Το Mank είναι το love/hate γράμμα του David Fincher προς το Hollywood
[...............................]
Όπως το Kane ήταν ένα love/hate letter του Mankiewicz προς την δημοσιογραφία, έτσι και το Mank είναι ένα love/hate letter του Fincher προς τη βιομηχανία και την κουλτούρα του σινεμά.
Για ποια βιομηχανία και ποια κουλτούρα μιλάμε ακριβώς όμως; Εδώ ίσως χρειάζεται να κάνουμε μια λίγο τραβηγμένη αλλά χρήσιμη παραλληλία ανάμεσα στον Fincher και τον Welles, λαμβάνοντας υπόψιν τις τρομερά διαφορετικές συνθήκες φυσικά. Ο Welles του Kane ήταν το παιδί-θαύμα της αναδυόμενης βιομηχανίας του Hollywood και του συστήματος των στούντιο. Τελικά, αυτό ακριβώς το σύστημα κατέληξε να τον εξορίζει, αλλά στην περίοδο του Citizen Kane ήταν ο κατεξοχήν προφήτης της νέας εποχής για το κινηματογραφικό μέσο. Τώρα ο Fincher, κατακεραυνώνοντας με το Mank αυτήν την παραδοσιακή βιομηχανία/κουλτούρα των στούντιο, γίνεται με τη σειρά του προφήτης μια νέας εποχής κινηματογραφικού streaming, στο οποίο εκείνος έχει ήδη στραφεί προσωπικά εδώ και χρόνια, έχοντας (κι επαινώντας) ως εργοδότη το Netflix. Έτσι, ό,τι έχασε το Mank στην επεξεργασία των ηρώων του και των ρόλων τους το κέρδισε μέσα από την αναπαράσταση της μεγα-δομής που τους παρήγαγε και τελικά τους ξέρασε. Κι αν αυτή η δομή σήμερα βρίσκεται σε κρίση, η οποία επιταχύνεται από την διόγκωση του streaming και την συγκυρία του covid, ο Fincher μοιάζει πρόθυμος να καρφώσει ένα δικό του καρφάκι στο φέρετρο. Προσοχή όμως: αυτό δεν σημαίνει ότι η κριτική του Mank στο σύστημα των στούντιο είναι άδικη. Ούτε καν, μιλάμε για σαπίλα, κι ο Fincher την έχει γνωρίσει από μέσα. Με αμφίσημο τρόπο όμως, παραδοσιακά φιντσερικό, κάνει το εξής: απομυθοποιεί το παραδοσιακό κινηματογραφικό σύστημα, βλέποντας δυνατότητες πραγματικής δημιουργικής ελευθερίας στις πλατφόρμες, την ώρα που οι δεύτερες μοιάζουν έτοιμες να απορροφήσουν το πρώτο.
Προφανώς, όμως, υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στην σαπίλα των στούντιο και την σαπίλα της πλατφόρμας, και φυσικά δεν υπάρχει τίποτα που να καθιστά το Netflix λιγότερο βιομηχανικό από τα παραδοσιακά στούντιο. Ούτως ή άλλως, το σινεμά πάντα θα ασφυκτιεί μέσα στα πλαίσια της βιομηχανικής θεαματικής παραγωγής, διαπραγματευόμενο συνεχώς την διπλή φύση του ως έργο τέχνης και ως καπιταλιστικό εμπόρευμα. Μ’ αυτήν την έννοια, αν δούμε το ζήτημα αυστηρά από την πλευρά της καλλιτεχνικής δημιουργίας κι όχι από την πλευρά του σινεμά ως κοινωνικής εμπειρίας στην αίθουσα (παρόλο που μας λείπει πολύ και την θέλουμε πίσω), τότε το Netflix είναι ακριβώς τόσο βλαπτικό και τόσο ωφέλιμο για τον κινηματογράφο όσο ήταν τα παραδοσιακά στούντιο. Θα ήταν βέβαια υπερβολικό και βιαστικό να φτάσουμε να πούμε ότι ο Fincher θέλει νέτα σκέτα να ξεπλύνει το Netflix μέσα στην συγκυρία. Υπάρχει όμως εδώ μια ενδιαφέρουσα ειρωνεία που ξεπερνάει τις πιθανές προθέσεις του δημιουργού. Το Netflix, ως πλατφόρμα της μεταμοντέρνας μαζικής κουλτούρας, έχει αναπτύξει μια μοναδική δυνατότητα να ενσωματώνει τα πάντα, να τα ψιλοκόβει και να χωνεύει, να εξουδετερώνει τις αντιθέσεις τους και να τα πακετάρει εκ νέου ως ψηφιακά προϊόντα στο σούπερ μάρκετ-πλατφόρμα. Ας πούμε, μιλάμε για την ίδια πλατφόρμα που πριν δυο χρόνια αποκατέστησε το The Other Side of the Wind του Welles και κυκλοφόρησε ένα ντοκιμαντέρ για εκείνον, το They’ll Love Me When I’m Done, τα οποία σήμερα μπορούν κάλλιστα να φιγουράρουν δίπλα στο Mank. Γιατί όχι άλλωστε; Αυτή είναι η φάση πλέον. Από την άκαμπτη κυριαρχία των παραδοσιακών στούντιο περνάμε στην διάχυτη και ρευστή κυριαρχία των streaming πλατφορμών.
Ναι ΟΚ, η ταινία όμως τι λέει τελικά;
Παραδέχομαι πως όλα τα παραπάνω, όπως είπα και νωρίτερα, λίγη σχέση έχουν με την αξιολόγηση της ταινίας ως τέτοια. Τι να κάνουμε, κάθε κείμενο θέτει προτεραιότητες στον εαυτό του. Παρόλα αυτά, όσα έγραψα αποτελούν κι έναν τρόπο ανάλυσης της ταινίας, ένα engagement με τις ιδέες της, το subtext και το context τους – ή τουλάχιστον ένα μέρος τους, αυτό που εγώ βρήκα πιο ενδιαφέρον. Ήταν πράγματα που τα σκεφτόμουν συνεχώς όσο έβλεπα το Mank. Ίσως επειδή δυσκολευόμουν και λίγο να συγκεντρωθώ στο δράμα του. Όπως μου έχει συμβεί κι άλλες φορές στο σινεμά του Fincher, η απουσία συναισθήματος κι η ψυχρότητα με έσπρωχναν σε σκέψεις πιο ιστορικού και θεωρητικού χαρακτήρα. Για μένα ήταν μια απολαυστική διαδικασία αυτή, δε μπορώ να πω, κάνοντας έτσι τις 2 και κάτι ώρες του Mank να περάσουν νεράκι. Όχι όμως με έναν τρόπο που με ρουφούσε πραγματικά μέσα στην ταινία, αλλά με έναν τρόπο που μάλλον με παρέπεμπε διαρκώς σε σημεία αναφοράς έξω από αυτήν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η σημειολογία κι η μυθολογία της ταινίας, παρότι περίτεχνα αναπτυσσόμενες μέσα στην κλασική φιντσερική αμφισημία τους, λειτουργούν εις βάρος της δραματουργίας. Η οποία, εδώ που τα λέμε, μπάζει.
Σ’ αυτό βέβαια συνηγόρησε για μένα και το ιδιαίτερο στυλ της ταινίας, αυτή η ανακατασκευή της στερεοτυπικά παλιακής 40s κινηματογράφησης, η οποία εν τέλει μου φάνηκε αρκετά φτηνή και κολπαδόρικη. Ο Fincher επέλεξε τον δρόμο μιας ψευδο-αυθεντικής ανασυγκρότησης του κινηματογραφικού ιστορικού παρελθόντος μέσα από τις κλασικές αναπαραστάσεις του, περιορίζοντάς το σε ένα άθροισμα στυλιστικών στοιχείων που καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα καλοστημένο μεν, φτωχό δε. Τελικά, αυτό που βλέπουμε είναι ένα ψηφιακό simulation που βασίζεται στις τυπικές αναπαραστάσεις του Hollywood για τον τότε εαυτό του, και σε επίπεδο αισθητικής ταυτότητας η ταινία μοιάζει εν πολλοίς με άσκηση ύφους που κατασκευάζει ένα αντίγραφο ενός αντιγράφου. Έτσι, το Mank, όντας προσκολλημένο σε μια φορμουλαϊκή ιδέα για την κινηματογραφική ιστορική εποχή, αποπνέει έναν συντηρητικό retro ακαδημαϊσμό που, όπως έχει δείξει o Clement Greenberg ήδη από την εποχή του Citizen Kane, πολύ συχνά συνορεύει με την φτηνή εμπορευματική κουλτούρα, στην οποία κακά τα ψέματα σημερινός πρωτοστάτης είναι το Netflix.
Αναγνωρίζω και σέβομαι, παρόλα αυτά, ότι ο Fincher παθιάζεται με τις αμφισημίες, τις συνδηλώσεις, τους συνειρμούς, την λειτουργία σε πολλά επίπεδα. Σε έναν βαθμό, αυτό το πάθος πέρασε πράγματι και στην οθόνη, και κατάφερε να με συνεπάρει έστω και με έναν αποστασιοποιημένο από το δράμα τρόπο. Υπάρχει, λοιπόν, προσωπική επένδυση μέσα στο Mank, αλλά δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Το πάθος του Fincher διαπερνά και αιωρείται, αλλά ποτέ δεν πυκνώνει αρκετά ώστε να καταφέρει να γίνει κινητήριος δύναμη της ταινίας. Το Mank, εν τέλει, είναι συναρπαστικό ως παρέμβαση, αλλά δεν είναι και τόσο συναρπαστικό ως ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου