«Τέσσερα χρόνια αφότου εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στη δημοκρατία και άφησε τον Λευκό Οίκο ντροπιασμένο, ο καταδικασμένος εγκληματίας και δύο φορές κατηγορούμενος πολιτικός θα επιστρέψει στην Ουάσιγκτον, D.C., ως ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών»(Vanity Fair, digital magazine)
Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2020
ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ : ένα από τα πλέον πρωτότυπα έργα της αγγλικής γλώσσας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Έμιλι Μπροντέ, «Ανεμοδαρμένα Ύψη»
Δεκέμβριος ήταν όταν η Έμιλι Μπροντέ άρχισε το 1845 να γράφει για τον δαιμονικό έρωτα της Κάθριν και του Χίθκλιφ και Δεκέμβριος δύο χρόνια μετά όταν τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» εκδόθηκαν για πρώτη φορά. Παραδόξως, τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που σκέφτομαι το μυθιστόρημα έρχονται στο μυαλό μου δύο γυναίκες οι οποίες κάποτε σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας στάθηκαν μπροστά σε μία από τις καλύτερες μεταφράσεις του στα ελληνικά, εκείνη του Άρη Μπερλή για τις εκδόσεις Άγρα, η οποία μόλις είχε κυκλοφορήσει. Με σίγουρη και σταθερή φωνή σχολίασαν αρνητικά το κοινό που διαβάζει «τέτοιου είδους μυθιστορήματα», τονίζοντας μάλιστα ότι οι ίδιες δεν θα έχαναν το χρόνο τους με κάτι τόσο ευτελές. Η προκατάληψη ήταν τόσο δυνατή ώστε να τους δώσει την αίσθηση ότι γνώριζαν περί τίνος μιλούσαν.
Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία του βιβλίου στη χώρα μας είναι κάπως πονεμένη, κυρίως γιατί μετά την κινηματογραφική μεταφορά του 1939 έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλές (με τον τίτλο «Ο πύργος των καταιγίδων») με αποτέλεσμα να θεωρείται για δεκαετίες άλλο ένα ρομάντζο του κιλού το οποίο ξέφτισε μέσα από τις φτηνές εκδόσεις και τις στομφώδεις ραδιοφωνικές μεταφορές. Κι όμως πρόκειται για ένα αινιγματικό βιβλίο γραμμένο από μια εξίσου αινιγματική συγγραφέα. Μια σπουδή στην ανθρώπινη ψυχή, μια μελέτη πάνω στην αγάπη και το μίσος, το φως και το σκοτάδι, το καλό και το κακό. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Άρης Μπερλής στον πρόλογο της έκδοσης της Άγρας «Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα από πού έρχεται, ποια είναι η γενεαλογία του και η παράδοσή του, πώς γράφτηκε, πώς ήταν δυνατόν να γραφτεί από μια άπειρη κοπέλα εικοσιεφτά ετών, ποιες είναι οι συνιστώσες δυνάμεις του, ποια ηθικού περιεχομένου αξίωση κίνησε τη γραφή του, ποιο εντέλει το νόημά του».
Η Έμιλι Μπροντέ δεν ήταν άλλη μια περίπτωση ταλαντούχας στον γραπτό λόγο Αγγλίδας που ζούσε ανέμελα στην εξοχή. Από νωρίς έμαθε να ζει με απώλειες. Το πέμπτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς της, έχασε τη μητέρα της όταν ήταν μόλις τριών ετών και στην πορεία της ζωής της έχασε δύο αδελφές και τον αδελφό της τον οποίο λάτρευε – τρεις μήνες μετά τον θάνατό του πέθανε κι η ίδια από φυματίωση. Μεγάλωσε στη σκιά ενός δεσποτικού θρησκόληπτου πατέρα ο οποίος έκανε εκείνη και τις αδελφές της να υποφέρουν. Ωστόσο, στο πλευρό τους στάθηκαν κάποιοι λιγότερο θεοσεβούμενοι συγγενείς οι οποίοι τις μύησαν στις ιστορίες φαντασμάτων, δαιμονίων και ξωτικών. Και αυτή ήταν η δεξαμενή από την οποία άντλησε υλικό για το αριστούργημά της.
Η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος το 1847
Το μυθιστόρημα το οποίο πατάει γερά στις βάσεις της γοτθικής λογοτεχνίας γράφτηκε μεταξύ του Δεκεμβρίου 1845 και του Ιουλίου 1846 και δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1847, με το ψευδώνυμο Έλις Μπελ, από τις εκδόσεις του Thomas Newby – είχε γίνει δεκτό από τον οίκο προτού η «Τζέιν Έιρ» της αδελφής της, Σαρλότ Μπροντέ, γίνει επιτυχία. Η αρχική έκδοση είχε αρκετά λάθη, γιατί ο εκδότης δεν είχε λάβει υπόψη του τις τυπογραφικές διορθώσεις που είχε στείλει η συγγραφέας. Μετά το θάνατό της ακολούθησε και δεύτερη έκδοση, το 1850, την οποία επιμελήθηκε η Σαρλότ και κυκλοφόρησε με το όνομα της Έμιλι Μπροντέ. Αυτή γνωρίζουμε σήμερα. «Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι πιο δύσκολο μυθιστόρημα από την Τζέιν Έιρ επειδή η Έμιλι ήταν σπουδαιότερη ποιήτρια από τη Σαρλότ […] Η εμπνευσμένη σύλληψη της Έμιλι είναι μεγάλη και ευρύτερη. Πηγή της έμπνευσής της δεν είναι το προσωπικό της δράμα ούτε τα δικά της τραύματα […] Κοίταξε έξω τον κόσμο, έναν κόσμο διχασμένο, γιγαντιαίας αναταραχής, και ένιωσε μέσα της τη δύναμη να τον κλείσει ολόκληρο σ’ ένα βιβλίο» γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ στο «The Common Reader».
Η Έμιλι Μπροντέ περιγράφει μια ιστορία καταραμένου και κατατρεγμένου έρωτα με φόντο την άγρια φύση και την ομίχλη του αγγλικού βορρά. Η ιστορία αφορά την οικογένεια Έρνσο η οποία ζει σε ένα σπίτι στο Γιοκρσάιρ που ονομάζεται Γουάδεριν Χάιτς (Ανεμοδαρμένα Ύψη). Μία μέρα ο πατέρας της οικογένειας φέρνει στο σπίτι ένα άστεγο αγόρι το οποίο βρίσκει στο Λίβερπουλ.
Η Έμιλι Μπροντέ, λεπτομέρεια από τον πίνακα «Οι τρεις αδερφές Μπροντέ», που φιλοτέχνησε ο αδελφός τους Μπράνγουελ το 1834
Το
αγόρι που παίρνει το όνομα Χίθκλιφ γίνεται ο σύντροφός της στα
παιχνίδια και ο εκλεκτός της καρδιάς της κόρης της οικογένειας, Κάθριν.
Με τον θάνατο του πατέρα όμως ο Χίθκλιφ βιώνει την ταπείνωση και την
προδοσία. Για να επιβιώσει στο εχθρικό περιβάλλον αναπτύσσει τη σκοτεινή
πλευρά του εαυτού του, με ολέθρια αποτελέσματα. Ο έρωτας της Κάθριν και
του Χίθκλιφ περιφρονεί τη βικτωριανή ηθική, καταστρατηγεί τους φυσικούς
νόμους και αναπτύσσεται σαν σαρκοβόρο φυτό πάνω στα βράχια. Οι ήρωες με
όσα λεν και κάνουν ακυρώνουν ακόμη και το συνειδητό. Το έργο της
Μπροντέ μοιάζει με εξομολόγηση του ασυνείδητου το οποίο απογυμνωμένο από
τις αγκυλώσεις του πολιτισμού αποκαλύπτεται σε όλο του το ερεβώδες
μεγαλείο.
Την εποχή που το έργο κυκλοφόρησε οι περισσότεροι Άγγλοι κριτικοί το
θεώρησαν πρωτότυπο και ισχυρό, αν και τους ξένισε η «γλωσσική τραχύτητα»
και η απουσία ηθικού διδάγματος. Πολλοί ωστόσο βρήκαν την ιστορία
αντιπαθητική και ασαφή. Η απεικόνιση του «ανήθικου πάθους» θεωρήθηκε
ασυγχώρητη, ενώ έφτασαν σε σημείο να πουν ότι η συγγραφέας περιέγραφε
προσωπικές πτυχές της ζωής της από τη σχέση με τον αδελφό της. Ανώνυμος
κριτικός του Paterson’s Magazine προέτρεπε τους αναγνώστες να κάψουν το
βιβλίο, ενώ άλλος θεωρούσε μυστήριο το ότι η συγγραφέας δεν αυτοκτόνησε
προτού ολοκληρώσει τα πρώτα κεφάλαια. Ωστόσο, μετά το 1850 η κριτική
έγινε πιο θερμή και τις επόμενες δεκαετίες το μυθιστόρημα κέρδισε τη
θέση που του αξίζει.
«Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν το φύλλωμα του δάσους. Ο χρόνος θα
την αλλάξει, το ξέρω καλά, όπως ο χειμώνας αλλάζει τα δέντρα. Η αγάπη
μου για τον Χίθκλιφ είναι σαν τα αιώνια βράχια από κάτω – λίγη
ευχαρίστηση μου δίνει, αλλά αναγκαία. Νέλι, είμαι ο Χίθκλιφ. Είναι
πάντα, πάντα στο νου μου. Δεν μου δίνει χαρά, όπως δεν μου δίνει χαρά ο
εαυτός μου, αλλά είναι μέσα μου, σαν τον ίδιο τον εαυτό μου» λέει η
Κάθριν, μια ηρωίδα που επιστρέφει στη σκέψη κάθε φορά που μέσα στη
χειμωνιάτικη νύχτα κεραυνοί σκίζουν τον ουρανό. Το φάντασμά της στέκει
ακόμα εκεί, στο παράθυρο του δωματίου όπου θρηνεί απαρηγόρητος ο
Χίθκλιφ.
Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» δια χειρός Φριτς ΆιχενμπεργκΥΓ.:
Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε αρκετές μεταφράσεις.
Εκείνες που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια είναι του Άρη Μπερλή,
όπως αναφέρεται στο κείμενο, και της Αργυρώς Μαντόγλου για τις εκδόσεις
Ψυχογιός.
CHAPTER I1801. - I have just returned from a visit to my landlord - the solitary neighbour that I shall be troubled with.This is certainly a beautiful country! In all England, I do not believe that I could have fixed on a situation socompletely removed from the stir of society. A perfect misanthropist's heaven: and Mr. Heathcliff and I aresuch a suitable pair to divide the desolation between us. A capital fellow! He little imagined how my heartwarmed towards him when I beheld his black eyes withdraw so suspiciously under their brows, as I rode up,and when his fingers sheltered themselves, with a jealous resolution, still further in his waistcoat, as Iannounced my name.'Mr. Heathcliff?' I said.A nod was the answer.'Mr. Lockwood, your new tenant, sir. I do myself the honour of calling as soon as possible after my arrival, toexpress the hope that I have not inconvenienced you by my perseverance in soliciting the occupation ofThrushcross Grange: I heard yesterday you had had some thoughts - ''Thrushcross Grange is my own, sir,' he interrupted, wincing. 'I should not allow any one to inconvenience me,if I could hinder it - walk in!'The 'walk in' was uttered with closed teeth, and expressed the sentiment, 'Go to the Deuce:' even the gate overwhich he leant manifested no sympathising movement to the words; and I think that circumstance determinedme to accept the invitation: I felt interested in a man who seemed more exaggeratedly reserved than myself.When he saw my horse's breast fairly pushing the barrier, he did put out his hand to unchain it, and thensullenly preceded me up the causeway, calling, as we entered the court, - 'Joseph, take Mr. Lockwood's horse;and bring up some wine.''Here we have the whole establishment of domestics, I suppose,' was the reflection suggested by thiscompound order. 'No wonder the grass grows up between the flags, and cattle are the only hedge- cutters.'Joseph was an elderly, nay, an old man: very old, perhaps, though hale and sinewy. 'The Lord help us!' hesoliloquised in an undertone of peevish displeasure, while relieving me of my horse: looking, meantime, inmy face so sourly that I charitably conjectured he must have need of divine aid to digest his dinner, and hispious ejaculation had no reference to my unexpected advent.Wuthering Heights is the name of Mr. Heathcliff's dwelling. 'Wuthering' being a significant provincialadjective, descriptive of the atmospheric tumult to which its station is exposed in stormy weather. Pure,bracing ventilation they must have up there at all times, indeed: one may guess the power of the north windblowing over the edge, by the excessive slant of a few stunted firs at the end of the house; and by a range ofgaunt thorns all stretching their limbs one way, as if craving alms of the sun. Happily, the architect hadforesight to build it strong: the narrow windows are deeply set in the wall, and the corners defended with largejutting stones.Before passing the threshold, I paused to admire a quantity of grotesque carving lavished over the front, andespecially about the principal door; above which, among a wilderness of crumbling griffins and shamelesslittle boys, I detected the date '1500,' and the name 'Hareton Earnshaw.' I would have made a few comments,and requested a short history of the place from the surly owner; but his attitude at the door appeared todemand my speedy entrance, or complete departure, and I had no desire to aggravate his impatience previousto inspecting the penetralium.CHAPTER I6One stop brought us into the family sitting-room, without any introductory lobby or passage: they call it here'the house' pre- eminently. It includes kitchen and parlour, generally; but I believe at Wuthering Heights thekitchen is forced to retreat altogether into another quarter: at least I distinguished a chatter of tongues, and aclatter of culinary utensils, deep within; and I observed no signs of roasting, boiling, or baking, about the hugefireplace; nor any glitter of copper saucepans and tin cullenders on the walls. One end, indeed, reflectedsplendidly both light and heat from ranks of immense pewter dishes, interspersed with silver jugs andtankards, towering row after row, on a vast oak dresser, to the very roof. The latter had never beenunder-drawn: its entire anatomy lay bare to an inquiring eye, except where a frame of wood laden withoatcakes and clusters of legs of beef, mutton, and ham, concealed it. Above the chimney were sundryvillainous old guns, and a couple of horse-pistols: and, by way of ornament, three gaudily-painted canistersdisposed along its ledge. The floor was of smooth, white stone; the chairs, high-backed, primitive structures,painted green: one or two heavy black ones lurking in the shade. In an arch under the dresser reposed a huge,liver-coloured bitch pointer, surrounded by a swarm of squealing puppies; and other dogs haunted otherrecesses
To Μάρτιο του 2017
,Μετά τη «Χαμένη Γενιά», η ομάδα On The RoAd παρουσίασε τη νέα της δουλειά, τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη». 170 χρόνια μετά την έκδοσή του, το κλασικό αριστούργημα της Έμιλυ Μπροντέ εξακολουθεί να μας εμπνέει και να μας συναρπάζει με την ιστορία ενός εκ των πιο εμβληματικών ζευγαριών του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
Το σύνθετο αυτό μυθιστόρημα αποτελεί μια συναρπαστική, θυελλώδη ιστορία αγάπης.
Στην άγρια φύση του αγγλικού βορρά, γεννιέται ένας καταραμένος έρωτας που θα φέρει τη δυστυχία στους δυο πρωταγωνιστές και στα κοντινά τους πρόσωπα. Στο έργο παρακολουθούμε τις δύο οικογένειες Έρνσω και Λίντον.
Ο Χήθκλιφ, ένα ορφανό που μάζεψε στο σπίτι του ο γενάρχης των Έρνσω, είναι η κινητήρια δύναμη της δράσης στο βιβλίο. Αυτό που κινεί τον Χήθκλιφ είναι ο έρωτάς του για την Κάθριν Έρνσω, ένας έρωτας βαθύς και άγριος που τους στοιχειώνει.
Πρόκειται για ένα έργο έρωτα και εκδίκησης, αλλά και υπενθύμισης ότι η ζωή είναι μια διαρκής ματαίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου