Το Αστυνομικό και οι Δέκα Εντολές
Πέτρος Μάρκαρης
,Συγγραφέας-Μεταφραστής
Κανένα
άλλο είδος μυθιστορήματος δεν είναι, ως προς την καταγωγή, τη θεματική
και το ηθικό υπόβαθρό του, τόσο κοντά στην θρησκεία όσο το αστυνομικό
μυθιστόρημα. Θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς αυτή τη συγγένεια με μια
εξίσωση: Θρησκεία + Έγκλημα = Αστυνομικό Μυθιστόρημα.
Ας ξεκινήσουμε από την πηγή της εξίσωσης, τις δέκα εντολές.
I. Οι πέντε εντολές του αστυνομικού μυθιστορήματος
«Εν αρχή ην ο Λόγος». Έτσι αρχίζει το Ευαγγέλιο κατά Ιωάννη. Ο Γκαίτε παραφράζει αυτή τη φράση στην πρώτη σκηνή του πρώτου μέρους του «Φάουστ» και γράφει: «Στην αρχή ήταν η πράξη». Η παρατήρηση του Φάουστ είναι σωστή, αν σκεφτεί κανείς ότι η Παλαιά Διαθήκη αρχίζει με μια πράξη, η οποία είναι ταυτόχρονα και ένα έγκλημα: το προπατορικό αμάρτημα.
Πόσο απεχθές ήταν το έγκλημα αυτό, το αναγνωρίζουμε από την τιμωρία. Η εξορία, στην οποία καταδικάζει ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα ήταν στη διάρκεια των αιώνων η πιο βαριά ποινή μετά τη θανατική.
Στο επίκεντρο της δεύτερης ιεράς βίβλου, της Καινής Διαθήκης, βρίσκεται πάλι μια πράξη: η σταύρωση του Ιησού Χριστού. Όπως περιγράφεται η πράξη αυτή στην Καινή Διαθήκη παραπέμπει σε αυτό που με τη σύγχρονη ορολογία ονομάζουμε «mob killing».
Δεν είμαι θεολόγος, αλλά πιστεύω ότι το προπατορικό αμάρτημα υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της καταγραφής στις δέκα εντολές όλων των εγκλημάτων που διαπράττουν οι άνθρωποι, ώστε να καταπολεμηθούν εν τη γενέση τους.
Η θεματική της αστυνομικής λογοτεχνίας σε όλες σχεδόν τις παραλλαγές της είναι μια αφηγηματική επεξεργασία ορισμένων από τις δέκα εντολές.
Η εξίσωση που διατύπωσα πιο πάνω είναι απαραίτητη για κάθε συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αφενός για να ανακαλύψει το εύρος των εγκλημάτων, που μπορεί να επεξεργαστεί στα μυθιστορήματά του. Αφετέρου, για να κατανοήσει ότι τα θεμέλια του είδους που επέλεξε για να εκφραστεί βρίσκονται καταχωρημένα στις δέκα εντολές.
Αν εξαιρέσουμε την τελευταία τριακονταετία, στην οποία το οργανωμένο έγκλημα έχει γίνει το αγαπημένο θέμα πολλών αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα εγκλήματα που καταγράφονται στις δέκα εντολές αποτελούσαν ιστορικά τη σταθερή θεματική της αστυνομικών λογοτεχνίας.
Ασφαλώς, όλες οι εντολές δεν είναι εξίσου σημαντικές για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Το κέντρο βάρους βρίσκεται στις τελευταίες πέντε εντολές.
Η έκτη εντολή: ου μοιχεύσεις
Στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα ήμουν για μια περίοδο σύμβουλος τηλεοπτικών σειρών στην ΕΡΤ. Ένας ηλικιωμένος τότε συγγραφέας κωμωδιών και τηλεοπτικών σειρών έφερε μια πρόταση για κωμική τηλεοπτική σειρά. Με την πρώτη ματιά μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ότι η πρόταση ήταν ένα κολάζ από τις πιο γνωστές του κωμωδίες. Προσπάθησα να του αναπτύξω τις αντιρρήσεις μου όσο γινόταν πιο ευγενικά. Μου έριξε ένα πατρικό βλέμμα και μου είπε: «Άκουσε, αγόρι μου. Δεν υπάρχουν για έναν συγγραφέα παραπάνω από πενήντα θέματα. Τα μόνα ενδιαφέροντα είναι δύο: ο έρως και το χρήμα.»
Σήμερα αναγνωρίζω πως αυτός είναι ο πιο εύστοχος τρόπος για να εξηγήσεις την αδυναμία του αστυνομικού μυθιστορήματος για τα εγκλήματα ερωτικής απιστίας και χρήματος.
Θα είχε ενδιαφέρον να καταγράψουμε τα αστυνομικά μυθιστορήματα, που έχουν ως θέμα τους τη μοιχεία και τη συνακόλουθη κατάληξη σε φόνο. Τα εγκλήματα με κίνητρο τη μοιχεία ήταν, μαζί με τα εγκλήματα λόγω κληρονομιάς, ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα του αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, σε αντίθεση με τα εγκλήματα εκδίκησης, που ενδιέφεραν λιγότερο τους συγγραφείς, Αρκεί να αναφέρω ένα, πολύ γνωστό πράδειγμα, το «Έγκλημα στον Νείλο» της Αγκάθα Κρίστι.
Η έβδομη εντολή: ου κλέψεις
Η εντολή αυτή ήταν για πολλές δεκαετίες το αγαπημένο θέμα του θρίλερ και του μυθιστορήματος περιπέτειας. Μόλις μετά το 1989 μπήκε ως θέμα στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η διάλυση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού συντέλεσε στην «άνθιση» του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία ενισχύθηκε και με τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Ο άγγλος δημοσιογράφος Misha Glenny περιγράφει στο βιβλίο του «Mc Mafia» έναν «δρόμο του μεταξιού» του οργανωμένου εγκλήματος, που ξεκινάει από τα Βαλκάνια, διασχίζει τις πρώην ασιατικές σοβιετικές δημοκρατίες και καταλήγει στην Άπω Ανατολή.[1]
Στόχος του οργανωμένου εκγλήματος είναι ο παράνομος πλουτισμός. Συνεπώς πρόκειται για παραβίαση της έβδομης εντολής.
Πριν από αυτή την εξέλιξη οι κλοπές στο αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν ένα είδος εισαγωγής ή αφορμής για να καταλήξει στο κέντρο βάρους του, δηλαδή στον φόνο. Αλλά και στα μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα το οργανωμένο έγκλημα, ο δρόμος προς τον παρτάνομο πλουτισμό είναι σπαρμένος με πτώματα.
Η όγδοη εντολή: ου φονεύσεις
Η εντολή αυτή έχει για το αστυνομικό μυθιστόρημα υπαρξιακή σημασία. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς φόνο είναι τόσο σπάνιο, όσο και η βροχή στην έρημο. Αντιθέτως, η επιτυχία του αστυνομικού μυθιστορήματος εξαρτάται από την έμπνευση του συγγραφέα να εφευρίσκει σε κάθε μυθιστόρημα νέα κίνητρα δολοφονίας και νέα είδη φόνων.
Αν κάποιος συγγραφέας έπαιρνε την εντολή κατά λέξη, θα έπρεπε να ασχοληθεί με άλλα είδη μυθιστορημάτων. Γιατί η άρνηση της εντολής μετατρέπεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα σε θέση: «να φονεύσεις!» Βέβαια, στο αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθεί μετά τον φόνο, σχεδόν πάντα, η σύλληψη και η τιμωρία του δολοφόνου. Η κατάληξη αυτή είναι στην ουσία όχι μια άρνηση, αλλά μια επιβεβαίωση της εντολής. «Ου φονεύσεις, διότι εάν φονεύσεις θα τιμωρηθείς.»
Η ένατη εντολή: Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.
Η εντολή αυτή δεν έχει ανάγκη από λεπτομερή ανάλυση. Αρκεί μια ερώτηση: πόσο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς τις ψευδομαρτυρίες; Οι ψευδομαρτυρίες είναι τα απατηλά ίχνη, που δημιουργούν τον λαβύρινθο μέσα στον οποίο χάνεται ο αστυνομικός ή ο ντετέκτιβ, ώσπου τελικά να βρει το νήμα, δηλαδή την έξοδο από τον λαβύρινθο και να ανακαλύψει την αλήθεια.
Η δέκατη εντολή: Ουκ επιθυμήσεις...όσα τω πλησίον σου εστί
Η δέκατη εντολή έχει δύο διαφορετικές σημασίες για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Αν πρόκειται για τη γυναίκα του πλησίον, τότε η δέκατη εντολή ήταν, ως τη δεκαετία του πενήντα, ένα αγαπημένο θέμα των αστυνομικών μυθιστορημάτων, κυρίως όμως των αστυνομικών ταινιών. Σήμερα είναι παρωχημένη και έχει χάσει τη θεματική έλξη της. Στις σημερινές συνθήκες η επιθυμία για τη γυναίκα του πλησίον και αντίστροφα είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο σπάνια καταλήγει σε έγκλημα. Η επιθυμία, ωστόσο, για τα περιουσιακά στοιχεία του άλλου, από το χωράφι ως το ακίνητο και την επιχείρηση του, είναι ένα σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Όλες οι παραλλαγές αυτής της εντολής προσφέρουν μια ποικιλία θεμάτων στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, η παραβίαση της εντολής αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της αστυνομικής ιστορίας. Σε ένα μεγάλο αριθμό αστυνομικών μυθιστορημάτων ο ένοχος φτάνει στο έγκλημα, επειδή θέλει να οικιειοποιηθεί την περιουσία του θύματος του.
II. Θρησκεία και αστυνομικό: Η εκλεκτική συγγένεια
Στην «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ ο ληστής Μακχήθ θέτει ένα ερώτημα, που σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρο: «Τί είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;»
Ασφαλώς, όταν διαβάζουμε σήμερα την ερώτηση, η σκέψη μας πηγαίνει αυθόρμητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχεί στις μέρες μας.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να διατυπώσει κανείς διαφορετικά το ερώτημα, σε σχέση με το αστυνομικό μυθιστόρημα: τι είναι τα εγκλήματα στα αστυνομικά μυθιστορήματα, αν τα συγκρίνουμε με τα εγκλήματα που διέπραξαν οι θρησκείες στη διάρκεια της ιστορίας τους; Η εκκλησία σεβάστηκε όλες τις εντολές, εκτός από την έβδομη και την όγδοη, τις εντολές για την κλοπή και τον φόνο.
Η «αγία πενία» των Φραγκισκανών δεν ήταν παρά μια χίμαιρα. Στα χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας της, η εκκλησία οικειοποιήθηκε επί αιώνες, με νόμιμα και άνομα μέσα, έναν απαράμιλο πλούτο. Έστω και αν θεωρήσουμε υπερβολική την άποψη του Νίτσε, ο οποίος θεωρούσε «κατάρα» τις θρησκείες, εντούτοις αυτή η άποψη βρίσκεται πολύ κοντά σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε οργανωμένο έγκλημα.
Ο Κάρλχαϊντς Ντέσνερ στην «Ιστορία Εγκλημάτων του Χριστιανισμού» οικοδομεί μια σχέση ανάμεσα στην ιστορία της Χριστιανοσύνης και των εγκλημάτων, που διέπραξε από τη γέννηση της στο Ισραήλ ως τον Τριακονταετή Πόλεμο. Ο Ντέσνερ χρειάζεται δέκα πολυσέλιδους τόμους για να αφηγηθεί αυτή την ιστορία εγκλημάτων.[2]
Ωστόσο, η κλοπή είναι το μικρότερο κακό σε σύγκριση με τους φόνους που διέπραξαν τόσο η χριστιανική θρησκεία όσο και το ισλάμ. Το ισλάμ τους διαπράττει σήμερα με μια ασύγκριτη βιαιότητα. Οι χώρες του δυτικού κόσμου διαμαρτύρονται έντονα, καταδικάζουν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, περιχαρακώνουν τα σύνορα τους, λησμονούν, ωστόσο, ότι και η ιστορία της θρησκείας τους ήταν μια ιστορία εγκλημάτων και όχι μόνο ενάντια στους αλλόθρησκους. Από τις σταυροφορίες ως τους θρησκευτικούς πολέμους, από την ιερά εξέταση ως τους διωγμούς των Εβραίων και τους θανάτους στην πυρά των αιρετικών και των μαγισσών, τα εγκλήματα είναι συνυφασμένα με την ιστορία του Χριστιανισμού. Όπως η θανάτωση του Ιησού Χριστού ήταν ένα «mob killing», έτσι και αυτά τα εγκλήματα ήταν, με τη σημερινή ορολογία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αρκεί να δώσω ένα παράδειγμα. Η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη δε λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους Οθωμανούς το 1453, αλλά από τους σταυροφόρους τον 14ο αιώνα. Για να θυμηθούμε πάλι τον Μπρεχτ: τι είναι οι φόνοι σε ολόκληρη την αστυνομική λογοτεχνία συγκρινόμενοι με τους φόνους της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ;
Ισως, όμως, η ύπαρξη μιας ανθούσας αστυνομικής λογοτεχνίας με «χριστιανική» θεματολογία να οφείλεται σε αυτήν ακριβώς τη «χριστιανική» πηγή εγκλημάτων.
Ο Πατήρ Μπράουν του G. K. Chesterton μπορεί να είναι ο πιο γνωστός ιερωμένος της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν είναι, όμως, ο μοναδικός. Η Ellis Peters με τον μοναχό της, τον αδελφό Cadfael, είναι επίσης πολύ γνωστοί. Σ΄αυτούς προστίθενται συγγραφείς όπως η Veronica Black, ο Lee Harris και η Margaret Frazer. Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από αστυνομικά μυθιστορήματα με αγίους, κληρικούς και ραββίνους ως ντετέκτιβ.
Ωστόσο, το «χριστιανικό» αστυνομικό μυθιστόρημα που ξεχωρίζει είναι «Το Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο. Όχι μόνο επειδή και σ’αυτό το μυθιστόρημα ένας φραγκισκανός μοναχός, ο Γουίλιαμ του Μπάσκερβιλ, ασκεί καθήκοντα ντετέκτιβ, αλλά και επειδή το μυθιστόρημα περιγράφει με ιστορική ακρίβεια τις θανατηφόρες συγκρούσεις στα πλαίσια της εκκλησίας, κατά το έτος 1327.
III. Τα εγκλήματα ακολουθούν τη δική τους πορεία
Η θρησκεία και το αστυνομικό μυθιστόρημα έχουν μεν μια στενή συγγένεια, αλλά στο τέλος οι δρόμοι τους χωρίζουν. Γι' αυτό υπάρχουν πολλοί λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν γενικά με τη λογοτεχνία, αλλά ούτε και ειδικά με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Στο αστυνομικό μυθιστόρημα επικρατούν στο τέλος πάντα οι καλοί, και το κακό τιμωρείται. Στην ιστορία των θρησκειών, η πορεία αυτή δεν είναι μονόδρομος, επειδή και η εκκλησία, αλλά και το Ισλάμ, επικαλούνταν πάντα τη θεία δικαιοσύνη, και διέφευγαν από την επίγεια τιμωρία των δικαστηρίων. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, η κακοποίηση των παιδιών και των νέων στα εκκλησιαστικά σχολεία και στις διάφορες μονές είναι ένα πρόβλημα, που διογκώνεται καθημερινά και το οποίο έχει φέρει την εκκλησία σε πολύ δύσκολη θέση. Τα θύματα βγαίνουν όλο και πιο συχνά στο προσκήνιο, αλλά οι δράστες σπάνια καταλήγουν στη δικαιοσύνη. Η εκκλησία ξεπλένει τις αμαρτίες της με τα δικά της μέσα και παρακάμπτει σχεδόν πάντα τους νόμους και τη δικαιοσύνη.
Στο αστυνομικό μυθιστόρημα προέχει η τιμωρία του ένοχου και όχι η εξιλέωση. Παρόλα αυτά υπάρχει ένας χώρος, όπου η χριστιανική εξιλέωση και η εξιλέωση στο αστυνομικό μυθιστόρημα συναντιώνται. Ο λόγος είναι για εκείνα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία περιγράφουν την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου.
Αν εξαιρέσουμε το οργανωμένο έγκλημα, πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα αφηγούνται ιστορίες με δολοφονίες και εγκλήματα, οι δράστες των οποίων καταφεύγουν στο φονικό όπλο, επειδή έχουν υπερβεί τα ανθρώπινα όριά τους. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως όσοι υπερβαίνουν τα όριά τους μετατρέπονται σε δολοφόνους. Κανείς από μας, ωστόσο, δε γνωρίζει ακριβώς τι θα ήταν ικανός να πράξει, αν κάποια στιγμή της ζωής του έφτανε στο σημείο να υπερβεί τα όριά του.
Η εκκλησία κατατάσσει την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου στις αμαρτίες και θέτει ως προϋπόθεση της άφεσης τη μετάνοια του αμαρτωλού. Και στο αστυνομικό μυθιστόρημα συναντάμε όχι σπάνια τη μετάνοια, έστω και αν ο δράστης τιμωρείται. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα του Ντοστογιέβσκι «Έγκλημα και Τιμωρία». Σε όλες τις γλώσσες που γνωρίζω ο τίτλος είναι ο ίδιος - «Έγκλημα και Τιμωρία» -, εκτός από τη γερμανική έκδοση, στην οποία ο τίτλος είναι «Έγκλημα και Εξιλέωση». Μπορεί ο τίτλος να ξενίζει, αλλά δεν είναι λάθος. Γιατί ο Ρασκόλνικοφ τιμωρείται, βέβαια, για το έγκλημά του, αλλά ταυτόχρονα μετανοεί για την πράξη του. Η μετάνοια φέρνει την εξιλέωση, ακριβώς όπως με τους αμαρτωλούς στην εκκλησία.
Ο τέλειος συνδυασμός τιμωρίας και εξιλέωσης δε βρίσκεται, ωστόσο, ούτε στα χρονικά της εκκλησίας, ούτε και στο αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά σε μια αρχαία τραγωδία με την πρώτη αστυνομική πλοκή που γράφτηκε ποτέ: στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή. Αν αντικαθιστούσαμε τον Οιδίποδα με έναν αστυνομικό ή ντετέκτιβ, θα είχαμε έναν ήρωα που ψάχνει τον δολοφόνο του πατέρα του και ανακαλύπτει στο τέλος ότι είναι ο ίδιος και ότι η σύζυγός του είναι η μητέρα του. Η τιμωρία του Οιδίποδα δεν έρχεται ούτε από τους θεούς του Ολύμπου, ούτε από την εκκλησία, αλλά ούτε και από τη δικαιοσύνη. Ο Οιδίπους αυτοτιμωρείται και η αυτοτιμωρία του συνεπάγεται την εξιλέωση.
Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να ερευνήσουμε τους λόγους, για τους οποίους το αστυνομικό μυθιστόρημα έτυχε από τη γένεσή του τέτοιας ευρείας αποδοχής. Ο ένας λόγος έχει να κάνει με αυτό που σήμερα ονομάζουμε «σασπένς» και με το «παιχνίδι της έρευνας». Ο άλλος, όμως, σχετίζεται με την καταπολέμηση και την τιμωρία του «κακού». Πουθενά αλλού το κακό δεν τιμωρείται τόσο συχνά και τόσο ξεκάθαρα, όπως στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ο μέσος πολίτης, ο οποίος έχει πεισθεί και από τα κηρύγματα της εκκλησίας ότι στον κόσμο κυριαρχούν το κακό και η αμαρτία, βρίσκει στην αστυνομική λογοτεχνία ένα υποκατάστατο της θείας δίκης.
Αυτός είναι και ο λόγος, που οι αστυνομικοί και οι ντετέκτιβ στα αστυνομικά μυθιστορήματα κερδίζουν σχεδόν πάντα τη συμπάθεια του αναγνώστη. Είναι οι καλοί που μάχονται τους κακούς. Όσο απωθητικός και αν είναι στον αναγνώστη κάποιος αστυνομικός ή ντετέκτιβ στη διάρκεια του μυθιστορήματος, στο τέλος ο αναγώστης ταυτίζεται μαζί του.
Σ’ αυτό ακριβώς στο σημείο αλληλοκαλύπτονται πάλι η θρησκεία και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Γιατί οι ήρωες των αστυνομικών μυθιστορημάτων, είται είναι αστυνομικοί είτε ντετέκτιβ, λειτουργούν κατά βάθος σαν ιεραπόστολοι, δηλαδή σαν φορείς μιας ιεραποστολικής αντίληψης. Όπως οι ιεραπόστολοι πήγαιναν στην Αφρική και στην Ασία για να καταπολεμήσουν τη βαρβαρότητα και να μεταλλάξουν τους βάρβαρους σε χριστιανούς, έτσι και οι ήρωες της αστυνομικής λογοτεχνίας προσπαθούν, σε έναν κόσμο, που κυριαρχούν το χρήμα, η μαφία, το οργανωμένο έγκλημα και η βία, να φέρουν την απόδειξη, ή έστω να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση, ότι το κακό, με την κοσμική και χριστιανική του έννοια, μπορεί να καταπολεμηθεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Misha Glenny, Mc Mafia, Crime without frontiers. London 2008.
[2] Karlheinz Deschner, Kriminalgeschichte des Christentums, 1986-2004.
Ας ξεκινήσουμε από την πηγή της εξίσωσης, τις δέκα εντολές.
I. Οι πέντε εντολές του αστυνομικού μυθιστορήματος
«Εν αρχή ην ο Λόγος». Έτσι αρχίζει το Ευαγγέλιο κατά Ιωάννη. Ο Γκαίτε παραφράζει αυτή τη φράση στην πρώτη σκηνή του πρώτου μέρους του «Φάουστ» και γράφει: «Στην αρχή ήταν η πράξη». Η παρατήρηση του Φάουστ είναι σωστή, αν σκεφτεί κανείς ότι η Παλαιά Διαθήκη αρχίζει με μια πράξη, η οποία είναι ταυτόχρονα και ένα έγκλημα: το προπατορικό αμάρτημα.
Πόσο απεχθές ήταν το έγκλημα αυτό, το αναγνωρίζουμε από την τιμωρία. Η εξορία, στην οποία καταδικάζει ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα ήταν στη διάρκεια των αιώνων η πιο βαριά ποινή μετά τη θανατική.
Στο επίκεντρο της δεύτερης ιεράς βίβλου, της Καινής Διαθήκης, βρίσκεται πάλι μια πράξη: η σταύρωση του Ιησού Χριστού. Όπως περιγράφεται η πράξη αυτή στην Καινή Διαθήκη παραπέμπει σε αυτό που με τη σύγχρονη ορολογία ονομάζουμε «mob killing».
Δεν είμαι θεολόγος, αλλά πιστεύω ότι το προπατορικό αμάρτημα υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της καταγραφής στις δέκα εντολές όλων των εγκλημάτων που διαπράττουν οι άνθρωποι, ώστε να καταπολεμηθούν εν τη γενέση τους.
Η θεματική της αστυνομικής λογοτεχνίας σε όλες σχεδόν τις παραλλαγές της είναι μια αφηγηματική επεξεργασία ορισμένων από τις δέκα εντολές.
Η εξίσωση που διατύπωσα πιο πάνω είναι απαραίτητη για κάθε συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αφενός για να ανακαλύψει το εύρος των εγκλημάτων, που μπορεί να επεξεργαστεί στα μυθιστορήματά του. Αφετέρου, για να κατανοήσει ότι τα θεμέλια του είδους που επέλεξε για να εκφραστεί βρίσκονται καταχωρημένα στις δέκα εντολές.
Αν εξαιρέσουμε την τελευταία τριακονταετία, στην οποία το οργανωμένο έγκλημα έχει γίνει το αγαπημένο θέμα πολλών αστυνομικών μυθιστορημάτων, τα εγκλήματα που καταγράφονται στις δέκα εντολές αποτελούσαν ιστορικά τη σταθερή θεματική της αστυνομικών λογοτεχνίας.
Ασφαλώς, όλες οι εντολές δεν είναι εξίσου σημαντικές για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Το κέντρο βάρους βρίσκεται στις τελευταίες πέντε εντολές.
Η έκτη εντολή: ου μοιχεύσεις
Στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα ήμουν για μια περίοδο σύμβουλος τηλεοπτικών σειρών στην ΕΡΤ. Ένας ηλικιωμένος τότε συγγραφέας κωμωδιών και τηλεοπτικών σειρών έφερε μια πρόταση για κωμική τηλεοπτική σειρά. Με την πρώτη ματιά μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ότι η πρόταση ήταν ένα κολάζ από τις πιο γνωστές του κωμωδίες. Προσπάθησα να του αναπτύξω τις αντιρρήσεις μου όσο γινόταν πιο ευγενικά. Μου έριξε ένα πατρικό βλέμμα και μου είπε: «Άκουσε, αγόρι μου. Δεν υπάρχουν για έναν συγγραφέα παραπάνω από πενήντα θέματα. Τα μόνα ενδιαφέροντα είναι δύο: ο έρως και το χρήμα.»
Σήμερα αναγνωρίζω πως αυτός είναι ο πιο εύστοχος τρόπος για να εξηγήσεις την αδυναμία του αστυνομικού μυθιστορήματος για τα εγκλήματα ερωτικής απιστίας και χρήματος.
Θα είχε ενδιαφέρον να καταγράψουμε τα αστυνομικά μυθιστορήματα, που έχουν ως θέμα τους τη μοιχεία και τη συνακόλουθη κατάληξη σε φόνο. Τα εγκλήματα με κίνητρο τη μοιχεία ήταν, μαζί με τα εγκλήματα λόγω κληρονομιάς, ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα του αγγλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, σε αντίθεση με τα εγκλήματα εκδίκησης, που ενδιέφεραν λιγότερο τους συγγραφείς, Αρκεί να αναφέρω ένα, πολύ γνωστό πράδειγμα, το «Έγκλημα στον Νείλο» της Αγκάθα Κρίστι.
Η έβδομη εντολή: ου κλέψεις
Η εντολή αυτή ήταν για πολλές δεκαετίες το αγαπημένο θέμα του θρίλερ και του μυθιστορήματος περιπέτειας. Μόλις μετά το 1989 μπήκε ως θέμα στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η διάλυση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού συντέλεσε στην «άνθιση» του οργανωμένου εγκλήματος, η οποία ενισχύθηκε και με τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Ο άγγλος δημοσιογράφος Misha Glenny περιγράφει στο βιβλίο του «Mc Mafia» έναν «δρόμο του μεταξιού» του οργανωμένου εγκλήματος, που ξεκινάει από τα Βαλκάνια, διασχίζει τις πρώην ασιατικές σοβιετικές δημοκρατίες και καταλήγει στην Άπω Ανατολή.[1]
Στόχος του οργανωμένου εκγλήματος είναι ο παράνομος πλουτισμός. Συνεπώς πρόκειται για παραβίαση της έβδομης εντολής.
Πριν από αυτή την εξέλιξη οι κλοπές στο αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν ένα είδος εισαγωγής ή αφορμής για να καταλήξει στο κέντρο βάρους του, δηλαδή στον φόνο. Αλλά και στα μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα το οργανωμένο έγκλημα, ο δρόμος προς τον παρτάνομο πλουτισμό είναι σπαρμένος με πτώματα.
Η όγδοη εντολή: ου φονεύσεις
Η εντολή αυτή έχει για το αστυνομικό μυθιστόρημα υπαρξιακή σημασία. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς φόνο είναι τόσο σπάνιο, όσο και η βροχή στην έρημο. Αντιθέτως, η επιτυχία του αστυνομικού μυθιστορήματος εξαρτάται από την έμπνευση του συγγραφέα να εφευρίσκει σε κάθε μυθιστόρημα νέα κίνητρα δολοφονίας και νέα είδη φόνων.
Αν κάποιος συγγραφέας έπαιρνε την εντολή κατά λέξη, θα έπρεπε να ασχοληθεί με άλλα είδη μυθιστορημάτων. Γιατί η άρνηση της εντολής μετατρέπεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα σε θέση: «να φονεύσεις!» Βέβαια, στο αστυνομικό μυθιστόρημα ακολουθεί μετά τον φόνο, σχεδόν πάντα, η σύλληψη και η τιμωρία του δολοφόνου. Η κατάληξη αυτή είναι στην ουσία όχι μια άρνηση, αλλά μια επιβεβαίωση της εντολής. «Ου φονεύσεις, διότι εάν φονεύσεις θα τιμωρηθείς.»
Η ένατη εντολή: Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή.
Η εντολή αυτή δεν έχει ανάγκη από λεπτομερή ανάλυση. Αρκεί μια ερώτηση: πόσο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς τις ψευδομαρτυρίες; Οι ψευδομαρτυρίες είναι τα απατηλά ίχνη, που δημιουργούν τον λαβύρινθο μέσα στον οποίο χάνεται ο αστυνομικός ή ο ντετέκτιβ, ώσπου τελικά να βρει το νήμα, δηλαδή την έξοδο από τον λαβύρινθο και να ανακαλύψει την αλήθεια.
Η δέκατη εντολή: Ουκ επιθυμήσεις...όσα τω πλησίον σου εστί
Η δέκατη εντολή έχει δύο διαφορετικές σημασίες για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Αν πρόκειται για τη γυναίκα του πλησίον, τότε η δέκατη εντολή ήταν, ως τη δεκαετία του πενήντα, ένα αγαπημένο θέμα των αστυνομικών μυθιστορημάτων, κυρίως όμως των αστυνομικών ταινιών. Σήμερα είναι παρωχημένη και έχει χάσει τη θεματική έλξη της. Στις σημερινές συνθήκες η επιθυμία για τη γυναίκα του πλησίον και αντίστροφα είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο σπάνια καταλήγει σε έγκλημα. Η επιθυμία, ωστόσο, για τα περιουσιακά στοιχεία του άλλου, από το χωράφι ως το ακίνητο και την επιχείρηση του, είναι ένα σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Όλες οι παραλλαγές αυτής της εντολής προσφέρουν μια ποικιλία θεμάτων στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, η παραβίαση της εντολής αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της αστυνομικής ιστορίας. Σε ένα μεγάλο αριθμό αστυνομικών μυθιστορημάτων ο ένοχος φτάνει στο έγκλημα, επειδή θέλει να οικιειοποιηθεί την περιουσία του θύματος του.
II. Θρησκεία και αστυνομικό: Η εκλεκτική συγγένεια
Στην «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ ο ληστής Μακχήθ θέτει ένα ερώτημα, που σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρο: «Τί είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;»
Ασφαλώς, όταν διαβάζουμε σήμερα την ερώτηση, η σκέψη μας πηγαίνει αυθόρμητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχεί στις μέρες μας.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να διατυπώσει κανείς διαφορετικά το ερώτημα, σε σχέση με το αστυνομικό μυθιστόρημα: τι είναι τα εγκλήματα στα αστυνομικά μυθιστορήματα, αν τα συγκρίνουμε με τα εγκλήματα που διέπραξαν οι θρησκείες στη διάρκεια της ιστορίας τους; Η εκκλησία σεβάστηκε όλες τις εντολές, εκτός από την έβδομη και την όγδοη, τις εντολές για την κλοπή και τον φόνο.
Η «αγία πενία» των Φραγκισκανών δεν ήταν παρά μια χίμαιρα. Στα χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας της, η εκκλησία οικειοποιήθηκε επί αιώνες, με νόμιμα και άνομα μέσα, έναν απαράμιλο πλούτο. Έστω και αν θεωρήσουμε υπερβολική την άποψη του Νίτσε, ο οποίος θεωρούσε «κατάρα» τις θρησκείες, εντούτοις αυτή η άποψη βρίσκεται πολύ κοντά σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε οργανωμένο έγκλημα.
Ο Κάρλχαϊντς Ντέσνερ στην «Ιστορία Εγκλημάτων του Χριστιανισμού» οικοδομεί μια σχέση ανάμεσα στην ιστορία της Χριστιανοσύνης και των εγκλημάτων, που διέπραξε από τη γέννηση της στο Ισραήλ ως τον Τριακονταετή Πόλεμο. Ο Ντέσνερ χρειάζεται δέκα πολυσέλιδους τόμους για να αφηγηθεί αυτή την ιστορία εγκλημάτων.[2]
Ωστόσο, η κλοπή είναι το μικρότερο κακό σε σύγκριση με τους φόνους που διέπραξαν τόσο η χριστιανική θρησκεία όσο και το ισλάμ. Το ισλάμ τους διαπράττει σήμερα με μια ασύγκριτη βιαιότητα. Οι χώρες του δυτικού κόσμου διαμαρτύρονται έντονα, καταδικάζουν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, περιχαρακώνουν τα σύνορα τους, λησμονούν, ωστόσο, ότι και η ιστορία της θρησκείας τους ήταν μια ιστορία εγκλημάτων και όχι μόνο ενάντια στους αλλόθρησκους. Από τις σταυροφορίες ως τους θρησκευτικούς πολέμους, από την ιερά εξέταση ως τους διωγμούς των Εβραίων και τους θανάτους στην πυρά των αιρετικών και των μαγισσών, τα εγκλήματα είναι συνυφασμένα με την ιστορία του Χριστιανισμού. Όπως η θανάτωση του Ιησού Χριστού ήταν ένα «mob killing», έτσι και αυτά τα εγκλήματα ήταν, με τη σημερινή ορολογία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αρκεί να δώσω ένα παράδειγμα. Η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη δε λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τους Οθωμανούς το 1453, αλλά από τους σταυροφόρους τον 14ο αιώνα. Για να θυμηθούμε πάλι τον Μπρεχτ: τι είναι οι φόνοι σε ολόκληρη την αστυνομική λογοτεχνία συγκρινόμενοι με τους φόνους της Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ;
Ισως, όμως, η ύπαρξη μιας ανθούσας αστυνομικής λογοτεχνίας με «χριστιανική» θεματολογία να οφείλεται σε αυτήν ακριβώς τη «χριστιανική» πηγή εγκλημάτων.
Ο Πατήρ Μπράουν του G. K. Chesterton μπορεί να είναι ο πιο γνωστός ιερωμένος της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν είναι, όμως, ο μοναδικός. Η Ellis Peters με τον μοναχό της, τον αδελφό Cadfael, είναι επίσης πολύ γνωστοί. Σ΄αυτούς προστίθενται συγγραφείς όπως η Veronica Black, ο Lee Harris και η Margaret Frazer. Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από αστυνομικά μυθιστορήματα με αγίους, κληρικούς και ραββίνους ως ντετέκτιβ.
Ωστόσο, το «χριστιανικό» αστυνομικό μυθιστόρημα που ξεχωρίζει είναι «Το Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο. Όχι μόνο επειδή και σ’αυτό το μυθιστόρημα ένας φραγκισκανός μοναχός, ο Γουίλιαμ του Μπάσκερβιλ, ασκεί καθήκοντα ντετέκτιβ, αλλά και επειδή το μυθιστόρημα περιγράφει με ιστορική ακρίβεια τις θανατηφόρες συγκρούσεις στα πλαίσια της εκκλησίας, κατά το έτος 1327.
III. Τα εγκλήματα ακολουθούν τη δική τους πορεία
Η θρησκεία και το αστυνομικό μυθιστόρημα έχουν μεν μια στενή συγγένεια, αλλά στο τέλος οι δρόμοι τους χωρίζουν. Γι' αυτό υπάρχουν πολλοί λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν γενικά με τη λογοτεχνία, αλλά ούτε και ειδικά με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Στο αστυνομικό μυθιστόρημα επικρατούν στο τέλος πάντα οι καλοί, και το κακό τιμωρείται. Στην ιστορία των θρησκειών, η πορεία αυτή δεν είναι μονόδρομος, επειδή και η εκκλησία, αλλά και το Ισλάμ, επικαλούνταν πάντα τη θεία δικαιοσύνη, και διέφευγαν από την επίγεια τιμωρία των δικαστηρίων. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, η κακοποίηση των παιδιών και των νέων στα εκκλησιαστικά σχολεία και στις διάφορες μονές είναι ένα πρόβλημα, που διογκώνεται καθημερινά και το οποίο έχει φέρει την εκκλησία σε πολύ δύσκολη θέση. Τα θύματα βγαίνουν όλο και πιο συχνά στο προσκήνιο, αλλά οι δράστες σπάνια καταλήγουν στη δικαιοσύνη. Η εκκλησία ξεπλένει τις αμαρτίες της με τα δικά της μέσα και παρακάμπτει σχεδόν πάντα τους νόμους και τη δικαιοσύνη.
Στο αστυνομικό μυθιστόρημα προέχει η τιμωρία του ένοχου και όχι η εξιλέωση. Παρόλα αυτά υπάρχει ένας χώρος, όπου η χριστιανική εξιλέωση και η εξιλέωση στο αστυνομικό μυθιστόρημα συναντιώνται. Ο λόγος είναι για εκείνα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία περιγράφουν την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου.
Αν εξαιρέσουμε το οργανωμένο έγκλημα, πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα αφηγούνται ιστορίες με δολοφονίες και εγκλήματα, οι δράστες των οποίων καταφεύγουν στο φονικό όπλο, επειδή έχουν υπερβεί τα ανθρώπινα όριά τους. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως όσοι υπερβαίνουν τα όριά τους μετατρέπονται σε δολοφόνους. Κανείς από μας, ωστόσο, δε γνωρίζει ακριβώς τι θα ήταν ικανός να πράξει, αν κάποια στιγμή της ζωής του έφτανε στο σημείο να υπερβεί τα όριά του.
Η εκκλησία κατατάσσει την υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου στις αμαρτίες και θέτει ως προϋπόθεση της άφεσης τη μετάνοια του αμαρτωλού. Και στο αστυνομικό μυθιστόρημα συναντάμε όχι σπάνια τη μετάνοια, έστω και αν ο δράστης τιμωρείται. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα του Ντοστογιέβσκι «Έγκλημα και Τιμωρία». Σε όλες τις γλώσσες που γνωρίζω ο τίτλος είναι ο ίδιος - «Έγκλημα και Τιμωρία» -, εκτός από τη γερμανική έκδοση, στην οποία ο τίτλος είναι «Έγκλημα και Εξιλέωση». Μπορεί ο τίτλος να ξενίζει, αλλά δεν είναι λάθος. Γιατί ο Ρασκόλνικοφ τιμωρείται, βέβαια, για το έγκλημά του, αλλά ταυτόχρονα μετανοεί για την πράξη του. Η μετάνοια φέρνει την εξιλέωση, ακριβώς όπως με τους αμαρτωλούς στην εκκλησία.
Ο τέλειος συνδυασμός τιμωρίας και εξιλέωσης δε βρίσκεται, ωστόσο, ούτε στα χρονικά της εκκλησίας, ούτε και στο αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά σε μια αρχαία τραγωδία με την πρώτη αστυνομική πλοκή που γράφτηκε ποτέ: στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή. Αν αντικαθιστούσαμε τον Οιδίποδα με έναν αστυνομικό ή ντετέκτιβ, θα είχαμε έναν ήρωα που ψάχνει τον δολοφόνο του πατέρα του και ανακαλύπτει στο τέλος ότι είναι ο ίδιος και ότι η σύζυγός του είναι η μητέρα του. Η τιμωρία του Οιδίποδα δεν έρχεται ούτε από τους θεούς του Ολύμπου, ούτε από την εκκλησία, αλλά ούτε και από τη δικαιοσύνη. Ο Οιδίπους αυτοτιμωρείται και η αυτοτιμωρία του συνεπάγεται την εξιλέωση.
Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να ερευνήσουμε τους λόγους, για τους οποίους το αστυνομικό μυθιστόρημα έτυχε από τη γένεσή του τέτοιας ευρείας αποδοχής. Ο ένας λόγος έχει να κάνει με αυτό που σήμερα ονομάζουμε «σασπένς» και με το «παιχνίδι της έρευνας». Ο άλλος, όμως, σχετίζεται με την καταπολέμηση και την τιμωρία του «κακού». Πουθενά αλλού το κακό δεν τιμωρείται τόσο συχνά και τόσο ξεκάθαρα, όπως στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ο μέσος πολίτης, ο οποίος έχει πεισθεί και από τα κηρύγματα της εκκλησίας ότι στον κόσμο κυριαρχούν το κακό και η αμαρτία, βρίσκει στην αστυνομική λογοτεχνία ένα υποκατάστατο της θείας δίκης.
Αυτός είναι και ο λόγος, που οι αστυνομικοί και οι ντετέκτιβ στα αστυνομικά μυθιστορήματα κερδίζουν σχεδόν πάντα τη συμπάθεια του αναγνώστη. Είναι οι καλοί που μάχονται τους κακούς. Όσο απωθητικός και αν είναι στον αναγνώστη κάποιος αστυνομικός ή ντετέκτιβ στη διάρκεια του μυθιστορήματος, στο τέλος ο αναγώστης ταυτίζεται μαζί του.
Σ’ αυτό ακριβώς στο σημείο αλληλοκαλύπτονται πάλι η θρησκεία και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Γιατί οι ήρωες των αστυνομικών μυθιστορημάτων, είται είναι αστυνομικοί είτε ντετέκτιβ, λειτουργούν κατά βάθος σαν ιεραπόστολοι, δηλαδή σαν φορείς μιας ιεραποστολικής αντίληψης. Όπως οι ιεραπόστολοι πήγαιναν στην Αφρική και στην Ασία για να καταπολεμήσουν τη βαρβαρότητα και να μεταλλάξουν τους βάρβαρους σε χριστιανούς, έτσι και οι ήρωες της αστυνομικής λογοτεχνίας προσπαθούν, σε έναν κόσμο, που κυριαρχούν το χρήμα, η μαφία, το οργανωμένο έγκλημα και η βία, να φέρουν την απόδειξη, ή έστω να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση, ότι το κακό, με την κοσμική και χριστιανική του έννοια, μπορεί να καταπολεμηθεί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Misha Glenny, Mc Mafia, Crime without frontiers. London 2008.
[2] Karlheinz Deschner, Kriminalgeschichte des Christentums, 1986-2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου