«Ο πολυβραβευμένος Νταβίντ Γκρόσμαν στην Αθήνα»
Μάριον Χωρεάνθη
Γεννημένος στην Ιερουσαλήμ το 1954, ο Νταβίντ Γκρόσμαν είναι ο πρωτότοκος γιος βιοπαλαιστών από πάμφτωχες οικογένειες. Ο πατέρας του, Πολωνός πρόσφυγας, διέκρινε από νωρίς την αγάπη του για τα γράμματα και ενθάρρυνε τα εξωσχολικά του διαβάσματα. Σε ηλικία εννέα μόλις ετών, ο Νταβίντ βγήκε πρώτος σε διαγωνισμό με θέμα το συνολικό έργο του συγγραφέα Σόλομ Αλέιχεμ, μέσω του οποίου μυήθηκε στη λογοτεχνία. Πραγματοποίησε σπουδές φιλοσοφίας και θεάτρου στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και για 25 χρόνια δούλεψε στο ραδιόφωνο, αρχικά ως ηθοποιός –ενώ ήταν ακόμα παιδί– και στη συνέχεια ως εξωτερικός ανταποκριτής ειδήσεων. Κατά τη στρατιωτική του θητεία εργάστηκε στις μυστικές υπηρεσίες, χωρίς όμως να λάβει ενεργό μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Παρόλο που αποφεύγει συνειδητά να καταπιάνεται με πολιτικά θέματα στα βιβλία του, ο θάνατος του γιου του τον παρακίνησε να ασχοληθεί με την αραβοϊσραηλινή διαμάχη στο πεζογράφημα Ως την άκρη της γης, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2008.
Με αφορμή την πρόσφατη ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ από τον Ψυχογιό (σε ωραία μετάφραση της Λουίζας Μιζάν απευθείας από τα εβραϊκά), ο συγγραφέας παραχώρησε κλειστή συνέντευξη Τύπου το μεσημέρι της Τετάρτης 15 Ιανουαρίου, στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Ψυχογιός. Απλός και ομιλητικός, δίχως ίχνος έπαρσης, απάντησε με ειλικρίνεια και αμεσότητα σε όλες τις ερωτήσεις, επιβεβαιώνοντας με το παραπάνω την πρωτογενή θετική εντύπωση που σχηματίζει κανείς για το άτομό του.
Σχολιάζοντας άποψη που εκφράστηκε για τους πιθανούς παραλληλισμούς ανάμεσα στον ήρωά του, τον Ντόβαλε Γκρίνσταϊν, και τα τεκταινόμενα στη χώρα του, ο Γκρόσμαν εξήγησε ότι, στην πραγματικότητα, ούτε ο Ντόβαλε, ούτε οι κάτοικοι του Ισραήλ ζουν τη ζωή που θα έπρεπε – σαν να σφυρίζουν μια μελωδία χωρίς να πιάνουν ακριβώς τον τόνο. Κοντά στο τέλος, ο Ντόβαλε αντιλαμβάνεται αίφνης την αλήθεια: πως η ζωή δεν είναι πάντα γενναιόδωρη μαζί μας, με αποτέλεσμα να τη βιώνουμε διαθλασμένα και μισερά. Είναι, λοιπόν, ανάγκη να ανακαλύψουμε τον πραγματικό μας, ελεύθερο εαυτό – σαν να κάνουμε έφεση σε ανώτατο δικαστήριο, ζητώντας μια ευκαιρία να διορθώσουμε ό,τι η ζωή δεν κατάφερε να διορθώσει. Και στο Ισραήλ θα έπρεπε, επίσης, να δοθεί η δυνατότητα μιας ζωής αληθινής, ελεύθερης, δίχως εχθροπραξίες όπου χάνονται νέα παιδιά, αλλά με τη βεβαιότητα πως μπορεί να υπάρξει μέλλον. Το παράδοξο είναι πως, ενώ το Ισραήλ αποτελεί υπερδύναμη στον τομέα των νεοφυών επιχειρήσεων (start-ups), με πρωτοποριακές ιδέες σε κάθε πεδίο, αποδεικνύεται ανίσχυρο ως προς το καίριο και φλέγον ζήτημα που θα εξασφάλιζε το μέλλον του, δηλαδή την ειρήνη με τα γειτονικά κράτη. Αντί να βρει λύση στο πρόβλημα, διαιωνίζει τη στρεβλή αυτή κατάσταση. Αν και σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους Παλαιστίνιους, οι Ισραηλινοί νιώθουν ανήμποροι. Και ο Ντόβαλε παίρνει προσωπικά το συναίσθημα της ενοχής, έχοντας την εντύπωση ότι σκότωσε έναν φίλο του – ο οποίος, όμως, βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, επομένως ενοχή δεν υφίσταται.
Πώς γίνεται άτομα και κοινωνίες ολόκληρες να δείχνουν τέλεια αναισθησία μπροστά σ’ ένα γεγονός ακραία τραγικό και επώδυνο;Σε ερώτηση για το πώς αποφάσισε να κάνει τον ήρωά του stand-up comedian (κωμικό ηθοποιό που μονολογεί αυτοσχεδιάζοντας μπροστά σε κοινό), ο συγγραφέας απάντησε ότι η ιδέα τού είχε έρθει πριν από καμιά εικοσαετία, ενώ έκανε έρευνα για ένα άλλο του μυθιστόρημα. Ένας παλιός του συμμαθητής τού αφηγήθηκε ένα απίστευτο περιστατικό, το οποίο του έδωσε την αφορμή να αναλογιστεί τον μηχανισμό της αδιαφορίας – έναν ύπουλο τρόπο να σκοτώνεις αναίμακτα. Πώς γίνεται άτομα και κοινωνίες ολόκληρες να δείχνουν τέλεια αναισθησία μπροστά σ’ ένα γεγονός ακραία τραγικό και επώδυνο; Έτσι και οι Ισραηλινοί έχουν τη μόνιμη ψευδαίσθηση πως ζουν σε μια ελεύθερη χώρα, η οποία, ωστόσο, τελεί υπό καθεστώς κατοχής. Στο κομβικό σημείο της ιστορίας του, ο Ντόβαλε αποφασίζει να σπάσει τον κλοιό της άγνοιας, έτσι ώστε τα παιδιά και τα εγγόνια του να μάθουν όλα όσα τράβηξε και τον σημάδεψαν, καταστρέφοντάς του τη ζωή.
«Εμείς οι συγγραφείς δεν λέμε τίποτα καινούργιο», καταλήγει ο Γκρόσμαν. «Ό,τι και αν γράφουμε, είτε πεζό, είτε ποίημα, είτε θεατρικό, έχει ήδη γραφτεί. Οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί τα είπαν όλα. Το θέμα είναι πώς θα τα ξαναπούμε εμείς. Ευτυχώς που καμιά φορά κατεβαίνουν άξαφνα ιδέες –μη με ρωτάτε από πού, γιατί αν ήξερα, θα καθόμουν εκεί όλη μέρα– κι έτσι σκέφτηκα να κάνω τον Ντόβαλε κωμικό ηθοποιό, ο οποίος στέκει μπροστά σ’ ένα κοινό παντελώς αδιάφορο για τη δική του αγωνία, βαριεστημένο και κουρασμένο μετά τη δουλειά. Πρόκειται για την τραγωδία ενός κωμικού που αφηγείται ανέκδοτα, πασχίζοντας να κρατήσει το κοινό του – διότι ένα μέρος των θεατών θα τον αποδοκιμάσει και θα σηκωθεί να φύγει. Πώς θα έβρισκα την ισορροπία μεταξύ κωμικού και τραγικού; Ιδιαίτερα ελκυστική πρόκληση – καθόλου εύκολο, ωστόσο, να τη μεταφέρω στο χαρτί. Μα έρχεται εκείνη η ιδανική στιγμή που η ιστορία σχεδόν αρχίζει να γράφεται μόνη της. Το χιούμορ είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίζουμε τα πάντα – οτιδήποτε, ακόμα και το Ολοκαύτωμα, μπορεί να γίνει αντικείμενο διακωμώδησης. Οι άνθρωποι που έζησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είχαν πάψει να αστειεύονται και να γελούν. Αν, βέβαια, αυτά τα πράγματα τα κοροϊδεύει κάποιος που δεν είναι Εβραίος, τότε το αστείο είναι άκομψο. Ο Ντόβαλε, λόγου χάρη, διακωμωδεί τον Μένγκελε, εξαιτίας του οποίου ο ίδιος και η οικογένειά του υπέφεραν τα πάνδεινα. Κανείς από τους Ισραηλινούς αναγνώστες μου δεν προσβλήθηκε απ’ το συγκεκριμένο είδος χιούμορ. Το γέλιο μάς βοηθά να αναπνεύσουμε, μας αναζωογονεί. Το χιούμορ, άλλωστε, δεν είναι παρά μια ανατρεπτική ματιά σε ό,τι θεωρούσαμε δεδομένο. Είναι δημιουργικότητα, μέσο άμυνας και επιβίωσης σε απολιθωματικά παγιωμένες καταστάσεις – όπως η καθημερινότητά μας αλλά και η κοινωνία, στο μεγαλύτερο μέρος τους».
Ύστερα από το Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ, ο Γκρόσμαν έγραψε άλλο ένα μυθιστόρημα, με τον τίτλο Η ζωή παίζει μαζί μου, το οποίο σ’ ένα ή δύο χρόνια ίσως κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα. Κι αυτό βασίζεται σε πραγματικό γεγονός: στην ιστορία μιας γυναίκας, την οποία του εμπιστεύτηκε η ίδια. «Είναι μια ιστορία αγάπης, αληθινή όσο και πρωτάκουστη: μια γυναίκα, της οποίας ο αγαπημένος αυτοκτόνησε εδώ και 56 χρόνια, εξακολουθεί να είναι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Με τη γυναίκα αυτήν ήμασταν φίλοι σχεδόν για μια εικοσαετία –πέθανε στα 97 της– και ήταν από τα πιο ακραία και συναρπαστικά πλάσματα που γνώρισα ποτέ, μοναδική με τρόπο εξίσου μοναδικό. Αισθάνομαι προνομιούχος για το ότι μου επέτρεψε να γράψω την ιστορία της. Απ’ την αρχή τής ξεκαθάρισα πως δεν επρόκειτο να γυρίσω ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, αλλά να γράψω ένα βιβλίο που θα περιείχε και φανταστικά στοιχεία – και για καλή μου τύχη, δεν είχε αντίρρηση».
Στο Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ κυριαρχεί το στοιχείο της θεατρικότητας, πράγμα το οποίο [....................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
«Ο πολυβραβευμένος Νταβίντ Γκρόσμαν στην Αθήνα»...
Παράρτημα
Νταβίντ Γκρόσμαν - Βικιπαίδεια
Βιβλία του Γκρόσμαν στη βάση Βιβλιονέτ | |
(2019) | Ένα άλογο μπαίνει σ΄ένα μπαρ, Ψυχογιός |
(2011) | Γράφοντας μες στο σκοτάδι, Scripta |
(2011) | Στο τέλος της γης, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(2008) | Το μέλι του λιονταριού, Ωκεανίδα |
(2006) | Η μνήμη του δέρματος, Εκδόσεις Καστανιώτη |
(1999) | Το παιδί ζιγκ-ζαγκ, Εκδόσεις Καστανιώτη |
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤ ΓΚΡΟΣΜΑΝ ΣΤΟΝ ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου