«Υπόθεση Marfin»: Εξ αμελείας διευκόλυνση
δόλιων εγκληματικών πράξεων;
theartofcrime.gr
In memoriam Νικολάου Κ. Ανδρουλάκη
Ι. ΑΠ 2041/2018: Ιστορικό και νομική αξιολόγηση
Στις 5 Μαΐου 2010, περί ώρα 13.45, ομάδα νεαρών ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου, έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους και εκμεταλλευόμενα τον συνωστισμό και την μετακίνηση των αστυνομικών δυνάμεων, επιτέθηκαν κατά του υποκαταστήματος της Τράπεζας Marfin, ενώ εντός αυτού εργάζονταν 27 υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένης της Υποδιευθύντριας. Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, τα άτομα αυτά, «αφού έθραυσαν με τρία-τέσσερα κτυπήματα, με τεμάχια από πλάκες μαρμάρων και μεταλλικό αντικείμενο βαριοπούλα ή λοστό, τους υαλοπίνακες της πρόσοψης του ανωτέρω υποκαταστήματος, στην συνέχεια περιέβρεξαν με εύφλεκτο υγρό το εσωτερικό τμήμα της αριστερής πλευράς του ισογείου χώρου του κτιρίου […] και ακολούθως έριξαν εντός του καταστήματος ενεργοποιημένους αυτοσχέδιους εμπρηστικούς-εκρηκτικούς μηχανισμούς (βόμβες μολότοφ), με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά και πυκνός καπνός άμεσης και ταχείας εξάπλωσης, λαμβανομένου υπ’ όψιν του εύφλεκτου υλικού που είχαν ρίψει [το οποίο] ενίσχυε την ένταση της φωτιάς, με αποτέλεσμα αυτή να μεταδοθεί και στον ημιώροφο του καταστήματος άνωθεν του ισογείου».
Κάποιοι υπάλληλοι «προσπάθησαν να σβήσουν την φωτιά με την χρήση των πυροσβεστήρων που υπήρχαν στο κτίριο, πλην όμως αυτό ήταν αδύνατο, λόγω της μεγάλης έντασης της φωτιάς και του πυκνού μαύρου καπνού, που εμπόδιζε την ορατότητα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν γρήγορα την προσπάθειά τους αυτή». Ακολούθως, «οι ανωτέρω εργαζόμενοι υπάλληλοι, που [βρίσκονταν] κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς εντός του υποκαταστήματος, εγκλωβίσθηκαν εντός αυτού, ένεκα της έλλειψης μέτρων ασφαλείας, τα οποία θα επέτρεπαν την επιτυχή διαφυγή τους από το φλεγόμενο κτίριο», «αφενός μεν [διότι] δεν υπήρχαν δίοδοι διαφυγής ούτε έξοδοι κινδύνου», «η […] μοναδική θύρα που ευρίσκετο πλησίον της κεντρικής θύρας ασφαλείας, […] η οποία εξυπηρετούσε την είσοδο ατόμων με ειδικές ανάγκες και την μεταφορά εντός του καταστήματος ογκωδών αντικειμένων (εξοπλισμού, αναλωσίμων κ.λπ.), δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική έξοδος κινδύνου, διότι η απελευθέρωσή της ήταν δυνατή μόνο με την ταυτόχρονη ώθησή της, επί της θύρας, μπάρας, και [με] ηλεκτρονική εντολή μέσω τηλεχειριστηρίου, το οποίο φυλασσόταν στο γραφείο της τρίτης κατηγορουμένης, και εν προκειμένω είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά», «επιπλέον δε όλοι οι εξώστες που [βρίσκονταν] στους ορόφους του καταστήματος ήταν κλειδωμένοι», αφετέρου δε, διότι όλοι οι ανωτέρω υπάλληλοι δεν είχαν εκπαιδευθεί σε θέματα ασφαλείας πυροπροστασίας και εκκένωσης κτιρίων, με συνέπεια να χάσουν πολύτιμο χρόνο επιχειρώντας να ανεύρουν τρόπους διαφυγής, μη γνωρίζοντας προς ποια κατεύθυνση να κινηθούν». Έτσι, από τους εργαζομένους που βρίσκοταν την ώρα του επιδίκου ατυχήματος στο κατάστημα, τρεις πέθαναν από δηλητηρίαση διά μονοξειδίου του άνθρακος, λόγω της εισπνοής καπνού και τοξικών αερίων, ενώ είκοσι ένας υπάλληλοι, για τον ίδιο λόγο, αλλά και εξαιτίας της υπερπροσπάθειάς τους να εκκενώσουν το κτίριο, υπέστησαν σωματικές βλάβες».
Το Εφετείο καταδίκασε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας τον πρώτο κατηγορούμενο, διευθύνοντα σύμβουλο και νόμιμο εκπρόσωπο της τράπεζας, καθώς και τον δεύτερο κατηγορούμενο, νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας που είχε αναλάβει τόσο την παροχή υποδείξεων και συμβουλών για μέτρα σχετικά με την Εργασιακή Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων της ως άνω τραπεζικής εταιρείας όσο και την πρόληψη των ατυχημάτων στους χώρους εργασίας τους, διότι, καίτοι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (πηγάζουσα από τις ως άνω ιδιότητές τους αλλά και από συγκεκριμένες διατάξεις) να λαμβάνουν όλα τα μέτρα υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων στο συγκεκριμένο τραπεζικό υποκατάστημα, «προκειμένου να αποτραπεί κάθε κίνδυνος επαπειλών την ζωή και την σωματική ακεραιότητα αυτών» (ανάμεσα σε αυτά τα μέτρα συγκαταλέγονται τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρ. 10 παράρτημα II 4.1.1, 4.2.1, άρ. 7 και 8 του π.δ. 16/1996 “προδιαγραφές ασφαλείας εργασιακών χώρων”, άρ. 9 παρ. 1, 2 του π.δ. 17/1996 “μέτρα ασφαλείας-υγείας εργαζομένων”, άρ. 2 της 3015/30/6/09 απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών και άρ. 1 παρ. 4 και 2 επόμενα της υπ’ αριθμ. ... Πυροσβεστικής Διάταξης σε συνδυασμό με τα άρ. 1, 2 και 15 του π.δ. 71/1998 “κανονισμός πυροπροστασίας κτιρίων”), παρέβησαν τις οικείες υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα, «δεν έλαβαν, ως όφειλαν και μπορούσαν, τα προσήκοντα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να τηρούνται για την πυρασφάλεια και την εκκένωση των χώρων εργασίας, την ενημέρωση των εργαζομένων και την εκτέλεση ασκήσεων πυρασφάλειας, την κατάρτιση σχεδίου διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφαλής και άμεση εκκένωση του κτιρίου σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, όπως είναι η πρόκληση πυρκαγιάς, καθώς και η πρόληψη εγκληματικών πράξεων σε βάρος του προσωπικού του καταστήματος».
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο, εκρίθη ότι «δεν φρόντισε να διαθέτει εγκεκριμένη μελέτη πυροπροστασίας και να λάβει τα προβλεπόμενα στη μελέτη μέτρα αυτά, ούτε έλαβε τα απαιτούμενα εκ του νόμου μέτρα πυρασφάλειας και ασφαλούς εκκένωσης χώρων σε περίπτωση πυρκαγιάς, ώστε στο κατάστημα επί της οδού [...] να υπάρχουν δύο έξοδοι κινδύνου που να οδηγούν σε πυροπροστατευμένη όδευση διαφυγής ή κατευθείαν σε ασφαλή υπαίθριο χώρο, να υπάρχουν οδοί διαφυγής των εργαζομένων οι οποίες να διατηρούνται ελεύθεροι για την ασφαλή διαφυγή των εργαζομένων προς ασφαλή υπαίθριο χώρο σε περίπτωση πυρκαγιάς, να υπάρχουν πυροσβεστικά ερμάρια με εύκαμπτο σωλήνα ύδατος και ακροφύσιο και, ειδικότερα, δεν φρόντισε να εγκαταστήσει θύρες-εξόδους κινδύνου, οι οποίες να βρίσκονται σε κατάλληλη θέση, έτσι ώστε η πορεία διαφυγής να είναι προφανής και πραγματοποιήσιμη, επιπλέον δε δεν κατήρτισε σχέδιο διαφυγής και διάσωσης από τους χώρους εργασίας, με χάραξη-διευθέτηση οδών διάσωσης και εξόδων κινδύνου οι οποίες δεν πρέπει να κλειδώνονται, προκειμένου να μπορούν να ανοιχθούν εύκολα και άμεσα από κάθε πρόσωπο που θα χρειασθεί να τις χρησιμοποιήσει», σχέδιο το οποίο «όφειλε να αναρτήσει σε κατάλληλες θέσεις στους χώρους εργασίας, ούτε φρόντισε για την δημιουργία διόδων διαφυγής και τον εφοδιασμό του καταστήματος με πυροσβεστικά ερμάρια με εύκαμπτο σωλήνα ύδατος και ακροφύσιο, επιπλέον δε δεν μερίμνησε για την επιμόρφωση και εκπαίδευση των εργαζομένων πάνω σε θέματα πυρασφάλειας, πυρόσβεσης και εκκένωσης χώρων και με πραγματοποίηση ασκήσεων τακτικά, για δοκιμή του σχεδίου διάσωσης-διαφυγής με ορισμό εργαζομένων καθοδηγητών κατάλληλα επιμορφωμένων, ώστε σε περίπτωση κινδύνου ή καταστροφής οι εργαζόμενοι να μπορούν να διασωθούν, ενώ δεν φρόντισε να τοποθετηθούν στις θύρες του καταστήματος άθραυστα (αντιβανδαλικά) τζάμια και ρολά ασφαλείας».
Πέραν αυτών, ο πρώτος κατηγορούμενος, «ενώ γνώριζε ότι κατά την ως άνω ημερομηνία είχε προγραμματισθεί γενική απεργία κα συγκέντρωση-πορεία στο κέντρο της Αθήνας και είχαν ληφθεί αυξημένα μέτρα δημοσίας ασφαλείας, ότι το συγκεκριμένο κατάστημα είχε γίνει στόχος βανδαλισμών κατά το παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, επιπλέον δε γνώριζε ότι το κατάστημά δεν διέθετε τα προβλεπόμενα εκ της νομοθεσίας μέτρα ασφαλείας […], παρά ταύτα απαγόρευσε στους εργαζομένους να εγκαταλείψουν το κατάστημα, αν και οι ίδιοι το ζήτησαν, και τους επέβαλε να παραμείνουν εντός του καταστήματος».
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο, «δεν επεσήμανε ούτε προφορικώς ούτε εγγράφως τους αρμοδίους της Τράπεζας […] τις παραλείψεις που αφορούσαν α) την έλλειψη εξόδου κινδύνου, β) την έλλειψη πιστοποιητικού πυρασφάλειας, γ) την έλλειψη σχεδίου εκκένωσης και διαφυγής των εργαζομένων σε περίπτωση πυρκαγιάς και δ) την έλλειψη ερμαρίου πυρασφάλειας ή του εύκαμπτου σωλήνα ύδρευσης με ακροφύσιο».
Ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 2041/2018 απόφασή του (πρβλ. και ΑΠ 810/2018), έκρινε ορθή και αιτιολογημένη την ως άνω καταδικαστική απόφαση, αποφαινόμενος ότι «αιτιολογείται επαρκώς η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του συνόλου των ανωτέρω παραλείψεων των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων και του επελθόντος αποτελέσματος, αφού σαφώς διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι, αν τα ανωτέρω μέτρα ασφαλείας είχαν ληφθεί, οι εργαζόμενοι θα είχαν την δυνατότητα να απεγκλωβισθούν από το φλεγόμενο υποκατάστημα της τράπεζας και θα είχε αποφευχθεί, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, ο θάνατος και ο τραυματισμός των εξ αυτών παθόντων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από ενέργεια ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου, η οποία σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης δεν αποτελεί γεγονός απρόβλεπτο και ασυνήθιστο που να διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο», «ενώ τέλος αναφέρονται και οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους απέρρεε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των αναιρεσειόντων προς λήψη των ως άνω απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας».
ΙΙ. Σχολιασμός της αποφάσεως
Στην προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται πλήθος σκέψεων, οι οποίες έχρηζαν αξιολογήσεως από τον Άρειο Πάγο.
Α. Αιτιότητα και παράλειψη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου