Σάββας Γ. Ρομπόλης - Βασίλειος Γ. Μπέτσης: Η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της κοινωνικής ασφάλισης
Η μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζόμενους προς τους συνταξιούχους, σε όρους συστημικής ανάλυσης της οικονομικής λειτουργίας, δεν είναι μονόδρομη, όπως θεωρεί η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, αλλά αντίθετα είναι αμφίδρομη
Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), ως υποσύστημα του ευρύτερου οικονομικού συστήματος επιδρά σε αυτό, στην κατανάλωση (consumption) διαμέσου της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες, στην αποταμίευση (savings), την προσφορά και την ζήτηση στην αγορά εργασίας καθώς και στην αναδιανομή του παραγόμενου εισοδήματος.
Έτσι, στο πλαίσιο αυτής της σύζευξης, ανάλογα με το χρηματοδοτικό καθεστώς που λειτουργεί, ένα συνταξιοδοτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης επιδρά με διαφορετικό τρόπο στην κατανάλωση, την αποταμίευση, την αγορά εργασίας και την αναδιανομή του παραγόμενου εισοδήματος.
Πιο συγκεκριμένα, οι δύο τρόποι χρηματοδότησης των συνταξιοδοτικών παροχών αναφέρονται στο: α) ανα-διανεμητικό σύστημα χρηματοδότησης, και β) στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα χρηματοδότησης. Ειδικότερα, το βασικό χαρακτηριστικό του ανα-διανεμητικού συστήματος είναι ότι στηρίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών και την συλλογική αντιμετώπιση του κινδύνου του γήρατος (της φτώχειας και της ένδειας των ηλικιωμένων).
Αυτό σημαίνει ότι με το σύστημα της άμεσης πληρωμής των συντάξεων ουσιαστικά πραγματοποιείται μία μεταφορά εισοδήματος από τους νέους εργαζόμενους προς τους συνταξιούχους. Όμως, η μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζόμενους προς τους συνταξιούχους, σε όρους συστημικής ανάλυσης της οικονομικής λειτουργίας, δεν είναι μονόδρομη, όπως θεωρεί η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, αλλά αντίθετα είναι αμφίδρομη.
Έτσι, η συστημική αυτή οικονομική λειτουργία, σημαίνει ότι το εισόδημα που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι με την μορφή της σύνταξής τους, επιστρέφεται στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις, διαμέσου της κατανάλωσης των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουν και προσφέρουν οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (J.Hindriks-G.D.Myles,Cambridge,2013).
Τα προϊόντα που παράγονται και οι υπηρεσίες που προσφέρονται δημιουργούνται από την εργασία των νέων εργαζομένων. Η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα ωθεί τις επιχειρήσεις να προσλάβουν νέους εργαζόμενους που ήταν άνεργοι, προκειμένου να ανταποκριθούν παραγωγικά στην αυξημένη ζήτηση.
Η διαδικασία αυτή αυξάνει τα έσοδα και τα κέρδη των επιχειρήσεων τα οποία χρησιμοποιούνται για νέες επενδύσεις, οι οποίες οδηγούν στην αύξηση της παραγωγής και του παραγόμενου εθνικού προϊόντος μίας χώρας. Δηλαδή οδηγούν στην αύξηση του ΑΕΠ και στην οικονομική ανάπτυξη (T. Jappelli, 2005), γεγονός που σημαίνει ότι η ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, προκαλείται, μεταξύ των άλλων, από την αύξηση της κατανάλωσης (consumption) για τα παραγόμενα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται ότι στην παραγωγή των προϊόντων και των υπηρεσιών, η οικονομική λειτουργία του δημόσιου-αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η σύζευξη του και η επίδραση του στην διευρυμένη αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος είναι προφανής, σημαντική και καθοριστική.
Αντίθετα, στην περίπτωση της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης, οι εισφορές που καταβάλλουν οι νέοι εργαζόμενοι αποταμιεύονται σε έναν ατομικό λογαριασμό, το ποσό του οποίου τοποθετείται στις κεφαλαιαγορές και τις χρηματαγορές, προσδοκώντας, σε συνθήκες επενδυτικού κινδύνου, στην αύξηση του από τις αποδόσεις των κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, τα χρηματικά αυτά κεφάλαια χρησιμοποιούνται για τον δανεισμό των επιχειρήσεων διαμέσου του τραπεζικού συστήματος, είτε για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσω των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, όπως υποστηρίζεται από την νεοφιλελεύθερη αντίληψη, θα προκληθεί από την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων διαμέσου των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών.
Με αφετηρία τα δεδομένα αυτά, από σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε με στόχο την σύγκριση της απόδοσης της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων των αναδιανεμητικών και των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, προέκυψε ότι οι αποδόσεις της διαχείρισης των επενδύσεων των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων είναι χαμηλότερες (underperformed) σε σχέση με τις αποδόσεις της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων των αναδιανεμητικών συστημάτων (Antolin, P., (2012),Pension Fund Performance,OECD) κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα κατά μέσο όρο στις εξεταζόμενες χώρες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα υπολογίζονται τα μαθηματικά αποθέματα τα οποία καταγράφονται ως υποχρέωση στους κρατικούς λογαριασμούς και τα οποία πρέπει πάντα να καλύπτονται υποχρεωτικά από τις επενδύσεις των ταμείων Αντίθετα, στα αναδιανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που δεν υπάρχει η υποχρέωση της καταγραφής στους εθνικούς λογαριασμούς, τα περιουσιακά στοιχεία έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στις επενδύσεις τους, με αποτέλεσμα να επενδύονται σε παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες, σε ακίνητα με το εισόδημα των ενοικίων και σε υποδομές που υπεραποδίδουν έναντι των συνταξιοδοτικών κεφαλαιοποιητικών συστημάτων. Επίσης, η έρευνα (Whtiehouse, E. (2007), “Life expectancyriskandPensions: Whobearstheburden, OECD) ανέδειξε, με τον πιο εύληπτο τρόπο, ότι στα συνταξιοδοτικά συστήματα κεφαλαιοποιητικού τύπου η επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού προκαλεί μείωση της απόδοσης των επενδύσεων κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Παράλληλα, ανέδειξε ότι τα διαχειριστικά κόστη και η ενημέρωση των πολιτών έχουν αρνητική επίδραση στην απόδοση των επενδύσεων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα ευρήματα, εάν λάβουμε υπόψη και τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για μακροχρόνιο πληθωρισμό της τάξης του 2% (Συμφωνία του Μάαστριχτ), τότε για μία μέση μακροχρόνια ονομαστική απόδοση επενδύσεων της τάξης του 5,5%, η πραγματική απόδοση για τον ατομικό κουμπαρά των ασφαλισμένων θα είναι 1%, γεγονός που προδιαγράφει ότι η προσδοκία των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων για πραγματική αύξηση του επιπέδου των συντάξεων στο μέλλον καθίσταται αποδεδειγμένα επισφαλής.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου - Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου