Η Γερμανία στους σκοτεινούς καιρούς
Heike B. Görtemaker, Η Αυλή του Χίτλερ. Ο στενός κύκλος του Φύρερ στο Τρίτο Ράιχ και μετέπειτα, μετάφραση από τα γερμανικά: Γιάννης Κελόγλου, Gutenberg, Αθήνα 2021, 523 σελ.
Στιγκ Ντάγκερμαν, Γερμανικό φθινόπωρο. Αφηγήματα, μετάφραση από τα σουηδικά, επίμετρο: Αγγελική Νάτση, Καστανιώτη, Αθήνα 2019, 154 σελ.
Alfred Koschorke, Adolfs Hitler “Mein Kampf“. Zur Poetik des Nationalsozialismus, Matthes & Seitz Berlin 2016, 94 σελ.
88 χρόνια από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και 75 από την κατάρρευση του εθνικοσοσιαλισμού μέσα στα ερείπια που επισώρευσε στην Ευρώπη και την Ιστορία, το φαινόμενο ένας ολόκληρος λαός να οδηγείται στον όλεθρο, όπως τα παιδιά στο παραμύθι των αδελφών Γκριμ «Ο αυλητής του Χάμελν», ενεργοποιεί ακόμα τις κεραίες της ιστορικής έρευνας. Ταυτόχρονα, όμως, εμπλουτίζεται διαρκώς από νέες προσεγγίσεις που συμπληρώνουν αυτό το «παζλ της παράνοιας», σε κοινωνικο-οικονομικό αλλά και ευρύτερα πολιτισμικό επίπεδο. Τρεις νέοι τίτλοι εμπλουτίζουν την προβληματική γύρω από τον Ηγέτη (Führer) και την «αυτοκρατορία του Κακού», στην άνοδο και την πτώση της.
Ας αρχίσουμε από το τέλος (της Ιστορίας): «Το φθινόπωρο του 1946 [ένα χρόνο μετά την “ώρα μηδέν” –Stunde Null– της ηττημένης Γερμανίας] τα φύλλα έπεσαν από τα δέντρα για τρίτη φορά μετά την περίφημη ομιλία του Τσώρτσιλ για το επικείμενο πέσιμο των φύλλων». Με αυτή την ποιητική εναρκτήρια πρόταση, που αποτυπώνει τη σκληρότητα των καιρών σε ακραία αντίθεση, από το ποίημα «Φθινόπωρο» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, αρχίζουν οι καταγραφές του σουηδού συγγραφέα (και αναρχοσυνδικαλιστή) Στιγκ Ντάγκερμαν, που βρίσκεται στη Γερμανία ως ανταποκριτής της εφημερίδας Expressen, στην παρθενική του δημοσιογραφική αποστολή. Αυτά τα «νεκρά φύλλα», πρωτίστως στις γερμανικές πόλεις που βομβαρδίστηκαν ανηλεώς, σκεπάζουν τις υλικές, ανθρώπινες και ψυχικές απώλειες μιας χώρας που κατακλύζεται από τον τρόμο και την πείνα. Ένας Σουηδός, που εξομολογείται πως «η δημοσιογραφία είναι η τέχνη να αργείς όσο νωρίτερα γίνεται», κατανοεί διεισδυτικά το γερμανικό μεταπολεμικό τοπίο και περιγράφει με περισσή απόγνωση τη φρίκη του πολέμου και, κυρίως, τον ζόφο της «επόμενης μέρας» στη χώρα του Χάινριχ Χάινε, του Μπέρτολτ Μπρεχτ και του Τόμας Μαν.
Το οδοιπορικό του στην καθημαγμένη χώρα είναι πάνω-κάτω σαν τη διαδρομή του τρένου στο οποίο επιβαίνει καθ’ οδόν για Αμβούργο («Επιστροφή στο Αμβούργο»): άνθρωποι σαν ποντίκια στοιβαγμένοι στα βαγόνια ενός συρμού που, ουσιαστικά, δεν οδηγεί πουθενά ή, αλλιώς, οδηγεί στο πουθενά. Ο Ντάγκερμαν καταφέρνει κάτι πολύ περισσότερο, πιο ουσιαστικό από μια δημοσιογραφική αποστολή, από ένα ρεπορτάζ ερειπίων, υλικών και ανθρώπινων: η ματιά του διαπερνά το τοπίο της «έρημης χώρας», λειτουργώντας σαν «κάμερα-στυλό». Ξέρει πως «τα κορίτσια της Ρήπερμπαν είναι λιμασμένα για φαγητό, όχι για αγάπη», ξέρει πως ο ίδιος είναι ένας «προνομιούχος» που θα βρει τη θαλπωρή στα ξενοδοχεία με την επιγραφή «Όχι Γερμανοί υπήκοοι», αναγνωρίζει στην αριστοκρατική χλωμάδα μιας γερμανίδας μητέρας ότι είναι «προϊόν εξ ίσου τίτλων ευγενείας και υποσιτισμού» και μπορεί να συνομιλεί το ίδιο «άνετα» με τον γερμανό ηττημένο στρατιώτη όσο και με τον όποιον συγγραφέα ή ζωγράφο, και πως μια πόλη, μια οποιαδήποτε πόλη στη Γερμανία μπορεί να είναι «αδιαπέραστη, αόρατη, όπως ο βουβός γερμανικός πόνος». Το «οδοιπορικό» του είναι ένα συγκλονιστικό «ντοκιμαντέρ με λέξεις», γραμμένο όχι με «δημοσιογραφικό επαγγελματισμό», αλλά με την απόγνωση ενός ανθρώπου που ζει τον πόνο του Άλλου, ακόμα κι αν αυτός ο «άλλος» προκάλεσε τόσα δεινά στον εαυτό του, στη χώρα του, στην Ευρώπη, συνειδητά ή όχι.
«Ο Αγών μου»: η «ποιητική» του ζόφου
Επιτρέπεται να διαβάζουμε το έργο ενός «παράφρονα»; Μπορεί κανείς να αντλήσει διδάγματα από τα γραπτά κάποιου (αρχικά) έγκλειστου, που προκάλεσε τόσες καταστροφές στη διάρκεια της κυριαρχίας του και «δαιμονοποιήθηκε» όσο κανείς άλλος στην ευρωπαϊκή Ιστορία, σπέρνοντας το θάνατο και τον τρόμο στη χώρα του, αλλά και στη Γηραιά Ήπειρο; Έχουν λογική τα γραφόμενά του (οι σκέψεις του, τα «οράματα», τα Ressentiments) και όλα όσα ακολουθούν το «χιτλερικό παραλήρημα», που επί σχεδόν 25 χρόνια οδήγησαν στην «καταστροφή του Λόγου»; Εντέλει, τι ακριβώς είναι Ο Αγών μου, ποια είναι τα συστατικά της σκέψης και της γλώσσας της «κοινοτοπίας του Κακού», για ποιους (αναγνώστες) γράφτηκε και πώς μπορούμε να τον προσεγγίσουμε στον 21ο αιώνα;
Ο Άλμπρεχτ Κοσόρκε (Albrecht Koschorke), καθηγητής της Νεότερης Γερμανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Κόνσταντς (Κωνσταντία), συνθέτει ένα πυκνό σε νοήματα, έκκεντρο και διεισδυτικό δοκίμιο για το τι υπάρχει «πίσω και ανάμεσα στις γραμμές» ενός «πολιτικού μανιφέστου», του πλέον αμφιλεγόμενου βιβλίου ενός δικτάτορα, για το οποίο ώς το 2015 υπήρχε αυστηρή απαγόρευση επανέκδοσης. Για να διαπιστώσει εξαρχής, πως «στα κοινά χαρακτηριστικά των σύγχρονων δικτατοριών συγκαταλέγεται το γεγονός ότι αποδίδουν βαρύνοντα ρόλο σε ένα παρωχημένο Μέσο: το βιβλίο».
Ο Κοσόρκε επιχειρεί, με επιτυχία και στέρεα θεωρητικά εργαλεία, μια άλλη «ανάγνωση» (Lesart) του εν λόγω «έργου»: το θεωρεί όχι απλώς την «πολιτική κατάθεση» ενός ανερχόμενου δικτάτορα, αλλά το «αφήγημα» που αφενός έχει έναν διπλό αποδέκτη (τις μάζες αλλά και τις ελίτ της Γερμανίας), αφετέρου «χτίζεται» πάνω σε μία «αρκάνα της τεχνικής της εξουσίας», μέσα από την προπαγάνδα και τη χειραγώγηση, διεισδύοντας στην παρτιτούρα της «αφηγηματικής ενορχήστρωσης» ενός μαέστρου του ψεύδους, της εμπάθειας και των εμμονών του, όταν η (νιτσεϊκή) «θέληση για δύναμη» μετατρέπεται και υλοποιείται σταδιακά στην «ισχύ της θέλησης».
Ο Χίτλερ –αυτό θα φανεί και στο επόμενο βιβλίο που αφορά τον στενό κύκλο των συνεργατών του– είναι κατ’ εξοχήν ένας «μυθοπλάστης» κυρίως του πρότερου βίου του, αρχής γενομένης από τα χρόνια της Βιέννης. Από την άλλη, έχει εμπεδώσει αρκούντως καλά τα σοσιαλδημοκρατικά προτάγματα μέσα από τις κατασκευασμένες επί το πλείστον προσωπικές, «τραυματικές» του εμπειρίες (διόλου τυχαία, στις αρχές της καταστροφικής πορείας της NSDAP, οι μαχητικές προκηρύξεις του κόμματος σχετικά με τον «αδηφάγο καπιταλισμό» και την εκμετάλλευση των εργατών «συναντάνε», χάρις στους αδελφούς Στράσσερ, που αργότερα θα εκκαθαριστούν από το Κόμμα, ανάλογη φρασεολογία με την SPD), τα οποία φυσικά «μεθερμηνεύει», δηλαδή διαστρεβλώνει απύθμενα, προσαρμόζοντάς τα στις επιταγές για τη «φυλετική καθαρότητα», στη μετάβαση του Φύρερ από τον λαϊκισμό για τις μάζες, ήγουν την εξιδανίκευση του «λαού», στην τελική «αυταρχική περιφρόνησή» τους.
Για τον Κοσόρκε, Ο Αγών μου, «μια σύνθεση στην αγορά των λέξεων που συνένωσε το δεξιό εμπορικό σήμα “γερμανικό” με το αριστερό “εργάτες”», όπως τον χαρακτήρισε η Χάννα Άρεντ, μπορεί να διαβαστεί και ως «πολιτικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης» (Bildungsroman) της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, προσαρμοσμένο στη (στρεβλή) αυτοβιογραφική ανασύνθεση του Χίτλερ, με έντονα τα στοιχεία της «εβραϊκής συνωμοσίας», παράλληλα με εκείνα του αντιμαρξισμού.
Το δοκίμιο του Κοσόρκε για τη «Βίβλο του εθνικοσοσιαλισμού» δεν είναι απλώς ένα «φιλολογικό σχόλιο» πάνω στη ρητορική του μίσους και της εμπάθειας, στην οποία «χτίστηκε» το βιβλίο, αλλά μια ενδελεχής, συμπυκνωμένη σπουδή, γραμμένη με ψύχραιμο, σχεδόν «ανατομικό βλέμμα» και με την απαιτούμενη θεωρητική σκευή (με προεξάρχουσα την Ψυχολογία του όχλου, του Γουσταύου Λε Μπον). Πρόκειται για μια τρόπον τινά αριστοτελική επανανάγνωση ενός κατ’ εξοχήν έργου του ανορθολογισμού. Μέσω αυτής της επανανάγνωσης, εδξάγονται και τα αναγκαία συμπεράσματα για το σήμερα, ειδικά στο ζήτημα του φανατισμού, θρησκευτικού, ιδεολογικού ή ακόμα και ψηφιακού-διαδικτυακού.
Το περιβάλλον του δικτάτορα
Στην αχανή βιβλιογραφία γύρω από τον Φύρερ και τον εθνικοσοσιαλισμό, όπου κυριαρχούν πρωτίστως οι ιστορικές εκδόσεις και οι πολιτικές-θεωρητικές αναλύσεις ενός σύνθετου φαινομένου, ελάχιστα βιβλία αφορούν ένα σημαντικό στοιχείο: την καθημερινότητα όχι μόνο ενός λαού υπό δικτατορικό καθεστώς, αλλά, επιπλέον, εκείνων που τον καταδυναστεύουν ωθώντας τον στον όλεθρο. Το βιβλίο της γερμανίδας ιστορικού Γκαιρτεμάκερ (H.B. Görtemaker) είναι από τα λίγα που διεισδύουν στην προσωπική ζωή του Χίτλερ, όχι όμως ως ακόμα μία βιογραφία του (έχουν ήδη γραφτεί εξαιρετικές, μεταξύ άλλων από τους J. Fest, I. Kershaw, V. Ullrich κ.ά.), αλλά ως μέρος ενός «δικτύου» (network, με τον σύγχρονο όρο), που αναπτύσσεται γύρω από τον μετέπειτα δικτάτορα. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα «ομαδικό πορτρέτο με τον Φύρερ», που στηρίζεται σε ενδελεχή αρχειακή έρευνα των ομοσπονδιακών και κρατικών αρχείων της Γερμανίας, σε μαρτυρίες, αλλά και απομνημονεύματα συνεργατών του Χίτλερ, από τους πλέον «επώνυμους», όπως ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς ή ο Άλμπερτ Σπέερ, μέχρι τους λιγότερο γνωστούς αλλά εξίσου απαραίτητους «υπηκόους» που περιβάλλουν τον δικτάτορα (σωματοφύλακες, οδηγοί, γραμματείς). Είναι αυτοί οι «αφανείς δευτεραγωνιστές», στη σκιά αλλά και στον στενότερο κύκλο ενός ανθρώπου που δομεί, αργά αλλά σταθερά και με την αναγκαία κυνική ευελιξία, το καθεστώς του. Η ευελιξία αυτή συχνά συνοδεύεται από τη δέουσα ωμότητα, ώστε να μπορεί να προβαίνει στις αναγκαίες αιματηρές εκκαθαρίσεις. Ωστόσο, ο σκληρός πυρήνας του δικτάτορα μένει μέχρι θανάτου πιστός στα κελεύσματα του μακελάρη, αμετανόητος, άτεγκτος μπροστά στο «καθήκον». Λόγω αυτής της πίστης, δεν θα διστάσει να θυσιάσει όχι μόνο τη ζωή του αλλά και τη ζωή των παιδιών του – όπως συνέβη με την περίπτωση της Μάγκντα Γκαίμπελς.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον εύρημα, ενδεικτικό της «χαρισματικότητας» του Χίτλερ, είναι και η λατρεία που έτρεφαν προς αυτόν οι Γερμανίδες. Άλλωστε στο στενό του περιβάλλον ανήκουν πολλές γυναίκες. Μεταξύ άλλων, η θετή ανιψιά του Γκέλι Ράουμπαλ που βρήκε αινιγματικό θάνατο, η Ίλσα Ες, η Μάγκντα Γκαίμπελς και, βέβαια, η Εύα Μπράουν.
Κάθε «ηγεμόνας» και το κάστρο του, κάθε δικτάτορας και το καταφύγιό του. Στην προκειμένη περίπτωση, το καταφύγιο του Φύρερ ήταν το περίφημο Μπέργκχοφ, στις Βαυαρικές Άλπεις, όπου ο Χίτλερ περνούσε τις «ιδιωτικές του στιγμές» με την κουστωδία του. Το εξοχικό αυτό έγινε «πρώτο θέμα» στους New York Times, στην αμερικανική έκδοση της Vogue και πρωτίστως στα Current Affairs, ακόμα και στο Homes and Gardens: οι «Διακοπές με τον Χίτλερ» δείχνουν ένα πρόσχαρο, κοινωνικό άτομο, που αποσύρεται πρόσκαιρα από τις πολιτικές του υποχρεώσεις μαζί με την «παρέα» του. Τα χαρακτηριστικά αυτής της «ανάπαυλας»: σκηνοθετημένη χαλαρότητα, «επιστροφή στη φύση και τα ζώα», small talk, έστω και ανιαρά, όπως θυμάται ο Άλφρεντ Σπέερ. Αυτός ήταν ο ιδιωτικός βίος του δικτάτορα σε οικογενειακή-φιλική ατμόσφαιρα, μακριά από την αγριότητα του πολέμου και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Η Αυλή του Χίτλερ είναι ένα εξαιρετικό και, συνάμα, συναρπαστικό ανάγνωσμα, που ανασυνθέτει με πιστότητα, αλλά και με τη δέουσα ιστορική ακρίβεια, όχι μόνο το κοινωνικό περιβάλλον του «Οδηγού» (Führer) της «φαιάς πανούκλας», αλλά και το ρόλο που έπαιξαν οι στενοί συνεργάτες και προσωπικοί του φίλοι στο σχηματισμό μιας «αυλής», που ασκούσε «κοινωνική και πολιτική λειτουργία» ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Επρόκειτο για ανθρώπους τυφλά πιστούς σ’ ένα «κοινό πεπρωμένο»: του τρόμου και του ολέθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου