Το τρίτο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ μόλις κυκλοφόρησε και μπορείτε να δείτε τα περιεχόμενα και να το διαβάσετε
εδώ.
Συνέντευξη στον Μάκη Καραγιάννη
Στην πεζογραφία σας παρατηρούμε ότι κυριαρχεί η καθημερινότητα. Οι ήρωές σας είναι άνθρωποι ταπεινοί, μοναχικοί, με οικογενειακά προβλήματα και αδιέξοδες σχέσεις. Εκ πρώτης όψεως τίποτα συνταρακτικό δεν φαίνεται να τους συμβαίνει και η ζωή τους κυλά χωρίς μεγάλες εξάρσεις. Επιπλέον κινούνται σε μια πραγματικότητα με χαρακτηριστικά εντοπιότητας, που εύκολα αναγνωρίζεται ως η ελληνική. Αυτό είναι μια συνειδητή συγγραφική επιλογή και γιατί;
Αν υποθέσουμε ότι η καθημερινότητα συμπίπτει σε έναν βαθμό με αυτό που λέμε σημερινή πραγματικότητα, θα θυμηθώ τον Φ. Δ. Δρακονταειδή, ο οποίος σε ένα κείμενό του (εφ. Η Αυγή, 1981), ισχυριζόταν ότι η σύγχρονη λογοτεχνία μας σχηματίζει τη φυσιογνωμία της μέσα από την προσπάθεια «να συλλάβει την πραγματικότητα». Τον ισχυρισμό του τον εξέλαβε ο Σπ. Τσακνιάς ως αφορμή για συζήτηση, ενώ μια από τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληξε ήταν ότι οι αλλαγές που συντελούνταν στην καθημερινότητα των ανθρώπων (της δεκαετίας του ογδόντα) –στη νοοτροπία, την ψυχολογία, τα ήθη, στις σχέσεις που συνάπτουν μεταξύ τους (ερωτικές, συζυγικές, οικογενειακές, κοινωνικές)– συνέβαλλαν στη βίαιη ανατροπή της «παλιάς οικείας πραγματικότητας» και στο πλαίσιο μιας άλλης, που μπορεί να είχε στοιχεία ετερόκλητα, αλλοπρόσαλλα, εκρηκτικά ή εκθαμβωτικά, αλλά ήταν αναμφισβήτητα «νέα». Προσπαθώντας, λοιπόν, να εξετάσει αν ευσταθεί ο ισχυρισμός του Δρακονταειδή, ο Τσακνιάς αναρωτήθηκε αν όντως ανταποκρινόταν σ’ αυτόν τον ρόλο της μέχρι τότε η λογοτεχνία μας, δηλαδή αν καθρέφτισε, μελέτησε, αναθεμάτισε ή γύρισε τα νώτα της σ’ αυτήν την κοινωνική διαδικασία, αν μίλησε για την περιπέτεια του σημερινού Έλληνα που βίωνε τον στρόβιλο των αλλαγών, πελαγοδρομώντας μέσα στον βάναυσο εξαστισμό της ζωής του. Δεν έβρισκε παρά ελάχιστα σχετικά (μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα)… Το τελικό συμπέρασμά του ήταν ότι μάλλον ο κόσμος αυτός δεν ερεθίζει και δεν εμπνέει (αφού άλλα θέματα τροφοδοτούσαν τη θεματογραφία της), κι έτσι διέφευγε από τα μάτια της πεζογραφίας μας το είδωλο της ραγδαία διαμορφούμενης νέας πραγματικότητας…
Ωστόσο αυτό που διαπιστώνεται τότε από τον κριτικό ως έλλειμμα φαίνεται ότι αναπληρώνεται στη συνέχεια από μια ομάδα πεζογράφων (πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του ογδόντα, όπως κι εγώ) που, παίρνοντας τη σκυτάλη και από τους προηγούμενους, ιδίως της γενιάς του εξήντα, στράφηκαν στη θεματική της καθημερινότητας (είτε επαρχιακής είτε αστικής). Σε συνδυασμό, λοιπόν, και με ορισμένα μηνύματα που έφταναν από το εξωτερικό, (εννοώ κάποιες λογοτεχνικές τάσεις που διαμορφώνονταν εκεί) πραγματοποιήθηκε μια πιο συνειδητή στροφή προς αυτήν την κατεύθυνση (μιλώ τώρα κυρίως για τον εαυτό μου), αφού όπως φαίνεται, είχαν ωριμάσει και ιστορικά οι κατάλληλες συνθήκες. Εννοείται ότι καθένας από αυτούς τους πεζογράφους, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και τα μέσα που διέθετε, εστίασε το βλέμμα του στα ποικίλα στοιχεία ή τις εκφάνσεις τής «διαμορφούμενης νέας πραγματικότητας», θέλοντας να αποτυπώσει και να ζωντανέψει στις ιστορίες του εικόνες και καταστάσεις απ’ αυτό που, τέλος πάντων, ονομάζεται «σημερινός κόσμος».
Παρ’ όλο που η κοινωνική διάσταση στην πεζογραφία σας είναι παρούσα από τα πρώτα βιβλία, η κριτική έχει επισημάνει ότι από την Ωραιότερη μέρα της (2010) στρέφεστε περισσότερο από την περίκλειστη καθημερινότητα στα κοινωνικά προβλήματα (Μάρη Θεοδοσοπούλου). Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη, ποιος είναι ο τρόπος που προσεγγίζετε την κοινωνικότητα;
Η κοινωνικότητα είναι όντως πυκνά συνυφασμένη με την καθημερινότητά μας. Στο διήγημά μου «Ο γείτονας» (Το κλαμπ, 1990), ένας ψυχικά διαταραγμένος ήρωας, όταν βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα στους άγνωστους μέχρι τότε γείτονές του που τον αντιμετωπίζουν με συμπάθεια –παρ’ όλο που έχει προκαλέσει ένα δυσάρεστο συμβάν– γυρνάει και τους λέει: «Να αυτό που κάνουμε τώρα είναι κοινωνία… Μάλιστα. Αυτό θα πει κοινωνία: Να συναντάς έναν άνθρωπο! Αισθάνομαι πολύ συγκινημένος που ανακάλυψα τέτοιους ανθρώπους γύρω μου. Πριν να συμβεί αυτό, δεν σας ήξερα. Τώρα σας έμαθα…». Λόγια ενός περιθωριακού ατόμου, με λαβωμένο εσωτερικό κόσμο που, περιστασιακά και απροσδόκητα, δέχεται το ευεργετικό φως της κοινωνικότητας… Κάπως έτσι σκάει, εδώ κι εκεί θα έλεγα η σκληρή κρούστα της περίκλειστης ιδιωτικότητας, η ρωγμή διευρύνεται και μπαίνει περισσότερος κοινωνικός φωτισμός στα κατοπινά μου διηγήματα. Για παράδειγμα στο «Παρατηρητήριο» (Το τραγούδι των Σειρήνων, 2000) υπάρχει στο φόντο της αφήγησης ένας πόλεμος (στο Κόσσοβο) που αφήνει το στίγμα του στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών (ίσως για να φανεί ότι τα σημαντικά εξωτερικά γεγονότα έρχονται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη ή και ασήμαντη ζωή των ηρώων, ωστόσο εγγράφονται βαθιά μέσα τους και την επηρεάζουν). Στη συλλογή Η ωραιότερη μέρα της που αναφέρατε, όντως πληθαίνουν τα παραδείγματα. Μετατίθεται συχνότερα η συγγραφική οπτική και κατά συνέπεια μεταβάλλεται η δράση των πρωταγωνιστών, μερικοί από τους οποίους, ενώ μέχρι τώρα κινούνταν μέσα στα όρια του ατομικού, αποπειρώνται να περάσουν στη σφαίρα του συλλογικού (όπως συμβαίνει, π.χ. στο διήγημα «Όλα τα παιδιά του κόσμου»), που εν προκειμένω γεννά στο μυαλό του αναγνώστη την προοπτική ενός ευρύτερου προβληματισμού. Ο πομπός του συγγραφικού βλέμματος ασφαλώς παραμένει ο ίδιος, η αφήγηση αναπτύσσεται πάλι «με εστία την ατομική ματιά του κεντρικού ήρωα», απλώς επεκτείνεται η ακτίνα της στόχευσής του, με γνώμονα πάντα (όπως εύστοχα επεσήμανε μία κριτικός) «την ανθρώπινη συνείδηση και την ηθική ευαισθησία».
Ο θάνατος εμφανίζεται πληθωρικά στη διηγηματογραφία σας και σχεδόν προγραμματικά, όπως έγραψε ο Γιώργος Αράγης. Μάλιστα, σε ορισμένα βιβλία, όπως Το τραγούδι των Σειρήνων και Υπό το κράτος του τρόμου, είναι κυρίαρχος θεματικά. Ποια είναι η σκοτεινή γοητεία του που κάνει έναν πεζογράφο να ασχολείται επισταμένως μαζί του;
Αρκετές φορές βρίσκομαι μπροστά σ’ αυτήν την ερώτηση. Να ξεκαθαρίσω ωστόσο ότι στο Τραγούδι των Σειρήνων (που ονομάστηκε από κάποιον κριτικό και «Συμφωνία θανάτου»), δεν περιέχονται διηγήματα που γράφτηκαν «προγραμματικά», απλώς έτυχε να έχουν συμπέσει στη θεματική τους. Ακόμα και τα δημοσιευμένα σε περιοδικά ήταν ήδη γραμμένα, όταν μου ζητήθηκε η σχετική συνεργασία. Πιθανότατα το βαθύτερο συναίσθημα που με υποκινούσε τότε προς αυτό το κλίμα γραφής (με τη «σκοτεινή γοητεία» του) ήταν η πικρή διαπίστωση ότι παρά πολλοί άνθρωποι, ενώ ονειρεύονται μιαν άλλη ζωή, βρίσκουν έναν άδικο ή τραγικό και βίαιο θάνατο. Κι αυτό, σε γενικές γραμμές, συμβαίνει κυρίως στα διηγήματα αυτής της συλλογής (ενώ βέβαια δεν παύει ν’ αποτελεί συχνόχρηστο θέμα που το συναντάς και στις υπόλοιπες). Ξεφεύγει από τον κανόνα ο γεράκος του «Παρατηρητηρίου», ο οποίος εύχεται να έχει έναν φυσιολογικό θάνατο, κι έτσι γίνεται… Αν με φοβίζει, λοιπόν, κάτι δεν είναι ο θάνατος (αυτός είναι μέσα στη ζωή, κι όποιος τον φοβάται, όπως λένε, φοβάται τη ζωή), το ενδεχόμενο του άδικου ή βίαιου θανάτου με τρομάζει. Στις μέρες μας μάλιστα ο φόβος αυτός έχει κλιμακωθεί, είναι ακόμα περισσότερο ζητούμενο το «ευτυχισμένο τέλος», μιας και στο τοπίο έχει εισέλθει με ορμή η βιαιότητα της τρομοκρατίας ή και της καθημερινής ζωής (είναι δυνατόν να συμβαίνουν στη χώρα μας είκοσι τροχαία μέσα σ’ έναν μήνα!) Να μην αναφερθώ εδώ και στον εφιάλτη που μας έχει προκύψει πέρυσι με τον κορωνοϊό. Αλίμονο, μας έμελλε να δούμε –σε παγκόσμια κλίμακα μάλιστα– κι ένα είδος θανάτου από τους πιο φριχτούς! Αυτήν την υπαρξιακή αγωνία θέλουν ίσως να εκφράσουν υπόγεια αυτά τα διηγήματα.
Μπορούμε να πούμε το προνομιακό υλικό της αφήγησης σας είναι η εμπειρία; Μέσα από ποιες ατραπούς η τέχνη της γραφής μετουσιώνει το βίωμα της καθημερινής ζωής σε λέξεις και ιστορίες της λογοτεχνίας;
Πράγματι έτσι είναι. Πρέπει να πω ότι η έννοια του βιώματος είναι πιο πλατιά από την εμπειρία και νομίζω ότι αφορά την πλειονότητα των συγγραφέων. Ποιος συγγραφέας άραγε –συνειδητά ή ασύνειδα– δεν προσπαθεί να ξαναζωντανέψει κάποιο γεγονός που τον συγκλόνισε ή τον συγκίνησε βαθιά στο παρελθόν. Γιατί βίωμα είναι μια κατάσταση που την εισπράξαμε έντονα με τις αισθήσεις μας, άμεσα ή έστω έμμεσα. Είναι ο κινητήριος μοχλός, το γόνιμο υπόστρωμα πάνω στο οποίο πατάμε οι περισσότεροι, αν όχι όλοι. Να προσθέσω ότι σαν χαρακτήρας ανέκαθεν είχα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αλήθεια των γεγονότων που είχα ζήσει με τις αισθήσεις μου και λιγότερο σε όσα μάθαινα από τις σελίδες της Ιστορίας (ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει και τη συνειδητά περιορισμένη μέχρι τώρα απουσία του «ιστορικού συνδρόμου» από την πεζογραφία μου).
Η στροφή προς την καθημερινότητα, όπως είπα, εγκαινιάζεται από μια ομάδα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που χρησιμοποιούν τη μνήμη και είναι βιωματικοί. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι εκείνοι είχαν ζήσει τον πόλεμο που η δική μου γενιά δεν τον γνώρισε από πρώτο χέρι. Αυτό πιστεύω έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικής μας θεματογραφίας και μυθοπλασίας της καθημερινότητας. Δείτε π.χ. και το παράδειγμα της Κύπρου που γνώρισε την τουρκική εισβολή, πόσο επώδυνες και τραυματικές εμπειρίες αναπαράγει η πρόσφατη λογοτεχνία της. Αντίθετα εμείς, εκτός από την πολιτική ανωμαλία της εφταετίας, δεν βιώσαμε άμεσα την καταστροφική βία άλλων πολέμων. Ιδίως μετά το 1974 ζήσαμε μια αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο (αν θες με την ψευδαίσθηση) ευημερίας και ελευθερίας. Το ενδιαφέρον μας φυσικό ήταν να στραφεί στα «πάθη της καθημερινής ζωής». Στην αξιοποίηση εμπειριών που έχουν τον πυρήνα τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, στην ερωτική σφαίρα (σε αναλογία και με τα ήθη που διαμόρφωνε η διεθνής συγκυρία), στον κοινωνικό εν γένει περίγυρο. Η «απειλή πολέμου» που εμφανίζεται σε μερικά από τα κατοπινά μου γραπτά (με αφορμή κάποιον πόλεμο σε γειτονική χώρα, π.χ. στο Κόσσοβο) προκύπτει μάλλον από μια διάθεση συμπαράστασης προς τους ανυπεράσπιστους –που υπήρξαν τα άμεσα θύματα αυτών των συρράξεων.
Στο διήγημά μου «Υπό το κράτος του τρόμου» ο ένας από τους δύο συγγραφείς που πρωταγωνιστούν (ο πρεσβύτερος και εμπειρότερος), λέει στον νεοφώτιστο φίλο του: «Δικά σου είναι τα βιώματα… πρόκειται για την προσωπική σου αλήθεια που είναι ιερή!» και τον προτρέπει να τα μετουσιώσει σε λογοτεχνία, να τα κάνει τέχνη (γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να τα αξιοποιήσει…). Για να το πετύχει βέβαια αυτό θα έπρεπε να βρει την κατάλληλη «ατραπό», μέσα από την οποία κάθε φορά η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε γνήσια λογοτεχνία. Μια πρώτη σίγουρη εγγύηση θα ήταν, νομίζω, η διάθεση του να μη νοθεύσει αυτήν την αλήθεια, προσποιούμενος ότι είναι κάτι άλλο απ’ αυτό που πράγματι είναι και να επιδείξει αυτογνωσία που θα τον οδηγήσει σε μια βαθύτερη ειλικρίνεια. Και δεν εννοώ να παρασυρθεί κατ’ ανάγκη σε μια ξερή κι επίπεδη ρεαλιστική αφήγηση χωρίς τις απαραίτητες μυθοπλαστικές ανατάσεις ή ψυχογραφικές εμβαθύνσεις, θα έλεγα μάλιστα το αντίθετο… Το ζητούμενο θα ήταν ν’ αναπλάσει τα βιώματά του με τρόπο που να θέλγει και να συγκινεί, να καταφέρει εν τέλει να κάνει τον αναγνώστη να δει προσεχτικά τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια…
Νεορεαλισμός, ανανεωμένος –κοινωνικός, ψυχολογικός, υπαρξιακός– ρεαλισμός; Εσείς πώς θα προσδιορίζατε το αισθητικό ρεύμα που εκφράζει περισσότερο την πεζογραφία σας;
Δεν ξεκινώ να γράψω έχοντας την αίσθηση ότι είμαι ενταγμένος σε κάποιο αισθητικό ρεύμα, άρα πρέπει ν’ ακολουθήσω τις κατευθυντήριες γραμμές του… Έχω ξαναπεί πως σημασία έχει να αυτενεργείς ελεύθερα και να είσαι αποτελεσματικός. Να ξεχνάς προσώρας όλα τα διδάγματα της οποιασδήποτε μαθητείας σου… Κατά βάθος βέβαια (και υποσυνείδητα) δεν αποκλείεται αυτά να εξακολουθούν να λειτουργούν. Όταν πάντως δεν αφορούν τα εξωτερικά γνωρίσματα της γραφής, οι χαρακτηρισμοί που δώσατε (ψυχολογικός, υπαρξιακός, κοινωνικός) μπορεί να ισχύουν, αν αναλυθεί προσεκτικά και το περιεχόμενο των διηγημάτων. Ακόμα κι αν χρησιμοποιείς μια αφηγηματικά παραδοσιακή φόρμα, σημασία έχει, νομίζω, στο περιεχόμενο να βρίσκει κανείς έναν σύγχρονο προβληματισμό. Και φυσικά ο τρόπος που συνθέτεις τα διάφορα εξωτερικά στοιχεία (παραδοσιακός, νεωτερικός ή ανάμικτος) μπορεί να ποικίλλει και να ανανεώνεται, ανάλογα με το θέμα, τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες που περιγράφεις. Πιθανότατα και με τεχνάσματα ανοίκεια προς τις αρχές του παραδοσιακού ρεαλισμού. Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα άλλο είδος γραφής, πλουσιότερης και ανανεωμένης, που δεν παγιδεύεται σε στερεότυπα και καλούπια.
Πόσο σας επηρέασε συγγραφικά η βιωματική σχέση με τον Χριστιανόπουλο και την παράδοση της Διαγωνίου; Τώρα που έχει κλείσει ο κύκλος της Διαγωνίου και του Χριστιανόπουλου πώς αποτιμάτε την παρουσία του στη λογοτεχνία και το κλίμα της Θεσσαλονίκης;
Ο Χριστιανόπουλος ήταν ο άνθρωπος που μου άνοιξε την πόρτα της λογοτεχνίας, τη στιγμή που ήθελα να εκφραστώ με κάποια ωριμότητα. Διέθετε τις ευαίσθητες κεραίες ν’ αντιληφθεί το αξιανάγνωστο κείμενο, ακόμα κι αν θεματογραφικά δεν ενέπιπτε στις δικές του προδιαγραφές και προτιμήσεις. Δεν το έχουν όλοι αυτό το χάρισμα. Έτσι, βοήθησε στα πρώτα τους βήματα αρκετούς ετερόκλητους συγγραφείς (Παπαδημητρίου, Καζαντζής, Σφυρίδης). Αρκεί βέβαια να καταλάβαινες σε ποιο σημείο της συνάφειας θα έπρεπε να απογαλακτιστείς και να βρεις τα δικά σου πατήματα. Γιατί βέβαια, όποιος μιμούμενος ακολουθεί, κινδυνεύει να μη βγει ποτέ μπροστά ο ίδιος ανακαλύπτοντας τον εαυτό του. Ωστόσο όπως εγώ το εισέπραξα, ο Χριστιανόπουλος αυτό έκανε: Σου υποδείκνυε με τον τρόπο του τον δικό σου δρόμο… Ήταν ισχυρή προσωπικότητα κι ο κίνδυνος να σε αφομοιώσει ήταν υπαρκτός. Αλλά ο δικός του «τρόπος» γραφής ήταν απολύτως προσωποπαγής (απ’ αυτή την άποψη θα ήταν μάταιο να τον μιμηθείς) και τον είχε διαμορφώσει και συνυφάνει με τον προσωπικό αξιακό του κώδικα και τις ηθικές αρχές που διέπουν τη ζωή του. Όπως είχα πει κάποτε, η πορεία του προς το προσωπικό του ύφος ισοδυναμεί με πορεία ηθική.
Από την άλλη, υπήρξε το ζωντανό παράδειγμα του καλλιτέχνη που περιφρονεί το χρήμα και τα υλικά αγαθά κι αυτό δεν ήταν δυνατόν να μην επηρεάσει όσους τον ζήσαμε κάπως από κοντά. Η αφιλοκέρδειά του και η μη εξάρτησή του από όλα αυτά, καθώς και η ανυστερόβουλη αποφασιστικότητά του να κρατηθεί μακριά από τα παντός είδους αξιώματα, βραβεύσεις κ.λπ. έδιναν πάντα κύρος στη γνώμη του και του εξασφάλιζαν τη δυνατότητα να την εκφράζει με τόλμη και σθένος.
Σήμερα, στη μετά Χριστιανόπουλο εποχή, διαμορφώνεται ένα νέο κλίμα στην πόλη κι ένα πολυφωνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι (ποιητές, έξοχοι διηγηματογράφοι και ταλαντούχοι μυθιστοριογράφοι που προσπαθούν να αποτυπώσουν τις σύγχρονες ανησυχίες και τα σημεία των καιρών…). Δοθείσης ευκαιρίας έχω μιλήσει για μερικούς, αλλά δεν τους ξέρω όλους. Πολλοί απ’ αυτούς, όπως πιστεύω, κάτι έχουν αποκομίσει από το παράδειγμα και την ακεραιότητα του Ντίνου. Δεν αποκλείω ωστόσο να βρεθούν και κάποιοι που θα θελήσουν να το σφετεριστούν ή έστω να το εκμεταλλευτούν με αθέμιτο τρόπο.
Έχετε συμπληρώσει τριάντα χρόνια παρουσίας στην ελληνική πεζογραφία. Από την εποχή που εκδώσατε Το κελεπούρι και ο Σπύρος Τσακνιάς έγραφε για σας ότι «ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας αξίζει αμέριστη την προσοχή και το ενδιαφέρον μας» τι έχει αλλάξει στο τοπίο της ελληνικής πεζογραφίας και της κριτικής;
Το τι έχει αλλάξει στο τοπίο πιο αρμόδιοι να μας το πουν είναι οι μελετητές. Όμως αυτό που διαπιστώνω εγώ είναι περίπου το ίδιο με ό,τι συνέβαινε πάντα: Εξακολουθούν να εμφανίζονται καλά βιβλία, κάποια μάλιστα που είναι ιδιαιτέρως ξεχωριστά, η κριτική τα υποδέχεται με ενθουσιασμό. Πέφτει όμως πάντα μέσα στις προβλέψεις της ή λαθεύει; Πιθανότατα ισχύει εδώ αυτό που συμπεραίνει ο Γ. Αράγης σ’ ένα πρόσφατο πόνημά του για την ιστορία της κριτικής: «Για να εκτιμηθεί ανάλογα μια πεζογραφική ιδιοφυΐα χρειαζόταν να βρεθεί μια κριτική ιδιοφυΐα» κι όταν αυτό συνέβαινε, εξασφαλιζόταν «μια εμπεριστατωμένη αξιολόγηση αυτού του έργου ως λογοτεχνήματος». Ο κριτικός χρειάζεται να διαθέτει ταλέντο ανάλογο μ’ εκείνο του λογοτέχνη, όπως συμπληρώνει σε κάποιο άλλο κείμενό του, ενώ είναι ένας εν δυνάμει δημιουργός (σύμφωνα και με το κλασικό δοκίμιο του Oscar Wilde). Ο χρόνος επικυρώνει ή όχι το μεγάλο στοίχημα και τα αξιόλογα συνθετικά έργα κριτικής που κάνουν τελευταία την εμφάνισή τους (της Ελισάβετ Κοτζιά, του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, του Γ. Αράγη), με κόπο, μεθοδικότητα και υπευθυνότητα, προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Γιατί άλλο είναι να κρίνεις «εν θερμώ» ένα βιβλίο και άλλο να το αποτιμάς σε βάθος χρόνου, προσπαθώντας να αξιολογήσεις τι «καινούργιο» εκόμισε, να σταθμίσεις την προσφορά του σε σχέση με την περιρρέουσα κοινωνική ή πολιτική κατάσταση της στιγμής της δημιουργίας του, να εντοπίζεις τη θέση και τη σημασία του στο τεράστιο εποικοδόμημα που είναι η μεταπολεμική ή μεταπολιτευτική λογοτεχνία μας. Και φυσικά είναι καίρια (και …διδακτική!) η παρατήρηση ότι παλιότερα (ως τα μέσα του 20ού αι.) η κριτική της πεζογραφίας μας «δεν στάθηκε ισάξια της αντίστοιχης που μίλησε για την ποίηση» –κι ας άνθισε στο μεταξύ το έξοχο ελληνικό διήγημα– αφού δεν έχουμε «καμία στην ώρα της έγκυρη κριτική, για έργα όπως την Πάπισσα Ιωάννα, ούτε καν για τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη»… Όμως, μετά τα μέσα του 20ού είχαμε καλύτερη κριτική της πεζογραφίας.
Ασφαλώς, όπως καταλαβαίνουμε όλοι, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο της «προσωρινότητας» στις κρίσεις (καθώς και της παράλειψης ή υποεκτίμησης σοβαρών περιπτώσεων), αφού είναι πιθανό νεότεροι μελετητές ν’ αναθεωρήσουν τις απόψεις των προγενέστερων. Αυτό όμως είναι κάτι διαφορετικό, αν φυσικά τεκμηριώνεται σε σωστή βάση. Προσοχή χρειάζεται στο φαινόμενο της σύγχυσης που έχει προκύψει με την ανεξέλεγκτη (δήθεν κριτική) δραστηριότητα που παρατηρείται στα διάφορα ηλεκτρονικά και «πολιτιστικά» sites (υπάρχουν βέβαια κι εδώ εξαιρέσεις) που φυτρώνουν σαν μανιτάρια, όπου αδαείς κρίνουν συχνά βιβλία παρ’ αξίαν, μη σεβόμενοι τις «ποιοτικές διακρίσεις» που πρέπει να υπάρχουν.
Υπηρετήσατε πολλά χρόνια ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Ποια είναι η εμπειρία σας ως δασκάλου από τη σχολική πράξη;
Χωρίς να παραβλέπουμε τη σημασία που έχει για τον εκπαιδευτικό η ενημέρωση και η επιμόρφωση, η αξία της καθημερινής σχολικής πράξης αποδεικνύεται κεφαλαιώδης. Γιατί, όπως έχω ξαναπεί, υπάρχουν λειτουργίες και συμπεριφορές στη δουλειά του εκπαιδευτικού που δεν μαθαίνονται από τα βιβλία, αλλά σφυρηλατούνται από την επαφή με τους μαθητές μέσα στην τάξη. Προσωπικές επιτυχίες και αποτυχίες που τις βιώνεις στο πετσί σου και διαμορφώνουν τον τρόπο και το ήθος σου, όταν θέλεις να λέγεσαι δάσκαλος.
Όταν τώρα ένας εκπαιδευτικός τυχαίνει να είναι και συγγραφέας γίνονται πιο περίπλοκα τα πράγματα, γιατί πρόκειται για διαφορετικές ενασχολήσεις που αναπτύσσονται σε ξεχωριστά πεδία. Τόσο ο συγγραφέας όσο και ο εκπαιδευτικός οφείλουν να γνωρίζουν τα όρια της ελευθερίας που τους παρέχει η καθεμιά ιδιότητα και να τα σέβονται, γιατί αλλιώς η δραστικότητα του έργου τους θα κινδύνευε ν’ αποβεί αναποτελεσματική. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω ή να υπερτιμήσω καμιά από τις δύο δραστηριότητες, θα έλεγα ότι τις ενώνει μια κοινή βάση: Η ανιδιοτελής κατάθεση μιας ψυχικής και πνευματικής δημιουργικότητας, που απαιτεί το μάξιμουμ των δυνατοτήτων σου.
Να προσθέσω και κάτι βασικό που αφορά το λειτούργημα του εκπαιδευτικού. Καθώς βρίσκεται σε συνεχή και άμεση επαφή με τη σφριγηλή και ονειροπόλα νεότητα, ζει μια γόνιμη πραγματικότητα που τον εμπλουτίζει ψυχικά και του μεταγγίζει τη ζωντάνια της. Τον κάνει επίσης να αισθάνεται μια μεγάλη ευθύνη απέναντί της. Κι εσείς καθηγητής είστε, θα ξέρετε ότι μερικοί δάσκαλοι σημαδεύουν ή αλλάζουν τη ζωή των μαθητών τους… Τυχαίνει να έρχονται μετά από χρόνια και να σου το λένε οι ίδιοι, άρα πρόκειται για κάτι ίσως λίγο σπάνιο αλλά και συνηθισμένο… Θα ευχόταν ολόψυχα κανείς μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία της σχολικής πράξης και μάθησης να προέκυπτε ένα χρήσιμο αποτέλεσμα (που σίγουρα θα εξασφάλιζε μακροπρόθεσμα και την ευγνωμοσύνη των παιδιών) και θα μπορούσε να είναι κάτι σαν αυτό που πρόσφατα διάβασα στο μυθιστόρημα ενός κολομβιανού συγγραφέα: Αναφερόμενος στον ρόλο ενός άξιου δασκάλου έλεγε πως ήταν ικανός να «μαθαίνει σε κάποιον να διαβάζει την αλήθεια των πραγμάτων»!
Καθόλου εύκολο, δεν συμφωνείτε;
Στο ζαχαροπλαστείο «Πλεζίρ», στην Καλαμαριά, προ κορωνοϊού: Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, Τάσος Καλούτσας, Παναγιώτης Σ. Πίστας, Μάκης Καραγιάννης.ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Η μυρωδιά ερχόταν απ’ έξω. Η Δώρα πλησίασε το παραθυράκι της τουαλέτας κι έριξε μια ματιά. Το κουζινάκι της.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου