. Η κοι­νή λο­γι­κή επι­βάλ­λει να αφαι­ρε­θεί αυ­τό το αχρεί­α­στο λήμ­μα και να μπει στη θέ­ση του το μπουρ­κί­νι.

Οι ορισμοί των λημμάτων: η σπαζοκεφαλιά των λεξικογράφων


Η ποιό­τη­τα ενός λε­ξι­κού ανα­γνω­ρί­ζε­ται πρω­τί­στως από το τρό­πο με τον οποίο ορί­ζει ο λε­ξι­κο­γρά­φος τις βα­σι­κές ση­μα­σί­ες των λέ­ξε­ων. Για μια σει­ρά διε­θνο­ποι­η­μέ­νων εν­νοιών οι ορι­σμοί εί­ναι κοι­νοί για όλες σχε­δόν τις γλώσ­σες και δεν χρειά­ζε­ται να κο­μπά­ζει κά­ποιος ότι ανα­κά­λυ­ψε τον τρο­χό. Ας πά­ρου­με, για πα­ρά­δειγ­μα, την έν­νοια του «σε­ξι­σμού». Τα τρία πρό­σφα­τα έντυ­πα νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά πα­ρου­σιά­ζουν το λήμ­μα ως ακο­λού­θως:

     Λε­ξι­κό Ιδρύ­μα­τος Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δη (1998)

σε­ξι­σμός ο [seksizmós] Ο17: διά­κρι­ση με βά­ση το φύ­λο, όρος που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε κυ­ρί­ως από το φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα για να δη­λώ­σει την εξου­σια­στι­κή τά­ση των αν­δρών πά­νω στις γυ­ναί­κες και τις δια­κρί­σεις σε βά­ρος των γυ­ναι­κών, ως απόρ­ροια της αν­δρο­κρα­τι­κής νο­ο­τρο­πί­ας. [λόγ. < αγγλ. sexism (-ism = -ισμός)]

Λε­ξι­κό Μπα­μπι­νιώ­τη (5η έκδ., 2019)

σε­ξι­σμός (ο) η συ­μπε­ρι­φο­ρά που βα­σί­ζε­ται στην υπό­θε­ση ότι ένα από τα δύο φύ­λα εί­ναι κα­τώ­τε­ρο από το άλ­λο· (ει­δι­κότ.) η υπο­τι­μη­τι­κή με­τα­χεί­ρι­ση γυ­ναι­κών από άν­δρες (πβ. αν­δρι­κός σο­βι­νι­σμός, λ. σο­βι­νι­σμός). [ΕΤΥΜ. Με­τα­φο­ρά τού αγγλ. sexism]

                 Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό (2014)

σε­ξι­σμός σε-ξι-σμός ουσ. (αρσ.): προ­κα­τά­λη­ψη ή διά­κρι­ση ενα­ντί­ον κά­ποιου με βά­ση το φύ­λο του· κυρ. κά­θε τρό­πος δρά­σης ή συ­μπε­ρι­φο­ράς που υπο­βαθ­μί­ζει τις γυ­ναί­κες και μειώ­νει τον ισό­τι­μο ρό­λο τους στην κοι­νω­νία: γλωσ­σι­κός/κοι­νω­νι­κός/τη­λε­ο­πτι­κός ~. ~ και κοι­νω­νι­κός απο­κλει­σμός. Πβ. αν­δρι­κός/γυ­ναι­κεί­ος σο­βι­νι­σμός, μι­σο­γυ­νι­σμός, σε­ξουα­λι­κός ρα­τσι­σμός, φαλ­λο­κρα­τία. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. sexisme, 1960, αγγλ. sexism, 1963]

Τα δύο πρώ­τα λε­ξι­κά απο­σιω­πούν το γλωσ­σι­κό σε­ξι­σμό, τον τρό­πο με τον οποίο η γλώσ­σα ανα­πα­ρά­γει τα γλωσ­σι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα, κυ­ρί­ως σε βά­ρος της γυ­ναί­κας.

Το Συμ­βού­λιο της Ευ­ρώ­πης, ενέ­κρι­νε στις 28 Μαρ­τί­ου 2019 ένα κεί­με­νο που εν­σω­μα­τώ­νει τον «πρώ­το ορι­σμό του σε­ξι­σμού σε διε­θνή κλί­μα­κα»: «Εκ­δή­λω­ση ‘ιστο­ρι­κά άνι­σων σχέ­σε­ων εξου­σί­α­ς’ με­τα­ξύ γυ­ναι­κών και αν­δρών η οποία οδη­γεί σε διά­κρι­ση και εμπο­δί­ζει την πλή­ρη πρό­ο­δο των γυ­ναι­κών στην κοι­νω­νία».[3]

Στον ορι­σμό αυ­τό προ­βάλ­λε­ται η ανι­σο­κα­τα­νο­μή των κοι­νω­νι­κών ρό­λων ανά­με­σα στα δύο φύ­λα ως απο­τέ­λε­σμα της μο­νο­πω­λια­κής εξου­σί­ας των αν­δρών. Το φρα­στι­κό όνο­μα γυά­λι­νη ορο­φή, αγγλ. glass ceiling, 1984 (: αό­ρα­το εμπό­διο που δυ­σχε­ραί­νει ή απο­θαρ­ρύ­νει τις γυ­ναί­κες, λό­γω κοι­νω­νι­κών προ­κα­τα­λή­ψε­ων, να ανέλ­θουν σε ανώ­τα­τες ιε­ραρ­χι­κές βαθ­μί­δες) απο­τυ­πώ­νει αυ­τή την ανι­σο­κα­τα­νο­μή και τις αδι­κί­ες που γί­νο­νται σε βά­ρος της γυ­ναί­κας.

Μια μορ­φή λαν­θά­νο­ντος σε­ξι­σμού ανα­πα­ρά­γε­ται σε όλα τα νε­ο­ελ­λη­νι­κά λε­ξι­κά, δεν γί­νε­ται όμως αντι­λη­πτή, επει­δή κυ­ριαρ­χεί στη γλώσ­σα μας η γε­νι­κευ­τι­κή ανα­φο­ρά. Πρό­κει­ται για με­τα­φρα­στι­κό δά­νειο, αγγλ. generic reference. Η αντω­νυ­μία ποιος συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και το θη­λυ­κό γέ­νος, χω­ρίς να θε­ω­ρεί­ται ότι υπο­βαθ­μί­ζε­ται η γυ­ναί­κα. Η έκ­φρα­ση ποιος στρα­βός/τυ­φλός δεν θέ­λει το φως του; έχει πα­γιω­θεί. Θα ήταν αστείο, όταν ανα­φέ­ρε­ται κά­ποιος σε γυ­ναί­κες να λέ­ει ποια στρα­βή/τυ­φλή δεν θέ­λει το φως της; ή γυ­ναί­κες με­τα­ξύ τους να χρη­σι­μο­ποιούν την ίδια δια­τύ­πω­ση. Το αρ­σε­νι­κού γέ­νους όνο­μα φοι­τη­τής συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τη φοι­τή­τρια. Αν σε πα­νε­πι­στη­μια­κό αμ­φι­θέ­α­τρο ο κα­θη­γη­τής πει: Ποιος φοι­τη­τής θέ­λει να απα­ντή­σει; Εί­ναι προ­φα­νές ότι συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τις φοι­τή­τριες. Αν πει: Ποια φοι­τή­τρια θέ­λει να απα­ντή­σει;, τό­τε απο­κλεί­ει τους φοι­τη­τές. Η συ­χνή επα­νά­λη­ψη της λέ­ξης και στα δύο γέ­νη, κα­τα­ντά κου­ρα­στι­κή: ποιος φοι­τη­τής ή ποια φοι­τή­τρια θέ­λει να απα­ντή­σει; Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι υπερ­βο­λι­κός ο ισχυ­ρι­σμός ότι «ο γλωσ­σι­κός εξο­βε­λι­σμός των γυ­ναι­κών συ­νε­πά­γε­ται και κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό».

Δια­φο­ρε­τι­κή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση λέ­ξε­ων που δη­λώ­νουν επαγ­γέλ­μα­τα ή ιδιό­τη­τες. Το λο­γι­κό και το δί­καιο εί­ναι να πα­ρα­χω­ρεί­ται χώ­ρος για κα­τα­γρα­φή του ου­σια­στι­κού θη­λυ­κού γέ­νους ως αυ­το­τε­λούς λήμ­μα­τος και όχι να υπο­τάσ­σε­ται στο αρ­σε­νι­κό, όπως: δά­σκα­λος, θηλ. δα­σκά­λα. Το λε­ξι­κό Duden εί­ναι το μό­νο, όσο μπο­ρώ να ξέ­ρω, που λημ­μα­το­ποιεί χω­ρι­στά το θη­λυ­κό γέ­νος: Lehrerin (δα­σκά­λα), πα­ρα­πέ­μπο­ντας στο αρ­σε­νι­κό Lehrer. Κα­τά τον ίδιο τρό­πο η αθλή­τρια και η ποι­ή­τρια αξί­ζουν να έχουν χω­ρι­στή θέ­ση στο λε­ξι­κό και να μην ακο­λου­θούν πί­σω από τον αθλη­τή και τον ποι­η­τή.

Οι συ­ντά­κτες νε­ο­ελ­λη­νι­κών λε­ξι­κών οφεί­λουν να διευ­ρύ­νουν την έν­νοια του λήμ­μα­τος και να συ­μπε­ρι­λά­βουν ακό­μα και αριθ­μούς, όπως το 112 (: ευ­ρω­παϊ­κός αριθ­μός δω­ρε­άν τη­λε­φω­νι­κής κλή­σης σε πε­ρί­πτω­ση έκτα­κτης ανά­γκης[4]) και το 404 (: Μή­νυ­μα λά­θους. Το προς ανα­ζή­τη­ση έγ­γρα­φο δεν βρέ­θη­κε.), αλ­λά και χρη­στι­κά σύμ­βο­λα, όπως την έν­δει­ξη XXL = αγγλ. Extra Extra Large, γαλλ. ~, τέ­λη του 20ού αι.

Τα φρα­στι­κά ονό­μα­τα έχουν μπει δυ­να­μι­κά στη ζωή μας, γε­γο­νός το οποίο απο­τυ­πώ­νε­ται εναρ­γέ­στε­ρα στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό. Τα πε­ρι­θώ­ρια εμπλου­τι­σμού εί­ναι με­γά­λα. Ένα εν­δει­κτι­κό πα­ρά­δειγ­μα το οποίο αξί­ζει να κα­τα­γρα­φεί, έστω και αν δεν εμ­φα­νί­ζε­ται συ­χνά σε κει­με­νι­κά σώ­μα­τα: Άν­θρω­πος-σά­ντουιτς (γαλλ. homme-affiche, homme-sandwich) εί­ναι αυ­τός που πε­ρι­φέ­ρε­ται με δύο δια­φη­μι­στι­κές πι­να­κί­δες, μια στο στή­θος και μια στην πλά­τη του.[5]

L'homme-Affiche, έργο του ζωγράφου Charles-Abraham Chasselat (1782-1843),  Musée Carnavalet, Histoire de Paris
L'homme-Affiche, έργο του ζωγράφου Charles-Abraham Chasselat (1782-1843), Musée Carnavalet, Histoire de Paris
Η θάλασσα των νεολογισμών


Ο τρό­πος χει­ρι­σμού των νε­ο­λο­γι­σμών συ­γκα­τα­λέ­γε­ται στα δυ­σκο­λό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα που έχει να αντι­με­τω­πί­σει σή­με­ρα ο λε­ξι­κο­γρά­φος. Οι λο­γο­τε­χνι­κοί νε­ο­λο­γι­σμοί, ιδιαί­τε­ρα οι ποι­η­τι­κοί, απο­τε­λούν ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση και ίσως γι’ αυ­τό πα­ρα­μέ­νουν στο πε­ρι­θώ­ριο της έρευ­νας. Κα­λό θα ήταν να συ­γκε­ντρω­θούν σε ένα χω­ρι­στό λε­ξι­κό.
Τα εν­δει­κτι­κά λήμ­μα­τα που ακο­λου­θούν, με ημί­μαυ­ρα στοι­χεία, δεν υπάρ­χουν σε κα­νέ­να νε­ο­ελ­λη­νι­κό λε­ξι­κό, ού­τε στο Με­γά­λο Ηλε­κτρο­νι­κό Λε­ξι­κό της Νέ­ας Ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας (ΜΗΛ­ΝΕΓ) του Πα­τά­κη. Έχουν ήδη προ­στε­θεί στην ηλε­κτρο­νι­κή βά­ση του Χρη­στι­κού Λε­ξι­κού της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Γλώσ­σας.
Για κα­λύ­τε­ρη επο­πτεία του νέ­ου υλι­κού η κα­τη­γο­ριο­ποί­η­ση γί­νε­ται ει­δο­λο­γι­κά με αλ­φα­βη­τι­κή σει­ρά, χω­ρίς όμως αυ­στη­ρή τα­ξι­νό­μη­ση, ενώ, όπως εί­ναι γνω­στό, αρ­κε­τοί όροι εμπί­πτουν σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από μία κα­τη­γο­ρί­ες. Τε­λι­κά, όλα τα λήμ­μα­τα πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω από τον άν­θρω­πο, τον υλι­κό, κοι­νω­νι­κό και πνευ­μα­τι­κό του βίο.

ΕΙ­ΔΟ­ΛΟ­ΓΙ­ΚΗ ΤΑ­ΞΙ­ΝΟ­ΜΗ­ΣΗ ΤΩΝ ΝΕ­ΩΝ ΛΗΜ­ΜΑ­ΤΩΝ

1) Αθλη­τι­σμός

Οι σχε­τι­κοί όροι δεν έχουν διε­ρευ­νη­θεί με τη δέ­ου­σα προ­σο­χή, όπως δεί­χνουν οι αλημ­μα­το­γρά­φη­τοι όροι: 
Το άκλι­το ου­σια­στι­κό ημι-φι­να­λίστ, σπά­νια ημι­φι­να­λίστ (το ημι­φι­να­λί­στας εί­ναι σχε­δόν ανύ­παρ­κτο), αγγλ. semifinalist, ανα­φέ­ρε­ται σε αθλη­τή, παί­κτη ή ομά­δα που αγω­νί­ζε­ται σε ημι­τε­λι­κούς αγώ­νες.
Ο πα­ρα­ο­λυ­μπιο­νί­κης αξί­ζει να έχει μια τι­μη­τι­κή θέ­ση στο λε­ξι­κό, έστω και αν γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή η ση­μα­σία του όρου, όταν έχει λημ­μα­το­γρα­φη­θεί η πα­ρα­ο­λυ­μπιά­δα.[6]
Ο όρος τρια­θλη­τής, γαλλ. triathlète και triathlonien, αγγλ. triathlete, γί­νε­ται εύ­κο­λα κα­τα­νοη­τός, «αθλη­τής του τρί­α­θλου»,[7] αρ­κεί να έχει λημ­μα­το­ποι­η­θεί το τρί­α­θλο, όπως έγι­νε για πρώ­τη φο­ρά στο Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό.

τρί­α­θλο τρί-α-θλο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθλου}: ΑΘΛ. σύν­θε­το ολυ­μπια­κό αγώ­νι­σμα που πε­ρι­λαμ­βά­νει κο­λύμ­βη­ση, πο­δη­λα­σία και τρέ­ξι­μο, στα οποία ο αθλη­τής συμ­με­τέ­χει δια­δο­χι­κά και χω­ρίς δια­κο­πή. || Χει­με­ρι­νό ~ (: τρέ­ξι­μο και πο­δη­λα­σία σε χιο­νι­σμέ­νη πε­ριο­χή, όπως και ορει­νό σκι). Βλ. δί-, πέντ-, έπτ-, δέκ-αθλο. [< γαλλ. triathlon, 1929, αγγλ. ~, 1978]

Στιγμιότυπο από το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χειμερινό τριάθλου στην Ρεϊνόσα της Ισπανίας, Φεβρουάριος του 2015. Η χειμερινή εκδοχή του αθλήματος αντί για κολύμβηση περιλαμβάνει σκι. Οι συμμετέχοντες ξεκινούν με 10 χλμ. τρέξιμο, ακολουθούν 24 χλμ. ποδηλασία στους δρόμους της πόλης και το τελευταίο σκέλος περιλαμβάνει 10 χλμ. σκι
Στιγμιότυπο από το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα χειμερινό τριάθλου στην Ρεϊνόσα της Ισπανίας, Φεβρουάριος του 2015. Η χειμερινή εκδοχή του αθλήματος αντί για κολύμβηση περιλαμβάνει σκι. Οι συμμετέχοντες ξεκινούν με 10 χλμ. τρέξιμο, ακολουθούν 24 χλμ. ποδηλασία στους δρόμους της πόλης και το τελευταίο σκέλος περιλαμβάνει 10 χλμ. σκι

Η δια­λειμ­μα­τι­κή προ­πό­νη­ση, αγγλ. interval training, γαλλ. entraînement fractionné, πα­ρου­σιά­ζει εν­δια­φέ­ρον για­τί δεν αφο­ρά μό­νο επαγ­γελ­μα­τί­ες αθλη­τές. Ως εξει­δι­κευ­μέ­νος αθλη­τι­κός όρος σε ένα γε­νι­κό λε­ξι­κό εί­ναι εκ των πραγ­μά­των, λό­γω έλ­λει­ψης χώ­ρου, ανέ­φι­κτος ο λε­πτο­με­ρής προσ­διο­ρι­σμός των ποι­κί­λων πτυ­χών του.[8]

Ο λε­ξι­κο­γρά­φος πε­ριο­ρί­ζε­ται στο σύ­ντο­μο ορι­σμό: «μέ­θο­δος αθλη­τι­κής προ­πό­νη­σης με εναλ­λα­κτι­κό σπριντ και τζό­κινγκ.».

2) Βο­τα­νι­κή

Ο αξέ­χα­στος Γιάν­νης Κα­ζά­ζης (1947-2021), λα­μπρός κλα­σι­κός φι­λό­λο­γος και και­νο­τό­μος λε­ξι­κο­γρά­φος, στην εκτε­νή και άκρως τεκ­μη­ριω­μέ­νη κρι­τι­κή του για το Χρη­στι­κό Λε­ξι­κό[9] ση­μειώ­νει:

 

Ο Στέφανος Κουμανούδης καταγράφει ως νεολογισμό του 1889 τη λ. ανθοπωλείο, κατάστημα σπάνιο για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Αλλά ελάχιστα ήταν και τα είδη λουλουδιών που πωλούνταν τότε. Σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες (ακόμη και ηλεκτρονικά) ανθοπωλεία που προμηθεύουν ευπώλητα λουλούδια και φυτά –συχνά εξωτικά ή υβριδικά προϊόντα εργαστηρίων. Ανάμεσά τους: οι φρέσκοι ηλίανθοι και η κασετίνα με τριαντάφυλλα (--και η λ. κασετίνα εδώ σε νέα αθησαύριστη σημασία). Το Χρηστικό Λεξικό λημματογραφεί αρκετά τέτοια λουλούδια, σαν την καλαγχόη και τον λισίανθο (& λυσίανθο), ακόμα και την ανθοσύνθεση. Υπάρχουν όμως πολλά άλλα άνθη (τα πλείστα εισαγόμενα) που τα αγοράζει ο κόσμος, χωρίς ούτε να ξέρει ούτε να ενδιαφέρεται να μάθει την ονομασία τους. Σε πολλά ανθοπωλεία βρίσκει κανείς πια τα πλέον ασυνήθιστα και πανέμορφα λουλούδια, που τα ονόματά τους ματαίως θα τα αναζητήσει κανείς στα νεοελληνικά λεξικά –όπως είναι λ.χ.: η αλστρομέρια, γνωστή και ως το κρίνο του Περού (αγγλ. alstroemeria, 1833, από το επώνυμο του Σουηδού βαρώνου Claus von Alstroemer), η γκουσμάνια (από το επίθετο του ισπανού φυσιοδίφη Anastasio Guzmán),

Αριστερά: γκουσμάνια, «η ξαδέλφη του ανανά». Δεξιά: Στερλίτσια, το πουλί του παραδείσου
Αριστερά: Γκουσμάνια, «η ξαδέλφη του ανανά». Δεξιά: Στερλίτσια, το πουλί του παραδείσου


η ελι­κό­νια (αγγλ. heliconia, 1838, από το όρος Ελι­κών), η ζά­μια (< αγγλ. zamia, 1819), η ορ­χι­δέα φα­λαί­νο­ψις (αγγλ. phalaenopsis, 1846, φά­λαι­να + όψις), το σο­λι­ντά­στερ (για αν­θο­στο­λι­σμούς γά­μου), το σπα­θί­φυλ­λο, η στερ­λί­τσια & στρε­λί­τσια, γνω­στή και ως που­λί του πα­ρα­δεί­σου (αγγλ. Strelitzia, από το επώ­νυ­μο της βα­σί­λισ­σας Charlotte of Mecklenburg-Strelitz).

Οι πα­ρα­κά­τω λέ­ξεις, όπως και οι προη­γού­με­νες, απο­τε­λούν terra incognita για τον μη ει­δι­κό. Αν δει όμως φω­το­γρα­φί­ες τους, θα ανα­γνω­ρί­σει αμέ­σως τα πα­νέ­μορ­φα αυ­τά φυ­τά, τα οποία εν­δε­χο­μέ­νως αρ­κε­τοί έχουν αγο­ρά­σει από κά­ποιο αν­θο­πω­λείο, ή τα καλ­λιερ­γούν στον κή­πο τους, χω­ρίς να γνω­ρί­ζουν την προ­έ­λευ­σή τους, ή έχο­ντας ίσως ξε­χά­σει το όνο­μά τους. Μα­κά­ρι να μπο­ρού­σαν να μπουν σε χρη­στι­κά λε­ξι­κά αντι­προ­σω­πευ­τι­κές φω­το­γρα­φί­ες, σε ορι­σμέ­να, έστω, λήμ­μα­τα. Μι­λά­νε από μό­νες τους.

Από αριστερά: Καλαθέα, καλλιστήμονας, καλούνα
Από αριστερά: Καλαθέα, Καλλιστήμονας, Καλούνα


Η κα­λα­θέα, αγγλ. calathea, εί­ναι γέ­νος τρο­πι­κών φυ­τών (οι­κο­γέ­νεια Marantaceae) με ελ­λη­νι­κό­τα­τη ονο­μα­σία. Το λα­τι­νι­κό calathus εί­ναι το αρ­χαίο κά­λα­θος, το ση­με­ρι­νό κα­λά­θι. Έτσι λε­γό­ταν και το πα­νέ­μορ­φο κιο­νό­κρα­νο στον κί­ο­να κο­ριν­θια­κού ρυθ­μού.
Ο καλ­λι­στή­μο­νας, ελ­λη­νι­κό­τα­τη λέ­ξη και αυ­τή, «το φυ­τό με τις ωραί­ες κλω­στές», με έντο­νο κόκ­κι­νο χρώ­μα, εί­ναι γέ­νος (με τη νε­ο­λα­τι­νι­κή ονο­μα­σία Callistemon, αρχ. καλ­λι + στή­μων) Αυ­στρα­λια­νών δέ­ντρων και θά­μνων της οι­κο­γέ­νειας Myrtaceae με εντυ­πω­σια­κά άν­θη που έχουν αιχ­μές σαν βούρ­τσα, αγγλ. bottlebrush.
Ελά­χι­στοι υπο­ψιά­ζο­νται ότι η κα­λού­να (ερεί­κη), αγγλ. Calluna, γέ­νος Erica, οι­κο­γέ­νεια Ericaceae, εί­ναι, από ετυ­μο­λο­γι­κή άπο­ψη, ελ­λη­νι­κή. Δη­λώ­νει το κάλ­λος, την ομορ­φιά. Η νε­ο­λα­τι­νι­κή λέ­ξη calluna πα­ρά­γε­ται από το ρή­μα καλ­λύ­νω που ση­μαί­νει «καλ­λω­πί­ζω, ομορ­φαί­νω, στο­λί­ζω».

Λαγκεστρέμια (αριστερά) και μαράντα
Λαγκεστρέμια (αριστερά) και μαράντα

H λα­γκε­στρέ­μια, αγγλ. Lagerstroemia, εί­ναι γέ­νος φυλ­λο­βό­λων θά­μνων της τρο­πι­κής Ασί­ας και της Αφρι­κής (οι­κο­γέ­νεια Lythraceae), με γνω­στό­τε­ρα εί­δη τα L. indica και L. speciose, με πορ­φυ­ρά, ροζ ή λευ­κά πέ­τα­λα, που μπο­ρεί να λά­βουν τη μορ­φή δέ­ντρου. Ονο­μά­στη­κε έτσι από τον πα­τέ­ρα της σύγ­χρο­νης τα­ξι­νο­μί­ας Carl Linnaeus προς τι­μή του επί­σης Σου­η­δού φί­λου του, φυ­σιο­δί­φη και εμπό­ρου Magnus Lagerström (1696-1759).
H μα­ρά­ντα, ιταλ.- γαλλ.- αγγλ. maranta, εί­ναι γέ­νος τρο­πι­κών αμε­ρι­κα­νι­κών φυ­τών, οι­κο­γέ­νεια Marantaceae, που ονο­μά­στη­κε έτσι προς τι­μήν του Ιτα­λού φυ­σιο­δί­φη Bartollomeo Maranta (1500-1571).
Αξί­ζει να ανα­φερ­θεί ότι ο Maranta, εκτός των άλ­λων, οξυ­δερ­κής κρι­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας, υπο­στή­ρι­ξε ότι η ποί­η­ση λό­γω της εκ­φρα­στι­κής της ζω­ντά­νιας υπερ­τε­ρεί ένα­ντι της ρη­το­ρι­κής και της ιστο­ρί­ας και ότι ο ποι­η­τής εί­ναι πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός δά­σκα­λος από τον φι­λό­σο­φο.


[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

20 βιβλία για τη Γάζα, τον φασισμό και άλλες ιστορίες

  20 βιβλία για τη Γάζα, τον φασισμό και άλλες ιστορίες 46–58 λεπτά ...