του Άκη Γαβριηλίδη

Αμέσως μετά την αποτρόπαια δολοφονία του καθηγητή ιστορίας στο Παρίσι, και για αρκετές μέρες, είχε στηθεί μία κακόγουστη παράσταση, σκηνοθετημένη από το κράτος ή/ και τις τοπικές αρχές, προορισμένη να αποδείξει πόσο ανώτερη ήταν η Γαλλία σε σχέση με τους απολίτιστους φανατικούς οι οποίοι ­-ακούς εκεί μισαλλοδοξία!- ενοχλούνται από την απλή δημοσίευση κάποιων εικόνων και θέλουν να την απαγορεύσουν, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την ρεπουμπλικανική παράδοση ανοχής και ελευθεροτυπίας. Στο πλαίσιο αυτής της καμπάνιας, αντίγραφα αυτών των εικόνων είχαν προβληθεί στους τοίχους δημοσίων κτιρίων σε μια προσπάθεια έμπρακτης επίδειξης αυτής της ανοχής, υπό αυστηρή και πολυπληθή αστυνομική επιτήρηση.

Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας και το ίδιο αυτό κράτος που όρισε τον εαυτό του θεματοφύλακα της ανοχής απέναντι στη δημοσίευση εικόνων, χωρίς να αισθάνεται καμία αντίφαση και καμία ειρωνεία σε αυτό, κήρυξε ποινικό αδίκημα τη δημοσίευση εικόνων και αναπαραστάσεων. Όχι του Μωάμεθ -αυτόν επιτρέπεται και, σχεδόν, επιβάλλεται να τον απεικονίζουμε, και μάλιστα σε γελοιογραφίες, και να πλήττουμε την εικόνα του. Η république όμως δεν ανέχεται να δημοσιεύονται απεικονίσεις ακριβώς εκείνων που περιπολούσαν κάτω από τα μεγεθυμένα σκίτσα του Μωάμεθ στα δημαρχεία: των δυνάμεων της τάξης. Αυτή η δεύτερη, κοσμική δυσανεξία δεν αφορά καν γελοιογραφίες, αλλά φωτογραφίες –το κατεξοχήν μέσο που θεωρείται ότι αποτυπώνει την πραγματικότητα ως έχει, ή τουλάχιστον μία πραγματικότητα, χωρίς πάντως να τη διογκώνει με σκοπό κριτικής ή γελοιοποίησης.

Όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες, οι «θρησκείες του βιβλίου», απαγορεύουν την απεικόνιση του θείου. Βέβαια η χριστιανική έχει εδώ και αιώνες καταργήσει και αγνοήσει αυτή την απαγόρευση.

Το κοσμικό γαλλικό κράτος δηλώνει ουδετερόθρησκο, άρα δεν δεσμεύεται ούτε από την αρχική απαγόρευση ούτε από την μεταγενέστερη άρση της. Όπως αποδεικνύεται όμως, δεν γλίτωσε από μια μορφή δυσανεξίας απέναντι στην αναπαράσταση.

Δεν τίθεται εδώ ζήτημα να συμψηφίσουμε τίποτε. Το ότι κάποιοι, εδώ ή εκεί, σχεδόν πάντοτε νέοι άντρες, δρώντας κατά μόνας ή σε μικρές ομάδες, υιοθετούν την τακτική της νομαδικής πολεμικής μηχανής και αναλαμβάνουν να επιβάλουν στους απίστους το θέλημα του θεού, είναι προφανώς τρομερά βίαιο· οδηγεί στο σακάτεμα, στον ακρωτηριασμό και το θάνατο. Όταν όμως το κράτος οικειοποιείται τη νομαδική πολεμική μηχανή, της θέτει κανόνες και κώδικες και την βάζει να δουλέψει γι’ αυτό, οι εισηγητές της έννοιας αυτής μας είχαν εφιστήσει την προσοχή να μη βιαστούμε να πούμε ότι έτσι την κάνει απαραίτητα πιο «ήπια» και λιγότερο βίαιη.

Αυτό που ίσως θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι, για τη Γαλλία, αυτή η εξημερωμένη/ αιχμαλωτισμένη πολεμική μηχανή, η police, με τον πρόσφατο νόμο δεν απέχει πολύ από το να αναγορευτεί εκείνη όχι σε υπηρέτη του θείου, αλλά στο θείο το ίδιο, στην κοσμική θρησκεία ενός θεού για τον οποίο ισχύει η έβδομη εντολή· για τον οποίο μας απαγορεύεται να ποιήσουμε σεαυτοίς είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα, από φόβο μήπως μειώσουμε τον προς εκείνον σεβασμό.

Κλασικό