Κυριακή, Νοεμβρίου 07, 2021

ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΟΥ


Τρίπολις, η πόλις του η απερίγραπτος…



Θεσσαλονίκη 1981. Σ’ ένα άσημο τυπογραφείο τής πόλης τυπώνεται ένα βιβλίο που έμελλε να αποτελέσει τομή στην ελληνική πεζογραφία.

Ο συγγραφέας του σχεδόν άγνωστος, ο τίτλος του άβολος, «…από το στόμα τής παλιάς Remington…». Πέρασαν 40 χρόνια από την έκδοση τού βιβλίου και 23 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο τού συγγραφέα. Η γενέτειρά του δεν εδέησε ούτε φέτος, μέσα σ’ ένα πλήθος επετειακών εκδηλώσεων, να θυμηθεί και να αφιερώσει μια μέρα στον πιο σημαντικό συγγραφέα της. Το μηνιαίο περιοδικό λόγου και τέχνης «Χάρτης» τού αφιερώνει τό τεύχος τού Νοεμβρίου…

Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο Γιάννης Πάνου γεννήθηκε ως Γιάννης Παναγιωτόπουλος στην Τρίπολη το 1943, από γονείς μετοίκους από το χωριό Δολιανά τής ορεινής Κυνουρίας. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. «Θρύλος τής εποχής τού 1-1-4», «συντάκτης ελευθερόφρονος φοιτητικού εντύπου», «βιβλιολάτρης και βιβλιοφάγος» (όπως τον έχουν αποκαλέσει), έζησε και εργάσθηκε στην πόλη τής Θεσσαλονίκης, συνδέθηκε με συγγραφείς τού πρώτου «Τραμ» και με την πνευματική κίνηση τής «Βιβλιοθήκης» (ως συνέταιρος τής Νόρας Αναγνωστάκη), ενώ μοιράστηκε αδιάλειπτα τα πρωτοποριακά θεατρικά εγχειρήματα τής συντρόφου του Ρούλας Πατεράκη. Το 1986 μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 28 ετών, το 1971, στην ομαδική αντιδικτατορική έκδοση «Νέα Κείμενα», με το δισέλιδο αφήγημα «Εκείνα τα χρόνια». Στο τέλος τού κειμένου δίνεται ο τόπος (Θεσσαλονίκη) και ο χρόνος συγγραφής (Νοέμβρης, 1970). Εύκολα αναγνωρίζει κανείς το αυτοβιογραφικό υπόβαθρο στο μετέπειτα έργο τής πρώτης ωριμότητας, αφού πυρηνικά στοιχεία τού αφηγήματος θα χωνευτούν αναπλασμένα στο σώμα τού πρώτου μυθιστορήματος. Εναύσματα και στη δική του περίπτωση οι εμπειρίες τής δεκαετίας 1940 - 1950, που παρέχουν και κάποια, χρήσιμα, βιογραφικού τύπου κλειδιά πρόσβασης στον μυθιστορηματικό του κόσμο.

Μετά από δέκα χρόνια, τον Μάιο τού 1981 και σε ηλικία 38 ετών, κυκλοφορεί τό πρώτο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «…από το στόμα τής παλιάς Remington…», από τον εκδοτικό οίκο και τυπογραφείο «Τρίλοφος» της Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως ο εκδοτικός οίκος «Ερμής» είχε απορρίψει την έκδοση…

Το 1986, ο Γιάννης Πάνου δημοσιεύει μια ιδιόρρυθμη περιηγητική περιγραφή τής Τρίπολης, αρθρωμένη σε πέντε παραγράφους. Σύμφωνα με την [παιγνιώδη] υποσημείωση, «η περιγραφή τής Τριπόλεως συντάχθηκε κατόπιν παραγγελίας τής Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, για ν’ αποτελέσει τήν εισαγωγή σ’ έναν τουριστικό οδηγό τής περιοχής. Για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν, το κείμενο δεν περιελήφθη στην τελική έκδοση» [Σημ. ΤΡ. Ο τίτλος μας, από την περιγραφή. Θα αναδημοσιεύσουμε αύριο αποσπάσματα].

Το 1987, δημοσιεύεται, πάλι στο περιοδικό «Τέταρτο», μια νέα συνεργασία του. «Το όνομα τού θηρίου. Το έμβλημα τού πονηρού, ο ωραίος Συχέμ και η …κυκλοφοριακή συμφόρηση», όπως είναι ο πλήρης τίτλος της. Είναι μια σύντομη, παιγνιώδης, εμπεριστατωμένη καββαλιστική πραγματεία, άσκηση στις κρυφές σημασίες και τη μαγική αριθμολογία τού αριθμού 666, η οποία «έχει σαν κέρδος μια σειρά μικρές ιστορίες».

Το 1998, μετά από δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια συγγραφικής σιωπής, κυκλοφορεί τό δεύτερο μυθιστόρημά του, η «Ιστορία τών Μεταμορφώσεων», από τις Εκδόσεις Καστανιώτη και επανεκδίδεται η «παλιά Remington» [Σημ. ΤΡ. Και για τα δύο αυτά μυθιστορήματα θα ακολουθήσουν δημοσιεύσεις τού Τριπολίτη].

Λίγους μήνες αργότερα, ξημερώματα Κυριακής 11 Οκτωβρίου 1998, ο διακριτικός και αθόρυβος Γιάννης Πάνου πεθαίνει, ύστερα από εξάμηνη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν πενήντα πέντε ετών. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε την άλλη μέρα στην Αγία Ειρήνη τής Πλάκας. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α´ Νεκροταφείο Αθηνών.

ΧΑΡΤΗΣ, τ. 35, Νοέμβριος 2021 - Αφιέρωμα
 
ΣΧΟΛΙΟ 1

«Το σπίτι του Καρυωτάκη στέκει ασάλευτο και ροζ. Έρημο μέσα κι έξω. Ένας φιλότεχνος που ζούσε σε μια κάμαρα του ισογείου και φρόντιζε να φράζει με χαρτόνια τα σπασμένα τζάμια, πέθανε και αυτός. Τώρα οι κάργες». Από την περιγραφή της Τρίπολης του Πάνου. Τί και αν το «αναπαλαιώσανε», προφητικό, κάργες…

***********************

Τρίπολη

Τρίπολη
Η Τρίπολις, η πόλις, η απερίγραπτος


1. Ομοιό­τη­τες και δια­φο­ρές.
Ευ­θύς εξαρ­χής πρέ­πει να το­νι­σθεί ότι η ΤΡΙ­ΠΟ­ΛΙΣ, ως πό­λις, δεν πα­ρου­σιά­ζει κα­μιά ομοιό­τη­τα με τη Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Πο­τέ δεν υπήρ­ξε ευ­δαί­μων και πο­λυάν­θρω­πος, ου­δέ­πο­τε ευ­ρέ­θη σε μυ­χό ιλυο­τρα­φούς κόλ­που, ού­τε διέ­θε­τε ιχθυό­σκα­λα και κα­τ᾽ επέ­κτα­ση ψα­ρο­τα­βέρ­νες, πο­τέ βα­ριά οχυ­ρω­μα­τι­κά έρ­γα δεν την πε­ριέ­σφι­ξαν, εκτός από μια έρη­μη γρά­να, ένα χα­ντά­κι δη­λα­δή κα­τά της Μη­λιάς τον κά­μπο, που έμει­νε στην ιστο­ρία για­τί γέ­μι­σε μια νύ­χτα με φρε­σκο­κομ­μέ­νους τούρ­κι­κους λαι­μούς. Πολ­λοί αυ­τό­χθο­νες θέ­λουν να πι­στεύ­ουν ότι το ευώ­δες άρω­μα και το ρου­μπι­νέ­νιο χρώ­μα της εξαι­ρε­τι­κής ποι­κι­λί­ας στα­φυ­λιού φι­λέ­ρι, που ευ­δο­κι­μεί απο­κλει­στι­κά και μό­νο στην πε­ριο­χή αυ­τή, οφεί­λε­ται σε κά­ποιο εί­δος με­τα­φυ­σι­κής αρ­δεύ­σε­ως που έλα­βε χώ­ρα εκεί­νη την ανα­τρι­χια­στι­κή νύ­χτα.

Οι γοτ­θι­σμοί όμως απο­βάλ­λο­νται από αυ­τό τού­το το το­πίο. Κα­μπύ­λες απα­λές, κα­μα­ροει­δή τό­ξα, τρού­λοι και πί­δα­κες συ­ντρι­βα­νιών και εκεί­νες οι φαρ­δο­κά­που­λες μπουίκ, ντε σό­το, σε­βρο­λέτ, στην πιά­τσα των τα­ξί στην κε­ντρι­κή πλα­τεία με την επι­γρα­φή Κeep Right: προς Θε­ού, απλή υπό­μνη­ση στους οδη­γούς για δε­ξιό­στρο­φη κυ­κλο­τε­ρή πο­ρεία, αντί­θε­τα προς τη φο­ρά των δει­χτών του ρο­λο­γιού.

2. Το αλ­λο­πρό­σαλ­λο υλι­κό του πε­ρι­η­γη­τή. Το υπάρ­χον ευ­τε­λές υλι­κό εν μέ­ρει θα δε­χτεί, εν μέ­ρει θα απο­σιω­πη­θεί και συ­ναι­σθη­μα­τι­κά φορ­τι­σμέ­νο, χω­ρίς τις πυ­ρα­κτω­μέ­νες εκ­χύ­σεις του σε μή­τρες λο­γο­τε­χνι­κές, θα απο­δο­θεί στην κοι­νή χρή­ση. Ακο­λου­θεί­ται ως γνώ­μων η υπό­δει­ξη του ποι­η­τή που φέ­ρε­ται να δή­λω­σε απο­φθεγ­μα­τι­κά σε ιδιω­τι­κή συ­νο­μι­λία: «Στην πό­λη που γεν­νή­θη­κες επέ­στρε­φε πά­ντο­τε συ­ναι­σθη­μα­τι­κά». Κι ας ερί­ζουν οι κα­βα­φο­λό­γοι. Πώς αλ­λιώς μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φεί μια πό­λη στην οποία η εκ­φο­ρά του Επι­τα­φί­ου της Με­γά­λης Πα­ρα­σκευ­ής δια­φη­μί­ζε­ται με έγ­χρω­μες αφί­σες στους δρό­μους και στις προ­θή­κες και στην οποία ο μη­τρο­πο­λι­τι­κός να­ός στε­γά­ζει στο ισό­γειό του πλη­θώ­ρα εμπο­ρι­κών κα­τα­στη­μά­των, άσχε­το αν η αρ­χι­κή σύλ­λη­ψη του τέ­κτο­νος προ­ό­ρι­ζε τους δώ­δε­κα χώ­ρους για πα­ρεκ­κλή­σια των ισα­ρίθ­μων Απο­στό­λων του Χρι­στού;

3. Η πε­ρα. Δεν θυ­μά­μαι αν στα εγκαί­νια του κτη­ρί­ου όντως εί­χε κλη­θεί ο Κα­ρού­ζο ή η Σω­τη­ρία Μπέλ­λου, το βέ­βαιο εί­ναι ότι τε­λι­κά τρα­γού­δη­σε ένας Θεσ­σα­λο­νι­κιός σω­σί­ας του Μά­ριο Λάν­τσα. Φρε­νί­τις και παν­ζουρ­λι­σμός. Ο θε­α­τρώ­νης μ᾽έ­να σταυ­ρω­τό εγ­γλέ­ζι­κο ρι­γέ και κί­τρι­νο τρια­ντά­φυλ­λο στο πέ­το, δεν εφεί­σθη εξό­δων, έτσι που η αί­θου­σα έπλεε στο άλι­κο βε­λού­δο, ως και τα πα­ρα­πέ­τα του δεύ­τε­ρου εξώ­στη βε­λού­δι­να κι αυ­τά. Και ήταν τό­σος ο εν­θου­σια­σμός ώστε οι λού­στροι –έτσι απο­κα­λού­νται οι υπαί­θριοι στιλ­βω­τές υπο­δη­μά­των, χω­ρίς διά­θε­ση υπο­τι­μή­σε­ως- πε­τώ­ντας κά­τι αό­ρα­τες φαλ­τσέ­τες, την ώρα που ο σω­σί­ας τούς χά­ρι­ζε φι­λιά, αφαί­ρε­σαν πα­νο­μοιό­τυ­πα μι­κρά ορ­θο­γώ­νια βε­λού­δι­να κομ­μά­τια από την κου­πα­στή της γα­λα­ρί­ας, με τα οποία την άλ­λη μέ­ρα το πρωί, χω­ρίς εν­δοια­σμό, εξό­πλι­σαν τα κα­σε­λά­κια τους. Ω, Les enfants du Paradis!

4.Φι­λο­λο­γι­κή ζωή. Το σπί­τι του Κα­ρυω­τά­κη στέ­κει ασά­λευ­το και ροζ. Έρη­μο μέ­σα κι έξω. Κά­ποιος φι­λό­τε­χνος που ζού­σε σε μια κά­μα­ρα του ισο­γεί­ου και φρό­ντι­ζε να φρά­ζει με χαρ­τό­νια τα σπα­σμέ­να τζά­μια, πέ­θα­νε κι αυ­τός. Τώ­ρα οι κάρ­γες.

Τρίπολη


5. Χω­ρο­χρο­νι­κή απο­τύ­πω­ση. Συ­ναι­σθη­μα­τι­κή επι­στρο­φή ση­μαί­νει εν­σάρ­κω­ση στο ρευ­στό πα­ρόν ενός άλ­λου χρό­νου, πα­ρελ­θό­ντος ή μέλ­λο­ντος, αδιά­φο­ρο. Η πα­λιά εμ­φά­νι­ση στα νύ­χια του φω­το­γρά­φου, στοι­χείο δια­χρο­νι­κό αναμ­φι­σβή­τη­το, όπως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή κά­ποια απο­τύ­πω­σή της τέ­λος πά­ντων που βγαί­νει μέ­σα από τις λε­κά­νες του. Ναι, έχω κά­τι πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες. Μην του ’χεις εμπι­στο­σύ­νη, γέ­ρα­σε και τα ’χει χα­μέ­να, μπέρ­δε­ψε τα φιλμ, δεν εί­ναι φω­το­γρα­φί­ες της Τρί­πο­λης αυ­τές. Θυ­μή­θη­κα τό­τε κά­τι μι­σό­λο­γα και φή­μες ότι ανα­κα­τώ­νει δή­θεν αλ­λιώ­τι­κα υγρά και φάρ­μα­κα, ότι από κά­θε πα­ραγ­γε­λία κρα­τά­ει μυ­στι­κά ένα αντί­γρα­φο, που πο­τέ δεν μοιά­ζει μ’ αυ­τό που δί­νει στον πε­λά­τη, ότι προ­σθέ­τει αό­ρα­τους τρί­τους σε γα­μή­λιες πό­ζες. Στο τέ­λος, για πρώ­τη φο­ρά ίσως στη ζωή του, υπήρ­ξε ρη­ξι­κέ­λευ­θος: Λό­για, λό­για, λό­για των αντα­γω­νι­στών μου. Η πό­λις, στην οποία ανα­φέ­ρε­στε, ού­τε υπήρ­ξε ού­τε θα υπάρ­ξει πο­τέ.
Αντ’ αυ­τής σας προ­σφέ­ρω με­ρι­κά εν­στα­ντα­νέ που σύμ­φω­να με τον νό­μο των πι­θα­νο­τή­των απο­τε­λούν και τη μό­νη υπαρ­κτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Σημείωση: Η ανωτέρω περιγραφή της Τριπόλεως συντάχθηκε κατόπιν παραγγελίας της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, για ν᾽αποτελέσει την εισαγωγή σ᾽έναν τουριστικό οδηγό της περιοχής. Για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν, το κείμενο δεν περιελήφθη στην τελκή έκδοση. Γιάννης Πάνου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Mam (artist)

Mam France «Κάθε καμβάς είναι μια πρόσκληση να ονειρευτείς και να εφεύρεις τη δική σου ιστορία. »  Η Μαμ είναι μια βραβευμένη ζωγράφος από ...