Τρίτη, Μαΐου 05, 2020

Γιατί μας ενδιαφέρει ακόμη και σήμερα ο Μπετόβεν





      THE BEST OF BEETHOVEN

01. Symphony No. 3, Op. 55 (Eroica): I. Allegro con brio (
00:00)
02. Symphony No. 5, Op. 67: I. Allegro con brio (
13:46
03. Symphony No. 6, Op. 68 (Pastoral): III. Allegro (
21:02
04. Symphony No. 6, Op. 68 (Pastoral): V. Allegretto (
26:04
05. Symphony No. 7, Op. 92: II. Allegretto (
35:34)
06. Symphony No. 7, Op. 92: III. Presto (
38:56)
07. Symphony No. 9, Op. 125: Ode to Joy (
42:24)
08. Piano Sonata No. 14 in C-sharp minor, Moonlight Sonata: I. Adagio Sostenuto (
1:07:38)
09. Bagatelle No. 25 in A minor, WoO 59 (Für Elise) (
1:11:47)
10. Rondo a Capriccio in G Major, Op. 129 (Rage Over a Lost Penny) (
1:14:24)
11. Minuet in G major, WoO 10, No. 2 (
1:21:53)
12. Duet for Clarinet and Bassoon (
1:24:24)
13. Piano Concerto No. 5 in E-flat major, Op. 73 (Emperor Concerto): II. Adagio (
1:28:17)
14. Piano Sonata No. 8 in C minor, Op. 13 (Pathétique): II. Adagio (
1:35:06)
15. Violin Concerto in D major, Op. 61 (
1:40:16)

Γιατί μας ενδιαφέρει ακόμη και σήμερα ο Μπετόβεν

Η μουσική του Γερμανού Μπετόβεν αναφέρεται ευθέως στον βαθύ πυρήνα αξιών του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά την ύστερη νεωτερική του έκφανση, συνιστά πολύτιμο, αναπόσπαστο κομμάτι της αρχαιολογίας του νεωτερικού συναισθήματος που συνέχει την ταλαίπωρη Ευρώπη ως όλον. Γι’ αυτό και διόλου τυχαία έχει την απήχηση και τη θέση που έχει στη μουσική ζωή όλης της Δύσης. Συνεπώς, εάν συμφωνούμε ότι μας ενδιαφέρουν ο Βολτέρος, ο Νεύτων και ο Ντελακρουά, εάν ανεβάζουμε στα θέατρά μας Σέξπιρ και Μπέκετ, αν οι εκδότες μας μεταφράζουν Γκέτε, Φρόιντ και Φουκό, τότε μας ενδιαφέρει και ο Μπετόβεν, που συνδέεται με «δεσμούς αίματος» προς όλους αυτούς.
Γιάννης ΣβώλοςΓιάννης Σβώλος*
efsyn.gr




Γιατί μας ενδιαφέρει ακόμη και σήμερα ο Μπετόβεν
Χειρόγραφες παρτιτούρες της «Ηρωικής Συμφωνίας» και της «Συμφωνίας αρ.4»

Όσοι  δεν είναι πιστοί θιασώτες της κλασικής μουσικής, σίγουρα αναγνωρίζουν την «Ωδή στη χαρά» ως ύμνο του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και στις άπειρες διασκευές της από «Το κουρδιστό πορτοκάλι» του Κιούμπρικ μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2018. Οπως εύστοχα επισήμανε ο Ρολάν Μπαρτ, «ο Μπετόβεν κέρδισε για τους καλλιτέχνες το δικαίωμα να επανεφευρίσκουν τους εαυτούς τους». Η μουσική του αναφέρεται ευθέως στον βαθύ πυρήνα αξιών του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, όμως ταξιδεύει πέρα από τη Δύση, διεγείρει νέες προσλήψεις, προκαλεί καινούργιες εγγραφές, αγγίζει διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις
Το 1770, τέλη του 18ου αιώνα, ακριβώς πριν από 250 χρόνια, γεννήθηκε στη Βόννη, στις όχθες του Ρήνου, ο Μπετόβεν, συνθέτης που στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου ταυτίζεται περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον με την κλασική μουσική. Ο μουσικός κόσμος θα γιορτάσει διεθνώς τα γενέθλιά του στις 17 του ερχόμενου Δεκέμβρη. Για να συνδέσουμε το γεγονός με την καθ’ ημάς κομβική ιστορική συγχρονία του 1821, ας συμπληρώσουμε ότι την ίδια χρονιά γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της οθωμανικής Μεσσηνίας ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Τον Μπετόβεν τον ξέρουν όλοι. Οσοι δεν είναι πιστοί θιασώτες της κλασικής μουσικής, σίγουρα θα αναγνωρίζουν την «Ωδή στη χαρά» από το φινάλε της «9ης Συμφωνίας» ως ύμνο του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χρήση που καθιερώθηκε σταδιακά την οκταετία 1985-1993. Μάλιστα, αφού έγινε αποδεκτή απ’ όλα τα μέλη της Ε.Ε., η ίδια μουσική –ή μάλλον η ίδια διασκευή– χρησιμοποιήθηκε από την UEFA το 2016 και από τη FIFA για το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018. Το 2016 μέλη του βρετανικού Κοινοβουλίου από το Εθνικό Κόμμα της Σκοτίας σφύριξαν τη μελωδία από το ίδιο κομμάτι ως διαμαρτυρία για την απόφαση του –τότε ακόμη επερχόμενου– BREXIT…







Πορτρέτο του Μπετόβεν με την παρτιτούρα της «Επίσημης Λειτουργίας», Γιόζεφ Καρλ Στίλερ, 1820
Wikimedia Commons
Την «Ωδή στη χαρά», σε σαρκαστικά κοροϊδευτική ηλεκτρονική μεταγραφή για synthesizer και vocoder από τον διεμφυλικό συνθέτη Βάλτερ/Γουέντι Κάρλος, είχε χρησιμοποιήσει ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στην κινηματογραφική του μελλοντολογική δυστοπία «Το κουρδιστό πορτοκάλι» (1971). Ακόμη παλαιότερα, το 1951, το βαγκνερικό Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, αποκαθαρμένο από τη μελανή του συνάφεια προς τους ναζί, εγκαινίασε την πρώτη μεταπολεμική του σεζόν με εκτέλεση της «Ενάτης» υπό την διεύθυνση του Φουρτβένγκλερ· η ζωντανή ηχογράφησή της κυκλοφορεί ακόμη. Αλλά και στο αποκομμένο άκρο της ψυχροπολεμικής Ευρώπης, στην ακμή του ελληνικού λαϊκού κινηματογράφου, ο Ορέστης Λάσκος στην ταινία «Μπετόβεν και μπουζούκι» (1965) χειρίστηκε ως αυτονόητο το πραγματικό και συμβολικό βάρος της μουσικής του Μπετόβεν.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που καθιστά τη μουσική του Μπετόβεν εμβληματική ώστε να λογίζεται μείζων πολιτιστική κληρονομιά από διαφορετικούς ανθρώπους, για διαφορετικούς λόγους, σε διαφορετικά πεδία; Τις απαντήσεις δίνουν η πολιτική ιστορία, η μουσικολογία αλλά και η λαϊκή παραφιλολογία/αγιογραφία που μας κληροδότησε ο Ρομαντισμός γι’ αυτόν ως δημιουργό.

▪ Μια νέα μουσική για μια νέα εποχή με γενναία ιδεώδη

Πρώτα απ’ όλα είναι αυτό που ο μέσος φιλόμουσος –και όχι μόνον αυτός– προσλαμβάνει ως κοινωνικό και πολιτικό της «νόημα»: η έκδηλα επαναστατική, μαχητική διάθεση («Ηρωική», φινάλε «Ενάτης»), η προσλαμβανόμενη ως αυτονόητη γλαφυρότητα διαχείρισης και διατύπωσης του δράματος της ύπαρξης («Πέμπτη», πένθιμο εμβατήριο «Ηρωικής», το «ευχαριστήριο» αργό μέρος του «15ου κουαρτέτου» κ.λπ.), η έμφαση στην προσωπική σφαίρα του μέσου ανθρώπου (συναισθήματα φυσιολατρικής αγαλλίασης στην «Ποιμενική», ατμόσφαιρα λυρικής ονειροπόλησης στη «Σονάτα υπό το σεληνόφως», αργά μέρη των κοντσέρτων), η θαυμαστή, γεμάτη εκπλήξεις περιπέτεια της μουσικής αφήγησης («2η», «4η», «7η Συμφωνία», «Απασιονάτα», «Παθητική»).







Αντι Γουόρχολ, «Beethoven», 1987
Andy Warhol
Στον «Φιντέλιο», τυπική «όπερα σωτηρίας» των αρχών του 19ου αιώνα, το πολιτικό αίτημα για δίκαιη δεσποτεία αναδύεται διατυπωμένο απερίφραστα, ενώ στο ορμητικό χορωδιακό φινάλε της «Ενάτης» το προσκλητήριο της πανανθρώπινης συναδέλφωσης –εμπρηστικό DNA της Γαλλικής Επανάστασης!– εκπέμπεται στεντόρεια. Ολα τα παραπάνω συνιστούν συνειδητές στοχεύσεις του Γερμανού συνθέτη, ο οποίος αφήνει πίσω του την έντονα στιλιζαρισμένη, υπέρκομψα διακοσμητική, πρωτίστως ψυχαγωγική κοινή γλώσσα των προγενεστέρων του ώριμου 18ου αιώνα, προτείνοντας κάτι συγκινησιακά αμεσότερο και δριμύτερο, διανοητικά πειστικότερο και δυσκολότερο, με διαφορετικά (υπόρρητα) συμφραζόμενα.
Ο Μπετόβεν έζησε στην ακμή του Διαφωτισμού, στην βίαιη μετάβαση της Δύσης από την ύστερη εποχή των βασιλείων και των αυτοκρατοριών του 18ου αιώνα με την αδιαπραγμάτευτη «ελέω Θεού» εξουσία των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχόντων σε αυτήν των ανερχόμενων αστών και των υπό ανάδυση εθνικών κρατών του 19ου αι. Παρότι ο σημερινός μέσος άνθρωπος όλα αυτά τείνει να τα ξεχνά –ειδικά στην Ελλάδα που δεν συμμετείχε στην κοσμογονία αυτής της εποχής–, η «μετάφρασή» τους σε διαθέσεις και η εγγραφή τους σε συμβολισμούς της μουσικής του παραμένουν στοιχεία αναγνωρίσιμα και ενεργά.
Στοιχεία μιας μουσικής που αποτείνεται σε ελίτ και αστούς, διεκδικώντας μαχητικά την προσοχή και τη συγκίνησή τους ώστε να τους καταστήσει κοινωνούς νέων αισθητικών ιδεών και ανθρωπιστικών (διάβαζε: «πολιτικών») ιδεωδών. Επιπλέον ο Μπετόβεν ολοκληρώνει την έξοδο του δημιουργού από την αποκλειστική υπηρεσία των αρχόντων που είχε ξεκινήσει με… αυθάδεια, γενναιότητα και αυτοπεποίθηση ο Μότσαρτ: αν και μεγάλο μέρος της μουσική του παραγγέλλεται και πληρώνεται ακόμη από κοσμικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, ο δημιουργός της «Ηρωικής» συνθέτει και παρουσιάζει τα έργα του στους αστούς, σε δημόσιους χώρους συναυλιών.







Ο Φουρτβένγκλερ διευθύνει την «Ενάτη» του Μπετόβεν στο Μπαϊρόιτ το 1951
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΒΩΛΟΣ

▪ Μια νέα αισθητική για διαφορετική απόλαυση και στοχασμό

Το άλλο στοιχείο έλξης/απήχησης του μέσου θεατή είναι η αισθητική απόλαυση, η πνευματική και η συγκινησιακή διέγερση που προκαλεί αυτή καθ’ εαυτήν η μουσική του. Ο Μπετόβεν γεννήθηκε, έζησε και δημιούργησε κατά τη γοργή μετάβαση από την εποχή του ύστερου Μπαρόκ σε αυτήν του Κλασικισμού, τον οποίο έμελλε ο ίδιος να αντιπροσωπεύει μονοπωλιακά στη συνείδηση του μεγάλου κοινού της Δύσης· ταυτόχρονα έριξε γέφυρες προς τον επικείμενο Ρομαντισμό.
Παρ’ ότι όπως και οι προγενέστεροί του διδάσκεται, γράφει και μεταλλάσσει μια παραδεδομένη «κοινή» μουσική γλώσσα -αυτήν του πρώιμου Κλασικισμού των Χάιντν και Μότσαρτ–, ο Μπετόβεν εξελίσσει εκφραστικά το ιδίωμά του πολύ πέραν του αναμενόμενου. Διαστέλλει τις δυνατότητες της μουσικής αυτής γλώσσας εξελίσσοντάς την δομικά και αρμονικά ώστε να διατυπώσει με τρόπο ξεκάθαρο το προσωπικό του δράμα και το επαναστατικό πνεύμα της εποχής· ένθεν η διόλου τυχαία κεντρική θέση του –παρότι Γερμανός– στο ρεπερτόριο των σοβιετικών συνόλων. Οπως εύστοχα επισήμανε ο Ρολάν Μπαρτ, «ο Μπετόβεν κέρδισε για τους καλλιτέχνες το δικαίωμα να επανεφευρίσκουν τους εαυτούς τους». Ως συνθέτης, λοιπόν, άλλαξε το επικοινωνιακό DNA της μουσικής, το τι «νόημα» μεταβιβάζει στους ακροατές της, τι «λέει» και πώς.
Σίγουρα η γραφή του ούτε έκδηλα μελωδική είναι, όπως του Μότσαρτ ή του Ροσίνι, ούτε την παρακολουθεί κανείς δίχως προσπάθεια. Όμως διαθέτει χαρακτηριστικά μοτίβα, φράσεις ή παραγράφους των οποίων το «νόημα» εκλαμβάνεται αμέσως ως αυτονόητο: π.χ. το περίφημο «μοτίβο της μοίρας» με τα τέσσερα χτυπήματα στο ξεκίνημα της «5ης Συμφωνίας», η γεμάτη ακάθεκτη ορμή και αυτοπεποίθηση χορευτική μελωδία των εγχόρδων στο φινάλε της «Ηρωικής». Τέλος, με τη γραφή του ο Μπετόβεν ωθεί τους κατασκευαστές οργάνων να εξελίξουν τα δημιουργήματά τους –εννοώ το πιάνο– και προσδίδει στις παγιωμένες μορφές μουσικών έργων –Συμφωνίες, κοντσέρτα, σονάτες, κουαρτέτα– νέα μεγέθη διάρκειας και δραματουργίας.

▪ Ρομαντικός μύθος και ιστορική πραγματικότητα

Μετά τον θάνατο του Μπετόβεν το 1827, οι Ευρωπαίοι της εποχής του Ρομαντισμού διέπλασαν τη μνήμη του και την πρόσληψη του έργου του με τρόπο που ταίριαζε στο μεταλλασσόμενο συναίσθημα, τις ιδέες και την ταχύτατα εξελισσόμενη αισθητική του δικού τους παρόντος. Τότε άρχισε να χτίζεται η εξιδανικευμένη αγιογραφική εικόνα του συνθέτη-Τιτάνα, του επαναστάτη, του μοναχικού καλλιτέχνη που μάχεται για τα ιδεώδη του ενάντια στα εμπόδια της αδυσώπητης μοίρας κ.λπ. Αυτή η αγιογραφία θα αποδειχτεί ιδιαίτερα μακρόβια και ανθεκτική. Μάλιστα, αρχής γενομένης το 1927, θα γνωρίσει κατά τον 20ό αιώνα ημέρες δόξας και στον κινηματογράφο…
Θα χρειαστεί περισσότερο από ένας αιώνας ώσπου η σύγχρονη ιστορική μουσικολογία να ανασύρει και να ανασυνθέσει τα τεκμήρια ώστε να συνταχθεί μια επιστημονικά συγκροτημένη μπετοβενική βιογραφία και, συνακόλουθα, να προκύψει μια ανανεωμένη αντίληψη και πρόσληψη της μουσικής του. Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες «αιρετικοί» μουσικολόγοι, μουσικοί αλλά και ψαγμένοι φιλόμουσοι άρχισαν να επερωτούν την ώς τότε παραδεδομένη ρομαντική ερμηνευτική πρακτική και να διερωτώνται πώς πραγματικά εκτελούνταν και ηχούσαν τα έργα του όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν; Ετσι άρχισαν να τα παίζουν με τα όργανα και με τον τρόπο που κατανόησαν –ή συνήγαγαν– ότι συνέβαινε στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η εμπειρία, όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και εμείς πάλι πρόσφατα σε συναυλίες της Καμεράτας υπό τον Πέτρου και του συνόλου «Μπαλτάζαρ Νόιμαν» υπό τον Χένγκελμπροκ, αποκάλυψε ένα σύμπαν τελείως διαφορετικής μουσικής αισθητικής! Φέτος, παντού στον κόσμο, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης στο μέτρο των στενών δυνατοτήτων της, συναυλίες κάθε είδους θα ξαναπαρουσιάσουν το έργο του Μπετόβεν ζωντανά, πολύ συχνά σε τέτοιου στίγματος νέες πλαισιώσεις και ανανοηματοδοτήσεις.
Γιατί, όμως, μας ενδιαφέρουν όλα αυτά σήμερα; Και, για να κάνω τον δικηγόρο συγκεκριμένων επαγγελματιών διαβόλων, γιατί να ενδιαφέρει εμάς τους Ελληνες ο Μπετόβεν σήμερα; Οι απαντήσεις σε τέτοιες ρητορικές ερωτήσεις είναι απλές και, συνάμα, σύνθετες: καθένας μπορεί, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντά του, να τις δεχτεί ή να τις αγνοήσει, διατυπώνοντας αντιρρήσεις. Όμως, στην Ελλάδα, όπου ο πολιτικά/ιδεολογικά στοχευμένος λαϊκισμός έχει δυσφημήσει επί δεκαετίες απερίφραστα και συστηματικά την κλασική μουσική με κριτήρια εθνικά και ταξικά, είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς συγκροτώντας έναν διάλογο με αντικειμενικά, κοινώς αποδεκτά επιχειρήματα.

Το σίγουρο είναι ότι, σε σοβαρή θεώρηση, η μουσική του Γερμανού Μπετόβεν αναφέρεται ευθέως στον βαθύ πυρήνα αξιών του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά την ύστερη νεωτερική του έκφανση, συνιστά πολύτιμο, αναπόσπαστο κομμάτι της αρχαιολογίας του νεωτερικού συναισθήματος που συνέχει την ταλαίπωρη Ευρώπη ως όλον. Γι’ αυτό και διόλου τυχαία έχει την απήχηση και τη θέση που έχει στη μουσική ζωή όλης της Δύσης. Συνεπώς, εάν συμφωνούμε ότι μας ενδιαφέρουν ο Βολτέρος, ο Νεύτων και ο Ντελακρουά, εάν ανεβάζουμε στα θέατρά μας Σέξπιρ και Μπέκετ, αν οι εκδότες μας μεταφράζουν Γκέτε, Φρόιντ και Φουκό, τότε μας ενδιαφέρει και ο Μπετόβεν, που συνδέεται με «δεσμούς αίματος» προς όλους αυτούς.
Πώς ακούει και πώς μαθαίνει, λοιπόν, κάποιος την «αρχαία» μουσική του Μπετόβεν το 2020, στον αιώνα της ακάθεκτης οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης; Σήμερα που στο youtube με ένα «κλικ» βρίσκει κανείς όλα τα έργα του σε αναρίθμητες εκτελέσεις, δωρεάν, υπάρχει χώρος στον νου και χρόνος στην πραγματική ζωή για να γνωρίσει και να αφομοιώσει κάποιος –Ευρωπαίος, Κινέζος, Ινδός, Αραβας– με ουσιαστικό τρόπο μουσικές συνθέσεις συνολικής διάρκειας πολλών ωρών;
Η σύγχρονη ζωή και η στυγνή οικονομία δείχνουν ότι οι απαντήσεις μπορεί να είναι πολύ σύνθετες και γεμάτες εκπλήξεις. Πλέον και προ πολλού η μουσική του Μπετόβεν ταξιδεύει έξω και πέρα από το πλαίσιο των δεδομένων οικειοτήτων της Δύσης, διεγείρει νέες προσλήψεις, προκαλεί νέες εγγραφές, αγγίζει διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, επικονιάζοντάς τες με τις φανερές και υπόρρητες αξίες της. Ισως κάποιοι να βλέπουν εδώ θέματα πολιτισμικού δαρβινισμού. Στο βάθος επιστρέφουμε στη συζήτηση της προσωπικής ευθύνης καθενός, η οποία αγγίζει τον πυρήνα της ελευθερίας του. Απλώς τώρα αυτή συντελείται σε παγκόσμια κλίμακα.

 

*Σβώλος Γιάννης - Βιογραφικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η Αυγή - Στο Κόκκινο 105,5 : τα εμβληματικά ΜΜΕ της Αριστεράς δεν πρέπει να κλείσουν

  Η Αυγή και Στο Κόκκινο 105,5 :το πρόβλημα είναι πολιτικό Η ΑΥΓΗ έχει επιβιώσει σε πιο χαλεπούς οικονομικά καιρούς, όταν το κόμμα δεν έμ...